Fractal

Διήγημα: “Το μάτιασμα”

Της Γεωργίας Μαμά // *

 

 

f6.png

 

Κοιτάζω το νερό που τρέχει. Βάζω τα χέρια μου κάτω από τη βρύση, γεμίζω τις χούφτες μου με το δροσερό υγρό, τις φέρνω κοντά στο πρόσωπό μου και δεν αργώ να το βρέξω όσο περισσότερο μπορώ. Θα ήθελα να κοιταχτώ στον καθρέφτη αλλά δεν τολμώ, είμαι σίγουρη ότι δε θα έχω και την καλύτερη όψη, ο πονοκέφαλος με πεθαίνει-αποκλείεται η εικόνα μου να έχει μείνει αλώβητη. Το πρόσωπο, ένα άγραφο χαρτί όπου όλα περνάνε, καταγράφονται και μένουν στο μέλλον, τουλάχιστον αυτό συμβαίνει στην περίπτωση μου. Αϋπνία, αγωνία, στενοχώρια-κάθε κακουχία κολλάει εκεί και αφήνει τα σημάδια της, ζηλεύω όποιον περνάει δύσκολα και το πρόσωπό του παραμένει λαμπερό. Από πού αντλούν αυτή τη λάμψη, όταν τα πάντα πηγαίνουν χάλια στη ζωή τους, ειλικρινά δεν το καταλαβαίνω.

Προσωπικά, τις ημέρες εκείνες, όπου σώμα και μυαλό γίνονται ασήκωτα, δεν τολμώ να εμφανιστώ πουθενά, διαισθάνομαι ότι θα ήταν καλύτερο να μείνω μακριά από τον πολύ κόσμο. Δεν το πετυχαίνω πάντα, η δουλειά δεν είναι επιλογή σκέφτομαι, είναι υποχρέωση ή μάλλον χρέος.

«Θα μείνεις ακόμη πολύ εκεί μέσα;»

«Βγαίνω αμέσως»

Δεν έχω συνειδητοποιήσει πόση ώρα βρίσκομαι κλεισμένη στην τουαλέτα του γραφείου. Σα να χάθηκε ο χρόνος από τότε που έριξα νερό στο πρόσωπό μου- δυστυχώς χωρίς να εξαφανίσω την ημικρανία μου. Σα να μην έφτανε αυτό νιώθω εδώ και λίγα λεπτά το στομάχι μου να ανακατεύεται-στομαχικός ίλιγγος, νομίζω ότι έτσι το λένε. Ίσως τελικά το κεφάλι να πονάει εξαιτίας κάποιας στομαχικής αδιαθεσίας αλλά άνετα θα μπορούσε να συμβαίνει και το αντίθετο.

Στο δρόμο για τη δουλειά δεν είχα καταλάβει τίποτα, ένα πρωινό σαν όλα τα άλλα, φορτωμένο με υποχρεώσεις. Έπειτα μετά τα πρώτα τηλεφωνήματα και mail ξεκίνησε σταδιακά η ζαλάδα πρώτα, ο πονοκέφαλος ύστερα. Δούλεψα για μερικές ώρες κλεισμένη στο κουκούλι του πόνου, μηχανικές κινήσεις, βαθιές αναπνοές, υπήρχαν εργασίες που δεν επιδέχονταν αναβολή. Σε κάθε μου κίνηση δρούσα σαν υπνοβάτης, δεν είχα τον έλεγχο των πράξεων μου, η μονή σωτηρία μου ήταν η εμπειρία. Δέκα χρόνια ήδη στη δικηγορική εταιρεία κάτι είχα καταφέρει, κάποια πράγματα μπορούσα να τα φέρω εις πέρας ενεργοποιώντας μνήμη και γνώσεις οι οποίες βρίσκονταν πάντα σε επιφυλακή.

Η Μαριάννα που πλένει τα χέρια της δίπλα μου με κοιτάει ανήσυχη.

«Έλενα, είσαι άσπρη σαν το πανί»

«Πάντα είμαι χλωμή, το ξέρεις» της απαντάω για να ξεφύγω.

«Μην κάνεις πλάκα, εσύ παιδί μου μοιάζεις έτοιμη να πέσεις κάτω»

«Η αλήθεια είναι ότι έχω λίγο πονοκέφαλο και ανακατεύομαι κιόλας»«Φαντάζομαι το λίγο το δικό σου και είμαι σίγουρη ότι για τους περισσότερους θα ήταν κάτι ανυπόφορο. Έλα, θα σε στείλω σπίτι πακέτο να συνέλθεις»

Πριν κατορθώσω να αντιδράσω η Μαριάννα με έχει πάρει αγκαζέ, με έχει οδηγήσει στο ασανσέρ και από κει σε χρόνο μηδέν στην είσοδο του κτιρίου.

«Ταξί!»

Τη φωνή της την ακούω σαν κομπρεσέρ στα αυτιά μου, τα οποία κουδουνίζουν ενοχλητικά αποκόβοντάς με από την πραγματικότητα. Δίνει τη διεύθυνση του σπιτιού μου στον οδηγό κι έπειτα κλείνει την πόρτα του ταξί και κατευθύνεται πίσω στο γραφείο.

Ο οδηγός οδηγεί σταθερά χωρίς να μιλάει. Ευτυχώς, σκέφτομαι, γιατί διαφορετικά δεν το βλέπω απίθανο να σωριαζόμουν δίχως τις αισθήσεις μου, εκεί στο πίσω κάθισμα. Η μουσική που παίζει από το ραδιόφωνο είναι επίσης κατευναστική, easy, galaxy, κάτι χαλαρωτικό πάντως. Τι τύχη να πέσω πάνω στον τελευταίο ταξιτζή που αγαπάει τα slow- σε μία Αθήνα που βρίσκεται μόνιμα σε κατάσταση έκρηξης οι ήρεμοι οδηγοί είναι πιο σπάνιοι και από τους ανθισμένους κήπους στις πολυκατοικίες της πρωτεύουσας. Λουλούδια- σκέφτομαι ότι σήμερα το πρωί θα έπρεπε να είχα αγοράσει ένα μπουκέτο, να το είχα βάλει στο βάζο πριν φύγω-αλλά που μυαλό, με τέτοια πίεση είχα ξεχάσει, πρώτη φορά που είχα ξεχάσει.

Παρά τη σταθερή ταχύτητα η διαδρομή Συγγρού-Μαρούσι δεν έχει τελειωμό. Κάθε φανάρι και ένα φρένο, όλα τα κόκκινα δικά μας κι εγώ να πασχίζω να ξεχάσω το κεφάλι μου που με τρελαίνει.

«Να ανοίξω λίγο το παράθυρο;» τον ρωτάω μετά το τελευταίο φανάρι, όταν το ανακάτεμα επιστρέφει. Λίγος καθαρός –μάλλον σκέτος- αέρας ίσως να βοηθούσε.

«Ελεύθερα, δε χρειάζεται να ρωτάτε»

Και έπειτα, αφού πρώτα μου ρίξει μια ματιά από τον καθρέφτη: «Είστε εντάξει;»

«Δεν είναι τίποτα, ένας πονοκέφαλος που με βασανίζει από το πρωί, έφτασε απόγευμα και δε λέει να περάσει» του απαντώ απορώντας με τη διάθεσή μου να μιλήσω γι’αυτό που νιώθω. Φαίνεται ότι ο σωματικός πόνος ξορκίζεται και κείνος όπως ο ψυχικός, με τη συζήτηση.

«Πήρατε κάποιο παυσίπονο;» τον ακούω να με ρωτάει και απορώ για το ενδιαφέρον, είμαστε για μία ακόμη φορά σταματημένοι σε ένα κόκκινο. Μπροστά μας ένα τρόλεϊ και ένα λεωφορείο φυσαρμόνικα, η ατμόσφαιρα έξω γίνεται αποπνικτική. Ανεβάζω και πάλι το παράθυρο, δεν υπάρχει ελπίδα οξυγόνου από έξω, μάλλον χειρότερα θα γίνω αν συνεχίσω να τον αφήνω να μπαίνει στο ταξί.

«Όχι μόνο ένα, δύο, τρία από το πρωί, αλλά χωρίς αποτέλεσμα» του απαντώ με χρονοκαθυστέρηση καθώς αρχίζει να μου φαίνεται όλο και πιο δύσκολο να παραμένω συγκεντρωμένη.

«Ε, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία» τον ακούω να αναφωνεί θριαμβευτικά.

«Τι πράμα;»

«Μα δεν καταλαβαίνετε, είναι ολοφάνερο» συνεχίζει εκείνος απτόητος κάνοντάς με στιγμιαία να αποκολληθώ από το σφυροκόπημα που με βασανίζει.

«Δεν ξέρω τι εννοείτε»

«Μα δε σας πήγε καθόλου το μυαλό, τι να πω, είναι φως φανάρι ότι είστε ματιασμένη»

«Ματιασμένη;» αντιδρώ χλιαρά για να μην τον προσβάλω.

«Ασφαλώς και πολύ μάλιστα. Δεν έχετε κάποιον να σας ξεματιάσει;»

«Όχι, δυστυχώς όχι» τολμώ να του ομολογήσω την ανεπάρκειά μου.

«Τι να πω, μορφωμένη κοπέλα και να μην γνωρίζετε κάτι περισσότερο, να μην έχετε κάποιον να βοηθήσει σε τέτοιες περιστάσεις..» τον ακούω να απορεί καθώς περνάμε τα Σίδερα Χαλανδρίου. Με το ένα και με το άλλο έχουμε επιτέλους προχωρήσει.

«Μήπως θα μπορούσατε να σταματήσετε λίγο δεξιά;»

«Πού ακριβώς;»

«Όπου μπορείτε- δε νιώθω και τόσο καλά»

Τα επόμενα δύο τρία λεπτά δεν καταλαβαίνω ακριβώς τι γίνεται. Κρατάω το βλέμμα χαμηλωμένο στα πόδια μου, επίτηδες για να μη κοιτάζω έξω, μήπως και μειωθεί η τάση για έμετο. «Εδώ καλά είμαστε;»

Δεν απαντώ αλλά πετάγομαι έξω, εκεί στου θάμνους, στον παράδρομο της λεωφόρου, προσπαθώ να βγάλω από μέσα μου όσα δεν έχω φάει από το πρωί. Μάταια. Σάλια. Τίποτα. Ορθώνω το κορμί μου και ξαναγυρίζω στο ταξί που συνεχίζει να με περιμένει. «Νιώθω λίγο καλύτερα» του ανακοινώνω μπαίνοντας πάλι στο πίσω κάθισμα χωρίς να είμαι σίγουρη αν λέω αλήθεια ή ψέματα. «Εντάξει φτάνουμε-για το μάτιασμα πρέπει πάντως κάτι να κάνετε» μου επισημαίνει λιγότερο επικριτικός αυτή τη φορά.

Κουνάω το κεφάλι και συμφωνώ. Σίγουρα έχει δίκιο. Και κείνη πάντα μου το έλεγε. Δε σταματούσε να το επαναλαμβάνει όσες φορές παραπονιόμουν ότι δεν ένιωθα καλά χωρίς ιδιαίτερο λόγο. «Μάτι», το χειρότερο. Έλα ρε μαμά, γελούσα, την κορόιδευα και αρνιόμουν να κάτσω ακίνητη να με ξεματιάσει. Έφευγα από το δωμάτιο, από το σπίτι, κι ας υποψιαζόμουν ότι εκείνη το αναλάμβανε το ξεμάτιασμα, έστω και από απόσταση, πιάνει και από το τηλέφωνο τη διαβεβαίωναν οι φιλενάδες της.

«Θα είστε εντάξει;» με ρωτάει ο ταξιτζής καθώς με αφήνει μπροστά στην πόρτα του σπιτιού μου.

«Μια χαρά, θα ξαπλώσω και όλα θα περάσουν» τον διαβεβαιώνω φεύγοντας.

Το διαμέρισμά μου με περιμένει όπως το άφησα το πρωί. Δροσερό και σκοτεινό. Τα βάζα στη θέση τους, στο τραπέζι της κουζίνας, στο σαλόνι, στη θέση τους αλλά άδεια. Εκείνη δε θα τα άφηνε ποτέ έτσι. Θα αγόραζε όμορφα μπουκέτα από τη λαϊκή, θα έκοβε έστω και αγριολούλουδα για να δώσει ζωή στο χώρο. Βγαίνω στο μπαλκόνι και πλησιάζω τη μοναδική μου γλάστρα, εκείνη με τα γεράνια, προσεκτικά κόβω μερικά, παίρνω μία κανάτα από την κουζίνα, τη γεμίζω νερό και τα βάζω μέσα. Επιστρέφω στο σαλόνι με την κανάτα με τα γεράνια στο χέρι και αράζω στον καναπέ. Θα κλείσω τα μάτια και όλα θα περάσουν. Θα ονειρευτώ ότι το σπίτι μυρίζει λουλούδια και θα ζητήσω νοερά από τη μαμά μου να με ξεματιάσει, γιατί πιάνει, σίγουρα πιάνει και από τόσο μακριά.

 

 

* H Γεωργία Μαμά ζει στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλική φιλολογία και εργάζεται στο δημόσιο τομέα. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογές διηγημάτων ενώ έχουν συμπεριληφθεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά. Το πρώτο της βιβλίο, μία συλλογή διηγημάτων κυκλοφορεί το Νοέμβριο ( εκδόσεις Παράξενες Μέρες).

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top