Fractal

Γαλλία, αυτή είσαι!

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

 

«Η ακαθάριστη εθνική ευτυχία» του Φρανσουά Ρου, μτφ: Μανώλης Πιμπλής, σελ. 736, Εκδ. Πόλις

 

Μια φράση-ξυραφιά της Σιμόν Βέιλ, βγαλμένη από το στόμα ενός εκ των τεσσάρων βασικών πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος του Φρανσουά Ρου, του Μπενουά, αποκτάει, αν κανείς διατρέξει αντίστροφα την ιστορία, τον χαρακτήρα παρηγορητικής απόγνωσης. «Το μόνο που κατέχουμε αληθινά είναι αυτό που αφήσαμε να φύγει», λέει συγκεκριμένα.

Θυμίζει πολύ αυτό που έγραφε ο Σαίξπηρ στα σονέτα του: «Καθένας αγαπά διπλά ό,τι γοργά θα χάσει». Τι αγάπησαν, άραγε, τα τέσσερα παιδιά της «Ακαθάριστης εθνικής ευτυχίας» όταν τα πρωτοσυναντάμε στις αρχές της δεκαετίας του ’80, λίγο πριν εκλεγεί πανηγυρικά ο Φρανσουά Μιτεράν και τι από αυτό κατάφεραν να περισώσουν όταν τους αφήνουμε στην πρώτη δεκαετία του 2000, αμέσως μετά την έλευση (ναι, πανηγυρική κι αυτή) του Φρανσουά Ολάντ στα Ηλύσια Πεδία;

Ο κοινός τόπος, η Βρετάνη, αποδεικνύεται ο διαρκής δεσμός που ενώνει αξεδιάλυτα τα τέσσερα παιδιά. Ακόμη και αν οι εφηβικές μνήμες μέσα τους διαμορφώνουν ένα εντελώς προσωπικό μύθο, τελικά ο γενέθλιος τόπος θα είναι αυτός που θα συγκολλήσει τα ρημαγμένα κομμάτια τους.

Ο Πολ, ο οποίος αναλαμβάνει να ξεδιπλώσει για εμάς το παρελθόν και το παρόν της παρέας, είναι ένα τρεμάμενο, κλειστό παιδί με μιαν έντονη διάθεση να βρει την ερωτική του ταυτότητα και όταν το κάνει βρίσκεται αντιμέτωπος με τις δικές του προκαταλήψεις, τον συντηρητικό πατέρα του και τη θολή ιδέα που έχει για την ομοφυλοφιλία του. Ακόμη και όταν η ταυτότητά του θα είναι πλέον διαμορφωμένη, ένα μίγμα ενοχής, απόλαυσης και λανθάνουσας ευτυχίας, θα συνεχίσει να θάλλει μέσα του. Το Παρίσι που θα πάει να σπουδάσει, θα γίνει το πραγματικό του «σχολείο». Μπορεί να μην έγινε ποτέ ο σπουδαίος ηθοποιός που ήθελε ή να μην βρήκε τον τέλειο σύντροφο, αλλά συμβιβάστηκε με το λίγο που του έλαχε.

Ο Ροντόλφ ήταν από μικρός η «μεγάλη ελπίδα», την οποία έπρεπε να επιβεβαιώσει. Γαλουχημένος με τις ιδέες του κομμουνιστικού κόμματος από τον πατέρα του που ήταν μέλος του κόμματος και αρνητής κάθε αστικής συνήθειας, κάνει τη δική του επανάσταση και γίνεται σοσιαλιστής. Εμπλέκεται με το κεφάλαιο μέσω του γάμου του, εκλέγεται βουλευτής και φυσικά συνδιαλέγεται με το διεφθαρμένο σύστημα. Πάντα, όμως, έχει μέσα του το άχτι της αποδοχής. Η φαινομενική στιβαρότητά του και η ακραιφνής στοχοπροσύλωσή του, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα ντύμα αδυναμίας. Στο τέλος, πέφτει συντριμμένος και πολλαπλά ηττημένος στο μαύρο σκοτάδι.

Ο Ταγκί δεν γνώρισε πατέρα – ζει με τη μητέρα του και την αδελφή του. Το όνειρό του είναι να μπει γερά στο χώρο των επιχειρήσεων και η προπαίδειά του είναι η οικογενειακή επιχείρηση της μητέρας του. Η πρώτη του ενέργεια είναι τόσο δηλωτική των προθέσεών του: απολύει μια σειρά εργατών για να σώσει την επιχείρηση.

Φυσικά, θα τα καταφέρει να γίνει σημαίνον στέλεχος σε μια μεγάλη διαφημιστική εταιρεία κι εκεί θα καταλάβει πόσο αναλώσιμος ήταν εξαρχής.

 

Φρανσουά Ρου

 

Ο Μπενουά μεγάλωσε με τον παππού και τη γιαγιά του, γονείς δεν υπήρχαν στον χάρτη του. Έμαθε να ζει κοντά στη φύση, γνώρισε από κοντά την κοινοβιακή ζωή των παιδιών του Μάη ’68, ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία και τελικά έγινε επιφανής φωτογράφος. Κι όμως, ούτε κι αυτός συναντήθηκε με την ευτυχία. Ο παράφορος έρωτάς του για τη γυναίκα του Ροντόλφ τού τρώει τα σωθικά.

Θα έλεγε κανείς πως πέραν του τόπου, τελικά, το κοινό σημείο αναφοράς και των τεσσάρων είναι η πατρική φιγούρα (η έλλειψή της ή η ισχυρή παρουσία της). Αυτός ο έντονα σχεδιασμένος πατερναλισμός είναι που κινητοποιεί ή αγκυλώνει τα παιδιά. Και, ενδεχόμενα, να είναι και μια από τις αιτίες που τα οδήγησε, χρόνια μετά, στο να ακολουθήσουν το ένα μονοπάτι αντί για το άλλο.

Ολόκληρη η χώρα, όμως, έψαχνε τον δικό της «πατέρα» και ο Μιτεράν της δεκαετίας του ’80 περιείχε όλα τα αναγκαία στοιχεία για να συσσωρεύσει πάνω του τους πόθους και τις ελπίδες μιας κοινωνίας που διψούσε για αλλαγές μεταπίπτοντας από το στεγνό παρελθόν της σε ένα παρόν γεμάτο όνειρα.

Τα ίδια ή παρόμοια όνειρα είχαν και τα παιδιά της ιστορίας. Στην αρχή θολά, εν συνεχεία ολοένα και πιο συγκεκριμένα και στο τέλος με πάταγο πεταγμένα στην άκρη του δρόμου. Η αναζήτηση της αυτοπραγμάτωσης, της ευτυχίας, της επιτυχίας και της διαμόρφωσης ενός προσωπικού κόσμου ευταξίας αποδεικνύεται μια ισχυρή πλάνη στην οποία δεν έπεσαν μόνο ο Πολ, ο Ροντόλφ, ο Ταγκί και ο Μπενουά – έπεσε όλη η Γαλλία. Έως τη στιγμή που αναδύθηκε από την ιστορική συγκυρία, αρκετές δεκαετίες μετά, μια νέα ελπίδα: ο Φρανσουά Ολάντ. Με τις γνωστές, φυσικά, συνέπειες.

Ο Φρανσουά Ρου αναδεικνύει μια συγγραφική δύναμη ανάλογη με τον Τζόναθαν Κόου, τον πλέον βαθύ ανατόμο της βρετανικής κοινωνίας από την εποχή της Θάτσερ έως εκείνη του Μπλερ. Ο ιδιωτικός βίος στο μυθιστόρημα του Ρου έχει τόση εμπλοκή με τα δημόσια πράγματα της χώρας που φαντάζει σαν ο ένας να εκπορεύεται, να ρέει και να προκαλείται από τον άλλον. Άλλοτε οξύς και δηκτικός και άλλοτε αισθαντικός και παρηγορητικός, ο Ρου κραδαίνει από την πρώτη σελίδα ένα νυστέρι και είναι αποφασισμένος να φτάσει ως το κόκαλο. Το ευκταίο είναι ότι φτάνει και το μόνο αναισθητικό που διαθέτει είναι οι λέξεις του και μια πρόζα τόσο ευέλικτη και πλούσια που δεν αφήνει περιθώρια χαλάρωσης. Το μυθιστόρημα έχει, επιπλέον, μια εσάνς από τη «Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων» του Γκενασιά (εκδ. Πόλις), απλώς εδώ τα σκοτεινά σημεία είναι περισσότερα και αρκούντως αιχμηρά. Η πολύ καλή μετάφραση ανήκει στον Μανώλη Πιμπλή. Το βιβλίο συμπεριλήφθηκε στις βραχείες λίστες πολλών λογοτεχνικών βραβείων, μεταξύ των οποίων το Βραβείο Γάλλων Βιβλιοπωλών 2015, το Prix de Flore 2014 και το Prix Georges Brassens 2014.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top