Fractal

Αντόνιο Γκαουντί και Εουσέμπι Γκουέλ. Μία σχέση αμφίδρομα επωφελής

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Μνημείο του Εουσέμπι Γκουέλ.

 

Ο Εουσέμπι Γκουέλ ι Βασιγκαλούπι (Eusebi Güell, 1846-1918) ήταν Ισπανός επιχειρηματίας που εκμεταλλεύτηκε σημαντικά τη βιομηχανική επανάσταση στην Καταλωνία στα τέλη του 19ου αιώνα. Παντρεύτηκε τη Luisa Isabel Lopez y Bru,  μια κόρη του Antonio López,  το 1871, και με την πάροδο του χρόνου, το ζευγάρι απέκτησε δέκα παιδιά. Μία από τις κόρες του Γκουέλ, η Isabel Güell i López, έγινε στη συνέχεια γνωστή μουσικοσυνθέτρια.  Ο Εουσέμπι Γκουέλ γεννήθηκε στη Βαρκελώνη και ήταν γιος του Joan Güell i Ferrer, ενός πλούσιου βιομηχάνου από το Torredembarra, ο οποίος είχε συγκεντρώσει σημαντικά πλούτη κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κούβα και χάρη στις πολυάριθμες δραστηριότητες και πολυποίκιλες επιχειρήσεις που είχε συγκεντρώσει, στη συνέχεια,   κατά την επιστροφή του στη Βαρκελώνη. Η μητέρα του, Francesca Bacigalupi I Dolcer, ήταν μέλος μιας αρχαίας οικογένειας εμπόρων από τη Γένοβα που είχε μετακομίσει στην Καταλωνία στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο Γκουέλ ανέλαβε την επιχείρηση του πατέρα του, η οποία κυριαρχούσε στον επικερδή τομέα των  κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και με τον τρόπο και το εμπορικό του πνεύμα, πρόσθεσε αρκετά στον πλούτο της οικογένειας. Ο Εουσέμπι Γκουέλ συναντήθηκε με τον νεαρό αρχιτέκτονα Αντόνιο Γκαουντί, μετά από μια επίσκεψη στην Παγκόσμια Έκθεση που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 1878, όπου είχε δει και εντυπωσιασθεί από τη ζωντάνια και την πρωτοτυπία του έργου του Γκαουντί εκεί στο ισπανικό περίπτερο.

 

Εουσέμπι Γκουέλ ι Βασιγκαλούπι (Eusebi Güell, 1846-1918).

 

Ήταν ομολογουμένως η απαρχή μιας σημαντικότατης και καρποφόρας σχέσης μεταξύ των δύο αντρών, τα απώτερα αποτελέσματα της οποίας είναι ορατά σήμερα σε όλο τους το μεγαλείο! Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε μια μεγάλη σχέση και ειλικρινής φιλία, ενώ έγιναν στενοί συνεργάτες διά βίου, αφού διαπίστωσαν ότι είχαν και αμοιβαία συμφέροντα,  συμπεριλαμβανομένης βέβαια της θρησκείας, δεδομένου ότι ήταν αμφότεροι καλοί Καθολικοί.  Οι πολυάριθμες συνεργασίες τους άρχισαν κοντά στην αρχή της καριέρας του Γκαουντί, όταν ο Γκουέλ είδε τον Γκαουντί ως τον άνθρωπο που μπορούσε να του κάνει πραγματικότητα και να του δώσει κτίρια μοναδικού σχεδιασμού και εμφάνισης.

 

Ο Αντόνιο Γκαουντί, έξω από τη Σαγράδα Φαμίλια.

 

Μεταξύ των πρώτων έργων που παρουσίασε ο Εουσέμπι Γκουέλ  στον επίδοξο αρχιτέκτονα, ήταν το οινοποιείο Bodega Güell στο Garraf, το Pabellones Guell de Pedralbes και το Πάρκο Γκουέλ, που ήταν αρχικά το σπίτι της οικογένειας Γκουέλ και αργότερα κληροδότησε στο κράτος. Το 1890, ο Γκουέλ μετακόμισε το εργοστάσιό του από το Sants στο Σάντα Κολόμα ντε Σερβελιό (Santa Coloma de Cervello), βόρεια της Βαρκελώνης, όπου και ίδρυσε μια αποικία εργαζομένων.

Η αποικία ή το χωριό της Σάντα Κολόμα (Santa Coloma), τώρα γνωστό ως Κολόνια Γκουέλ (Colonia Güell), χτίστηκε με υψηλά σοσιαλιστικά ιδανικά. Σπίτια με μεγαλύτερα από τα συνήθη δωμάτια, ευρύχωρα παράθυρα και καλό εξαερισμό, έτσι ώστε οι εργαζόμενοι στην κλωστοϋφαντουργία  και οι οικογένειές τους να μπορούν να απολαμβάνουν άνετες συνθήκες διαβίωσης. Το χωριό, όπως είναι εύκολα κατανοητό,  έπρεπε να είναι σχετικά αυτοτελές και περιλάμβανε στο εσωτερικό του καταστήματα, καφετέριες, θέατρο, βιβλιοθήκη και σχολείο, αλλά μόνο για αγόρια.

 

Η Κολόνια Γκουέλ.

 

Το 1890, ανατέθηκε στον Γκαουντί να χτίσει μια εκκλησία και μια κρύπτη στο λόφο με θέα στο χωριό.  Ωστόσο, τη συγκεκριμένη εποχή ο Γκουέλ αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες και τελικά η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε.  Παρά την ημιτελή του κατάσταση, το έργο ήταν ένα αριστούργημα και κατάδειξε πολλές από τις αρχιτεκτονικές δεξιότητες του Γκαουντί. Το χωριό, το οποίο είναι ακόμα πλήρως λειτουργικό σήμερα, διαθέτει πολλά ωραία παραδείγματα μοντερνιστικής αρχιτεκτονικής. Σύμφωνα με μια μαρτυρία, ο Γκαουντί δήλωσε στον Γκουέλ : ‘Μερικές φορές νομίζω ότι είμαστε οι μόνοι άνθρωποι που αγαπούν αυτήν την αρχιτεκτονική’, με τον Γκουέλ να του απαντά ότι δεν του αρέσει η αρχιτεκτονική του, απλώς τη σέβεται!

 

Χαρακτηριστικές κολόνες στήριξης του μεγάρου Γκουέλ, στο υπόγειο.

 

Το 1900, ο Γκουέλ αγόρασε γη στη Γκράσια της Βαρκελώνης και χρησιμοποίησε τον Γκαουντί για να χτίσει ένα κτήμα για τους πλούσιους. Εκείνη την εποχή, όμως, η περιοχή ήταν κάπως  απομακρυσμένη από το κέντρο της πόλης, και το έργο δεν σημείωσε την αναμενόμενη  εμπορική επιτυχία, και τελικά μόνο δύο σπίτια χτίστηκαν. Το 1923, η οικογένεια Γκουέλ έδωσε την περιοχή στην πόλη, ως ‘Πάρκο Γκουέλ’, πλέον. Το 1908, ο βασιλιάς Αλφόνσος ΧΙΙΙ, του απένειμε τον τίτλο του κόμη, και τελικά πέθανε στο σπίτι του στο Πάρκο Γκουέλ, το 1918.

 

Ποικιλία τεχνοτροπιών και υλικών στο εσωτερικό του μεγάρου Γκουέλ.

 

Το Μέγαρο Γκουέλ, ίσως να αποτελεί ένα από τα πρώτα δημιουργήματα του Γκαουντί. Ένας στενός δρόμος δυτικά των Ράμπλας, οδηγεί πολύ γρήγορα έξω απ’ αυτό, αλλά είναι έτσι φτιαγμένη η όλη περιοχή που λίγοι το προσέχουν και ακόμα λιγότεροι το επισκέπτονται συγκριτικά πάντοτε με όσους τριγυρίζουν εκεί κοντά, αλλά δεν παύει να είναι αρχιτεκτονικό αριστούργημα που στολίζει την μάλλον υποβαθμισμένη περιοχή δυτικά των Ράμπλας, τη Ραβάλ, την αγαπημένη γειτονιά και γενέθλιο τόπο και του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν. Η ανέγερσή του, άλλωστε,  θα αποτελούσε ένα είδος εναλλακτικής ή δευτερεύουσας κατοικίας του Γκουέλ.

 

Η θέα του δρόμου, είναι σχετικά περιορισμένη από το εσωτερικό του κτιρίου Γκουέλ. Αλλά γιατί όχι και το αντίθετο;

 

Ο Αντόνιο Γκαουντί δεν υπήρξε φειδωλός σε αρχιτεκτονικά είδη τα οποία έλαβε υπόψιν του για την τελειωτική κατασκευή του Μεγάρου. Η μοντερνιστική του διάθεση και απελευθερωμένη φαντασία του εμπλουτίστηκαν δεόντως με στοιχεία και παλιότερα πρότυπα γοτθικής και ισλαμικής τέχνης. Το αποτέλεσμα αποζημίωσε αμφοτέρους, εργοδότη και δημιουργό, κι’ αυτό φαίνεται καλύτερα όταν περάσει κάποιος την πόρτα εισόδου. Από το υπόγειο έως ψηλά πάνω στη στέγη, αφθονούν οι σιδερένιες κατασκευές και το γυμνό τούβλο. Τα κεραμικά πλακίδια στην ημερησία διάταξη, ειδικά στην κορυφή και τη στέγη του κτιρίου.

 

Καμινάδες, πολλαπλών τεχνοτροπιών και χρωμάτων.

 

Οι υπόγειοι στάβλοι, εντυπωσιάζουν με τη ζέστη και την ομορφιά τους. Και ο πλέον αδιάφορος παρατηρητής θα θαυμάσει τις κολόνες σε σχήμα μανιταριού που συγκρατούν τη βάση ολόκληρου του κτιρίου κάτω από το χώμα. Σκάλες από μάρμαρα, οδηγούν τον επισκέπτη προς τα άνω, αφού περάσει τους προθαλάμους και οδηγηθεί στα ενδότερα του μεγάρου. Υπέροχες οροφές στολισμένες με σίδερο και ξύλο σε αρμονική αναλογία, χρώμα και σχεδιασμό, παντού.  Αρκετές από τις πόρτες του, είναι μεγαλειώδεις σε σύλληψη, αλλά μάλλον απουσιάζουν αισθητά τα άνετα   μπαλκόνια με ικανή θέα προς το δρόμο. Μια μικρή βεράντα στο χώρο της τραπεζαρίας, δεν σώζει την κατάσταση. Το κεντρικό σαλόνι, η τραπεζαρία και κάποιοι άλλο χώροι, με εκπληκτική, όπως παντού, διακόσμηση.

 

Λεπτομέρεια μιας ψηλής καμινάδας.

 

Από κάποιες σκάλες εσωτερικές, οδηγούμαστε προς την κορυφή του κτιρίου, και κυρίως έξω, στη επικλινή και κυματιστή του στέγη. Φυσικά δεν θα περίμενε κάποιος κάτι διαφορετικό από τον φαντασιόπληκτο και ευρηματικό Γκαουντί. Μιά σειρά από καμινάδες περίεργων σχημάτων και χρωμάτων στολίζουν ετούτο το χώρο με άφθονη δόση φαντασίας. Αλλόκοτα σχήματα να οδεύουν προς τον ουρανό, επενδυμένες με πλακίδια πολύχρωμα, κάθε μια να αποτελεί ξεχωριστή έμπνευση του αρχιτέκτονα και να μην μοιάζει με την άλλη, τη διπλανή της.

 

Ο μεγάλος πίνακας στο εσωτερικό του μεγάρου δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τον ιδιοκτήτη του: Εουσέμπι Γκουέλ ι Βασιγκαλούπι (Eusebi Güell, 1846-1918).

 

Κι’ όλα αυτά όταν οι γύρω ταράτσες των παλιών κτισμάτων να βρίσκονται σε πλήρη διάσταση με ετούτη την ταράτσα. Ίσως η θέα να απαλύνεται σε κάποιο βαθμό όταν το βλέμμα στρέφεται πέρα  μακρυά, κυρίως δυτικά προς τη μεριά του  λόφου Μοντζουίκ, ή σε άλλα σπουδαία δημιουργήματα, όπως ο καθεδρικός ναός και η Σάντα Μαρία   ντελ Μαρ προς την αντίθετη κατεύθυνση, στα ανατολικά της παλιάς πόλης.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top