Fractal

Γαία, γυναίκα, μυστική ερωμένη

της Ελένης Χωρεάνθη // *

 

fractal_summer(Η κυρία Λίλιαν επιστρέφοντας από μια μη κυβερνητική Αποστολή Βοηθείας στην Αφρική που είχε λάβει μέρος ως εθελόντρια νοσηλεύτρια αναπολεί τις στιγμές και τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της και ξεχνάει πού βρίσκεται ώσπου..)

 

«Coffee, refreshment, please?» ρώτησε.

«Coffee», απάντησε μονολεκτικά χωρίς να στρέψει το πρόσωπό της.

«Milk?» ξαναρώτησε ευγενικά η κοπέλα.

Η Λίλιαν γύρισε ελαφρά το κεφάλι της, είδε την κοπέλα με την ποδιά υπηρεσίας να σέρνει αργά το φορητό μπαρ, της χαμογέλασε και της έγνεψε «όχι» με μια κίνηση του χεριού της. Τότε συνειδητοποίησε πως βρίσκεται στο αεροπλάνο της επιστροφής στην πατρίδα.

Η αεροσυνοδός τής πρόσφερε ένα πλαστικό φλιτζάνι γαλλικό καφέ και συνέχισε το σύντομο δρομολόγιό της. Η Λίλιαν κράτησε λίγο το φλιτζάνι στο χέρι και περιεργαζόταν μηχανικά τα υποτυπώδη κυκλικά σχέδια, ψάχνοντας μάταια τις ανύπαρκτες καλλιτεχνικές λεπτομέρειες στο συμπαγές πλαστικό υλικό. Αφηρημένη, το έφερε στα χείλη της, απόλαυσε μια γενναία ρουφηξιά και το στερέωσε προσεκτικά στην υποδοχή του ταμπλό μπροστά της.

Δεν είχε περάσει πολλή ώρα από τη στιγμή που βρέθηκε στον αέρα κι όμως ο νους της είχε διανύσει απόσταση χιλιάδων χιλιομέτρων χώρου και χρόνου. Στ’ αυτιά της είχε ακόμα τον απόηχο της φωνής του επιδημιολόγου από τη συζήτηση που είχαν το τελευταίο κι αποχαιρετιστήριο βράδυ γύρω από τα θέματα της δικής του αρμοδιότητας και όχι μόνο. Ο πατήρ Ιωάννης, η ψυχή της Αποστολής, αυτός κι αν δεν ήταν έκπληξη. Ήταν ακόμα ερωτευμένος μαζί της με το σφοδρό πάθος εκείνου του ανεκπλήρωτου, παρωχημένου εφηβικού τους έρωτα.

Με τον ιεραπόστολο πατέρα Ιωάννη, τη συνέδεαν δεσμοί περίεργοι, αγάπη, φιλία, έρωτας διανοητικός, βίωναν πρωτόγνωρες καταστάσεις ανεξάρτητα από τα πιστεύω και την ιδιότητα του καθενός, έξω από τη λογική. Ζούσαν μια εποποιία κάτω από αντίξοες συνθήκες. Τους ένωνε αγάπη, στοργή και τρυφερότητα, συναισθήματα που ένιωθαν όταν άγγιζε ο ένας τον άλλο. Ήταν σαν να έγνεφε, σαν να καλούσε και την ίδια στιγμή να απωθούσε το ένα σώμα το άλλο. Και πονούσε το σώμα και η ψυχή.

Υπέκυψαν ή δεν υπέκυψαν στον πειρασμό της σάρκας; Δεν παρασύρθηκαν στη δίνη του πάθους, φαινομενικά τουλάχιστον, ή μήπως στην αδυσώπητη δοκιμασία της καθολικής δυστυχίας, συντελέστηκε η γνωριμία και η ένωση ψυχών και σωμάτων;

«Ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού», άκουσε τη νύχτα της ξαφνικής νεροποντής στον καταυλισμό να της ψιθυρίζει εκείνος.

«Και ο ‘Αδάμ έγνω την γυναίκα’ εν τω μέσω του Παραδείσου», ψέλλισε εκείνη.

Σφίχτηκε πάνω του. Έτρεμε, θυμάται, μέσα στην ατέλειωτη εκείνη νύχτα. Την αγκάλιασε. Και συνέχιζαν σιωπηλοί με τις ενοχές να πιλατεύουν την αντοχή τους.

Ύστερα, ήθελε να την πάει εκείνος με το τζιπ στο αεροδρόμιο. Στον πηγαιμό οι δυο τους διέσχιζαν μια απέραντη έρημο… Πρωινό εξαίσιο. Απίθωσε το κουρασμένο κεφάλι της στον ώμο του, έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε να τη νανουρίζει το λίκνισμα του τζιπ. Ο χρόνος έφευγε με σκαμπανεβάσματα κάτω από τις ρόδες του σαραβαλιασμένου τροχοφόρου που άφηναν πίσω τους γραμμές τεθλασμένες, το όχημα καταβρόχθιζε τα χιλιόμετρα της αβυσσαλέας ερήμου που δεν ήθελαν να τελειώσουν. Ο πατήρ Ιωάννης, ο παλιός συμμαθητής της, συνέχιζε να οδηγεί αργά σαν υπνωτισμένος μουρμουρίζοντας τα ίδια λόγια που της ψιθύριζε όλη εκείνη τη νύχτα στον καταυλισμό:

 

«Περπάτησα ζήτουλας, ερημίτης αόρατος στο κορμί της ερήμου, 
ασπάστηκα ευλαβικά κaιόμενη άμμο, τη σάρκα της,
εισχώρησα στα μυστηριώδη λαγούμια του είναι της,
μοιράστηκαν τα όνειρά μου προσφάι στα ξωτικά,
σκόρπισα την ψυχή μου στους ανελέητους, αλήτες ανέμους,
διέσχισα μόνος τη ζοφερή νύχτα των αισθημάτων,
στων παθών μου τον τάραχο
και στων ανομημάτων την έξαρση,
βούλιαξα σε βαλτώδεις περιοχές απωθημένων
επούλωσα τις πληγές με στερήσεις,
έδεσα τραύματα με ψευδαισθήσεων επιδέσμους,
ιστόρησα τους καημούς μου στου πρωινού τη λευκότητα,
στο ψηφιδωτό πρόσωπο της νύχτας,
της μίας και μοναδικής Εκείνης με τους θυελλώδεις ανέμους,
την αγρύπνια μου έκρυψα στις ζαρωματιές του απρόσιτου είναι της.
Είδα στα μάτια, στο κορμί σου που άγγιξα
έναν έρωτα θείο, απαλλαγμένο από το φθαρτό του περίβλημα,
ντυμένο το χαμόγελό σου στον πόνο, στη χαρά,
στη φυγή σου την αντοχή μου ακόνισα,
τον στερνό σπαραγμό μου στο χάος εβόησα
και ντύθηκα την ομορφιά του φθαρτού μου αιώνα…
Γαία, γυναίκα, οσία, θεία, τρυφερή μυστική ερωμένη…»

 

Τον άκουγε να της ψιθυρίζει ή ονειρευόταν; Πετούσε λέξεις και φράσεις στον αέρα της ερήμου, παραληρούσε, δίχως άλλο. Ξαφνικά, ένα ταρακούνημα, φωνές αλλοπρόσαλλες, βοή και θόρυβοι. Η πορεία στην έρημο είχε τελειώσει. Άνοιξε τα μάτια της. Εκείνος άπλωσε το χέρι του και της χάιδεψε τα μαλλιά. Χαμογέλασε με ανακούφιση νιώθοντας πως κοιμόταν λουφαγμένη στον ώμο του κι εκείνος τη νανούριζε με τον δικό του τρόπο. Δεν μίλησε κανείς τους.

Βγήκαν αμίλητοι. Τα λόγια, τα αισθήματα, οι συγκινήσεις, όλα είχαν τελειώσει.

«Είναι ό,τι καλύτερο είχα πάνω μου, να το έχεις από μένα», είπε κι έβαλε κάτι στην παλάμη της. «Μπορεί ποτέ να μην ξανασυναντηθούμε», πρόσθεσε τη στιγμή που κατέβαζε τις αποσκευές της.

Και της πρόσφερε κι ένα βιβλιαράκι με πολυκαιρισμένο εξώφυλλο.

«Καλό σου ταξίδι, αγαπημένη!», είπε τόσο σιγανά σαν να φοβόταν τα ξωτικά της ερήμου που θα συναντούσε στο δρόμο της επιστροφής στο καθήκον.

Αυτή ήταν η τελευταία του φράση. Μπήκε βιαστικά σαν επαγγελματίας οδηγός ταξί στο σαραβαλάκι του. Έφυγε χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του, να δει ό, τι πολυτιμότερο άφηνε στο αεροδρόμιο, στο έλεος των αερογραμμών και του ανέμου. Εξαφανίστηκε πριν προλάβει εκείνη να αντιδράσει, να του πει ένα λόγο τρυφερό, χωρίς να την αποχαιρετήσει.

Αυτό ήταν. Όλα τελείωσαν εκεί.

Μέσα στο αεροπλάνο της επιστροφής συναρμολογούσε με τη σκέψη της τα γεγονότα, τις ώρες, τις στιγμές, τα δευτερόλεπτα της παραμονής της στην Κένυα και προσπαθούσε να ξεδιαλύνει τι της συνέβαινε. Γύριζε στην οικογένειά της, στον άντρα της, στο σπίτι της, στην πατρίδα. Κι όμως ένιωθε πως ένα κομμάτι από τον εαυτό της ξεκόλλησε από μέσα της κι έμεινε πίσω, σκορπισμένο πάνω στην έρημο των αισθημάτων.

Γιατί ήταν τόσο λυπημένη που έφυγε; Να ήταν ο πνευματώδης κι αξιαγάπητος γιατρός η αιτία; Ή μήπως ο τρυφερός πατήρ Ιωάννης; Τα αινιγματικά λόγια του ταπεινού ιεραπόστολου, έστω κι αν ειπώθηκαν στη φαντασία της, δεν έφευγαν από το μυαλό της. Η ανεξήγητη συμπεριφορά του. Γιατί δεν την αποχαιρέτησε; Γιατί την παράτησε στο αεροδρόμιο κι εξαφανίστηκε;

Σε κάποια στιγμή ξετύλιξε με δέος το απέριττο δεματάκι που κρατούσε σφιχτά στην παλάμη της. Το χέρι της κρατούσε ένα μικροσκοπικό ξύλινο σταυρό που της είχε βάλει στην παλάμη. Αυτό ήταν πραγματικότητα, της τον είχε χαρίσει ο πατήρ Ιωάννης. Και το βιβλίο με το πολυκαιρισμένο εξώφυλλο; «Η έρημη χώρα» του Έλιοτ στο πρωτότυπο.

Χαμογέλασε από ένοχη ικανοποίηση κι έφερε το σταυρό στα χείλη της.

«Το μέλλον θα δείξει», μουρμούρισε τη στιγμή που οι ρόδες του αεροσκάφους ακούμπησαν στο έδαφος του αεροδρομίου.

Προσγειώθηκε αμέσως στη γνώριμη πραγματικότητα. Κατεβαίνοντας τη σκάλα του αεροπλάνου έφερε το βλέμμα της ένα γύρο κι αγκάλιασε την απέραντη έκταση που καλύπτει ο χώρος του καινούριου αερολιμένα. Όλα ήταν πολύ ωραία, «καλά λίαν», όπως θα έλεγε βιβλικά ο πατήρ Ιωάννης, χαριτωμένα, πασίχαρα. Της χαμογελούσε ένας άλλος, όμορφος τόπος. Ολόγυρά της απλωνόταν ολόφρεσκος και τρυφερός, ανάλαφρος, αγαπητικός ο χώρος, σαν να είχε αλλάξει το πρόσωπο της ελληνικής γης.

Το ελληνικό καλοκαίρι, λες και βγήκε ολοζώντανο από τις θύελλες και καταιγίδες του αφρικανικού χειμώνα της ατέλειωτης δυστυχίας που άφησε πίσω της. Ο ήλιος της Ελλάδας στις μεγάλες δόξες του.

«Τι όμορφη που είσαι Ελλάδα, Πατρίδα μου αδιαπραγμάτευτη!» .

Πήρε βαθιά ανάσα, ρούφηξε τον αισθησιασμό και τον ερωτισμό που απέπνεε το ελαφρώς αραχνιασμένο από σκόρπια ομίχλη περιβάλλον και μπήκε στο λεωφορείο που περίμενε λίγα μέτρα πιο πέρα με προορισμό την αίθουσα αποβίβασης. Η μεγάλη συγκινησιακή, ωστόσο, φόρτιση και τα συγκεχυμένα συναισθήματα που κουβαλούσε την έπνιγαν.

 

helen* Η Ελένη Τσικριτέα – Χωρεάνθη γεννήθηκε στην Aγία Bαρβάρα Tριχωνίδας, του νομού Aιτωλοακαρνανίας. Tελείωσε το Δημοτικό Σχολείο Παραβόλας και το Γυμνάσιο Θηλέων Aγρινίου. Σπούδασε Παιδαγωγικά στη P. Π. Aκαδημία Πειραιώς, μετεκπαιδεύτηκε δε στο Παιδαγωγικό Iνστιτούτο και στο Πανεπιστήμιο Aθηνών. Παράλληλα με τη δημοσιοϋπαλληλική της ιδιότητα, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και με τα γράμματα γενικότερα: ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, θέατρο, κριτική μελέτη, μετάφραση. Iδιαίτερο μέλημά της υπήρξε η σπουδή της Γλώσσας μας. Kείμενά της έχουν δημοσιευτεί και δημοσιεύονται στα εγκυρότερα παιδαγωγικά και λογοτεχνικά περιοδικά της Aθήνας και των επαρχιών (Διαβάζω, Eυθύνη, Tομές, Tραμ, Γραφή, Eλίτροχος, Oδός Πανός, Nέα Eστία, Έρευνα, Περίπλους, Σχολείο και Zωή, το Σχολείο και το Σπίτι, Σύγχρονη Eκπαίδευση, Eπιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας κ.ά.) όπως και σε εφημερίδες (Pιζοσπάστης, Πρώτη, Kαθημερινή, Έθνος, Nέα εποχή Aγρινίου, Λήμνος, Nέα Λήμνος, Φωνή Aιγίου, Xιακός Λαός, Aιτωλική, Eλεύθερος Aγρινίου, Mεσολογγίτικα Xρονικά κ.ά.). Eπίσης στα περιοδικά για παιδιά: Pόδι και Συνεργασία. Tου τελευταίου είναι τακτική συνεργάτης. Kείμενα της, ποιητικά και πεζά, έχουν συμπεριληφθεί στα βιβλία του Δημοτικού “H Γλώσσα μου”. Eίναι τακτικό μέλος της E.E.Λ. Eίναι τακτικό μέλος του Kύκλου του Eλληνικού Παιδικού Bιβλίου, μετέσχε στην επιτροπή κρίσεως για την εισδοχή νέων μελών στην Eταιρία Eλλήνων Λογοτεχνών και από το 1994 είναι μέλος της επιτροπής του Yπουργείου Πολιτισμού για τη βράβευση έργων για παιδιά (Παιδικό Bιβλίο). Έχει τιμηθεί με το πρώτο βραβείο Mάρκου Aυγέρη από την E.E.Λ. για το ιστορικό μυθιστόρημά της “Mεσολόγγι, η Πολιτεία του Nερού” και η Ελληνική Εταιρεία Χριστιανικών Γραμμάτων της απένειμε το βραβείο πεζογραφίας 2000 για το κοινωνικό μυθιστόρημά της με τίτλο: “Η σκοτεινή αποθήκη”. Aπό την Ένωση Aιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών τής απενεμήθη τιμητική πλακέτα για την προσφορά της στα Γράμματα και από το σύλλογο “Tο Λυκοχώρι” για τον ίδιο λόγο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top