Fractal

Ο παίζων συγγραφέας, η λογοτεχνία ως «παιχνίδι»

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

geitonia1«Η γειτονιά: δέκα φανταστικοί κύριοι» του Γκονσάλο Μ. Ταβάρες, μτφ: Αθηνά Ψυλλιά, Παναγιώτα Μαυρίδου, σελ. 608, Εκδ. Καστανιώτης

 

Λοιπόν, είχε ή δεν είχε δίκιο ο πολύς Ζοζέ Σαραμάγκου που όταν παρέδιδε στον Γκονσάλο Ταβάρες ένα από τα πολλά βραβεία που έλαβε για το θαυμαστό μυθιστόρημα «Ιερουσαλήμ», παραδέχθηκε ότι ήθελε να τον… δείρει; Για να είμαστε ακριβείς, είχε πει: «Η “Ιερουσαλήμ” είναι ένα μεγάλο βιβλίο, που ανήκει στη μεγάλη δυτική λογοτεχνία. Ο Γκονσάλο Ταβάρες δεν έχει το δικαίωμα να γράφει τόσο καλά, μόλις 35 χρόνων: μου έρχεται να τον δείρω!». Η απάντηση είναι εύκολη: είχε δίκιο. Ο Ταβάρες, έχοντας στο ενεργητικό του ελάχιστα βιβλία, έχει καταφέρει να επιδείξει ένα επίπεδο επινοητικότητας, μυθοπλαστικής έκτασης και βαθύχρωμης σχέσης με τη λογοτεχνία που άλλοι ομότεχνοί του χρειάζονται μια ολόκληρη ζωή προσπαθειών – με αβέβαιο αποτέλεσμα.

Από την Πορτογαλία μας έρχονται δύο νέοι, άκρως σημαντικοί και σίγουρα ελπιδοφόροι για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, συγγραφείς: ο Ταβάρες και ο Πεϊσότο. Αμφότεροι, αναγκαστικά, περπάτησαν στο δρόμο που άνοιξε ο… παππούς Σαραμάγκου, αλλά φαίνεται πως πολύ γρήγορα αποτίναξαν από πάνω τους τον βαρύ ίσκιο του νομπελίστα. Πλέον τραβούν το δικό τους δρόμο, ο καθένας διαφορετικό, αλλά ενώνονται στο εξής: η πρόθεσή τους δεν είναι να αναλωθούν σε ένα περιχαρακωμένο γεωγραφικά πεδίο, να μην περιπέσουν στην ασθένεια της πορτογαλικής αυτοαναφορικότητας, αλλά να ανοίξουν τα πανιά τους σε θεματικές που προσεγγίζουν κοινές ευρωπαϊκές μνήμες ή, έστω, πολιτισμικές αναφορές που υπερβαίνουν τα σύνορα. Πολλώ δε μάλλον της δική τους χώρα, η οποία έτσι όπως είναι απομονωμένη –διότι έτσι ήθελε η γεωγραφική της τοποθέτηση- θα μπορούσε να λειτουργήσει ως χάντικαπ στην προσπάθειά τους να ανοίξουν πανιά στη γηραιά ήπειρο.

Τα βιβλία του Ταβάρες έχουν μεταφραστεί σε 30 χώρες, η «Ιερουσαλήμ» τράβηξε πάνω της τα βραβεία σαν μαγνήτης, το όνομά του έχει περάσει από στόμα σε στόμα. Τούτη τη στιγμή θεωρείται ένα από τα «νέα μεγάλα πράγματα» της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.

Πώς απαντάει σε όλα αυτά ο Ταβάρες; Παίζοντας διαρκώς με τις λέξεις, με τις φόρμες, με τις αντοχές της ίδιας της γλώσσας και της δημιουργίας. Αφήνοντας τη μαγεία της επινόησης να τον παρασύρει. Φτιάχνοντας ένα προσωπικό στυλ σε μια εποχή όπου λείπουν οι στυλίστες σαν τον αγαπημένο του Ίταλο Καλβίνο ή σαν τον Ζοζέ Σαραμάγκου.

Μα, τι άλλο είναι η «Γειτονιά» από ένα αδιάπτωτο λογοτεχνικό παιχνίδι; Δέκα «κύριοι» περπατούν αυτή τη φανταστική γειτονιά και ο καθένας κουβαλάει τον δικό του κόσμο, τη δική του πολυπραγμοσύνη. Αυτό το χαρμάνι οικειοτήτων, διότι αυτό ακριβώς καταφέρνει ο Ταβάρες να μας τους κάνει ακόμη πιο οικείους, δεν έχει βιογραφικό χαρακτήρα, αλλά εναποθέτει τη δύναμή του στην επινόηση, την έκπληξη, εντέλει στο τεκμήριο της λογοτεχνικής δεξιότητάς του.

 

Gonçalo M. Tavares

Gonçalo M. Tavares

 

Από το βιβλίο παρελαύνουν οι: Βαλερύ, Καλβίνο, Χουαρός, Μισό, Κράους και Βάλζερ, Μπρεχτ ενώ δεν λείπουν οι Μπόρχες, Σβέτενμποργκ, Ντυσάν και Έλιοτ που κάνουν τα δικά τους cameo περάσματα. Δεν… διαπερνούν τις σελίδες ως φυσικές υποστάσεις, αλλά ως επινοημένοι ήρωες. Φέρουν κάτι από τη μαστοριά της τέχνης τους, άλλωστε αυτήν επικαλείται ο Ταβάρες για τους οικοδομήσει/σωματοποιήσει με τις λέξεις, αλλά γίνονται κάτι παραπάνω από αυτό που ήταν. Ο Ταβάρες φιλοξενεί τις «φωνές» τους όχι διά της μίμησης, αλλά της ενατένισης και της λογοτεχνικής συνάφειας. Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό: σχεδόν όλα τα κείμενα είναι μικρής διάρκειας, αλλά ισχυρής έντασης. Έχουμε να κάνουμε με μπονζάι εκρηκτικής ισχύος φτιαγμένα με μαστοριά, στυλ και βραχύτητα που ρυθμίζει τα… γράδα της με ένα πετάρισμα βαθιάς αναπνοής. Ο Ταβάρες πειραματίζεται, χρησιμοποιεί τους λογοτεχνικούς όρους ωσάν να είναι πλαστελίνη. Δεν διστάζει να γεμίσει σελίδες επί σελίδων με… γεωμετρικά σχήματα και κυβιστικά παιχνίδια, κάτι σαν μικρές εγκαταστάσεις, για να αποδειχθεί ότι ακόμη κι ένα σχήμα μπορεί να κουβαλάει μια πλησμονή από λέξεις. Μεταξύ φιλοσοφίας, κριτικής επί της λογοτεχνίας, γλωσσολογίας, αποφατικών δηλώσεων, περιεκτικών απεικονίσεων, παρωδίας και παιγνιώδους διάθεσης, ο Ταβάρες κινείται επιδέξια και αναδεικνύει το στυλιστικό φάσμα του με κάθε δυνατό τρόπο. Τα συγκεκριμένα κείμενα ξεκίνησε να τα γράφει το 2002 και μέσα στα χρόνια συνέχισε με αδιάπτωτο τρόπο να τα εμπλουτίζει. Ο ίδιος προτείνει να μην διαβαστούν οι… κύριοι ο ένας μετά τον άλλον ωσάν να ήταν ένα συμβατικό βιβλίο, αλλά ο αναγνώστης να δίνει στον εαυτό του το δικαίωμα της αφομοίωσης βάσει του δικού του εσωτερικού ρολογιού. Ίσως να έχει και δίκιο.

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο: έχουμε να κάνουμε με διάφορες παραλλαγές θεμάτων όπου ο πειραματισμός είναι το κύριο «καύσιμο» του Ταβάρες. Εξ ου και ερανίζεται στοιχεία και αποχρώσεις από παντού. Καθένας από τους «κυρίους» μπορεί να λειτουργήσει κατά μόνας• τα κείμενα διαβάζονται κάλλιστα ως επαναλαμβανόμενες εμβαπτίσεις, ενόσω λειτουργούν και ως ένα συμπαγές σύνολο. Η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα του Ταβάρες στις συνθήκες των «κυρίων» του είναι αξιοθαύμαστη. Ο τρόπος που διαχειρίζεται και επαναδιατυπώνει την «πραγματικότητα», διαβρώνοντας τον ρεαλισμό, αξίζουν να σημειωθούν ως αξιοσημείωτα στοιχεία λογοτεχνικής «μετα-βάπτισης».

Η μετάφραση ανήκει στις Αθηνά Ψυλλιά και Παναγιώτα Μαυρίδου.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top