Fractal

“Τζέραλντ, 25 καλοκαίρια μετά” – Διήγημα της Πέρσας Κουμούτση

 

Μια ολόκληρη ζωή χώρεσε σε εκείνο το σύντομο, αλλά περιεκτικότατο mail των πέντε γραμμών. Είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια γεμάτα προσδοκίες, όνειρα, αγάπη, έρωτα, απογοητεύσεις, θανάτους οικείων και μη ανθρώπων, επιτυχίες και αποτυχίες, όλα συνοψίστηκαν επιγραμματικά σε μερικές αράδες. Ήξερε πως το πιθανότερο αδικούσε τη ζωή που διένυσε όλα αυτά τα χρόνια, στριμώχνοντάς τη μέσα στα στενά αυτά όρια του φτωχού κειμένου που θύμιζε απλή απαρίθμηση των σημαντικότερων γεγονότων της, αλλά αυτή δεν ήταν στ’ αλήθεια η ζωή της, που μάταια προσπάθησε να την εξωραΐσει στα μάτια των άλλων; Τα χέρια της έτρεμαν πάνω στα πλήκτρα, η καρδιά της βροντοχτυπούσε έτοιμη να ξεριζωθεί από τη θέση της από τη λαχτάρα.

hero2

 

Είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια περίμενε αυτή την παύση του χρόνου, όπου θα έβρισκε ξανά τα ίχνη του, για να του πει, για να του αποδείξει πως και χωρίς τη δική του παρουσία, χωρίς τη δική του αρωγή, τα είχε καταφέρει. Αυτά ήθελε να του γράψει; Ή μήπως κατά βάθος έλπιζε στο θαύμα της επιστροφής και της συνένωσης με το μεγάλο έρωτα της ζωής της; Αλλά πώς χώρεσαν στ’ αλήθεια όλα αυτά σε λίγες μόλις γραμμές!… αναρωτήθηκε πάλι. Όμως, το πιο παράδοξο δεν είναι ότι οι ζωές μας χωρούν τόσο εύκολα σε ένα τόσο δα μικρό ραπόρτο των πέντε ή δέκα γραμμών – εδώ χωρά σε μια και μόνο αράδα πάνω σε μια ταφόπλακα, «Γεννήθηκε το…, απεβίωσε το…». Ούτε ότι συμπιέζεται, συνθλίβεται ουσιαστικά σε μια χούφτα άψυχων, ξερακιανών λέξεων, αλλά ότι έλαβε σχεδόν αμέσως την απάντησή του και μάλιστα το ίδιο απόγευμα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά παραδέχτηκε χωρίς προλόγους και περιστροφές πως συχνά τη σκεφτόταν και πως στη Νέα Υόρκη, που είχε πρόσφατα ταξιδέψει για ένα συνέδριο, την αναζήτησε στον τηλεφωνικό κατάλογο, καταλήγοντας: «Πάντα ήξερα πως ήθελες να φύγεις για την Αμερική. Ήταν ένα από τα μεγάλα σου όνειρα, έτσι δεν είναι;»

Όνειρα, τι λέξη κι αυτή; ενέχει μαγεία, μέθη, ζάλη και ελπίδα, προπαντός ελπίδα. Ακολούθησαν κι άλλα μηνύματα που αφορούσαν στα παλιά, στο παρελθόν με ρυθμούς γρήγορους, καταιγιστικούς: «Θυμάσαι το πρώτο μας καλοκαίρι στο μικρό χωριό της βόρειας Ιταλίας; Τότε που πρωτογνωριστήκαμε σε εκείνο το μπαράκι; Όταν πρωτοφιληθήκαμε στα

μικρά δρομάκια της πόλης; Το κρύο που φάγαμε στο κατάστρωμα του πλοίου, επιστρέφοντας; έπειτα το επόμενο καλοκαίρι, όταν ταξιδέψαμε μαζί στην ανατολική Ευρώπη; Τότε που ψάχναμε για φτηνό φαγητό, για φτηνά δωμάτια. Την πρώτη μας ερωτική συνεύρεση στο τρένο. Τα εκατόν πενήντα δολάρια που είχαμε όλα κι όλα στην τσέπη μας… Έπειτα, τις επιστολές και τα μηνύματα που ανταλλάζαμε για έναν ολόκληρο χρόνο, μέχρι το επόμενο καλοκαίρι; Ύστερα, το επόμενο μεγάλο μας ταξίδι μαζί, η γνωριμία σου με τους δικούς μου, τα μεταχειρισμένα έπιπλα που ψάχναμε στις άθλιες εκείνες αποθήκες, η γκαρσονιέρα στη μικρή επαρχιακή πόλη έξω από το Λονδίνο…». Και εκείνη χαμογελούσε ενώ διάβαζε έπειτα, επιβεβαίωνε και επαύξανε, ενώ οι κτύποι της καρδιάς της ανέβαιναν επικίνδυνα με την υποψία πως ίσως ξαναγεννιόταν μετά από όλα αυτά τα χρόνια ο παλιός, ο μεγάλος έρωτάς της. Τόσο σύντομος σε ουσιαστική διάρκεια, κι όμως τόσο καθοριστικός στη δική της ζωή. Λίγες μέρες αργότερα, αφού συμπληρώθηκαν τα κενά του παρελθόντος, τόλμησε εκείνο το τηλεφώνημα που αφορούσε στο παρόν, στο σήμερα, στο προκείμενο.

 

d5

 

«Γεια σου, Σοφία! Χαίρομαι που σε ακούω»

«Με κατάλαβες, λοιπόν»

«Φυσικά. Αν και δεν περίμενα να μου τηλεφωνήσεις»

«Στο τελευταίο μήνυμά σου μου έγραψες το τηλέφωνό σου…» τραύλισε.

«Ναι, ναι, έχεις δίκιο. Πάντως, χαίρομαι που σ’ ακούω, είναι αλήθεια», της είπε με ειλικρίνεια, αλλά και με μια αδρή δόση αμηχανίας και δισταγμού.

«∆εν ξέρω αν έκανα καλά, αλλά ήθελα πολύ να σε ακούσω μετά από τόσα χρόνια». αποφάσισε να είναι ειλικρινής.

«Ελπίζω να είσαι καλά, Σοφία»

«Ναι, είμαι καλά, ειδικά τώρα που σ’ ακούω». Βιάστηκε και μάλλον επιπόλαιη θα ακούστηκε στα αφτιά του

«Ευτυχισμένη;»

Παύση σιωπής.

«Σε ρωτώ αν είσαι ευτυχισμένη». Υπήρχε μια μικρή δόση ανυπομονησίας στη φωνή του.

«Εσύ;»

«Σε ρώτησα πρώτος…», γέλασε, γεμίζοντας την καρδιά της αισιοδοξία, που όμως ξεθύμανε στη στιγμή όταν άκουσε την αμέσως επόμενη φράση του, «Είμαι παντρεμένος».

Όχι, όχι δεν το διατύπωσε έτσι ακριβώς. «I’m happily married…» της είπε επί λέξει.

Σάστισε, της φάνηκε μάλιστα σαν να άκουσε ατάκα από παλιά αμερικανική ταινία.

«Α, ναι; ∆εν μου το έγραψες ποτέ…» κατάφερε να ψελλίσει.

«∆εν πρόλαβα… Άλλωστε, είχαμε τόσα κενά να καλύψουμε. Ένα ολόκληρο παρελθόν».

«Πότε;»

«Πότε τι;»

«Πότε παντρεύτηκες;»

Τι σημασία είχε; Τι σημασία είχε πότε παντρεύτηκε; Τι περίμενε στ’ αλήθεια μετά από εικοσιπέντε χρόνια απουσίας;

«Παντρεύτηκα πριν από δεκαπέντε χρόνια. Είχαν περάσει ήδη δέκα, από τότε που χωρίσαμε, όταν αποφάσισα να νοικοκυρευτώ». Το είπε με τη βεβαιότητα εκείνου που έπραξε το σωστό με μια μικρή αιχμή για τη δική της βιασύνη να παντρευτεί ένα μόλις χρόνο μετά που χώρισαν.

«Βλέπεις δεν σε ξεπέρασα τόσο γρήγορα, όπως έκανες εσύ». Ευθύβολος, σχεδόν καυστικός. Εν τούτοις γέλασε αχνά.

«Εσύ;» υπήρχε υπαινιγμός στη χροιά της φωνής.

«Παντρεύτηκα λίγο μετά που χωρίσαμε, όπως ήδη σου έγραψα… Και έχω τρία παιδιά… Αλλά για μένα τότε ήταν μια λύση ανάγκης», βιάστηκε πάλι να συμπληρώσει, σαν να ήθελε να δικαιολογήσει την απόφασή της.

«Ανάγκης;»

«Συναισθηματικής κάλυψης… Τόνωσης, πώς το λένε; Θυμάσαι πόσο λίγο πίστευα στον εαυτό μου, τότε».

«Το θυμάμαι… Εννοώ πόσο λίγο πίστευες στον εαυτό σου»

«Ήμουν πολύ νέα και άπειρη»

«Ναι, είναι αλήθεια, ήμασταν πολύ νέοι τότε».

Ακολούθησε άλλη μια αμήχανη παύση.

«Είσαι ευτυχισμένος, λοιπόν;»

«Η γυναίκα μου είναι καταξιωμένη αρχιτέκτων»

∆εν κατάλαβε γιατί ανέφερε το επάγγελμα της συζύγου, αλλά αποφάσισε να μην το σχολιάσει, παρότι την ενόχλησε. Έτσι αρκέστηκε να του πει, «Χαίρομαι για σένα»

«Είσαι ακόμα παντρεμένη; ∆εν ήταν απόλυτα ξεκάθαρο στα μηνύματά σου»

«Είμαστε σε διάσταση». Το είπε τόσο χαμηλόφωνα που δεν την άκουσε.

«Με συγχωρείς, τι έλεγες;»

«Παντρεμένη. Είπα πως είμαι παντρεμένη»

«Και είσαι ευτυχισμένη;»

«Όχι πολύ» εκστόμισε αυθόρμητα, κι αμέσως βιάστηκε να διορθώσει « Καλά είναι. Αν παραβλέψει κανείς τη ρουτίνα»

«Θα του το φανέρωνες;»

Ξαφνιάστηκε, αναρωτήθηκε τι να εννοούσε.

«Τι ακριβώς να του φανέρωνα;»

«Ότι με αναζήτησες, ότι επικοινώνησες μαζί μου…»

«Για ποιο λόγο;»

«Σύζυγός σου είναι, δικαιούται να το μάθει»

«Είναι πράγματα που ανήκουν μόνο σε μας, δεν τα μοιραζόμαστε παρά μόνο με τον εαυτό μας», απάντησε απότομα. Είχε κιόλας ξεχάσει ότι εδώ και καιρό δεν ήταν πια παντρεμένη.

«Όμως, εγώ δε θα μπορoύσα να το κάνω. Εννοώ, να μην το αναφέρω στη γυναίκα μου, δεν το θεωρώ σωστό. Και δεν θα ήθελα να το ανακαλύψει ότι επικοινωνούμε… Μοιραζόμαστε την ίδια ηλεκτρονική διεύθυνση. ∆εν θα ήταν σωστό» ∆εν απάντησε και εκείνος βιάστηκε να προσθέσει: «∆εν θα διακινδύνευα την οικογενειακή μου γαλήνη, την ισορροπία …»

«Μα δεν σου ζήτησα …»

«Ιt is all abοut trust, isn’ it;», κατέληξε, πριν την αφήσει να ολοκληρώσει τη σκέψη της, βγάζοντάς τη έτσι από τη δύσκολη θέση.

«Ξενέρωτο», θα έλεγε η εικοσάχρονη κόρη της, αν η Σοφία είχε το θάρρος να της αποκαλύψει κάτι τέτοιο. «Ο μπάσταρδος, πάλι τα ίδια», θα έλεγε με βεβαιότητα η μητέρα της. Ίσως βέβαια και να την επέκρινε, γιατί έσπρωξε τον εαυτό της σε αυτή την «ταπεινωτική» θέση για άλλη μια φορά. Τα πάντα ήταν ταπεινωτικά, τα πάντα εξέθεταν εμάς στα μάτια των άλλων. Ωστόσο η ίδια δεν εξέφρασε καμία απολύτως γνώμη στον πληγωμένο της εαυτό, ίσως μάλιστα πολύ βαθιά μέσα της να συμφωνούσε με την άποψή του. ∆εν ήταν απόλυτα σίγουρη, ποτέ δεν ήταν σίγουρη για τίποτα. Η αμφιβολία και όχι η βεβαιότητα την οδηγούσε πάντα στους δρόμους που επέλεγε: «Τhe roads less trodden», όπως έλεγε ο αγαπημένος της ποιητής. Πόσο την είχε γοητεύσει αυτός ο στίχος. Πολύ αργότερα συνειδητοποίησε πως κι ο δικός της δεν ήταν παρά ένας δρόμος σαν όλους τους άλλους και τίποτα περισσότερο. Στο τελευταίο μήνυμα της δεν απάντησε. Ύστερα ακολούθησε σιωπή, όπως τότε, πριν από είκοσι πέντε χρόνια, όταν της ανήγγειλε τηλεφωνικά πως το είχε μετανιώσει, πως μάλλον είχαν βιαστεί, πως ήταν πολύ νέοι για μια τέτοια δέσμευση, πως και οι δυο χρειάζονταν χρόνο, εμπειρία και δράση στη ζωή. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη είχε ξοδέψει όλα αυτά τα χρόνια περιμένοντας το θαύμα της επανένωσης και τη ρομαντική αυτή ψευδαίσθηση υπέθαλπε για πάρα πολλά χρόνια, μια ολόκληρη ζωή, από τότε που συνειδητοποίησε ότι ο γάμος της ήταν σκέτη αποτυχία.

 

***

Αποφάσισε να τον διαγράψει από το μυαλό της. Είχε επιζήσει τόσα χρόνια χωρίς τη δική του παρουσία και έτσι θα συνέχιζε. Εξάλλου, αν ήθελε να επικοινωνήσει μαζί της, είχε τη διεύθυνση και τα τηλέφωνά της. Αλλά από τότε πέρασαν τρία χρόνια και ο Τζέραλντ δεν έδωσε κανένα σημείο ζωής. Ούτε ένα απλό φιλικό μήνυμα, ούτε μια ηλεκτρονική κάρτα με ευχές για τα Χριστούγεννα. Τίποτα απολύτως.

Έβγαλε πάλι το κουτί με τις παλιές φωτογραφίες. Το άνοιξε σχεδόν ευλαβικά, ενώ προσπαθούσε να αποφύγει τις φωτογραφίες του Τζέραλντ.

Κάποια άλλη φορά θα τις έσκιζε, δεν ήταν έτοιμη ακόμα. Ξάφνου έπεσε στα χέρια της μια ασπρόμαυρη σχολική φωτογραφία. Εκείνη στεκόταν με τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριες στο προαύλιο του σχολείου. Πρόσωπα ανέμελα, χαμογελαστά κοιτούσαν το φακό με μια δόση συστολής. Πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε. Η ίδια υπήρξε όμορφη στο παρελθόν. Όμως, τρομαγμένο παιδί όπως ήταν, δεν το είχε καταλάβει. Πάντα ήταν ένα φοβισμένο και μπερδεμένο κορίτσι.

Κοίταξε προσεχτικά τα πρόσωπα ένα ένα. Στα δεξιά της ο Χρόνης, ο εφηβικός της έρωτας. Όμορφος και αρρενωπός, με αθλητικό παράστημα. Στεκόταν δίπλα της με ένα αστραφτερό χαμόγελο. Να τη θυμόταν, άραγε; Και πόσο να έχει αλλάξει από τότε; Κάπου είχε διαβάσει γι’ αυτόν και για τα επιτεύγματά του. Ναι, το θυμάται καλά, ήταν μόλις πριν από λίγα χρόνια, σε κάποιο άρθρο μιας έγκριτης εφημερίδας. Άραγε θα έβρισκε την ηλεκτρονική του διεύθυνση με την ίδια ευκολία που βρήκε τη διεύθυνση του Τζέραλντ; Και τι θα του έγραφε; Άνοιξε τον υπολογιστή με ανανεωμένη την ελπίδα μπαίνοντας στα μέιλ. Αυτή τη φορά, η διαδικασία θα ήταν σίγουρα ευκολότερη και πιο σύντομη, έπειτα αρκούσε ένα copy paste του πρώτου εκείνου μηνύματος όπου απαριθμούσε επιγραμματικά τους κύριους σταθμούς της ζωής της και αυτό ήταν όλο. Θα το έστελνε και τα υπόλοιπα θα τα άφηνε στον Χρόνη, τον χρόνο και τα emails.

 

 

 

 

 

περσα4Η Πέρσα Κουμούτση γεννήθηκε στο Κάιρο. Ήρθε στην Ελλάδα αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη Φιλοσοφική Σχολή του Αιγυπτιακού πανεπιστημίου του Καΐρου. Δίδαξε στην ανώτερη εκπαίδευση, ενώ από το 1993 ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη λογοτεχνική μετάφραση από τα αραβικά και τα αγγλικά. Εκτός από έργα αγγλόφωνων συγγραφέων, έχει μεταφράσει  το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Αιγύπτιου νομπελίστα λογοτέχνη Ναγκίμπ Μαχφούζ από τα αραβικά, καθώς και έργα άλλων σημαντικών Αράβων δημιουργών και αραβική ποίηση. Το 2001 τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη. Έχει συμμετάσχει σε διεθνή λογοτεχνικά συνέδρια, ενώ κείμενα, πεζά και ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Από το 2002 μέχρι σήμερα έχει εκδώσει έξι μυθιστορήματα.     Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού»

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top