Fractal

Τζορτζ Γκέρσουιν: Ιδιοφυής, καινοτόμος και τολμηρός

Γράφει η Βάσω Κιούση //

 

gersuin2

 

Ο Τζορτζ Γκέρσουιν (George Gershwin [Jacob Gershvin] γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, 26 Σεπτεμβρίου 1898 και πέθανε στο Χόλιγουντ, 11 Ιουλίου 1937

Αμερικανός συνθέτης, τραγουδοποιός και πιανίστας, δημιουργός πολλών έργων για το μουσικό θέατρο και τον κινηματογράφο, συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση της τζαζ στις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1920.

Γεννήθηκε το 1898 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Υπήρξε γόνος Ρώσων μεταναστών από την Αγία Πετρούπολη, εβραϊκής καταγωγής  που εγκαταστάθηκαν στην αμερικανική πόλη στα τέλη του 19ου αιώνα.

Σε μικρή ηλικία, ο Γκέρσουιν χαρακτηριζόταν ως παιδί του δρόμου που αποστρεφόταν το σχολείο και ήταν απείθαρχος. Οι δρόμοι στις γειτονιές της Ν. Υόρκης ήταν το περιβάλλον της παιδικής του ηλικίας ,μια αγαπημένη και θορυβώδης ατμόσφαιρα της οποίας οι ήχοι διαμόρφωσαν το μελλοντικό αυτί του συνθέτη.

Σε ηλικία 13 ετών έδειξε  ενδιαφέρον για τη μουσική και ξεκίνησε  με  ένα μεταχειρισμένο πιάνο, το οποίο προοριζόταν για τον αδελφό του Άιρα. Αμέσως αποκάλυψε εξαιρετικό ταλέντο. Θυμόταν μελωδίες που είχε ακούσει στους δρόμους και τους έπαιζε (play over) οδηγούμενος μόνο από το ένστικτό του.

Αργότερα, έγινε δεκτός ως μαθητής του διακεκριμένου πιανίστα και δασκάλου Charles Hambitzer, ο οποίος διέκρινε τις δεξιότητες του και τον μύησε στο χώρο της κλασικής μουσικής, συνοδεύοντάς τον σε κοντσέρτα αλλά και μέσα από τη διδασκαλία κλασικών έργων στο πιάνο, συνθετών όπως ο Φρεντερίκ Σοπέν και ο Φραντς Λιστ. Η πίστη του Hambitzer στις δυνατότητες του νεαρού Γκέρσουιν αναδεικνύεται από το γεγονός πως αρνήθηκε να λάβει χρήματα για την εκπαίδευσή του, καθώς τον θεωρούσε ιδιοφυή. Ο Γκέρσουιν έστρεψε παράλληλα το ενδιαφέρον του στη δημοφιλή μουσική της εποχής του, θαυμάζοντας ειδικότερα συνθέσεις των Τζερόμ Κερν και Ίρβινγκ Μπέρλιν, και επέκτεινε τις μουσικές του γνώσεις στην αρμονία υπό την καθοδήγηση του Edward Kilenyi.

Στα 15 του, εγκατέλειψε το γυμνάσιο και εργάστηκε για περίπου τρία χρόνια ως πιανίστας διαφημιστής τραγουδιών του Τιν Παν Άλι, για τη μουσική εταιρεία του Τζερόμ Ρέμικ.Η πολύωρη και καθημερινή εξάσκησή βελτίωσε το παίξιμό του σημαντικά. Σε εφηβική ακόμα ηλικία, αναγνωριζόταν ως ένας από τους πλέον ταλαντούχους πιανίστες της Νέας Υόρκης και σύντομα ανέλαβε τη συνοδεία στο πιάνο δημοφιλών τραγουδιστών της εποχής. Την ίδια περίπου περίοδο, το 1916,ξεκίνησε να γράφει δικά του τραγούδια, και οι πρώτες συνθέσεις του, ένα τραγούδι με τίτλο When You Want ‘Em You Can’t Get ‘Em και το κομμάτι για πιάνο Rialto Ripples. Παράλληλα, εργάστηκε ως πιανίστας στις πρόβες έργων του Μπρόντγουεϊ (Broadway) και σύντομα άρχισε να αναγνωρίζεται για τις ικανότητές του στη σύνθεση.

Φλογισμένος με ενθουσιασμό από την μουσική τζαζ, η οποία του επέτρεπε να αυτοσχεδιάζει ελεύθερα και να εκφράζει το ταλέντο του, αφοσιώθηκε να συνθέτει τραγούδια και μουσική σκηνής ,τα οποία του έφεραν επιτυχία. Από το 1918, τραγούδια του συνόδευαν σόου του Μπρόντγουεϊ, ενώ στις 26 Μαΐου του 1919, παρουσιάστηκε το έργο La La Lucille σε μουσική εξ ολοκλήρου γραμμένη από τον Γκέρσουιν, όπου ήρθε και η δόξα.

Την ίδια χρονιά, ο δημοφιλής τραγουδιστής Αλ Γιόλσον ερμήνευσε τη σύνθεση του Swannee στο μιούζικαλ Sinbad, η οποία ηχογραφήθηκε τον επόμενο χρόνο και αποτέλεσε μία από τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες του, που του απέφερε σημαντικά οικονομικά κέρδη. Το πρώτο κλασικό έργο του, μία σύνθεση για κουαρτέτο εγχόρδων με τίτλο Lullaby, χρονολογείται επίσης το 1919 .

 

gersuin1

 

Τα επόμενα χρόνια, ο Γκέρσουιν συνέθεσε αρκετά τραγούδια για θεατρικές επιθεωρήσεις, εξασφαλίζοντας συμβόλαιο με τον παραγωγό Τζορτζ Γουάιτ για πέντε ετήσιες παραγωγές του Μπρόντγουεϊ (1920-24).

Στα τέλη του 1923, ο διευθυντής ορχήστρας Πωλ Γουάιτμαν ζήτησε από τον Γκέρσουιν να συνθέσει ένα έργο για ένα πολυδιαφημισμένο κοντσέρτο, το οποίο περιγραφόταν ως «Πείραμα στη Μοντέρνα Μουσική». Αποτέλεσμα της συνεργασίας τους ήταν το έργο για πιάνο και ορχήστρα με τίτλο Rhapsody in Blue, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 12 Φεβρουαρίου 1924 στο Aeolian Concert Hall της Νέας Υόρκης για τον εορτασμό των γενεθλίων του Λίνκολν και κατάφερε να εξασφαλίσει θερμή υποδοχή από το κοινό, τους κριτικούς και την κυβέρνηση αν και το έργο γράφτηκε σε 3 εβδομάδες και τα περάσματα του σόλο πιάνου αυτοσχεδιάστηκαν τη νύχτα του κονσέρτου. Η γαλάζια ραψωδία συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες συνθέσεις του, εισάγοντας ουσιαστικά τζαζ φόρμες, όπως «μπλου» νότες και συγκοπτόμενους ρυθμούς, στο πλαίσιο της συμφωνικής μουσικής, εξασφάλισε στον Γκέρσουιν διεθνή φήμη αποτελώντας μία από τις πλέον ηχογραφημένες ορχηστρικές συνθέσεις του 20ου αιώνα. Σε αντίθεση με τα περισσότερα σημαντικά έργα του, δεν ενορχηστρώθηκε από τον ίδιο, αλλά από τον Ferde Grofé για συμφωνική ή τζαζ ορχήστρα.

Η δεκαετία 1924-34 υπήρξε γόνιμη για τον Γκέρσουιν, απόκτησε μεγαλύτερη φήμη, ταξίδεψε , γνωρίστηκε με σημαντικούς συνθέτες σύγχρονης κλασικής μουσικής (Σεργκέι Προκόφιεφ, Μωρίς Ραβέλ και Άλμπαν Μπεργκ). Αφοσιώθηκε κυρίως σε ορχηστρικά έργα αλλά και στη σύνθεση τραγουδιών για το θέατρο. Στιχουργός των περισσότερων υπήρξε ο αδελφός του, Άιρα Γκέρσουιν, του οποίου οι πνευματώδεις στίχοι – συχνά ενσωματώνοντας αργκό εκφράσεις και λογοπαίγνια – αναγνωρίζονται εξίσου με τις μελωδίες του Τζορτζ Γκέρσουιν.

Το 1925, ο Walter Damrosch του ανέθεσε τη σύνθεση ενός κοντσέρτου, για τη συμφωνική ορχήστρα της Νέας Υόρκης. Ο Γκέρσουιν ολοκλήρωσε το Κοντσέρτο σε Φα μείζονα, έργο για πιάνο και ορχήστρα που αποτελείται από τρία μέρη (Allegro, Adagio – Andante con moto και Allegro agitato). Αν και είναι σε φόρμα ρομαντικού κονσέρτου εύκολα αναγνωρίζεται η επίδραση της τζαζ και της μουσικής χορού της περιόδου αυτής. Το πρώτο μέρος χαρακτηρίζεται από την μελωδία ενός τσάρλεστον(έναν περίφημο χορό του 1920) ενώ στο δεύτερο χρησιμοποιεί μια τρομπέτα που παίζει σε ρυθμό τζαζ. Επίσης διακρίνονται θέματα ανατολίτικου (ασιατικού) κοψίματος, ενώ όλο το υλικό είναι επεξεργασμένο σύμφωνα με την κύρια σοφιστικέ δυτική μουσική. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα του, αν και δεν γνώρισε την ίδια αποδοχή σε σύγκριση με το Rhapsody in Blue .

Το 1928 πήγε στην Γαλλία. Στο Παρίσι η μουσική του έγινε αποδεκτή με τον ίδιο ενθουσιασμό όπως στις ΗΠΑ. Το συμφωνικό ποίημα An American in Paris, ολοκληρώθηκε τότε και  αντανακλά τις εντυπώσεις του Γκέρσουιν από τα ταξίδια του στο Παρίσι, απεικονίζει μουσικά την ατμόσφαιρα της πόλης, όπως την εισέπραξε ο ίδιος, αντλεί στοιχεία από την παράδοση των μπλουζ, ενώ με τους εναλλασσόμενους ρυθμούς του και την ελεύθερη δομή του παραπέμπει στη μουσική μπαλέτου.

Το επόμενο διάστημα, ο Γκέρσουιν συνέχισε να γράφει μουσική για το θέατρο, με τα μιούζικαλ Strike up the Band (1927/30), Girl Crazy (1930) και Of Thee I Sing (1931) να αποτελούν αξιοσημείωτες επιτυχίες. Το τελευταίο, αποτέλεσε τολμηρή πολιτική σάτιρα, για την οποία ο Άιρα Γκέρσουιν μοιράστηκε το Βραβείο Πούλιτζερ με τους λιμπρετίστες George S. Kaufman και Morrie Ryskind. Η δεύτερη ραψωδία του, Second Rhapsody (1931), χαρακτηρίζεται συχνά ως το πλέον πειραματικό έργο του και το αρτιότερο ως προς τη δομή και την ενορχήστρωσή του, δείγμα της αυξανόμενης πολυπλοκότητας των συνθέσεών του. Ο αρχικός τίτλος του έργου ήταν Rhapsody in Rivets και για τη σύνθεσή του αξιοποίησε υλικό που είχε χρησιμοποιήσει παλαιότερα για τη μουσική της ταινίας Delicious (1930).

Την περίοδο 1932-36 παρακολούθησε μαθήματα από τον συνθέτη και θεωρητικό της μουσικής Joseph Schillinger, ολοκλήρωσε την Κουβανική Εισαγωγή (Cuban Overture, 1932), μία σειρά από παραλλαγές για πιάνο και ορχήστρα πάνω στη δική του προγενέστερη σύνθεση I got rhythm (από το μιούζικαλ Girl Crazy του 1930) καθώς και την τρίπρακτη όπερα Πόργκυ και Μπες (Porgy and Bess, 1935). Για τη σύνθεση της όπερας, ο Γκέρσουιν εμπνεύστηκε από το μυθιστόρημα του DuBose Heyward Porgy (1925) και για ένα διάστημα ταξίδεψε στον αμερικανικό Νότο  για να έρθει σε επαφή με την αφροαμερικανική μουσική παράδοση. Το λιμπρέτο του έργου, το οποίο ο ίδιος χαρακτήριζε ως μία αμερικανική φολκ όπερα, πραγματεύεται τη ζωή των μαύρων στο Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας και γράφτηκε από τον αδελφό του, σε συνεργασία με το ζεύγος DuBose και Dorothy Heyward. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1935 στη σκηνή του Μπρόντγουεϊ και ακολούθησαν 124 παραστάσεις. Η όπερα του Γκέρσουιν έχει υποβληθεί σε εκτεταμένη κριτική, αμφισβητήθηκε η οπερατική καταγωγή του έργου, ενώ κατά πολλούς η αξία του βρισκόταν σε μεμονωμένα μουσικά κομμάτια που είχαν τραγούδια της όπερας ερμηνευμένα ανεξάρτητα, όπως τα Summertime, It Ain’t Necessarily So, Bess, You Is My Woman Now και I Got Plenty O’ Nuttin’. Από την άλλη πλευρά, αρκετοί κριτικοί του θεάτρου υποδέχθηκαν θερμά το έργο, ενώ σήμερα θεωρείται για πολλούς το σημαντικότερο του. Υπήρξε η πρώτη αμερικανική όπερα που ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου, στα πλαίσια διεθνούς περιοδείας.

Από τις αρχές του 1937, ο Γκέρσουιν  ένιωθε σοβαρούς πονοκεφάλους και  προσωρινές απώλειες μνήμης. Άρχισε να χάνει πολύ βάρος και χρειαζόταν υποστήριξη για να περπατήσει. Στις 9 Ιουλίου έπεσε σε κώμα και τότε διαγνώστηκε όγκος στον εγκέφαλο. Ο πρόωρος θάνατός του, δύο ημέρες αργότερα, συγκλόνισε την αμερικανική κοινή γνώμη, σε μία περίοδο που ο Γκέρσουιν βρισκόταν ακόμα στην ακμή του.

Το 1983, το Θέατρο Ούρις του Μπρόντγουεϊ μετονομάστηκε σε Θέατρο Τζορτζ Γκέρσουιν προς τιμή του, ενώ το 2007 η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου καθιέρωσε το βραβείο Γκέρσουιν, το οποίο απονέμεται ετησίως σε συνθέτες για τη συνολική προσφορά τους στη μουσική. Το 2006 τιμήθηκε επίσης με την είσοδό του στο Long Island Music Hall of Fame.

 

Έργα για ορχήστρα

  • Rhapsody in Blue (1924), για πιάνο και ορχήστρα
  • Concerto in F (1925), κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε Φα μείζονα
  • An American in Paris (1928)
  • Second Rhapsody (1931), για πιάνο και ορχήστρα (αρχικός τίτλος Rhapsody in Rivets)
  • Cuban Overture (1932), αρχικά γνωστό ως Rumba
  • Variations on “I Got Rhythm” (1934), για πιάνο και ορχήστρα
  • Catfish Row (1936), σουίτα βασισμένη στη μουσική της όπερας Porgy and Bess

 

Μιούζικαλ

  • Primrose (1924), Λονδίνο
  • Blue Monday (1922)
  • George White’s Scandals (1920-24)
  • Lady, Be Good (1924)
  • Tip-Toes (1925)
  • Song of the Flame (1925)
  • Tell Me More! (1925)
  • Oh, Kay! (1926)
  • Strike Up the Band (1927)
  • Funny Face (1927)
  • Rosalie (1928)
  • Show Girl (1929)
  • Girl Crazy (1930)
  • Of Thee I Sing (1931)
  • Pardon My English (1933)
  • Let ‘Em Eat Cake(1933)

 

Όπερα

Porgy and Bess (1935), πρώτη εκτέλεση στη σκηνή του Μπρόντγουεϊ

 

Μουσική για ταινίες

  • Delicious (1931)
  • Shall We Dance (1937)
  • The Goldwyn Follies (1938)
  • The Shocking Miss Pilgrim (1947)

Στις σημαντικότερες συνθέσεις του ανήκουν το κλασικό έργο για ορχήστρα και πιάνο Rhapsody in Blue και η φολκ όπερα Porgy and Bess, η πρώτη αμερικανική όπερα που εκτελέστηκε στη Σκάλα του Μιλάνου. Συγκαταλέγεται στους δημοφιλέστερους και πιο επιτυχημένους Αμερικανούς συνθέτες όλων των εποχών  που συνδύασε τις τεχνικές και τις φόρμες του κλασικού τραγουδιού με το είδος της τζαζ, ενώ παράλληλα το ύφος του σημαδεύτηκε από πρωτότυπες μετατροπίες και περίπλοκους ρυθμούς. Κύριος συνεργάτης του και στιχουργός πολλών συνθέσεών του υπήρξε ο αδελφός του, Άιρα Γκέρσουιν.

 

Το όνομά του δόθηκε σε βραβείο (Βραβείο Γκέρσουιν) που απονέμεται κάθε χρόνο από το 2007. Οι τιμηθέντες είναι:

Μεταξύ των σύγχρονων συνθετών ο Γκέρσουιν είναι ένας από τους πιο απολαυστικούς και συχνά παιζόμενους στον κόσμο. Τα αγαπημένα γεμάτα χρώμα, λεπτά έργα του, ευαισθησία και αισθησιασμό, θα διαρκούν στο μέλλον σαν ένα επιβεβλημένο παράδειγμα μουσικής της εποχής μας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top