Fractal

Διήγημα: “Rewind”

της Γεωργίας Μαμά // *

 

αρχείο λήψης

 

Τους είχαν ζητήσει να ζωγραφίσουν, να γράψουν. Να προσπαθήσουν να εκφράσουν την κατάσταση που βίωναν, τι ήταν γι’ αυτούς το πένθος. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν χαρτιά διαφόρων χρωμάτων, στυλό, πολύχρωμα κραγιόνια, ήταν ελεύθεροι, τους είχαν πει, να αναπαραστήσουν όπως επιθυμούσαν την κατάστασή τους. Ο χρόνος που τους είχε δοθεί ήταν συγκεκριμένος, καθώς το ζητούμενο δεν ήταν ένα αριστούργημα, αλλά η σκιαγράφηση των συναισθημάτων τους. Ο Πάνος κοίταξε το ορθογώνιο τραπέζι μπροστά του και περίμενε. Δεν ήθελε να είναι ο πρώτος που θα έπαιρνε χαρτί, αδέξια απόπειρα να φανεί χαλαρός και ψύχραιμος. Σιγά-σιγά έξι ζευγάρια χέρια απλώθηκαν να πάρουν τα προσφερόμενα υλικά, λευκά, μελαχρινά, στρουμπουλά, γυμνασμένα, ο Πάνος δε θέλησε να κοιτάξει πρόσωπα. Εξάλλου, μετά από τρεις συναντήσεις πίστευε ότι τους θυμόταν όλους ή μάλλον όλες. Ήταν γυναίκες. Έξι γυναίκες και εκείνος. Μαυροφόρες με πρησμένα μάτια και άδειο βλέμμα. Το γνώριζε αυτό το βλέμμα γιατί ήταν το δικό του, η αντανάκλασή του τον ξάφνιαζε κάθε πρωί στον καθρέφτη του μπάνιου, όταν επανειλημμένα ανέβαλε την απόφαση να ξυριστεί. Τα γένια του είχαν πυκνώσει πια και ήταν ασυνήθιστα λευκά για τα σαράντα του χρόνια, όχι δεν είχε παραιτηθεί από τη ζωή καθώς η συνέχεια της του είχε επιβληθεί από τη ίδια εκείνη δύναμη που είχε πάρει μακριά την Άννα, αλλά ήταν ακόμη νωρίς, βασανιστικά πολύ νωρίς. Είχαν περάσει πέντε μήνες, όπου ο Πάνος μπαινόβγαινε στην κατάσταση τρανς, ζούσε σα ρομπότ, με προγραμματισμένες κινήσεις, έτρωγε λίγο, κοιμόταν πολύ. Μόνο στον ύπνο ξεχνούσε ότι η Άννα είχε πεθάνει. Τη λέξη αυτή, εξάλλου, δεν τη χρησιμοποιούσε. Δεν ήταν αρκετά θρησκευόμενος για να μιλήσει για ύπνο, όχι η γυναίκα του δεν είχε κοιμηθεί, γιατί αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, θα είχε τη δυνατότητα να της τραβήξει με δύναμη το σεντόνι από τα μάτια, να τη σηκώσει, να τη φέρει και πάλι κοντά του. Έφυγε, χάθηκε, δεν έμενε πια μαζί τους. Ο τρίχρονος γιος του δε θα ξαναέλεγε μαμά. Απευθύνθηκε στους ψυχολόγους, στην ομάδα αντιμετώπισης πένθους, μόνο μετά από κείνη την κρίση πανικού, όταν κοιτώντας μια οικογένεια στο μετρό είχε ξεσπάσει σε γοερά κλάματα, και έπειτα είχε νιώσει το στήθος του να φουσκώνει, τον αέρα να μειώνεται. Το γεγονός ότι βρισκόταν ανάμεσα σε κόσμο τον είχε σώσει, καθώς λογοκρατούμενος όπως ήταν είχε καταφέρει μετά από λίγα λεπτά να επιβληθεί στον εαυτό του. Μετρώντας σιγανά από μέσα του και ψιθυρίζοντας στον εαυτό του καθησυχαστικές λέξεις, το είχε καταφέρει. Δεν ήταν όμως σίγουρος τι θα γινόταν αν το επεισόδιο επαναλαμβανόταν. Έχανε τον έλεγχο. Έτσι έχανε και τον ίδιο του τον εαυτό. Ο ψυχολόγος που είδε την πρώτη φορά του είχε ζητήσει να μιλήσει για το τι είχε συμβεί, να του δώσει κάποιες βασικές πληροφορίες για την απώλειά του. Δεν ήξερε από πού να αρχίσει. Είχε αγαπήσει την Άννα, την είχε παντρευτεί και μετά από είκοσι χρόνια εκείνη τον είχε αφήσει. Δεν είχε αρρωστήσει; τον είχε ρωτήσει ο ψυχολόγος, και εκείνος είχε θυμώσει μέσα του και κρυφά. Ναι, είχε αρρωστήσει αλλά θα μπορούσε να είχε γίνει καλά όπως τόσοι άλλοι άνθρωποι. Αντίθετα, εκείνη είχε χαθεί μέσα από τα χέρια του μέσα σε ένα χρόνο. Σπάνια και ραγδαία υποτροπή. Είχε μείνει εμβρόντητος και απελπιστικά μόνος. Πώς του είχε ξεφύγει η όλη κατάσταση; Πώς δεν είχε διακρίνει τα σημάδια της αρρώστιας; Ως τους τελευταίους μήνες πίστευε ότι η κατάσταση ήταν αντιμετωπίσιμη. Και ξαφνικά δεν ήταν. Περιπλανήθηκε στην απελπισία του, μία θλίψη που έμοιαζε περισσότερο με οργή. Ήταν θυμωμένος με εκείνους που ζούσαν. Πήγαινε στη δουλειά του και ήθελε να επιτεθεί σε όσους του έλεγαν λόγια παρηγοριάς, σε εκείνους που τον διαβεβαίωναν ότι ο χρόνος θεραπεύει τα πάντα. Μόνο οι καλοί του τρόποι τον απέτρεπαν από το να τους φτύσει στα μούτρα με πικρά λόγια: «Έτσι θα μιλούσατε αν πέθαινε ο δικός σας άντρας, η δικιά σας γυναίκα;». Ωστόσο προτιμούσε τη σιωπή.

Αντίθετα όμως με ό,τι πίστευαν οι φίλοι, οι μήνες που περνούσαν τον έκαναν να νιώθει ακόμη πιο αφόρητα. Μετά από το σοκ, η συνειδητοποίηση, έτσι του είχε πει ο ψυχολόγος και του είχε προτείνει να μπει σε μία ομάδα ατόμων που είχαν χάσει το σύντροφό τους.

«Δεν είναι ομάδα θεραπείας γιατί δεν πάσχετε από κάτι. Είναι μία ομάδα συμβουλευτική, να σας βοηθήσει να αντιμετωπίσετε την απώλεια». Δεν είχε δεχτεί αμέσως, αλλά καθώς η καθημερινότητα γινόταν όλο και πιο ασφυκτική είχε ο ίδιος επικοινωνήσει και πάλι να ζητήσει να τον εντάξουν σε μία αντίστοιχη ομάδα. Είχε απογοητευτεί με την αρχική απάντηση ότι δεν προβλεπόταν δημιουργία νέας ομάδας εκείνη τη χρονική στιγμή, για να χαρεί απρόσμενα όταν πολύ σύντομα τον ειδοποίησαν για το αντίθετο. Είχε να χαρεί πολύ καιρό και η ίδια αυτή η στιγμιαία αίσθηση του είχε κάνει καλό. Υπήρχε ελπίδα τελικά.

Στην ομάδα ήταν όλες τους γυναίκες. Οι μισές απίστευτα νέες, οι άλλες κοντά στην ηλικία του. Ο θάνατος λοιπόν δεν ήταν και τόσο σπάνιος. Είχε ζήσει τη ζωή του πιστεύοντας για το αντίθετο και τώρα ένιωθε εξαπατημένος, απίστευτα αφελής. Κάθε πρωί ξυπνούσε με την ίδια αίσθηση του απίθανου και μισούσε τον εαυτό του για την αισιοδοξία με την οποία είχε πορευτεί έως τα σαράντα του χρόνια. Ασφαλώς όλα συνέβαιναν στους άλλους. Σε εκείνους που είχαν κάποιο βαρύ κληρονομικό φορτίο, σε εκείνους που ζούσαν σε φτωχές χώρες της αφρικανικής ηπείρου, σε μακρινές περιοχές του κόσμου που μαστίζονταν από παράλογους πολέμους. Όμως η αρρώστια ήταν και αυτή ένας πόλεμος. Ξεσπούσε με βία στην ηρεμία και συνέβαινε πάντα πολύ μακριά για να τον αγγίξει- ό,τι άκουγε, ό,τι μάθαινε, το προσπερνούσε δίχως δισταγμό. Πολλά ήταν τα δυσάρεστα στη ζωή, συλλογιζόταν, κι έπειτα ήταν πάλι ξένοιαστος να ασχοληθεί με την καθημερινότητά του, να παραπονεθεί για την πίεση στη δουλειά, για την άδικη φορολογία, για τα σκουπίδια, για τη μιζέρια που φούντωνε ολόγυρα, για την ελληνική αναρχία.

Γνώριζε τις γυναίκες στην ομάδα μόνο με τα μικρά τους ονόματα. Δεν ήξερε τι δουλειά έκαναν, σε ποια κοινωνική τάξη ανήκαν, είχε μεταφερθεί στην αταξική κοινότητα των πενθούντων. Ανάμεσά τους σημασία είχε μόνο το όνομα εκείνου που έφυγε, το πώς και το πότε. Χωρίς να το έχουν προσυμφωνήσει, χρησιμοποιούσαν όλοι ένα νέο ημερολόγιο: μία νέα εποχή, η μετά θάνατον, είχε ξεκινήσει- ο χρόνος με τη γενικότερη έννοια είχε σταματήσει τη στιγμή του χαμού του αγαπημένου προσώπου, για να αρχίσει με νέα μέτρηση αμέσως μετά. Είχαν λοιπόν το απόλυτα προσωπικό τους πριν και μετά και το διαφύλασσαν σαν κάτι απίστευτα πολύτιμο. Τρία νέα κορίτσια. Άβαφα. Στην αρχή με μαύρα ρούχα, την ενδυμασία της καταστροφής, σχολίαζε πικρόχολα από μέσα του, έπειτα σταδιακά άρχιζαν να φοράνε και λευκά. Μιλούσαν για το Δημήτρη, το Στάθη, το Μηνά. Ήταν συνομήλικοι τους ή λίγο μεγαλύτεροι, αλλά ήταν απίστευτα νέοι. Ένα ατύχημα με τη μηχανή, μία καρδιακή ανακοπή και οι άντρες εκείνοι δε βρίσκονταν πια ανάμεσα στους ζωντανούς. Ο Πάνος έβλεπε στα μάτια των κοριτσιών –ναι στην ουσία δεν ήταν γυναίκες αλλά μικρά κεραυνοβολημένα κορίτσια-τη δικιά του έκπληξη για τον τρόπο που εξελισσόταν η ιστορία της ζωής τους. Είχαν πιστέψει στα αγόρια τους, είχαν βασίσει τις προσδοκίες του μέλλοντος σε εκείνους, αλλά όλα είχαν χαθεί, αφήνοντας τις έκπληκτες, οργισμένες και με μωρά στην αγκαλιά.

Η οργή, εξάλλου, ήταν κοινή σε όλους μέσα στην ομάδα- δεν την εξέφραζαν άμεσα, αλλά ήταν φανερή σε λέξεις όπως «αδικία», «δεν υπάρχει θεός», «κανείς δε μας καταλαβαίνει», «κανείς δεν ξέρει τι περνάμε» κτλ. Οι υπόλοιπες τρεις γυναίκες, μεγαλύτερες – ο Πάνος τις υπολόγιζε ανάμεσα στα σαράντα και τα πενήντα- έμοιαζαν πιο καταπονημένες, είχαν βιώσει ήδη θανάτους, αλλά ούτε εκείνες είχαν ποτέ διανοηθεί αυτόν τον τελευταίο, τον καταλυτικό.

Εξάλλου, εκείνες ήταν που είχαν αντιδράσει έντονα όταν ο Πάνος, στην πρώτη, δεύτερη, συνάντηση, τόλμησε να ξεστομίσει:

«Κάποιος φεύγει πρώτος, αυτή είναι η μοίρα κάθε ζευγαριού». «Ναι, αλλά όχι σε αυτή την ηλικία».«Ο Πάνος το λέει αυτό για να παρηγορηθεί, αλλά δεν είναι παρηγοριά».

Είχαν ασφαλώς δίκιο. Δεν ήταν παρηγοριά. Καλά έκαναν και του επιτέθηκαν. Ήταν βλακεία του. Αλλά δεν είχε σταματήσει εκεί: «Ορφανεύει κανείς αληθινά, μόνο όταν ορφανεύει από μάνα». Το μετάνιωσε τη στιγμή που το είπε. Τον είχαν κατακεραυνώσει. Ζήτησε συγγνώμη, ναι, είχε προσθέσει, η ορφάνια είναι πάντα ορφάνια, δεν έχει όνομα.

Και τώρα είχαν ήδη περάσει τρεις από τις εννέα εβδομαδιαίες συναντήσεις τους. Ήξερε πια λεπτομέρειες για τις «φίλες» του, τους άντρες τους, τη σχέση τους, τις είχε δει να κλαίνε, βουβά και ηχηρά. Ανάμεσά τους δεν ήταν ανάγκη να καταπιέζονται, δεν υπήρχαν προσχήματα που έπρεπε να τηρηθούν.

Είκοσι λεπτά. Τόσος είναι ο χρόνος που τους έχει δοθεί για να εκφράσουν στο χαρτί την προσωπική τους αντίληψη για τη διεργασία του πένθους.

«Ζωγραφίστε ή εναλλακτικά γράψτε κάτι, λέξεις, προτάσεις, ένα ποίημα, ό,τι σας εκφράζει», τους είχε παροτρύνει ο ψυχολόγος. Ο Πάνος είχε πάρει στο χέρι ένα μαύρο μαρκαδόρο. Τον είχε διαλέξει γιατί τον αντιπροσώπευε, εξάλλου η ιδέα του χρώματος τον απωθούσε. Ήταν καλός στο σχέδιο, από μικρός. Και ζωγράφιζε και στιχάκια σκάρωνε. Έπειτα ήρθε η Άννα. Και η δουλειά. Και η ζωή. Και το παιδί. Πληρότητα. Ή τουλάχιστον έτσι ήθελε να νομίζει. Προσπάθησε να φτιάξει ένα γρήγορο σκίτσο. Έτσι, πρόχειρα, δίχως πολλή σκέψη: δέντρα, ολόμαυρα, σκοτεινά, σε μαύρο ουρανό, ένα εφιαλτικό δάσος. Το τελείωσε γρήγορα αλλά δεν ένιωσε ικανοποίηση. Πήρε μία ακόμη σελίδα χαρτί. Στη μέση της λεύκης κόλλας ζωγράφισε έναν στριφογυριστό δρόμο που οδηγούσε σε μία απότομη κορυφή, σκέφτηκε να φτιάξει κι ένα ανθρωπάκι να σκαρφαλώνει, την προσωποποίηση του απελπισμένου του εαυτού αλλά του φάνηκε τελείως γελοίο. Δίπλωσε και τις δύο σελίδες μπροστά του και έκατσε για λίγο να κοιτάζει τις γυναίκες της ομάδας. Κοιτούσαν το χαρτί τους, κάτι έγραφαν, σήκωναν το κεφάλι σα να αφαιρούνταν στιγμιαία, έπειτα έσκυβαν να συνεχίσουν. Καρτερικά και αποφασισμένα. Ζούσαν αυτό που τους είχε επιβληθεί. Χωρίς διέξοδο, μόνη διαφυγή η ίδια τους η αναπνοή. Και η ανάμνηση. Έπειτα κοίταξε τον ψυχολόγο. Σημείωνε κάτι σε ένα μπλοκ. Ήταν ένας ζεστός άνθρωπος, που τους έδινε ένα αίσθημα ασφάλειας, κάποιος που αντιλαμβανόταν τις διαστάσεις της απώλειας που βίωναν και δεν επιχειρούσε να τις εκμηδενίσει. Καθώς είχε γνωρίσει και άλλους σαν κι αυτούς, έστω κι αν δε μιλούσε, είχε μία ιδέα για το πώς μπορούσε να είναι το μέλλον τους. Τότε ο Πάνος κατάλαβε ότι όσο κι αν το δάσος και ο ανήφορος να συμβόλιζαν την απόγνωση που αισθανόταν, υπήρχε μέσα του μία επιθυμία για το αδύνατο στην οποία μετουσιώνονταν Να ζούσε στο παρελθόν. Να μην πέθαινε η Άννα. Πίσω. Να γύριζε την ταινία στην αρχή, η Άννα να ήταν ζωντανή. Πήρε μία τελευταία κόλλα και εκεί στη μέση την έγραψε, με τεράστια γράμματα, αυτή τη μία λέξη. Rewind.
* H Γεωργία Μαμά ζει στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλική φιλολογία και εργάζεται στο δημόσιο τομέα. Δεν έχει εκδώσει κάποιο προσωπικό βιβλίο αλλά δύο διηγήματά της έχουν συμπεριληφθεί στις συλλογές διηγημάτων, Η συλλογή του χρόνου και Ιστορίες του χειμώνα (Εκδόσεις Παράξενες Μέρες).

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top