Fractal

Χαμηλά

του Βαγγέλη Γεωργάκη // *

 

fractal_Ποτέ δεν έπρεπε να πάρω το αεροπλάνο για Βουκουρέστι, ποτέ δεν έπρεπε να ποθήσω εκείνη τη μελαχρινή γυναίκα. Να νοσταλγήσω τους περιπάτους μαζί τις Κυριακές, να επισκεφτώ εκείνους τους Κήπους στη νότια πλευρά της πόλης. Τώρα τι σημασία έχουν όλα αυτά; Ο ουρανός είναι γύρω σκοτεινός και το αεροπλάνο πέφτει, πέφτει. Αναταραχή και πανικός επικρατεί στην καμπίνα των επιβατών. Κόσμος ουρλιάζει και κόσμος κάθεται τρομοκρατημένος στη θέση του, αποσβολωμένος μπροστά σε αυτό το νέο επιβάτη, τον Θάνατο, χωρίς να βγάζει μιλιά. Ο ηλικιωμένος δίπλα μου έχει ανοίξει το στόμα του και κοιτάζει το άπειρο, -που πλησιάζει με την ταχύτητα φωτός σε λεωφόρο του διαστήματος. Φαίνεται να έχει πάθει ανακοπή καρδιάς και ίσως είναι ο πιο τυχερός. Μία κυρία με γυαλιά πρεσβυωπίας δύο σειρές πιο κάτω τσιρίζει σαν μικρό κορίτσι. Ήταν τόσο άνετη λίγο πιο πριν, έως παγερή. Τα βλέπω όλα αυτά σαν σε αργή κίνηση, σαν να αδιαφορώ και να περιγελώ τον ίδιο μου το θάνατο. Ζωή… Μία απιθανότητα μέσα σε πολλές πιθανότητες. Τι αεροπλάνο θα πάρεις, τι ώρα θα το πάρεις, γιατί θα το πάρεις. Αν θα φας πίτσα στο εστιατόριο της αίθουσας αναμονής και κείνη την ώρα χτυπήσει το τηλέφωνο, αν θα αφαιρεθείς χαζεύοντας κάποιο περιοδικό και στο τέλος παραλίγο να χάσεις την πτήση, αν χάσεις την πτήση γιατί η μνηστή σου έστειλε τον αγαπημένο Μπούλη χωρίς λόγο στον κτηνίατρο και σε έκανε, τελευταία στιγμή, έξω φρενών… Ο κατάλογος των επιλογών –και των συγκυριών- είναι ατελείωτος, όσα και τα μικρομόρια του σύμπαντος. Παρά την κρισιμότητα των στιγμών, ωστόσο, μια πύλη έχει ανοίξει για μένα και αναπολώ το παρελθόν, ονειρεύομαι το μέλλον, το λιγοστό που έχει μείνει σε αυτή τη ζωή, μέγιστο σε κάποιαν άλλη. Βλέπω ουράνια χρώματα και γαλαξίες και μένα σαν κοσμική αύρα να περιφέρομαι ανάμεσα τους, την εποχή που ήμουνα παιδάκι, και… βλέπω τη γέννηση μου σαν να είμαι εγώ ο γιατρός στο μαιευτήριο και ξεγεννάω τη μητέρα μου. Ονειρεύομαι το πρώτο μου φιλί, αλλά και ένας Χωρισμός παρουσιάζεται μπροστά μου ως Εφιάλτης. Είναι ο πιλότος αυτού του αεροπλάνου και για μία και μόνο στιγμή προσγειώνομαι στα εγκόσμια και τον τρόμο της ζωής.

«Δυστυχώς… αποτύχαμε…» ψελλίζει από το μικρόφωνο που κατά ένα παράδοξο τρόπο ακόμη λειτουργεί. Από το χέρι του τρέχουν αίματα και τα μάτια του γυαλίζουν σαν ανοξείδωτο ατσάλι.

«Λάθος χειρισμοί μάς οδήγησαν μέχρι εδώ…» προλαβαίνει ακόμη να εξομολογηθεί. Έπειτα ένα ακόμη κενό αέρος, ένα ακόμη κενό ζωής, τον εκτινάσσει στην οροφή του αεροσκάφους προκαλώντας του ακαριαίο θάνατο, πριν προλάβει ακόμη να αντιδράσει, να εξηγήσει ο ίδιος το πώς και το γιατί. Το κεφάλι του πριν σπάσει, ολοκληρωτικά διαλυθεί, προλαβαίνει να διαπεράσει το πλαστικό της οροφής σαν χαρτί. Μένει εκεί σφηνωμένος σαν σκιάχτρο προκαλώντας ακόμη περισσότερα ουρλιαχτά, ακόμη περισσότερες οδύνες.

Αρχίζω να διακρίνω φώτα και βουνά. Έχουμε φτάσει τόσο κοντά στη γη. Ποτέ δεν την πόθησα, ποτέ δεν την μίσησα τόσο πολύ. Τα δέντρα μοιάζουν με βελόνες, τα σπίτια με χαλίκια. Όλα τόσο ασήμαντα, τόσο σημαντικά. Σκέφτομαι, με την ίδια ταχύτητα που το αεροσκάφος πέφτει, όλα τα λάθη που έχω κάνει, όλα τα σωστά. Τούτη την ώρα δεν βλέπω καμία διαφορά, είμαι ένας επιβάτης του τίποτα.

Η πρόσκρουση είναι, όπως αναμενόταν, οδυνηρή. Δεν υπάρχει στιγμιαίος ή εύκολος θάνατος και όλα αυτά ότι δεν καταλαβαίνεις τίποτα ή ότι είναι σαν να περνάς ένα τούνελ με δυνατό άνεμο είναι απλά παραμύθια, σας το επιβεβαιώνω εγώ την ώρα του θανάτου μου.

Πλαστικά και μέταλλα σε πρώτη φάση διαπερνούν το κορμί μου σαν να είμαι φρέσκο ψωμί. Έπειτα έρχεται ο πόνος. Χτυπάει ένα μέγιστο, με τρελαίνει, με διαλύει, και μετά φεύγει. Νιώθω το κορμί μου τώρα, ό,τι έχει απομείνει από αυτό, να είναι από σίδερο, μια μεταλλική πανοπλία, σαν να είμαι αυτή τη στιγμή ο Ρόμποκοπ και ο Άϊρον Μαν μαζί. Μέσα στην τρέλα του θανάτου μου –ή ίσως όχι;- σκέφτομαι: «Τίποτε δεν θα με αγγίξει πλέον σε αυτή τη ζωή και την επόμενη, τίποτε δεν θα με σκοτώσει». Αφόρητα αιμορραγώ, προλαβαίνω να γράψω μια τελευταία όμως, πιο παράξενη, φράση:

ΡΙΝΑ, ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΝ ΕΣΒΗΣΑ ΤΟ ΓΚΑΖΙ ΤΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ

 

georgakis* Ο Βαγγέλης Γεωργάκης γεννήθηκε στο Αγρίνιο και μεγάλωσε στην Αθήνα όπου και τελείωσε τη Φαρμακευτική Σχολή. Έχει ασχοληθεί εκτεταμένα με τον αθλητισμό και είναι αθλητής της υδατοσφαίρισης. Είναι επίσης ο εμπνευστής και υπεύθυνος του helpforhealth.gr. Το διήγημά του «Ένας νέος που του αρέσει να γράφει» βραβεύτηκε στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών 2010. Έχει γράψει τα βιβλία «Ο αγαπημένος ήρωας των παιδιών», Εκδόσεις Oasis, «Ποδηλάτης στην Εθνική Οδό», εκδόσεις Δωδώνη, «Ονειρεμένο φινάλε», εκδόσεις Θερμαϊκός, «Ακροβάτης του ονείρου», εκδόσεις Ηριδανός και «Λυκόφως», εκδόσεις Οδός Πανός. Αγαπημένος ήρωας του Βαγγέλη Γεωργάκη είναι ένας άνεργος που ζει σε ένα χαμόσπιτο και εξακολουθεί να ονειρεύεται, ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Νίκος Γκάλης, ο Γιάννης Πουλόπουλος και ο Μίμης Πλέσσας, ο Ντιέγκο Μαραντόνα, ο Έννιο Μορρικόνε, ο Ρομπέρτο Μπολάνιο και ο Μπόρχες, η Τζένη Καρέζη, ο Νίκος Αναστόπουλος και ο Θωμάς Μαύρος, ο Γιώργος Μαυρωτάς, ο Νώντας Σαμαρτζίδης, ένας πλανόδιος που παίζει κιθάρα στο Μοναστηράκι, ένα σύννεφο που τρέχει αμέριμνο στον ουρανό, ο Γιώργος Θαλάσσης και… ο Μίκυ.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top