Fractal

Οκτώ ποιήματα

του Γεωργίου Καρόλου Τσιλεδάκη // *

 

images

 

ΟΡΝΙΑ-ΛΑΜΙΕΣ

Όρνια-Λάμιες γδέρνανε
και σκίζανε το κουφάρι
δεν θέλανε την σάρκα
το δέρμα κατατρώγανε
που έλαμπε ακόμη
Μια πανοπλία αστραφτερή
που έκρυβε απ’ όλους
μια μάζα σάπια σκουληκιών
που τρώγονταν μεταξύ τους
Όρνια-Λάμιες σας καλώ
νύχια της Νέμεσις ελάτε
ξεσκίστε με το ράμφος σας
τούτο το δέρμα τ’ όμορφο
κι αφήστε ν’ αγναντεύσω
Βλέπω λουλούδια εκεί μακριά;
Όχι, σκουλήκια είναι
και νύμφες πεταλούδες
μέχρι κι αυτές ντυθήκανε
Μάη να θυμίζουν
Το γέλιο τους το περιπαικτικό
που δεν μπορώ ν’ αντέξω
καθάριο γάργαρο νερό
ακούγεται απ’ έξω
Όμορφο δέρμα σκουληκιών
με κόπρανα γεμάτο
τις φλύκταινες σου έκρυψες
μάταια να γελάσεις
τα Όρνια-Λάμιες που ‘ρχονται
το δίκιο να ορίσουν
Και ξαφνικά σκιά παντού
κάτι σαν να ζυγώνει
χαστούκια από φτερά
με πούπουλα ξυράφια
σε τάφρο με πετάνε
με την κοιλιά ανοιγμένη
Θεέ μου είναι πάνω μου
τις πέτσες μου τραβάνε
κι απ’ των νυχιών τις χαρακιές
οι κάμπιες ξεπροβάλλουν
Εντόσθια και έντερα
το φόρεμα τους χάνουν
κι ο Χάρος σαδιστής
καθώς αργά ψυχορραγώ
γελά
Τα Όρνια-Λάμιες
Θεέ μου
Μηηη…

 

ΠΡΟΤΟΜΗ ΑΠΟ ΧΑΡΤΙ

Εις ανάμνησιν της Marie, της συντρόφου…
Απ’ το χώμα ξεριζώθηκε
για μακρινό ταξίδι
μια προτομή από χαρτί
στην ωρυγή του ανέμου
Από της πόρτας την σχισμή
στην κάμαρα μου μπαίνει
πνοή αγέρα σύμμαχου
την φέρνει έμπροσθεν μου
Βλέφαρα θρηνητικές
στα μάτια μου ασπίδες
στα όνειρα είστε τρωτά
με θύμισες σας μεθάει
Μα σαν ανοίξετε δειλά
θα έχει μαρμαρώσει
οι χωματένιες ρίζες της
την έχουν φυλακίσει
Ώσπου το βράδυ ο άνεμος
να σπάσει τα δεσμά της
κι η πέτρα που ‘γινε χαρτί
μαζί μου ξανασμίξει

 

ΣΚΥΛΑΝΘΡΩΠΟΙ

Συρμάτινο το πλέγμα
μου σκίαζε τον ήλιο
τ’ αγκίστρια του βεντούζες
ξεπέτσωναν την σάρκα
αίμα και πόνος νάνοι
στην δίψα μου να φύγω
από κελί τσιμέντο
σε όνειρα κι ελπίδες
Και τώρα που ‘μαι ελεύθερος
ξέρω που να πάω
το μνήμα της μνηστής μου
με δάκρυα να ποτίσω
και μία ντάλια που ‘κλεψα
στο μάρμαρο ν’ αφήσω
μ’ έναν λυγμό που άργησα
να πω το σ’ αγαπάω
Με μαύρο φεγγάρι σύμμαχο
δεν θα με δει κανένας
σαν φίδι σέρνομαι κρυφά
ένα με το χώμα
με τα χαλίκια κόκκινα
απ’ των πληγών το αίμα
χρώμα της ντάλιας φλογερό
που κράταγα στο στόμα
Ξάφνου η νύχτα μέρα
αμάξια σταματάνε
άνθρωποι με μαύρα
αρχίζουν να γελάνε
με τσάπες και με φτυάρια
τα μάρμαρα σηκώνουν
τους τάφους μαγαρίζουν
τα κόκαλα ξεθάβουν
Τις μάσκες τους πετάνε
ζώα ντυμένα άνθρωποι
μισάνθρωποι απάνθρωποι
υπάνθρωποι σκυλάνθρωποι
βέβηλοι σιχαμένοι
στα απομεινάρια φτύνουνε
ξεκοκαλίζουν λείψανα
και Θεία βλαστημάνε
Στα πόδια το βάζω τρέχοντας
γυρνώντας προς τα πίσω
άντρα του νόμου συναντώ
βοήθεια του φωνάζω
χαμογελάει λύνοντας
τον κόμπο της γραβάτας
μα η προβιά του μαρτυρά
σκυλάνθρωπος πως είναι
Τρέχω πανικόβλητος
κοιτώντας προς τα κάτω
τα κόκκινα χαλίκια
την έξοδο μου δείχνουν
της φυλακής που ήμουνα
στον φράχτη σκαρφαλώνω

Ήχος υπόκωφος
σκίζει τον αέρα
σουβλιά στο στέρνο
μια σφαίρα για μένα
δραπέτης ελεύθερος
μαζί και δυστυχής
σάρκα μου απ’ τα δόντια τους
σαν μακελευτείς

 

ΔΥΟ ΚΟΥΣΤΟΥΜΙΑ ΚΙ ΕΝΑΣ ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ

Δυο κουστούμια κείτονταν
το ένα δίπλα στ’ άλλο
στην ίδια ντουλάπα αντικριστά
για τελευταίο βράδυ
το ‘να λευκό και γιορτινό
στο πέτο έχει σημάδι
κρασιού σταγόνα κόκκινη
ραμφιά από παπαγάλο
Με ναφθαλίνες φύλακες
στο βάθος ξεχασμένο
το γλέντι αναπόλησε
και δάκρυσε με πόνο
τ’ αφεντικό του του ‘λεγε
αφήνοντας το μόνο
τιμή μεγάλη που ήσουνα
σε γάμο φορεμένο
Ένα μαντίλι κόκκινο
στην τσέπη καρφωμένο
παραφωνία έμοιαζε
σαν αίμα μες στο χιόνι
κι ο παπαγάλος έκραξε
στο άσπρο το σεντόνι
μαύρο κουστούμι αφόρετο
να ‘σαι καταραμένο
Τ’ αφεντικό μας πέθανε
σειρά μου να το ντύσω
τζόβενο θα ‘ναι άρχοντας
θα λάμπει μες στο μνήμα
στο τελευταίο του αντίο
με το μαύρο μου το νήμα
την σιτεμένη σάρκα του
για πάντα ας φυλακίσω
Μαύρο εσύ άσπρο εγώ
ποια η διαφορά μας;
Εσύ σε τάφο σκοτεινό
οι κάμπιες θα σε φάνε
κι εγώ σε κάδο βρομερό
μπεκρήδες θα ξερνάνε
ίδιο το τέλος και για τα δυο
κοινή η συμφορά μας
Κουστούμια μην μαλώνετε
δίκιο δεν θα ζητήσω
πανώριος που στεκότανε
λευκοντυμένος ως γαμπρός
τι πένθιμα τώρα ξεπροβάλλει
μαυροντυμένος ως νεκρός
πότε ήταν πιο κομψός;
Δύσκολα ν’ απαντήσω

 

ΜΕΛΑΝΙ ΑΠΟ ΠΟΡΦΥΡΑ

Κάνε τον καγχασμό σου μια ωδή
Θρηνητικό εμβατήριο
τ’ αυτιά σου να χαϊδέψει
Και σε μελάνι πορφυρό
βούτα το πινέλο
Χρωμάτισε την θλίψη σου
το γκρίζο βάφοντας το
Κι αν η μαυροντυμένη μοίρα σου
καλέσει καταιγίδα
Με δάκρυα να σ’ εξαγνίσει
σκουπίζοντας τους ρύπους
Το χρώμα το νωπό
να που ξεθωριάζει
Και πάλι γκρίζο γίνεται
μα μην το ξαναβάψεις
Μελάνι ήταν το αίμα σου
Σιγά-σιγά τελειώνει

 

ΛΗΘΗ-ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ

Η Λήθη κι η Μνημοσύνη
αδιάκοπα παλεύουν
δυο φιδοτόμαρα αγκαθωτά
στα σπλάχνα σου τυλιγμένα
Σβήνει η μια στους τάφους
τα μαρμάρινα γραμμένα
μα τα κοράκια της άλλης
πάλι τα σμιλεύουν
Διαταγές των σκοτωμένων
σε περιστέρια ρασοφόρα
τα περασμένα φέρνουνε μπροστά
μοίρας βουβής μαντατοφόρα
Θύμισες ανώφελες
πλανιούνται και σε δαπανάνε
Ερινύες που μαστίγια φιδοφορούν
σε κυνηγάνε
Βάκχες του Άδη σφαγερές
της Μνημοσύνης είστε κόρες
ασπιδοφόρα η Λήθη σας ρουφά
σβήνοντας ώρες μυροφόρες
Μια κούκλα χλωμή από κρύσταλλο
πάντα ντυμένη στα λευκά
χρώμα του πένθους τρομερό
που όλα τα ‘χει
κι όλα τ’ απορροφά
Λήθη είναι ο Θάνατος
και σου χαμογελά
καλώντας σε να πέσεις
στην δική του αγκαλιά
Φοβίζει σαγηνεύει
μ’ από την κρούση αυτή δεν σπάει
εσένα κονιορτοποιεί
και η συνείδηση σου ψυχομαχάει
Κι η μάχη λήγει πάντοτε
με τροπαιούχο την Λησμοσύνη
«Συνείδηση» δεν βαφτίσαν κάποτε
την νοσταλγούσα Μνημοσύνη;

 

ΣΑΝ ΑΧΡΗΣΤΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ

Με το δάκτυλο στην σκανδάλη
ντυμένοι στο χακί
στα χαρακώματα αρματωμένοι
για της πατρίδας την τιμή
Αποστολή αυτοκτονίας
ήταν η διαταγή
Σε μάχη δίχως νόημα
δίχως αιτία δεσμευμένοι
να φυλάμε σκοπιά
άχρηστοι στρατιώτες πλανημένοι
Δήθεν ήρωες γενναίοι
των μεγάλων σκοπών σταυροφόροι
οι ηγέτες μας πυγμαίοι
κι εμείς νεκροί λαμπαδηφόροι
Μαριονέτες των εκμεταλλευτών
που μιλούν για ελευθερία
υψώνουν τοίχους μεταξύ μας
που ονομάζουν δυσπιστία
ανταγωνιστικότητα και φθόνο
μαχητικότητα και υποψία
φτιάχνουν φαντάσματα εχθρούς
για την δική τους ευημερία
Οι τρελοί μονάχα
πράττουνε σοφά
κι από μάχης κάλπικης πεδίο
φεύγουνε μακριά
Του όπλου μου πια την κάννη
δεν ξέρω που να στρέψω
φαντάσματα ή καταπιεστές;
Που να σημαδέψω;

Μεγάλο είναι το δίλημμα
κι ας γίνω στο τέλος λεία
στον κρόταφο μια μπαταριά
μην είναι η σωτηρία;
Ολύμπιοι δορυκτήτορες
Θεοί σανδαλοφόροι
της επανάστασης πλοηγοί
και της νίκης μαντατοφόροι
Εδώ στα χαρακώματα
τον τελαμώνα θα γεμίσω
εφιάλτες καταπιεστές
και φαντάσματα θ’ αφανίσω…

 

ΦΕΓΓΑΡΙ

Φεγγάρι ετερόφωτο
η δανεική σου λάμψη
στην πλάνη οδηγεί
αυτούς που σε πιστέψανε
στα όνειρα τους
κάνοντας σε πλοηγό
Αχτίδες οι αυτόφωτες
του Ήλιου σαν ξημέρωσε
το χρώμα σου το αργυρό
το σκιάσανε με μιας
Κι όμως για πάντα θα ’ρχεσαι
ακούραστα εσύ
τα μάτια τους σαν κλείνουνε
αυτοί που ονειρεύονται
στην θέα σου μπροστά

 

* Ο Γεώργιος-Κάρολος Τσιλεδάκης ζει μόνιμα στο Παρίσι και το περασμένο καλοκαίρι εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή με την υποστήριξη της Εταιρείας Μελέτης και Kαταγραφής Απόδημου Ελληνισμού. Τα ποιήματα «ΣΚΥΛΑΝΘΡΩΠΟΙ» και «ΔΥΟ ΚΟΥΣΤΟΥΜΙΑ ΚΙ ΕΝΑΣ ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ» δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Φρέαρ http://frear.gr).

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top