Fractal

Προσπαθώντας να επουλώσουν παλιές πληγές στα «Τρία Δωμάτια του Μανχάτταν»

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Georges Simenon. “Τρία δωμάτια στο Μανχάτταν”. Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ. Εκδόσεις Άγρα. 2007

 

manh_1

 

Ο απολογισμός μιας ζωής, εκείνης του  Ζώρζ Σιμενόν (1903-1989), από κάθε πλευρά, χαρακτηρίζεται παραπάνω από πλούσιος και εκρηκτικός. Εκατοντάδες νουβέλες, σοβαρά μυθιστορήματα, πολυάριθμες ξένες μεταφράσεις και ειδικές προσαρμογές για δημοφιλείς κινηματογραφικές ταινίες, δεν είναι αμελητέες παράμετροι. Μετακινούσε εύκολα την οικογένειά του από τη γαλλική ύπαιθρο στην Αριζόνα, τη Νέα Αγγλία, το Κεμπέκ και πίσω πάλι στην Ευρώπη, αλλά ενδιάμεσα έβρισκε πάντα  χρόνο για να απολαμβάνει τα τρία πολύ γαλλικά οικογενειακά γεύματα κάθε μέρα, και να περπατά με τα υιοθετημένα του παιδιά στα τοπικά πάρκα των πόλεων που ζούσε. Από την άλλη, υπήρξε ο περιβόητος συγγραφέας του βιβλίου ‘Οικεία Απομνημονεύματα’ (Intimate Memoirs, 1981), που ευτυχώς μας επιβεβαιώνουν ότι τα γεύματα δεν ήταν το μόνο πράγμα που απολάμβανε τρεις φορές την ημέρα.  Κάποια στιγμή, ζούσε ταυτόχρονα με τη σύζυγό του και τις δύο ερωμένες του, και επιπλέον εξακολουθούσε να έχει ανάλογες περιπέτειες και να συναλλάσσεται με πόρνες και διάφορες εύκολες  γυναίκες που συναντούσε στα μπαρ που σύχναζε. Μια φορά, μάλιστα,  ο Σιμενόν είχε εκμυστηρευτεί   σε έναν φίλο του ότι το σεξ είναι η μόνη δυνατή μορφή επικοινωνίας με τις γυναίκες!

 

manh_2

 

Ακόμα κι αν Σιμενόν είχε μεταφραστεί σε μεγάλο βαθμό και δημοσιευθεί αρκετό υλικό από το  έργο του κατά τη διάρκεια της ζωής του, εν τούτοις εξακολουθεί να υπάρχει σοβαρό απόθεμα εξαιρετικών βιβλίων που απομένει να μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, κι όχι μόνο στη δική μας. Βιβλία που έχουν να κάνουν πρωτίστως με τις εναλλαγές της απόλαυσης και της απελπισίας, από τα οποία βασανίζονται οι πρωταγωνιστές των βιβλίων του Σιμενόν και οι οποίοι οδηγούνται πότε εδώ και πότε εκεί προσπαθώντας μάταια να ξεφύγουν.

Ο Μαιγκρέ  είναι άντρας μεσήλικας, παντρεμένος, με κάπως υπερβολικό βάρος, άτεκνος, ζει μια άνετη ζωή στο διαμέρισμά του στη λεωφόρο Richard-Lenoir στο Παρίσι, αγαπά προφανώς τη δουλειά του, ανακρίνει ύποπτους, εν δυνάμει εγκληματίες και τους συνεργούς τους, συντηρώντας παράλληλα όσο γίνεται το ζεστό καλοριφέρ στο γραφείο του στο Quai des Orfevres, και προσπαθώντας να επιστρέφει στο σπίτι όσο το δυνατόν συχνότερα για να βρεθεί κοντά και να δειπνήσει με την κ. Μαιγκρέ, μια άξια και υπομονετική ομολογουμένως νοικοκυρά στη σύγχρονη μυθοπλασία. Ο Μαιγκρέ δεν εμπλέκεται σε αποκαλύψεις, ούτε παρουσιάζει δύσκολες θεωρίες με βάση όσα παρατηρεί ένας συστηματικός ηδονοβλεψίας  στις ζωές όλων όσων βρίσκονται στον ευρύτερο περίγυρό του. Ο επιθεωρητής Μαιγκρέ με όλες εκείνες τις  περιπέτειες που έχει στο ενεργητικό του, σπάνια λύνει εγκλήματα, ενώ αντίθετα προσπαθεί να καταλάβει  τους ανθρώπους και τα βαθύτερα κίνητρά τους. Στον ‘Κίτρινο Σκύλο’ του, για παράδειγμα, λέει σε ένα κατώτερο  αξιωματικό, ‘… θα σου δώσω κάποια καλή συμβουλή: Αν σ’ ενδιαφέρει να πας μπροστά, μην  παίρνεις εμένα για μοντέλο, ή μην διατυπώνεις κάποιες θεωρίες όπως κάνω εγώ…’.

Ενώ λοιπόν οι παραδοσιακοί ντετέκτιβ εξετάζουν τα χρονοδιαγράμματα των υπόπτων, τα δακτυλικά αποτυπώματα, τα άλλοθι και τα πτώματα, ο Μαιγκρέ   παρατηρεί επισταμένως τα πρόσωπα, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες, ακόμα και μικρές, φευγαλέες και ανεπαίσθητες για άλλους, εξωτερικές εκδηλώσεις που συλλαμβάνει με  τη φαντασία του, όπως για παράδειγμα η παραμορφωμένη φωτογραφία μιας γυναίκας, και τόσα άλλα, με τη λύση κάποιες φορές να βρίσκεται δίπλα σε αυτόν και τη σύζυγό του σε ένα ήσυχο εστιατόριο. Έτσι τα κρυφά ταλέντα του Μαιγκρέ δεν βρίσκονται στην εκσεσημασμένη του ιδιοφυία, ούτε στη σωματική του διάπλαση και τη σκληρή συμπεριφορά απέναντι σε ύποπτους, αλλά στο ειλικρινές ενδιαφέρον του για τους ανθρώπους, και το σπουδαιότερο, γιατί συμπεριφέρονται με τον τρόπο εκείνο. Με την πάροδο του χρόνου και κατά τη διάρκεια αρκετών δεκαετιών, ο Σιμενόν εγκαταλείπει σιγά-σιγά όλα τις παραδοσιακές γραφές του μυστηρίου και της αστυνομικής λογοτεχνίας, και αφήνει τους εκπροσώπους της  μεσαίας τάξης να περιφέρονται ελεύθερα μεταξύ των δολοφόνων και των θυμάτων τους, οι οποίοι γίνονται αναπόφευκτα πολύ ανθρώπινοι και  πιστευτοί στους άλλους.

 

manh_3

 

Σε τούτο το βιβλίο, όμως, ο επιθεωρητής Μαιγκρέ απουσιάζει! Η υπόθεση λαμβάνει χώρα μακρυά από το Παρίσι, στο Μανχάτταν της Νέας Υόρκης.  Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1946, με τίτλο ‘Τρία Υπνοδωμάτια στο Μανχάτταν’ (Trois Chambres a Manhattan) και πρωταγωνιστής του είναι ένας  ηθοποιός σαράντα οκτώ ετών, παλιότερα διάσημος, που φέρει το όνομα Φρανσουά Κόμπ. Έχει έρθει στο Μανχάτταν για να ξεφύγει από τις αναμνήσεις του, ειδικά μετά την απόφαση της συζύγου του να τον εγκαταλείψει για ένα πολύ νεότερο και λιγότερο ταλαντούχο ηθοποιό. Ένα βράδυ που δεν μπορεί να κοιμηθεί, αφήνει το διαμέρισμα του στις τρεις το πρωί και κατευθύνεται σε ένα μπαρ όπου συναντά μια γυναίκα που ονομάζεται Καίυ. Η τελευταία κατά κάποιο τρόπο ξέρει ενστικτωδώς ότι ο Φρανσουά είναι Γάλλος και ξεκινά μια συνομιλία μαζί του. Ακόμα κι αν βρίσκει τη συμπεριφορά, τις συνήθειες και τις αργές κινήσεις της μάλλον ενοχλητικές, ο Φρανσουά έλκεται με έναν περίεργο τρόπο από την Καίυ, ίσως γιατί τη βλέπει σαν μια αντανάκλαση του εαυτού του, άλλη μια τραυματισμένη και πονεμένη ψυχή σε μια μοναχική μεγάλη πόλη που δεν ήξεραν κανένα και ούτε κανένας τους ήξερε. Μπορούσε  να το αισθανθεί στη φωνή της, αφού ‘… ήταν υπόκωφη  και έφερνε στο νου πληγή που δεν επουλώθηκε τελείως, πόνο που δεν τον αισθάνεται κανείς συνειδητά, αλλά τον διατηρεί, καταπραϋμένο και οικείο βαθιά μέσα του…’.

Μετά από μερικά ποτά, και καπνίζοντας κάποια τσιγάρα, αφήνουν το μπαρ μαζί κατά πέντε το πρωί. Συνεχίζουν τις περιπλανήσεις τους στους δρόμους και τα πεζοδρόμια για μια-δυο ώρες, για να καταλήξουν στο δωμάτιο ενός  άθλιου ξενοδοχείου. Η Καίυ προηγουμένως είχε κλειδωθεί έξω από το διαμέρισμα που μοιραζόταν με μια φίλη της και ο Φρανσουά δεν θέλει να την πάει στο σπίτι του, τουλάχιστον για τώρα. Όταν ο Φρανσουά ξυπνάει την επόμενη μέρα στο ξενοδοχείο, ακόμη κι αν έχει συναντήσει την Καίυ πριν λίγες ώρες, είναι λίγο φοβισμένος από τη σκέψη της απώλειάς της, πιθανόν γιατί φοβάται μήπως  χάσει κάτι από τον εαυτό του.

Αυτό που ακολουθεί είναι μια περιγραφή της σχέσης μεταξύ του Φρανσουά και της Καίυ, όπως αυτή αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια των λίγων εβδομάδων. Είναι μια σχέση που βασίζεται περισσότερο στην μοναξιά και την εγκατάλειψη. Ακολουθούμε το ζευγάρι, καθώς σεργιανά άσκοπα  γύρω από τα πεζοδρόμια και τους έρημους δρόμους της πόλης, από μπαρ σε μπαρ, ακούγοντας το ίδιο τραγούδι στα γνωστά τζουκμποξ της δεκαετίας εκείνης, πίνοντας ουίσκι και καπνίζοντας σεβαστό αριθμό τσιγάρων. Ο τίτλος του μυθιστορήματος αναφέρεται στα τρία υπνοδωμάτια που επισκέπτεται το ζευγάρι καθώς η σχέση τους εξελίσσεται. Πρώτα το δωμάτιο του ξενοδοχείου ‘Λωτός’, στη συνέχεια το διαμέρισμα του Φρανσουά και τέλος το δωμάτιο  της Καίυ. Όταν η Καίυ βλέπει το διαμέρισμα του ηθοποιού, για πρώτη φορά, το βάθος της μοναξιάς του Φρανσουά βρίσκεται οδυνηρά μπροστά τους. ‘… Η ηρεμία   του δωματίου, όπου τους υποδέχτηκε το φως της αναμμένης λάμπας, φάνταζε απόκοσμη. Πάντα πίστευε ότι το δωμάτιο ήταν άθλιο και να που τώρα φαινόταν  τραγικά θλιβερό, εξαιτίας της μοναξιάς και της εγκατάλειψης.  Η Καίυ παράλληλα φαινόταν κουρασμένη, μια γυναίκα με δεκαετίες στην πλάτη της, με ιστορικό πίσω της αρκετά πλούσιο, τουλάχιστον κατά τα λεγόμενά της τα οποία πολλάκις αντικρούονταν μεταξύ τους. Ισχυριζόταν για παράδειγμα πως υπήρξε παντρεμένη με έναν Ούγγρο, τον κόμη Λάρσκι, μια σχέση που έληξε μετά από κάποιους μήνες δικής της κακοποίησης και ψυχικής κατάρρευσης. Καθώς η ιστορία ξετυλίγεται, γίνεται σαφές στον αναγνώστη ότι υπάρχει μια κτητική διάθεση, σχεδόν έμμονη, από πλευρά του Φρανσουά, ο οποίος αρχίζει να ζηλεύει έντονα και επιδεικτικά όλους τους άνδρες που υπήρξαν στο παρελθόν της Καίυ και τους οποίους βέβαια δεν έχει συναντήσει ποτέ. Την υποψιάζεται, όμως, ότι πιθανόν να του λέει ακατάσχετα ψέματα. Η συμπεριφορά του Φρανσουά απέναντι της είναι αμφιλεγόμενη και αλλάζει συνεχώς. Άλλες φορές τη βλέπει με απέραντη συμπάθεια και άλλες είναι ψυχρός και μάλλον υβριστικός. ‘.. Την κοίταζε που ξεντυνόταν και παρέμεινε απαθής. Δεν ήταν όμορφη ούτε  ακαταμάχητη, όπως φανταζόταν εκείνη τον εαυτό της. Το σώμα της, όπως και το πρόσωπό της ήταν σημαδεμένο από τη ζωή. Και ξαφνικά, και μόνο που το σκέφτηκε, ένιωσε να τον συνεπαίρνει ένας δυνατός θυμός, μια ανάγκη να σβήσει  τα πάντα, να τα απορροφήσει, να τα κάνει όλα δικά του…’.

 

manh_4

 

Πρόκειται αναμφίβολα για μια παράξενη ιστορία, αρκετά ονειρική και κάπως υπνωτική. Υπάρχει μια αίσθηση ότι οι δύο εραστές, υπάρχουν σ’ ένα ξεχωριστό κόσμο, σε μια άλλη πραγματικότητα, έναν κόσμο όπου ο χρόνος μοιάζει να διαστέλλεται και να συστέλλεται διαρκώς. Έτσι κάποια πράγματα που συνέβησαν μόλις λίγα λεπτά νωρίτερα φαίνονται μακρινά. Ήδη από την τρίτη μέρα της σχέσης τους, νοιώθουν σαν να βρίσκονται μαζί για πολλά χρόνια.

 

Το μυθιστόρημα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, ο απολογισμός ή μια κάποια αναφορά, ίσως, της παθιασμένης ερωτικής σχέσης του Σιμενόν με την Denise Ouimet, μια γυναίκα που γνώρισε στο Μανχάταν, το 1945, κι επομένως μπορούμε να τολμήσουμε να το αποκαλέσουμε σε μεγάλο βαθμό  αυτοβιογραφικό. Ίσως αυτός να είναι κι ένας από τους λόγους που αυτό το κείμενο είναι αρκετά ενδιαφέρον για τον εραστή των βιβλίων του μεγάλου συγγραφέα. Ο Φρανσουά και η Καίυ, είναι ουσιαστικά δύο ξένοι άνθρωποι που χρειάζονται όμως ο ένας τον άλλο. Φαίνεται  να προσκολλώνται απεγνωσμένα μεταξύ τους, αλλά  δεν μπορούν να βοηθήσουν τον άλλο παρά τις καλές τους προθέσεις και προσπάθειες, με αποτέλεσμα να τραυματίζονται και τελικά να πονάνε κατά τη σχετική διαδικασία. ‘…Σκέφτονταν τα ίδια πράγματα, κι ας μην γνωρίζονταν, κι ας είχαν συναντηθεί σαν από θαύμα μέσα στη μεγαλούπολη, και τώρα αγκιστρώνονταν ο ένας στον άλλον, με ένα απελπισμένο πάθος, λες και αισθάνονταν ήδη να τους κυριεύει η παγωνιά της μοναξιάς… σφίγγονταν όλο και περισσότερο ο ένας στον άλλον, όχι πλέον ως εραστές, αλλά σαν δύο άτομα που είχαν περιπλανηθεί για πολύ καιρό μέσα στη μοναξιά τους και τώρα τους είχε επιτέλους δοθεί η ανέλπιστη χάρη της ανθρώπινης επαφής…’.

Οι περιγραφές του Μανχάτταν από τον Σιμενόν είναι θαυμάσιες και αποδίδουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της πόλης. Πρόκειται για ένα σκοτεινό και μελαγχολικό μέρος, η Νέα Υόρκη των μελαγχολικών δρόμων και των ελεεινών μπαρ, τουλάχιστον στην αρχή του βιβλίου, και βεβαίως πριν ο Φρανσουά γνωρίσει την Καίυ. ‘… Δυο φαρδιές λεωφόροι, σχεδόν άδειες, και κατά μήκος των πεζοδρομίων γιρλάντες με φώτα. Σε μια γωνιά της διασταύρωσης, οι μακρόστενες τζαμαρίες μιας καντίνας φωτίζονταν μ’ ένα φως βίαιο, επιθετικό, απίστευτης χυδαιότητας. Έμοιαζε μάλλον με μακρόστενο γυάλινο κλουβί όπου έβλεπες τους ανθρώπους σαν σκουρόχρωμους λεκέδες και όπου μπήκε ο Κόμπ για  να μην είναι μόνος. Η περιγραφή του μπαρ στο Γκρήνουιτς Βίλλατζ από τον Σιμενόν, μέσα στο οποίο ο Φρανσουά συναντά την Καίυ φέρνει στο νου του αναγνώστη, τον πίνακα ‘Nighthawks’ του Έντουαρντ Χόπερ. Η ιστορία είναι απλή και δεν διαθέτει ανατροπές ή περιπέτειες. Μόνο προς το τέλος οι δύο ήρωες φαίνεται να βγαίνουν από το αδιέξοδο στο οποίο ενεπλάκησαν και επιχειρούν οριστικά πλέον να γυρίσουν σελίδα στη ζωή τους.

 

Το μυθιστόρημα ‘Τρία δωμάτια στο Μανχάτταν’ (1946) ανήκει προφανώς, γεωγραφικά και χρονικά, στην περίοδο κατά την οποία ο συγγραφέας έζησε στην Αμερική. Είχε πάει στη Νέα Υόρκη το 1945, όπου γνώρισε τη δεύτερη σύζυγό του, και έμεινε περίπου δέκα χρόνια εκεί. Το έργο αυτό αργότερα ενέπνευσε τον σκηνοθέτη Μαρσέλ Καρνέ, ο οποίος και το μετέφερε στον κινηματογράφο το 1965 με πρωταγωνιστές τον Μωρίς Ρονέ και την Αννί Ζιραρντό. Ο Ζωρζ Σιμενόν, όπως είπαμε στην αρχή, υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός. Από το 1923 έως το 1933 έγραφε κάθε μέρα περίπου ογδόντα σελίδες και συμπλήρωσε σ’ αυτήν τη δεκαετία περίπου διακόσια βιβλία, τα οποία κυκλοφόρησαν με διάφορα ψευδώνυμα. Το πρώτο μυθιστόρημά του, στο οποίο εμφανίζεται ο ήρωάς του με την πίπα, ο γνωστός μας επιθεωρητής Μαιγκρέ, έχει τον τίτλο ‘Πέτρος ο Λετονός’ (Pietr-le-Letton, 1931) και εκδίδεται με το πραγματικό του όνομα. Τα αστυνομικά του έργα ανέρχονται στα ογδόντα, ενώ εκατόν τριάντα είναι τα ψυχολογικού περιεχομένου. Τα βιβλία του μεταφράστηκαν σε πάμπολλες γλώσσες και πούλησαν εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top