Fractal

Γεράσιμος Δενδρινός: Τέσσερα ποιήματα

 

 

 

1. DAL LAKE MEMORY

 

 Με τη μνήμη επιβιώνοντας για μήνες,

μας  χωρίζει μια μεγάλη αγκαλιά απουσίας

κι εκείνη η ύστατη, τρομώδης κραυγή σου

μετά το αναποδογύρισμα της βάρκας,

στα παγωμένα νερά της λίμνης Νταλ του Σριναγκάρ,

στο μακρινό Κασμίρ με τις αιώνια χιονισμένες κορυφές,

τα πλατύσκαλα χωράφια του ρυζιού, τις φυτείες του τσαγιού

και τα πρόσωπα στο χρώμα της στάχτης.

Ξένοι σύντροφοι, ευκαιριακοί, κι ο πρωινός ήλιος,

οι μόνοι μάρτυρες της ανάληψής σου στον ουρανό

με τους αλλότριους, αλλά τόσο αδιάφορους θεούς,

ενάντια στους οποίους ένα σταυρό από καλάμια

μόλις που πρόλαβα στην όχθη να καρφώσω.

Κατά την εναέρια επιστροφή με τη σορό σου

στον Νέο Δελχί, Ντουμπάι, και από κει στην πατρίδα,

έτσι μετέωρος πάνω από ερήμους και γυμνά οροπέδια,

ένιωθα πως χάραζα πάνω σ’ εκείνα τα εδάφη

τον ίδιο δρόμο απατηλής δόξας μαζί με όλους νεκρούς,

που κατά καιρούς ενταφίασα και τη ζωή αφιέρωσα

έχοντας εμπόδια, στερήσεις, και μάταια ταξίδια –

πάντα για τον άλλον κυλούσε τότε η ζωή μου,

για τον άλλον, που γλιστρούσε τόσο εύκολα

μέσα σε σκοτεινές στοές πάντα με διέξοδο

σε παραδείσους της Ευρώπης και της Άπω Ανατολής –

πεδία μαχών κι αναμέτρησης η καθημερινότητά μας

αιωνίως χαμένοι ανάμεσα στην απόλαυση και στην αναμονή.

Τώρα τις νύχτες, όταν ανέλπιστα ζωντανεύεις,

μέσα την ίδια κάμαρα της ερημιάς και της  θλίψης,

προβάλλω στο παράθυρο για να δω ξανά

το ίδιο τμήμα του χωματόδρομου, χαραγμένο,

από  αυτοκίνητα κι απρόσωπους διαβάτες.

Αδυνατώντας πια να ζω στην πόλη που μεγάλωσες,

συχνά παίρνω τα λεωφορεία με άγνωστο προορισμό,

άλλο δρομολόγιο πλην του κοιμητηρίου δεν ξέρω,

η μέρα μου γίνεται και πάλι προσευχή, τρόμος, θλίψη.

Ούτε πια ξέρω αν θα μπορέσω

να σταθώ κάπου που θ’ ακούω το γέλιο σου,

τα λόγια που μου έλεγες στο τηλέφωνο,

πότε ψιθυριστά και πότε μεγαλόφωνα,

λες κι απευθυνόσουν σε μια πόλη που σε ήξερε,

αλλά συνεχίζει να ζει

τόσο άδικα και ωμά μετά από σένα.

Μέρα τη μέρα, όλα πια στενεύουν,

γίνονται μια λόγχη αιχμηρή ενάντιά μου,

απόμεινες ένα μάρμαρο να σε θυμίζει

ένα χλοερό γρασίδι, η βάρκα της λίμνης που σε σκέπασε,

πριν μας πάει προς τ’ ανοιχτά του νερού,

έως ότου φανούν πλάι στις όχθες

τα ξύλινα σπίτια φωτισμένα

σαν αστέρια μακρινά νύχτας ψυχρής,

που τ’ αγναντεύουμε βέβαιοι πως θα ξαναφανούν

όχι μόνο την επομένη,

αλλά και την μεθεπομένη,

μπορεί και για πάντα,

ερήμην μας.

 

 

2. ΑΠΟ ΝΥΧΤΑ ΣΕ ΜΕΡΑ

 

Στον ποιητή Μιχάλη  Μελετίου

 

Καθώς κοίμιζε τον γιο του κι αυτό το βράδυ,

αποκοιμήθηκε κι αυτός. Γερμένοι κι οι δυο,

πάνω στο μπράτσο του καναπέ με τα περίτεχνα σχέδια

ίδια όνειρα πρόβαλαν κάτω από τα κλειστά βλέφαρα.

Περπάτησαν, λέει, σε ανθισμένους κήπους,

πλάι σε ρείθρα πηγών· είδαν λίμνες με κύκνους,

χρυσόψαρα που σάλευαν πότε στον βυθό

και πότε στην επιφάνεια,

με τ’ ανθισμένα, πλατιά νούφαρα –

ειρήνη, ησυχία κι αρώματα παντού.

Σε ουράνιες πόλεις εισήλθαν, χτισμένες με διαφανή υλικά,

μίλησαν με κόσμο αλλοτινό, με πνεύματα, με αγγέλους,

υπέροχη μουσική νότιζε στο πέρασμά τους τα πάντα,

μέχρι που κατάργησε απότομα τη μαγεμένη αυτή νάρκη

η βουή των τροχοφόρων του δρόμου,

έτσι όπως παραβίαζαν το κλειστό παράθυρο

ήχοι κοφτοί, φωνές και κορναρίσματα

ενός συνηθισμένου πρωινού.

 

 

3. ΡΙΖΕΣ

 

Τις ρίζες του παλιού μας δένδρου έσυρα έξω,

μήπως και τις δουν τα παιδιά,

καθώς παίζουν στην εξοχή μέσα στο φως

το αιώνιο παιχνίδι τους, διαπιστώνοντας από τόσο νωρίς

ως πού κατηφορίζει και βυθίζεται η αγάπη

ίσαμε να βρει νερό.

Τον καιρό που περιδιάβαζα στη γειτονιά σου,

μήπως και φανείς πίσω από την πόρτα της εισόδου

και ξαναβρώ τις τερπνές μας στιγμές,

σκιές με περικύκλωναν κι όλα εκείνα τα λάθη

που στόχο είχαν να σε αγγίξω και να παραδοθώ.

Ό,τι πρόσφερα ήταν χώμα από ερείπια

που άφησε πίσω του φεύγοντας,

εκείνο το στίφος των χαλασμένων ανθρώπων

με τα γλοιώδη πρόσωπα.

Ό,τι  πόθησα,

έμεινε στην ίδια άκρη,

ένα ποτήρι άδειο να λάμπει

στο παιχνίδισμα του φωτός.

Τις ρίζες του δέντρου μας έσυρα έξω,

αφήνοντας να με κυκλώσουν έτσι νωπές,

σαν το φάντασμα της βιαίας αγάπης

που σχημάτισε στην άσφαλτο

ίχνος γλιστερό και μαύρο.

 

 

4. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΗΝΕΙΟΣ  1977

 

Από τα Περιφρονημένα

«Κι αυτή τη φορά δεν έσκαψες αρκετά

το νταμάρι σου… Φταίει κι η ηλικία που σου επιτρέπει

να τσιλημπουρδίζεις τις νύχτες. Η ποίηση θέλει κότσια,

όχι επιπόλαια αμερικανάκια σαν εσένα,

που κατέφθασαν απ’ την Αθήνα  για να μας εκμαυλίσουν.

Να γράφεις καθαρά για να σε καταλαβαίνει κι ένας λούστρος.

Σου επιστρέφω λοιπόν τα γραπτά σου

μετά συλλυπητηρίων…».

Ο νεαρός, καθώς κατέβαινε μετανιωμένος

τις σκάλες του κτηρίου, του ήρθε στον νου

η παλιά του εντύπωση: Ο ποιητής της πόλης,

έτσι με το ίδιο κουστούμι πάντα, θύμιζε ράφτη,

παλαιοπώλη, επίτροπο φιλόπτωχου εκκλησίας,

ή, πιο σωστά, κατηχητή ή ιεροκήρυκα.

Θυμήθηκε πως σε μια τυχαία συνάντησή τους

στην Πλατεία Λαού πόσο αδαής αποδείχθηκε

κατά τη συζήτηση σε σπουδαίους Έλληνες

αλλά και ξένης εθνικότητας ποιητές.

Είχε όμως γνώμη για όλα και για όλους,

απορριπτική συνήθως (ντόπια τακτική

της λογοτεχνικής πιάτσας, που τον θεωρούσε

αλάνθαστο οδηγό και συμβουλάτορά της),

έχοντας για τη συγγραφική τέχνη το εξής σύνθημα:

«ό, τι  θεωρεί η λογική ακατανόητο οφείλει να το διαγράφει».

Πριν γίνει ένα με τον κόσμο στα πεζοδρόμια,

και καταλύσει για ένα λυτρωτικό καφέ

στην Πλατεία Ταχυδρομείου, όπου βρισκόταν σχεδόν πάντα

η παρέα των συμφοιτητών του,

η εικόνα του ποιητή του αυτονόητου στίχου

κυριάρχησε στον νου του, όπως τον έβλεπε συχνά

όποτε έπαιρνε τον συρμό για την Αθήνα: Προχωρημένη νύχτα

ξεροστάλιαζε με τη φαιά του καμπαρντίνα,

πότε στην πλατφόρμα του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού,

ή καθόταν για λίγο στην καφετέρια χωρίς να παραγγείλει,

για να σταθεί στη συνέχεια

έξω από πορνεία κι αραγμένα φορτηγά,

εκτεθειμένος κι αυτή τη φορά

στον χλευασμό και στην απόρριψη.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top