Fractal

Διήγημα: “Αγαπημένη”

Της Γεωργίας Μαμά // *

 

f7a

 

Η θερμοκρασία είχε πέσει δέκα βαθμούς. Δεν χρειαζόταν μετεωρολογικό δελτίο για να το καταλάβει. Από το παράθυρο της κουζίνας που έβλεπε στο άχτιστο οικόπεδο, διέκρινε πάχνη να καλύπτει το αυτοφυές και άναρχο γρασίδι. Είχε ανοίξει το τζάμι να αερίσει το χώρο που μύριζε κρεμμύδια από τη χθεσινοβραδινή σούπα και το είχε κλείσει σε λίγα δευτερόλεπτα. Πάγος.

Αν δεν είχε κανονίσει το ραντεβού για τα ψώνια με τον Ηλία εδώ και μία εβδομάδα, θα έμενε σπίτι. Σάββατο. Σε δύο ημέρες Πρωτοχρονιά. Με τρόμο σκεφτόταν το κρύο στο δρόμο και την πολυκοσμία στο μετρό. Φόρεσε κολάν, δύο πουλόβερ, χοντρό παλτό, μπότες με γούνα και καπελάκι. Εντάξει. Αρκετά. Να μην το παράκανε κιόλας. Την ένιωθε ήδη μέσα της την αντίδρασή του. «Δεν πας και στον πόλεμο», ή αν είχε καλή διάθεση «Καλό μου κρεμμυδάκι, καλώς το μου». Ήταν καιρός όμως που ο Ηλίας δεν είχε κέφια. Συναντιόντουσαν συχνά, αλλά όχι όπως στην αρχή. Τώρα βρίσκονταν στο δεύτερο χρόνο τους και εκείνος έβρισκε συχνά αφορμές για να μην κοιμάται σπίτι της. Οι γονείς του ήταν μεγάλοι, η αδερφή του τον χρειαζόταν για baby-sitting, ήταν άρρωστος, είχε πολλή δουλειά. Η Μαργαρίτα τα πίστευε όλα ή έκανε ότι τα πίστευε. Τα πάντα μέσα στο πρόγραμμα, έλεγε στον εαυτό της. Φλερτ, ενθουσιασμός, έρωτας, σεξ, και έπειτα ξενέρωμα, ανία, ματαιωμένα ραντεβού, ανύπαρκτες συζητήσεις. Η σχέση παράπαιε αλλά η Μαργαρίτα έκανε υπομονή. Ένας κύκλος. Ήθελε να πιστεύει ότι ο κύκλος ήταν εφικτός και ότι υπήρχε επιστροφή.

«Άργησες»

«Πόσο; Τρία λεπτά;»

«Δεν είναι αστείο. Πάγωσα. Άσε που χάσαμε κι ένα μετρό»

«Πώς είσαι τόσο σίγουρος;»

«Το άκουσα»

«Όλα τα ακούς εσύ-τρία επίπεδα πάνω, με τη βιονική ακοή σου»

«Μην κοροϊδεύεις. Δεν είναι τα πάντα αστείο»

Η Μαργαρίτα το γνώριζε ότι λίγα πράγματα ήταν αστείο σε αυτή τη ζωή. Για παράδειγμα δεν ήταν αστείο το ότι ο Ηλίας δεν την κοίταζε ποτέ στα μάτια. Στο στήθος, ναι. Ίσως και στην κοιλιά από τότε που είχε βάλει πέντε κιλά. Αλλά στα μάτια όχι. Καλύτερο το είχε να της μιλάει και να κοιτάζει σαν αφηρημένος πάνω ή πίσω από το κεφάλι της, σε ένα υπερπέραν για το οποίο η Μαργαρίτα δεν γνώριζε τίποτα. Ήταν σίγουρη ότι δεν είχε αργήσει αλλά δεν θα μπορούσε να τον μεταπείσει- δεν είχαν συγχρονίσει και τα ρολόγια τους, την πιθανότητα λάθους δεν θα μπορούσε να την αποκλείσει. Τον είχε βρει να την περιμένει μπροστά από το ασανσέρ – γιατί δεν έπαιρνε ποτέ τις κυλιόμενες, του άρεσε αυτή η ταχύτητα, η απότομη προσγείωση στην αποβάθρα- να φοράει ένα ελαφρύ δερμάτινο και να κοιτάζει προς το δρόμο. Δεν έφταιγε εκείνη που ήταν ντυμένος ελαφριά. Φθινόπωρο, χειμώνα, πάντα τα ίδια ρούχα. Είχε προσπαθήσει να τον επηρεάσει αλλά τίποτα. «Το ντύσιμο είναι αυστηρά προσωπική επιλογή», της το είχε ξεκόψει, και η Μαργαρίτα δεν είχε λόγο να διαφωνήσει.

Μέσα στο ασανσέρ, κάνει να του πιάσει το χέρι, και εκείνος απομακρύνεται.

Ελαφρά μετανιωμένος της δείχνει το γαντοφορεμένο του χέρι. Σαν να της λέει ότι δύο γάντια δεν έχουν ανάγκη να έρθουν σε επαφή, τα χέρια που κρύβουν θα παραμείνουν ξένα και στην ουσία κρύα. Η Μαργαρίτα κουνάει το κεφάλι. Καταλαβαίνει. Ή έτσι νομίζει. Σε αυτή την παγωνιά όμως την έχει ανάγκη τη ζεστασιά, έστω και εκείνη την τεχνητή που προσφέρει το μάλλινο ύφασμα.

Τέσσερις βαθμοί το γράφει και σε μία οθόνη στην αποβάθρα. Σίγουρα στα βόρεια της πόλης θα έχει χιονίσει. Είναι καιρός που δεν έχουν δει χιόνια και τα μποτιλιαρίσματα στις λεωφόρους που οδηγούν στις χιονισμένες πλαγιές της πρωτεύουσας θα είναι μεγάλα. Χριστούγεννα, διακοπές, παιδιά και χιόνια. Τέλειος συνδυασμός. Αν λείψει ένα στοιχείο χάνεται η μαγεία. Γιατί περί αυτού πρόκειται: για τη μαγεία των εορτών.

Αυτός είναι και ο σκοπός της συγκεκριμένης βόλτας στο κέντρο της πόλης. Ψώνια, δώρα, μία γεύση της γιορτινής ατμόσφαιρας. Στο σπίτι πάντα κάτι λείπει, το δέντρο μοιάζει μικρό, τα τραγούδια που παίζει το ραδιόφωνο αναπαραγάγουν τα ίδια και τα ίδια, η άδεια από τη δουλειά σε λίγο μπορεί να οδηγήσει στην ανία. Στο φαρμακείο όπου εργάζεται έχουν συνεννοηθεί με την άλλη κοπέλα να λείψουν εναλλάξ, και η Μαργαρίτα ελπίζει να πάρει μία ανάσα, να δει και τον Ηλία χωρίς άγχος. Το δικό της-γιατί το δικό του φαίνεται να τον ακολουθεί όπου κι αν πάει, όλο το χρόνο.

Μέσα στο μετρό στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλο με την πλάτη στη φυσαρμόνικα που ενώνει τα βαγόνια. Κάθε στάση την νιώθουν στην πλάτη τους αλλά δεν αλλάζουν θέση.

«Ηλία, θα ήθελες να πάμε ένα ταξίδι;»

Δεν απαντάει.

«Ηλία, λέω…»

«Σε άκουσα. Δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνεσαι»

«Αφού με άκουσες γιατί δεν απάντησες;»

«Τι να σου πω; Ότι δεν είμαστε για εκδρομές στην κατάστασή μας, και να κάνεις μούτρα;»

Η Μαργαρίτα δεν θυμάται να του έχει κάνει ποτέ μούτρα. Στο μυαλό της μόνο του χαμογελάει και έχει την επιθυμία να τον αγγίξει στο μάγουλο. Σε εκείνο το πάντα φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο που αναδύει το άρωμα από το after shave του. Γλυκό και πικρό μαζί. Όπως ο ίδιος.

Οι πρώτες στάσεις περνάνε μέσα στη σιωπή. Ο Ηλίας με το κινητό στο χέρι, τακτοποιεί αρχεία και ετοιμάζει μελλοντικά μηνύματα. Η Μαργαρίτα γυρίζει το κεφάλι αριστερά και δεξιά πασχίζει να απορροφηθεί μέσα στις κουβέντες των συνεπιβατών. Η βοή του μετρό δεν της το επιτρέπει.

«Καλησπέρα σας, καλοί μου κύριοι, καλές μου κυρίες. Λίγο την προσοχή σας θα ζητήσω, να δείτε τι κρατάω στην αγκαλιά μου. Να δείτε και να μου πείτε. Μαζί σας ας κοιτάξω κι εγώ: Μολύβια, στυλό, μπλε, κόκκινα, πράσινα, ναι τα έχω σε όλα τα χρώματα. Για σταθείτε… ναι, αλήθεια σε όλα τα χρώματα. Και χαρτομάντιλα. Και αναπτήρες για τους καπνιστές. Το ξέρω, ότι το τσιγάρο βλάπτει την υγεία, καλοί μου κύριοι, καλές μου κυρίες, το γνωρίζω, αλλά τι κακό μπορεί να κάνει ένας αναπτήρας; Σας ερωτώ; Ένας μοναδικός αναπτήρας; Διαλέξτε χρώμα. Κοιτάξτε μαζί μου- κάτι θα βρείτε να σας ενδιαφέρει..»

Στο γεμάτο βαγόνι δεν τον είχε δει αμέσως. Πρώτα άκουσε τη φωνή. Μονότονη, να ανεβαίνει και να κατεβαίνει σαν λαχανιασμένη.

Στην αρχή πιο μακριά, έπειτα όλο και να πλησιάζει. Στην τελευταία στροφή του κεφαλιού της, ήταν εκεί. Απέναντί της, ένα μέτρο σχεδόν από τον Ηλία, να επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια:

«Κοιτάξτε σας παρακαλώ, θα βρείτε σίγουρα κάτι που να σας αρέσει.. Κοιτάξτε μαζί μου..»

Μιλούσε και έγερνε και ο ίδιος το κεφάλι πάνω στο μεγάλο τετράγωνο κουτί που κρεμόταν με λουριά από το λαιμό του, το αυτοσχέδιο αυτό καλάθι που περιείχε τα εμπορεύματα που επιχειρούσε να πουλήσει στους επιβάτες του μετρό. Κοιτούσε το κάθε αντικείμενο σαν να ξαφνιαζόταν που το ανακάλυπτε εκεί μέσα και συνέχιζε να παρακινεί τον κόσμο να προσέξει και να διαλέξει. Δεν ήταν δυνατόν να μην εύρισκαν στο κουτί του κάτι που να τους τραβήξει την προσοχή. Ωστόσο, οι περισσότεροι έστρεφαν το βλέμμα από την άλλη. Πόση υπερβολή Θεέ μου, σκέφτηκε η Μαργαρίτα, όλοι αυτοί οι περίεργοι τύποι που ανεβαίνουν σε κάθε στάση. Ανάπηροι, άρρωστοι, εκείνοι ή τα παιδιά τους- αλήθεια ή ψέματα κανείς δεν θα το μάθαινε όσο διαρκούσε η διαδρομή. Σύντομα η παρουσία τους θα είχε χαθεί, σκιές που δεν είχαν υπάρξει ποτέ.

Η Μαργαρίτα προσπάθησε να τον παρατηρήσει καλύτερα τις στιγμές που εκείνος είχε τα μάτια του στο καλάθι του. Ήξερε από ένστικτο, ότι θα έπρεπε να αποφύγει την απευθείας οπτική επαφή μαζί του, γιατί αλλιώς ποιος ξέρει αν θα κατάφερνε να τον ξεφορτωθεί. Απροσδιόριστη ηλικία, άνω των πενήντα, ρούχα καθημερινά, μονόχρωμα και σκούρα, μαύρο μπουφάν, γκρίζα μαλλιά και γένια.

Υπομονή, σύντομα ο τύπος θα κατέβει. Έτσι δεν κάνουν συνήθως; Από τον ένα συρμό στον άλλο, χωρίς διακοπή-ώσπου να βγει το μεροκάματο. Ο Ηλίας απέναντι της έχει γυρίσει την πλάτη για να μεγαλώσει την απόσταση με το μικροπωλητή και ακουμπάει μόνο με το δεξί του πλευρό στη φυσαρμόνικα- η Μαργαρίτα καταλαβαίνει τον εκνευρισμό του από το σοβαρό του πρόσωπο. Σμιγμένα φρύδια και ελαφρώς σκυμμένο κεφάλι. Γύρευε τι θα λέει από μέσα του: «Ας τους μαζέψουν επιτέλους, κάπου», «Ας καθαρίσουν τις συγκοινωνίες, δεν τολμάς να μπεις στο τρένο με αυτή την κατάσταση», «Αν δεν ήταν τέτοιες ημέρες θα σου έλεγα εγώ-έχουμε τα προβλήματά μας πρέπει να ανεχόμαστε και τον κάθε ηλίθιο..»

«Ηλία…»

Η Μαργαρίτα προσπαθεί να του μιλήσει αλλά εκείνος δεν της αποκρίνεται. Ίσως να φταίει εκείνος ο τύπος που επιμένει να επαναλαμβάνει το λόγο του, μπορεί όμως να οφείλεται και στο βουητό του συρμού. Στην επόμενη στάση ίσως να καταφέρει να ακουστεί σκέφτεται και κάνει υπομονή για εκείνο το μοναδικό λεπτό που χωρίζει δύο σταθμούς.

«Ηλία… μήπως να ερχόσουν από αυτή την πλευρά; Έχει λίγο χώρο..»

Του δείχνει ένα μικρό κενό λίγο πριν τα καθίσματα και την ίδια στιγμή η μονή θέση στα αριστερά της αδειάζει. Πριν η Μαργαρίτα να προλάβει να αντιδράσει και σε κλάσματα του δευτερολέπτου, βλέπει το μικροπωλητή-ζητιάνο να καταλαμβάνει το κενό κάθισμα.

«Ας καθίσω λοιπόν…. όλη την ημέρα στους δρόμους, τα ποδαράκια μου το ξέρουν..»

Ενστικτωδώς και χωρίς ιδιαίτερο λόγο, η Μαργαρίτα σκύβει και τα κοιτάζει. Ισχνά σίγουρα, κάτω από ένα παντελόνι κάποια νούμερα μεγαλύτερο, πέλματα κρυμμένα σε μαύρα αθλητικά παπούτσια με πράσινα κορδόνια. Σηκώνει αμέσως το κεφάλι και αντιλαμβάνεται το λάθος της. Ο Ηλίας την καρφώνει με το βλέμμα. Στα μάτια αυτή τη φορά.

«Αγάπη μου.. έλα από δω..»

Συνεχίζει να την κοιτάζει αλλά δεν μετακινείται προς το μέρος της. Αρνείται με ένα αδιόρατο κούνημα του κεφαλιού και βγάζει ένα μικρό βιβλίο από την τσέπη του. Μάλιστα τώρα. Το έλαβε το μήνυμα. Δεν πρόκειται για την αρχή της απόλαυσης μίας ανάγνωσης αλλά για το τέλος μίας συζήτησης που δεν ξεκίνησε ποτέ.

Σε τρεις στάσεις κατεβαίνουν σκέφτεται η Μαργαρίτα. Σε τρεις στάσεις όλα θα αλλάξουν.

Ο επαναλαμβανόμενος μονόλογος από δίπλα της την κάνει να συνειδητοποιήσει πως ο μικροπωλητής είναι ακόμη εκεί.

«Σκεφτείτε αγαπητοί μου κύριοι, σκεφτείτε αγαπητές μου κυρίες…»

Καθιστός πια έχει απλώσει τα πόδια, σαν για να ξεμουδιάσει, η φωνή του είναι πιο χαμηλή αλλά δεν έχει χάσει τίποτα από το στόμφο της. Γύρω του οι επιβάτες είναι σε επιφυλακή, φοβούνται μήπως τους συμπεριλάβει σε ένα απρόσμενο παραλήρημα. Οι γυναίκες σφίγγουν τις τσάντες τους στο κορμί τους, οι άνδρες παριστάνουν τους αφηρημένους, βάζουν τα χέρια στις τσέπες σαν να κρυώνουν, στρέφουν το κεφάλι προς το παράθυρο αν και γνωρίζουν ότι δεν βλέπει πουθενά. Βρίσκονται μέσα στη σήραγγα. Το μετρό τους οδηγεί ταχύτητα στον προορισμό τους, σε εκείνο το υποτιθέμενο τέλος του σύντομου ταξιδιού μέσα στην πόλη.

Δύο στάσεις και κατεβαίνουν. Μαζί ή μόνοι. Τέλος.

«…δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάτι θα σας φανεί χρήσιμο, δείτε, δείτε παρακαλώ..»

Τόσο δίπλα αλλά τόσο μακριά, η φωνή δεν επιτυγχάνει το σκοπό της, οι επιβάτες στέκονται ασυγκίνητοι, κρατούνε , θαρρείς, την αναπνοή τους.

Στην εκπνοή του χρόνου, μία κυρία με πράσινο παλτό και ασορτί κοντά μποτάκια, που ετοιμάζεται να αποβιβαστεί και προσπαθεί να φτάσει προς την πόρτα, βάζει το χέρι στην τσέπη και του δίνει ένα νόμισμα. Εκείνος, σε άμεση αντίδραση της προσφέρει ένα πακέτο χαρτομάντιλα. Η κυρία το παίρνει και συνεχίζει να κατευθύνεται προς την πόρτα. Βρίσκονται ήδη στον επόμενο σταθμό.

Μία στάση σκέφτεται η Μαργαρίτα. Μία μόνο στάση.

Στρέφει το κεφάλι της προς το μέρος του. Έχει σωπάσει για λίγο, με το νόμισμα ακόμη στο χέρι, πασχίζει να τακτοποιήσει τα πολύτιμα αντικείμενά του.

Είναι γιορτές , σκέφτεται, η Μαργαρίτα. Είναι ημέρες αγάπης. Η Μαργαρίτα κοιτάζει τον Ηλία που συνεχίζει το διάβασμά του με την αταραξία κάποιου που πιστεύει ότι τα έχει καλά με τον εαυτό του. Πού βρίσκεται η αγάπη; Μέσα στο συρμό υπάρχουν άνθρωποι που αναπνέουν, αισθάνονται, επιθυμούν. Άραγε αγαπούν;

«Καλοί μου συνταξιδιώτες… ακούστε με λιγάκι.. αυτές τις ημέρες…»

Ναι, σε ακούσαμε, σε ακούσαμε καθαρά, σκέφτεται η Μαργαρίτα και ανοίγει γρήγορα την τσάντα της. Πρέπει να προλάβει. Στα τυφλά τραβάει από το πορτοφόλι της, ένα χαρτονόμισμα, είναι πέντε ευρώ.

«Επόμενος σταθμός:………………………», ακούγεται η αναγγελία από το μεγάφωνο.

Φτάνουν, ίσα που προφταίνει. Με μία κίνηση ρίχνει το πεντάευρο στο κουτί του πωλητή-ζητιάνου και ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Με την άκρη του ματιού της τον βλέπει να την κοιτάζει αποσβολωμένος, να της προσφέρει στυλό, χαρτομάντιλα, μία γεμάτη χούφτα.

«Κρατήστε τα. Δεν χρειάζομαι τίποτα. Καλή Χρονιά, να ‘χετε»

Βρίσκεται μπροστά στην πόρτα. Δίπλα της ο Ηλίας. Πότε ήρθε προς το μέρος της ; Πώς και δεν τον αντιλήφθηκε;

«Μα τι πήγες και έκανες;»

«Δεν είναι τίποτα Ηλία. Πρωτοχρονιά έρχεται»

Ο Ηλίας κάνει να απαντήσει αλλά δεν καταφέρνει να ακουστεί.

Μία άλλη φωνή, δυνατή, τραγουδιστή, γεμίζει το βαγόνι.

«Αγαπημένη, πώς να σε ευχαριστήσω.. Κι ένα εκατομμύριο λέξεις ν’ αράδιαζα, δεν θα μπορούσα να περιγράψω το συναίσθημα. Αυτό που νιώθω τώρα, αγαπημένη. Τα συναισθήματα δεν μπορείς να τα διατυπώσεις. Τα συναισθήματα δεν μπορείς να τα πλησιάσεις με λέξεις ούτε να τα ζωγραφίσεις.. Να είσαι καλά αγαπημένη, να είσαι καλά..»

Οι πόρτες ανοίγουν. Η Μαργαρίτα δεν έχει τη δυνατότητα να γυρίσει το κεφάλι να ευχαριστήσει το μικροπωλητή για τα λόγια του, παρασέρνεται από τους υπόλοιπους επιβάτες και βγαίνει στην αποβάθρα.

«Πάμε λοιπόν» ακούει δίπλα της τον Ηλία και αισθάνεται το χέρι του να προσπαθεί να πιάσει το δικό της.

«Και βέβαια πάμε», του απαντά, αποφεύγοντας το άγγιγμά του και κρατώντας τα χέρια της μέσα στις τσέπες του παλτού της. Έπειτα, χωρίς να κοιτάξει αν εκείνος ακολουθεί, προχωράει γρήγορα μέσα στον κόσμο που κινείται προς τις κυλιόμενες σκάλες.

 

 

* H Γεωργία Μαμά ζει στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλική φιλολογία και εργάζεται στο δημόσιο τομέα. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογές διηγημάτων. Το 2015 εκδόθηκε το βιβλίο της «Χρυσόσκονη στη σκιά μου» (εκδόσεις Παράξενες Μέρες).

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top