Fractal

Διήγημα: “Το τρανζίστορ”

της Γεωργίας Μαμά // *

 

 

f8

 

Βγαίνω από το σπίτι και βρίσκομαι στο σκοτάδι. Ανοιγοκλείνω τα μάτια για να το συνηθίσω αλλά δεν βοηθάει. Τα σηκώνω ψηλά και τα κατευθύνω προς τις λάμπες του δρόμου, είναι σβηστές, καμένες, εκτός λειτουργίας. Το πρόγραμμά τους είναι διαταραγμένο, δεν απέχει πολύ από το δικό μου, λάμπουν όταν καίει ο ήλιος και σβήνουν στην απόλυτη νύχτα. Πολύ θα ήθελα να μάθω περισσότερα για εκείνον που τις ρυθμίζει, φαντάζομαι όμως ότι δεν θα πρέπει να είναι άνθρωπος, αλλά ένας υπολογιστής, ένα μηχάνημα που δεν κάνει ποτέ λάθη.. όσο και αν η πραγματικότητα επιβεβαιώνει το αντίθετο. Ποιός είμαι όμως εγώ για να αμφισβητήσω το αλάθητο των κεντρικών ρυθμίσεων των φώτων του συγκεκριμένου δρόμου; Ένας μάρτυρας που περπατάει μέσα στο χάραμα κατευθύνεται στη στάση και αν δεν σκοντάψει στο πεζοδρόμιο, αν δεν κουτουλήσει σε κανένα δέντρο θα σηκώσει το χέρι να κάνει νόημα στο λεωφορείο να σταματήσει.

Σε αυτή την πλευρά της πόλης όπου κατοικώ τα δρομολόγια των λεωφορείων είναι σχετικά αραιά. Το πρωί κάθε μισή ώρα, αργότερα κάθε είκοσι λεπτά, μετά το σούρουπο κάθε τρία τέταρτα, ίσως και ανά ώρα. Δεν διαφαίνεται η ανάγκη για αστικές συγκοινωνίες, οι ειδικοί θα το έχουν βγάλει το πόρισμά τους μελετώντας τύπους με τον αριθμό των κατοίκων. Ζω σε ένα προάστιο με υψηλό ποσοστό συνταξιούχων, ηλικιωμένων και μη- παιδιά δεν βλέπω, αλλά ίσως να φταίει και το ότι δεν κυκλοφορώ, το ότι δεν υπάρχουν παιδικές χαρές, το ότι οι πάντες φοβούνται να τριγυρίζουν στην ερημιά.

Κάποτε, δεν πάει καιρός, όσο κι αν μέσα μου νομίζω το αντίθετο, οδηγούσα. Ξυπνούσα πρωί, πάντα αυτή η κακή συνήθεια, έκανα καφέ και τον έπινα αργά ενώ κοίταζα τα πεύκα του κήπου της πολυκατοικίας από το παράθυρο της κουζίνας. Ηρεμία. Μια πρωινή σιγαλιά που την ένιωθα κάτω από το δέρμα μου, να τρυπώνει μέσα από τους πόρους, να φτάνει στις φλέβες, μία αίσθηση που σωματοποιείται, γίνεται αρρώστια και, για λίγο μόνο, μέρος του εαυτού. Έπειτα απομακρυνόμουν σιγά-σιγά από κοντά της, την απέβαλα εν αγνοία μου- δεν θα μπορούσα διαφορετικά να ξεκινήσω την ημέρα, να χωθώ στην καθημερινότητα, σε όσα απαιτεί η εργασία σε μία μεγάλη επιχείρηση, αν δεν ξεχνούσα το σώμα μου, αν δεν αφηνόμουν να διεισδύσω στη λήθη και να μετατρέπω σε εκείνο το μοναδικό γρανάζι, το αναντικατάστατο.

Τα προβλήματα είχαν ξεκινήσει σε ανύποπτη χρονική στιγμή. Η πολυεθνική στην οποία εργαζόμουν έκλεισε το παράρτημά της στην Ελλάδα και μας πρότεινε να δουλεύουμε από το σπίτι. Όλα θα γίνονταν πια μέσω επικοινωνίας μας με τα κεντρικά- σε ποια χώρα βρισκόταν η έδρα τους, κανείς δεν μπορούσε να το προσδιορίσει με σιγουριά. Κύλησαν μήνες, ίσως και χρόνος. Το αυτοκίνητο ήταν με leasing και το άφησα, δεν μου χρησίμευε πια σε τίποτα αφού δεν πήγαινα στη δουλειά. Βρήκα, για παν ενδεχόμενο, τα δρομολόγια των λεωφορείων στο διαδίκτυο, και πίστεψα ότι θα παρέμενα στις ράγες.

Εκείνος όμως δεν συμφωνούσε. Τον έβλεπα πώς με κοίταζε όταν έμπαινε στο γραφείο μου, τον άκουγα που πλησίαζε αλλά δεν γύριζα το κεφάλι, ο ήχος των παπουτσιών που φορούσε στο σπίτι έφτανε στ’αυτιά μου από το διάδρομο ήδη, και θα ήμουν απολύτως σίγουρος, ακόμη και αν δεν ήμασταν οι μοναδικοί ένοικοι του διαμερίσματος, ότι ήταν εκείνος, ο πατέρας, που ερχόταν να ελέγξει τι κάνω. Άνοιγε την πόρτα χωρίς να χτυπήσει, δεν του περνούσε καν από το μυαλό κάτι τέτοιο, από τα χρόνια της εφηβείας είχε ξεκινήσει η διαφωνία μας.

«Τι κάνεις, χτύπα και καμιά πόρτα ρε μπαμπά»

«Παιδί μου είσαι μπορώ να μπαίνω όποτε θέλω στο δωμάτιο σου, εγώ σε γέννησα»

Το ίδιο έκανε και στο μπάνιο όπου περνούσα ατελείωτες ώρες εκείνη την εποχή. Σκέφτομαι τώρα, ότι ίσως τότε να μην είχε και τόσο άδικο καθώς το διαμέρισμά μας ήταν παλιό και δεν είχε wc, έτσι το μπάνιο, που ήταν αρκετά μεγάλο, αποτελούσε αποθηκευτικό χώρο για ποικίλα χρηστικά αντικείμενα, από πετσέτες έως κατσαβίδια. Έδινε μια στην πόρτα, να την ανοίξει να πάρει κάτι από τα συρτάρια- πάντα βέβαια όταν ήταν σίγουρος ότι βρισκόμουν στην μπανιέρα με κλειστή την κουρτίνα να μουλιάζω μέσα στο νερό. Η καθαριότητα σε εκείνη την ηλικία μου φαινόταν δύσκολη υπόθεση. Έπαιρνα το σφουγγάρι που μου είχε αγοράσει η μαμά από την Κάλυμνο, σε ένα από τα τελευταία της ταξίδια με τον μπαμπά πριν την αρρώστια και την οριστική της αναχώρηση, το έβρεχα να μαλακώσει και το πασάλειβα με μεγάλη ποσότητα αφρόλουτρο, τα μπουκάλια τα τελείωνα σε χρόνο μηδέν.

«Τα πίνεις παιδί μου, τι τα κάνεις, λίγη οικονομία δεν έβλαψε ποτέ κανέναν»

Δεν τον άκουγα. Είχα αναπτύξει τεχνικές για να μην τον ακούω. Η φωνή της λογικής, η δική του, μου έδινε στα νεύρα. Όλα τα ήξερε και όλα τα μπορούσε. Στη ζωή ήξερε να κερδίζει. Ακόμη και μετά το θάνατό της κατάφερνε να περπατάει ευθυτενής, να συγκρατεί τα δάκρυα του και να προτείνει το χέρι του σε σφιχτή χειραψία. Καμία αμφιβολία ότι η γυναίκα του ήταν η καλύτερη. Καμία αμφιβολία ότι ο γιος του ήταν ο καλύτερος.. αν και για το τελευταίο πίστευα ότι διατηρούσε κάποιες επιφυλάξεις.

Ξάφνου το καταλαβαίνω. Για όλα φταίει η αλλαγή της ώρας. Αυτή η υποχρεωτική είσοδος στην άνοιξη, η βίαιη επέμβαση στο βιολογικό ρολόι του οργανισμού, καθώς για να είμαστε τυπικοί είμαστε εξαναγκασμένοι να ξυπνήσουμε μία ώρα νωρίτερα και να βγούμε έξω σε ένα σκοτάδι που μοιάζει πηχτό. Φοράω λεπτό μπουφανάκι, σκούρο μπλε, κρατώ από μία τσάντα σε κάθε χέρι και πετάγομαι έξω. Όσο κι αν είναι το σκοτάδι δεν πρέπει να καθυστερήσω. Το λεωφορείο περνάει στις 6, ίσως και κάποια λεπτά νωρίτερα. Τις πρώτες ημέρες το είχα χάσει τρεις φορές απανωτά. Σε κάποια άλλη περίσταση θα έπαιρνα τηλέφωνο τον ΟΑΣΑ να διαμαρτυρηθώ. Ο μπαμπάς θα ήταν υπεύθυνος και γι’αυτή μου την αντίδραση.

«Αν δεν διαμαρτυρηθούμε σε αυτή τη χώρα τίποτε δεν θα αλλάξει. Στο Βέλγιο, ξέρεις..»

Ξεκινούσε η αφήγηση για τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, για το σύστημα, την οργάνωση, για το κράτος που προστατεύει. Όπως τον προστάτεψε και κείνον, σκέφτομαι, όταν μετά από τριάντα πέντε χρόνια εργασίας τον υποχρέωσε να περιμένει δύο χρόνια για τη σύνταξη και τρία για το εφάπαξ. Τότε δεν διαμαρτυρήθηκε. Ήξερε πότε δεν έβγαινε σε τίποτα να τα βάλει με την κρατική μηχανή.

«Δουλεύει αλλά θέλει και λίγο λάδωμα», έλεγε και γελούσε, εκείνος που είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό, θέση ΥΕ κατείχε στο Υπουργείο, το τελευταίο γρανάζι του συστήματος. Success story. Έτσι δεν το λένε; Από τα χαμηλά στα ψηλά, άσχετο αν εκείνος παρέμεινε χαμηλά, από εκεί που ξεκίνησε την πήρε τη σύνταξη. Μάζεψε όμως χρήματα και όπως μας έχουν μάθει αυτό αποτελεί απόδειξη επιτυχίας. Χειροπιαστή. Τα μετράς, τα βλέπεις στο λογαριασμό σου, αγοράζεις ωραία πράγματα. Απαραίτητα ή άχρηστα, το ίδιο κάνει, φτάνει να καταφέρεις να τα συσσωρεύσεις.

Συλλογίζομαι ότι θα πρέπει να είμαι δίκαιος μαζί του, ειδικά τώρα. Αγόρασε διαμέρισμα σε όμορφη περιοχή της πόλης, ανάμεσα σε κήπους γεμάτους τριαντάφυλλα και θάμνους με γεωμετρικά σχήματα. Με δάνειο βέβαια, αλλά το ξεχρέωσε, με το εφάπαξ- όσο κι αν επέμενα για το αντίθετο, το ξεχρέωσε για να είμαι ελεύθερος, έτσι το είχε θέσει, να είμαι ελεύθερος να κάνω τη ζωή μου. Το σπίτι το είχε διακοσμήσει προσεκτικά, με τη βοήθεια της μαμάς, λιτά έπιπλα, σε μονόχρωμα μοτίβα, να ηρεμούν τα μάτια και η ηρεμία να φτάνει βαθειά μέσα, να την νιώθεις έντονα σε κάθε κίνηση, ακόμη και στις κλειδώσεις των άκρων, μία αίσθηση που να ορίζει ολάκερο το σώμα. Προσωπικά όμως δεν θα μπορούσα να είμαι απόλυτα βέβαιος για την επίδραση των χρωμάτων πάνω μου, καθώς τότε δεν περνούσα πολύ χρόνο μέσα στο διαμέρισμα. Σπουδές, μεταπτυχιακά, δουλειά, διασκέδαση. Τέσσερις λέξεις ήταν όλη η ζωή.

Περπατάω στο σκοτάδι προς την κατεύθυνση της στάσης. Μόνο λίγα μέτρα. Σε λίγο, όταν θα έρθει το λεωφορείο τα φώτα του θα διαλύσουν στιγμιαία το μαύρο τοπίο, η πόρτα θα ανοίξει και θα χωθώ σε ένα χώρο πρόσκαιρης ασφάλειας. Το φως το αισθάνομαι, ενστικτωδώς στην πλάτη μου, το λεωφορείο έρχεται με ταχύτητα λίγα λεπτά πριν την ώρα του, μερικά μέτρα μόνο πριν φτάσω στη στάση. Σηκώνω το χέρι. Το κουνάω πάνω-κάτω, μηχανική κούκλα που έχει πάρει μπρος και σταματημό δεν έχει. To λεωφορείο προσπερνάει τη στάση κι εκεί που σκέφτομαι, πάει πια, φρενάρει απότομα. Ήχος άγριος μέσα στην ησυχία, κανείς όμως δεν υπάρχει γύρω για να ενοχληθεί. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνω, γρήγορα, μήπως ο οδηγός το μετανιώσει, πατήσει γκάζι και εξαφανιστεί, αφήνοντάς με έκπληκτο και ανήμπορο να αντιδράσω. Κάποιο θέμα με τις αντιδράσεις το είχα πάντα. Δεν θύμωνα ιδιαίτερα, δεν παραπονιόμουν όπως άλλοι, από τα είκοσι έως τα τριάντα μου ήμουν το πειθαρχημένο παιδί του πατέρα μου. Και τώρα; Τώρα ακόμη τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει.

«Ευχαριστώ»

Ο οδηγός δεν μου απαντάει. Σπάνια μιλούν αυτοί οι άνθρωποι, σαν μόνιμα κουρασμένοι κοιτούν μπροστά, οδηγούν στα στενά και στις λεωφόρους με τα ρολά κλειστά, οι επιβάτες θαρρείς ότι τους ενοχλούν, σαν βάρος που το κουβαλούν καθημερινά, ένα φορτίο από το οποίο αδυνατούν να απαλλαγούν.

Είμαι ο μοναδικός επιβάτης του λεωφορείου. Βολεύομαι στη μονή θέση δίπλα στην πόρτα, κοιτάζω ανάποδα από τη φορά του οχήματος αλλά δεν με πειράζει. Δεν ζαλίζομαι, δεν ανακατεύομαι, εξακολουθώ να αγαπώ τις οδικές διαδρομές. Όσο κι γνωρίζω ότι υπάρχουν μελέτες που αποδεικνύουν την επικινδυνότητα των μετακινήσεων με αυτοκίνητο δεν τις φοβάμαι, δεν νιώθω κανένα σφίξιμο όταν ετοιμάζομαι για ένα ταξίδι στην εθνική οδό. Μόνο ανυπομονησία, προσμονή γι’ αυτή την απόδραση, μέσα σε ένα όχημα που τσουλάει στην άσφαλτο να βλέπω τα τοπία έξω να εναλλάσσονται και να μη σταματώ. Αντιθέτως, σπανίως επιλέγω να μπαίνω σε πλοίο. Θυμάμαι ότι ο πατέρας λάτρευε τα νησιά, μας έπαιρνε κάθε καλοκαίρι σε μία ολιγοήμερη εκδρομή. Εκείνος καθόταν έξω στο τελευταίο κατάστρωμα να κοιτάζει τη θάλασσα, τα μποφόρ, περιέργως για έναν άνθρωπο τόσο στεριανό, δεν είχαν καμία επίδραση πάνω του. Την ίδια ώρα και ενάντια στις όποιες προτροπές του, παρέμενα κλεισμένος στο σαλόνι του πλοίου, να μασάω τσίχλα για να μη ζαλιστώ, και να παίζω χαρτιά με τη μαμά, ως τελικής πτώσης, σε ένα παιχνίδι που δεν θα ήθελα ποτέ να τελειώσει. Στην πραγματικότητα, όσο κι αν υπέφερα από ναυτία, ανεξαρτήτως καιρού, εκείνα τα ταξίδια αποτελούσαν μία ευκαιρία να απολαύσω, κατά αποκλειστικότητα, την παρέα της. Να βλέπω το πρόσωπό της πάνω από τα χαρτιά, να περιμένω τα δευτερόλεπτα ώσπου να ρίξει το επόμενο φύλλο, κάνοντας το ένα λάθος μετά το άλλο. Ποτέ της δεν ήταν συγκεντρωμένη στο παιχνίδι. Το μυαλό της μοιραζόταν ανάμεσα σε εμένα, απέναντι της, και σε εκείνον έξω. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από το τελευταίο μας κοινό ταξίδι αλλά εξακολουθώ να το θυμάμαι. Σε ένα νησί του Αργοσαρωνικού και πάλι να ζαλίζομαι παράλογα, να θέλω να μου κρατάει το χέρι, να είναι χλωμή, να μη θέλει να παίξει άλλο, να…

«Φτάσαμε κύριε. Τέρμα»

Μόνο για να με κατεβάσει αποκτάει φωνή ο οδηγός, ανακουφισμένος που θα απαλλαγεί από τον επιβάτη του δεν αντέχει την παραμικρή καθυστέρηση στις κινήσεις μου. Κατεβαίνω από το λεωφορείο με τις δύο τσάντες στα χέρια. Αλλάζω χέρι και τότε το συνειδητοποιώ. Ενώ η μία περιέχει ρούχα και άλλα χρηστικά αντικείμενα η άλλη είναι γεμάτη σκουπίδια. Τα σκουπίδια της προηγούμενης ημέρας καμουφλαρισμένα σε μία χάρτινη τσάντα καταστήματος ρούχων. Μου έρχεται να γελάσω αλλά το γέλιο δεν βγαίνει. Δεν είχα προλάβει να τα πετάξω. Μία σύντομη διαδρομή ήταν. Ανέβασμα, κατέβασμα, τόσο απλά. Πλησιάζω τον κοντινότερο κάδο να τα ξεφορτωθώ προτού γίνω αντιληπτός. Από ποιόν; Από τους περαστικούς, από τον κόσμο, από.. Τα πετάω και σηκώνω το κεφάλι. Δεν περπατώ πια στο σκοτάδι, πέρα από τα φώτα των δρόμων, κάτω από τα σύννεφα, το βλέπω, το φως της ημέρας είναι εκεί, έρχεται γρήγορα, σε λίγο θα είναι παντού.

Φτάνω στη δεύτερη στάση στην ώρα μου. Η διαδρομή μου δεν έχει τελειώσει ακόμη αλλά αν όλα πάνε καλά το επόμενο λεωφορείο δεν θα αργήσει πάνω από δέκα λεπτά. Χαζεύω τις φωτισμένες βιτρίνες πίσω από τη στάση και αγωνίζομαι να περιμένω υπομονετικά. Δεν θέλω να αργήσω, μακάρι να μην αργήσω.

«Καλημέρα»

Δεν τον είχα δει. Κάθεται στο παγκάκι κάτω από το κουβούκλιο της στάσης. Πολύ γέρος ή πολύ γερασμένος. Άσπρα αραιά μαλλιά, αξύριστο πρόσωπο, ρούχα πολυκαιρισμένα και βρώμικα.

Γυρίζω το κεφάλι προς το μέρος του. Θα ήθελα να τον αποφύγω, αλλά η φωνή του πατέρα είναι χωνεμένη μέσα μου. Να χαιρετάς, να λες καλημέρα, ευχαριστώ, παρακαλώ, να αποτελείς υπόδειγμα συμπεριφοράς. Τα έχω καταφέρει. Υπόδειγμα ευγένειας και μοναξιάς.

«Καλημέρα σας»

Στρέφω το βλέμμα μου από την άλλη, κοιτάζω στο βάθος του δρόμου προς το στενό από πού θα έρθει το λεωφορείο. Ο γέρος δεν κουνάει από τη θέση του, δεν με πλησιάζει, δεν μου πιάνει κουβέντα. Τη γλίτωσα. Σε λίγο θα ανεβούμε και οι δύο στο λεωφορείο και η συνάντησή μας θα είναι σαν να μην έχει συμβεί ποτέ.

Το βλέπω να έρχεται πίσω από το απορριμματοφόρο του Δήμου, πλησιάζει με χαμηλή ταχύτητα, σαν υποψιασμένο για την παρουσία μας, πολύ προτού του κάνουμε σήμα να σταματήσει.

Ανοίγει η μεσαία πόρτα, δύο άτομα κατεβαίνουν. Δύο είμαστε που θα ανεβούμε, για να μη χαλάσει ο λογαριασμός, συλλογίζομαι και δεν αργώ, σαν από φόβο ότι ο οδηγός θα γκαζώσει και θα μας αφήσει εκεί.

Η πόρτα κλείνει πίσω μου. Ο γέρος δεν με έχει ακολουθήσει, τον βλέπω όρθιο στη μέση του δρόμου, κρατάει μία μεγάλη τσάντα, πασχίζει να κινηθεί πιο γρήγορα αλλά το βάρος της τον εμποδίζει.

«Ε, οδηγέ, λίγο πι σιγά, άνοιξε, δεν βλέπεις ότι υπάρχει και κάποιος άλλος στη στάση;»

«Όρεξη που την έχεις πρωινιάτικα»

Τον ακούω να μουρμουρίζει αλλά δεν αντιδρώ. Η πόρτα ανοίγει το ίδιο απότομα όπως είχε κλείσει. Του δίνω το χέρι και τον βοηθώ να τακτοποιηθεί σε μία θέση. Έπειτα, κάθομαι κι εγώ λίγο πιο πέρα, μην τυχόν και με παρασύρει σε ανούσιες συζητήσεις από τις οποίες θα δυσκολευτώ να δραπετεύσω.

Κάνω λάθος. Δεν μου δίνει σημασία. Κουνάει μόνο το κεφάλι σαν από κάποιο τικ και κοιτάζει την τσάντα στα πόδια του. Μπουκάλια. Είναι γεμάτη μπουκάλια. Μπύρας και κρασιού, κοντά και ψηλά, ανάκατα.

Μουσική, ένα παλιό τραγούδι. Ο οδηγός θα πρέπει να έχει κέφια. Αλλά κάτι το τόσο παλιό..

«Παλιοζωή, παλιόκοσμε και παλιοκοινωνία

ούτε στιγμή δεν έζησα με δίχως αγωνία..»

Δεν αργώ να αντιληφθώ ότι το τραγούδι δεν ακούγεται από το μπροστινό μέρος του λεωφορείου αλλά κάπου πιο κοντά μου. Με μια ματιά προς το γέρο συνεπιβάτη μου διαπιστώνω ότι τώρα κρατάει ένα αντικείμενο στην αγκαλιά του, το οποίο αποτελεί και την πηγή της πρωινής μουσικής συνοδείας. Ένα κόκκινο τρανζίστορ. Μικρό, παίζει σε χαμηλή ένταση αλλά μέσα στην ησυχία του λεωφορείου δεν μπορείς να μην το ακούσεις.

«Με αχ περνούν οι μέρες μας,

με βαχ περνούν τα βράδια

οι μαχαιριές κι αν κλείσουνε

θα μείνουν τα σημάδια»

Η εικόνα ζωντανεύει μπροστά μου. Ο πατέρας μου στην είσοδο της Υπηρεσίας, στην οποία εργαζόταν, να κάθεται πίσω από ένα γκισέ, σκυμμένος πάνω στο βιβλίο του Πρωτοκόλλου, να γράφει αργά και με προσήλωση, το τρανζίστορ, καλά κρυμμένο πίσω από την πλάτη του, να παίζει χαμηλά, ανεπαίσθητα, ψιθυριστό νανούρισμα. Να πλησιάζω, να προσπαθώ να το δυναμώσω, εκείνος να με μαλώνει. Όχι δεν είναι σωστό, δεν πρέπει να ακουστεί, θα μας κάνουν παρατήρηση. Έπειτα να χαμογελάει.

Μπορείς να το κρατήσεις, κοντά στο αυτί σου, έτσι για δες, καλύτερα, να μου λέει και να μου κλείνει το μάτι.

«Πάρτο, χάρισμά σου»

«Δεν καταλαβαίνω..»

«Το τρανζίστορ, σε είδα που το κοιτάς»

«Μα τι λέτε…»

«Χάρισμά σου, σ’ αρέσει, δεν σ’ αρέσει;»

Κουνάω το κεφάλι. Δεν ξέρω πώς να αντιδράσω αλλά πριν το συνειδητοποιήσω τον βλέπω την ώρα που το λεωφορείο παραμένει σταματημένο στο φανάρι να πλησιάζει σέρνοντας την τσάντα με τα μπουκάλια και να αφήνει το τρανζίστορ στην άδεια θέση πλάι μου.

«Δεν μπορώ να το δεχτώ..»

«Δεν έχεις επιλογή.. Δικό σου.. Όσο κρατήσει», τον ακούω να μου απαντά και έπειτα να κατεβαίνει με απροσδόκητη σβελτάδα στην επόμενη στάση.

Το τρανζίστορ παίζει ακόμη πιο σιγά.

Άλλο τραγούδι. Το τραμ το τελευταίο. Άραγε ποιος ραδιοφωνικός σταθμός κάνει τέτοιες επιλογές, αναρωτιέμαι και πασχίζω, χωρίς αποτέλεσμα, να διακρίνω τη συχνότητα. Είτε η όρασή μου με προδίδει, είτε οι αριθμοί έχουν σβηστεί από την πολυκαιρία.

Πλησιάζω το κόκκινο τρανζίστορ στο αυτί μου:

«..περπάτα να προλάβουμε το τραμ το τελευταίο..»

Ίσα που ακούγεται. Ένα μουσικό βούισμα, φοβάμαι ότι σε λίγο θα σταματήσει.

Το κρατάω, σφιχτά και τρυφερά μαζί, θα προλάβω, αισιοδοξώ ότι θα τα καταφέρω, εξάλλου σε λίγο φτάνω, δεν αργώ.

Κατεβαίνω. Το τρανζίστορ στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν, η τσάντα με τις πυτζάμες και τα προσωπικά είδη του μπαμπά, περπατώ και σφυρίζω.

«.σου σφυρίζω για να βγεις σου σφυρίζω.» Το ρεπερτόριο συνεχίζεται.

Σε λίγα τετράγωνα βρίσκομαι στο ιδιωτικό θεραπευτήριο όπου τους τελευταίους μήνες νοσηλεύεται ο πατέρας μου.

Ανοίγω την πόρτα του δωματίου του και νιώθω ανακούφιση. Κοιμάται ακόμη. Τον πρόλαβα να κοιμάται, δεν άργησα, δεν ξύπνησε μόνος του στο ξένο δωμάτιο. Δεν υπάρχει αποκλειστική. Είμαι εγώ εδώ για κείνον. Το βράδυ κοιμάται ήρεμα, τον προσέχουν οι νοσοκόμες του ορόφου. Αλλά την ημέρα είμαι εκεί εγώ για εκείνον. Φτάνει που πρόλαβα και πάλι να φτάσω πριν ανοίξει τα μάτια του. Καθώς βγάζω το τρανζίστορ από την τσέπη μου για να το αφήσω στο έπιπλο δίπλα του μου δημιουργείται η εντύπωση ότι η έντασή του ήχου του έχει αυξηθεί από μόνη της. Τα παλιά τραγούδια, εκείνα που του άρεσαν, συνεχίζονται.

Τον βλέπω που ανοίγει τα μάτια. Τα ανοιγοκλείνει, δυο-τρεις φορές, προσπαθεί να εστιάσει πάνω μου..

«Ήρθα», του κάνω, και αφήνω το τρανζίστορ πάνω στην κουβέρτα του.

Αν και δεν είμαι σίγουρος για την οξύτητα της ακοής του, θέλω να πιστεύω ότι τα τραγούδια του κόκκινου τρανζίστορ θα τα ακούει το ίδιο καθαρά με τη βοή των αναμνήσεων που τον ακολουθούν.

 

 

* H Γεωργία Μαμά ζει στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλική φιλολογία και εργάζεται στον δημόσιο τομέα. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογές διηγημάτων. Το 2015 εκδόθηκε το βιβλίο της «Χρυσόσκονη στη σκιά μου» (εκδόσεις Παράξενες Μέρες).

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top