Fractal

Διήγημα: “Η επιστροφή”

Της Γεωργίας Μαμά // *

 

 

f4

 

 

Είχα να τη δω από την τελευταία τάξη του Λυκείου. Όταν την ξαναείδα, δεν πίστευα στα μάτια μου. Μπορεί και να έκανα λάθος- η θέα από το αυτοκίνητο που κατέβαινε με ταχύτητα την πλαγιά δεν ήταν και η καλύτερη. Καθώς χανόμαστε στις στροφές, μια την έβλεπα, μια την έχανα- για τίποτα δεν μπορούσα να ήμουν σίγουρη.

«Μπορούμε να πάμε εκεί;» ρώτησα τον Πέτρο δείχνοντάς την με το χέρι.

Εκείνος δε γύρισε το κεφάλι, παρέμεινε αφοσιωμένος στην πορεία ενός δρόμου που όλο στένευε.

«Βιαζόμαστε, το ξέρεις»

«Δε θ’ αργήσουμε, στο υπόσχομαι»

Το ότι δεν αντέδρασε το θεώρησα καλό σημάδι και συνέχισα να την κοιτάζω από το παράθυρο.

Βρίσκομαι νοερά και πάλι εκεί. Δε με αναγνωρίζω. Μαλλιά ίσια, όχι πολύ μακριά, πιασμένα με ένα μανταλάκι στην κορυφή, άβαφο πρόσωπο, σώμα κρυμμένο κάτω από φαρδιά σκούρα ρούχα. Ξαπλωμένη ανάσκελα στην άμμο κοιτάζω τον ουρανό και σκέφτομαι ότι δε θέλω να γυρίσω, την επομένη θα πρέπει να βρίσκομαι στο σχολείο, να αρχίσω και πάλι το διάβασμα, να ακολουθώ ένα πρόγραμμα εξουθενωτικό. Ευτυχώς που δεν έχει ήλιο, γιατί διαφορετικά δε θα το άντεχα να κρατάω τα μάτια μου στον ουρανό, ακίνητα θαρρείς, στο ίδιο σημείο, στην ανυπαρξία του και στη δικιά μου. Σηκώνομαι, τινάζω την άμμο που έχει κολλήσει στα ρούχα μου και αρχίζω να ξεντύνομαι. Κάνει κρύο αλλά δε με νοιάζει, μικρά κύματα έχουν αρχίσει να διαταράσσουν το νερό, δημιουργούν απρόσμενες παραφωνίες. Μόνο με τα εσώρουχα ξεκινάω ένα ελαφρύ τζόκινγκ εκεί που σκάει απαλά το κύμα, μία προς τα δεξιά, μία προς τα αριστερά δε θέλω να απομακρυνθώ, κάτι μέσα μου με κρατάει στην πραγματικότητα, ξέρω ότι άμα χάσω τον έλεγχο η επιστροφή θα είναι δύσκολη.

Κάποτε κουράζομαι και σταματώ, έχω αρχίσει να ζαλίζομαι, θυμάμαι ότι δεν έχω φάει τίποτα όλη μέρα αλλά εξακολουθώ να μη νιώθω πείνα. Δίχως να σκεφτώ πέφτω στο νερό, η παγωνιά του με ξυπνάει, με πείθει ότι σίγουρα είμαι ακόμα ζωντανή.

Επιπλέω για λίγα μόνο λεπτά, έπειτα βγαίνω και επιστρέφω στην άμμο. Το υγρό μου δέρμα με κολλάει πάνω της. Ο αέρας τη φέρνει στο στόμα μου, κάνω να τη διώξω αλλά το μετανιώνω. Την αφήνω να περάσει μέσα από τα μισάνοικτα χείλη μου, ίσως θα μπορούσα να τη γευτώ, όταν όμως πλησιάζει πιο βαθιά το ένστικτο αναδύεται. Τη νιώθω κριτσανιστή, το χώμα της θάλασσας. Αντανακλαστικά ανασηκώνω τον κορμό μου και φτύνω δυνατά δίπλα, να απαλλαγώ, φτύνω ώσπου να μη μου μένει πια σάλιο.

Χώμα και τίποτα περισσότερο. Ζωή και φθορά μαζί. Η μόνη της διάσωση η έλλειψη στατικότητας, ένα κύμα αρκεί για να την παρασύρει.

Ξαπλώνω και πάλι λίγα μέτρα παραπέρα. Ο αέρας έχει στεγνώσει τα εσώρουχά μου αλλά εξακολουθώ να τα νιώθω κολλημένα πάνω μου. Ξέρω ότι δε θα κρατήσει πολύ αυτή η ελευθερία, σύντομα κάποιος θα έρθει να με φωνάξει. Δεν τα κλείνω τα μάτια, δεν επιθυμώ να κοιμηθώ, τα τελευταία βράδια βιώνω σωματικά όλα όσα συμβαίνουν, παρούσα και απούσα μαζί. Εστιάζω στο μεγάλο σύννεφο που στέκεται στη μέση, θαρρείς, ενός μεγάλου γκρίζου θόλου, έχει σχήμα ακανόνιστο, μικροί λόφοι από βαμβάκι κι έπειτα τίποτα. Το ξέρω ότι μετακινείται, θα ήθελα να το έβλεπα να συμβαίνει αλλά ο χρόνος δεν επαρκεί, σε λίγο δε θα είμαι πια εκεί, το αισθάνομαι.

«Επιτέλους!»

«Μα είναι παγωμένη, τι σκεφτόταν;»

«Αυτό μας έλειπε να αρπάξει καμιά πνευμονία»

Δύο οικεία πρόσωπα στέκονται πάνω από το κεφάλι μου, κρύβουν τον ουρανό με το σώμα τους, θέλω να διαμαρτυρηθώ αλλά δεν τολμώ. Σηκώνομαι και τους ακολουθώ. Η μαμά βγάζει τη ζακέτα της και μου την περνάει στους ώμους. Ο παππούς με κοιτάζει χωρίς να μιλάει, μου σφίγγει απαλά το μπράτσο. Καθώς απομακρυνόμαστε προς την κατεύθυνση των σπιτιού δε γυρίζω να κοιτάξω πίσω-θέλω να τη θυμάμαι όπως την έχω στο μυαλό μου κι ας μην υποψιάζομαι ότι δε θα ξαναγυρίσω.

«Είναι αλήθεια ότι έχεις να έρθεις από τότε;» με ρωτάει ο Πέτρος, καθώς πλησιάζουμε.

Γνέφω καταφατικά με το κεφάλι. Τι ωφελούν οι λέξεις; Μετά το θάνατο τίποτα δεν είναι ίδιο. Έπειτα βυθίστηκα στις σπουδές, χάθηκα σε σχέσεις, ξεκίνησα τα ταξίδια στο εξωτερικό. Το καλοκαίρι απέφευγα εντέχνως να επιστρέψω κοντά της, αναζητούσα με μανία νέες παραλίες.

Την είχα ξεχάσει. Δίχως τύψεις αλλά με ανακούφιση.

Έχω επιστρέψει. Ο καιρός είναι ίδιος με τότε, ευτυχώς λείπει ο θάνατος.

Την κοιτάζω και δεν το πιστεύω-αλλά δεν πτοούμαι. Βγάζω τα ρούχα μου ένα, ένα, σαν ιεροτελεστία, μένω σχεδόν γυμνή αλλά δεν παγώνω. Η θερμοκρασία μου είναι υψηλότερη από το κανονικό.

«Πας καλά κορίτσι μου, τι κάνεις;», μου φωνάζει ο Πέτρος.

Δεν τον ακούω, βλέπω τον εαυτό μου, δώδεκα, δεκαέξι, δεκαεπτά χρονών, να πέφτει στη θάλασσα, εκείνος που έφυγε να γελάει δίπλα μου και να με συναγωνίζεται στις βουτιές, έπειτα να ξαπλώνουμε στην παραλία μας, η λευκή άμμος να μας τυλίγει.

«Δεν είναι δυνατόν να κολυμπήσεις σε αυτό το βούρκο, θα πάθεις τίποτα», επιμένει μάταια ο Πέτρος. Ίσως να έχει δίκιο, αλλά τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει. Δεν κοιτάζω πίσω, το σκουπιδαριό ολόγυρα δεν υφίσταται, παίρνω φόρα και …ένα δύο, τρία, βουτάω με το κεφάλι στα βρώμικα νερά.

 

 

* H Γεωργία Μαμά ζει στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλική φιλολογία και εργάζεται στο δημόσιο τομέα. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογές διηγημάτων ενώ έχουν συμπεριληφθεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά. Το πρώτο της βιβλίο, μία συλλογή διηγημάτων κυκλοφορεί το Νοέμβριο ( εκδόσεις Παράξενες Μέρες).

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top