Fractal

Διήγημα: “Genesis”

Της Χριστίνας Ντούση //

 

 

Το 1987 δεν υπήρχαν κλιματιστικά. Εγώ ήμουν επτά και η αδελφή μου δέκα χρόνια μεγαλύτερη.  Ιούνιος, είχα τελειώσει σχολείο και περνούσα μέρες ατελείωτης βαρεμάρας και ζέστης. Η Μαρία πήγαινε  φροντιστήριο, ότι είχε  γίνει της μόδας το θερινό πριν την γ’ λυκείου. Έπαιρνε κάθε μέρα λεωφορείο και κατέβαινε στην Κάνιγγος. Γυρνούσε κατάκοπη απαγγέλλοντας «Ovidius poeta in terra Pontica exulat est». Η γ΄ Δέσμη είχε πολύ παπαγαλία. Όλη η οικογένεια συνέπασχε με τη μέλλουσα υποψήφια. Η μαμά μαγείρευε τα καλύτερα της γεμιστά, η γιαγιά της έραβε πολύχρωμες πουκαμίσες για την παραλία, «όταν θα λευτερωνόταν το παιδί που το βασανίζετε καλοκαιριάτικα», ο μπαμπάς κάθε μέρα της έφερνε κάτι μικρό: μα βραχιολάκι, μα περιοδικό μόδας, μα κοκκαλάκια για τα μαλλιά. Εμένα με είχαν φτυσμένο. Όλο σουτ και σουτ,  διαβάζει η Μαρία ήμασταν.

 

Η  Μαρία άνοιγε το ψυγείο και στεκόταν μπροστά του με τα εσώρουχα και με το βιβλίο της ιστορίας στο χέρι. Όταν μια μέρα κατά τα τέλη του μήνα, ο υδράργυρος έδειξε 42, δεν άντεξε: εκσφενδόνισε το βιβλίο στην άλλη άκρη, πέταξε ένα «αισιχτίρ που θα κάθομαι να μαθαίνω για τον Καπουδάν πασά» και δήλωσε νέτα σκέτα ότι φροντιστήριο γιόκ.

Πανηγύρισα έξαλλα κι άρχισα να ονειρεύομαι βουτιές και αχινούς, ψαρέματα και βόλτες. Πράγματι, την επομένη το φιατάκι του μπαμπά φορτώθηκε ως απάνω, μέχρι και το καναρίνι πήραμε. Αφήσαμε τη γιαγιά παρακαταθήκη, να πλέκει βελονάκι μπροστά στην τηλεόραση γιατί «είμαι πολύ μεγάλη παιδί μου για νησιά και τρεχάλες.  Πάτε εσείς και όταν θα γυρίσετε εδώ θα με βρείτε». Μου έκλεισε το μάτι πονηρά «και θα σου χω και μια έκπληξη» μου είπε. Της είχα αδυναμία της γιαγιάς.

Ψάρευα από το πρωί μέχρι το βράδυ, πανευτυχής. Η Μαρία λιαζόταν τεμπέλικα βάφοντας τα νύχια της και μιλώντας σαχλά με τις φίλες της. Η μαμά πετούσε στο φούρνο ένα ταψί κοτόπουλο και έπειτα κολυμπούσε μέχρι  το μεσημέρι. Ο μπαμπάς θρονιαζόταν σε μια καρέκλα σκηνοθέτη και έπαιζε τάβλι μέχρι τελικής πτώσεως με τον κύριο Μπάμπη, τον γείτονα. Είχε ζέστη, μα δεν μας ενοχλούσε. Δίναμε μια το λάστιχο στο τσιμέντο της αυλής και η κάψα έφευγε. Τα είχαμε ξεχάσει όλα: και φροντιστήρια και την καυτή άσφαλτο,  και τις πανελλήνιες και την Αθήνα. Τηλέφωνο δεν είχαμε. Κανένα βράδυ  έπιανε μια ανησυχία τη μαμά, αν όλα ήταν καλά πίσω στο σπίτι, αλλά εύκολα το ξεπερνούσε. «Έλα βρε Ρίτα, τι θα γίνει πια για δυο βδομάδες» της έλεγε ο μπαμπάς.

Ήταν νωρίς το απογευματάκι, στα μισά των διακοπών, όταν καθίσαμε να φάμε: ντοματοσαλάτα και κολοκυθάκια γεμιστά, είχαν πιάσει οι προκοπές τη μαμά. Η Μαρία άνοιξε το ραδιόφωνο να ακούγεται ο  Άκης Εβενης.  Τον άκουγε ευλαβικά σε κάθε εκπομπή και ήταν σε ετοιμότητα να πεταχτεί απ όπου βρισκόταν για να μαγνητοφωνήσει σε κασέτα, αν της άρεσε κανένα τραγούδι. Έπαιζε Genesis όταν διέκοψαν τη μετάδοση. Στην Αθήνα πεθαίναν σαν τις μύγες από τη ζέστη. Ονόματα, που στη γιαγιά θα θύμιζαν τις Αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού που άκουγε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναγγέλλονταν με σοβαρή πένθιμη φωνή, με παράκληση να γυρίσουν κατεπειγόντως οι παραθερίζοντες συγγενείς. Η γιαγιά αναγγέλθηκε ανάμεσα σε μια Σοφία Παντελίδου και έναν Μάριο Φωτόπουλο. Το Αμερσούδα Μεταλληνού ακούστηκε εξωτικό ανάμεσα τους. Τη βρήκε η γειτόνισσα με το πλεκτό στο χέρι, γερμένη στο ανοιχτό παράθυρο. Έπλεκε μια τσάντα ψαρέματος από μπεζ λινό σχοινί για μένα.

Οι Genesis  έκρυβαν  τελικά έναν θάνατο μέσα τους και εμείς δεν ακούσαμε ποτέ ξανά Άκη Εβενη, μέχρι που εξαφανίστηκε από τα ερτζιανά κι αυτός και όλη δεκαετία του 80.

 

Ιούλιος 2017.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top