Fractal

Για το μυθιστόρημα των μυθιστορημάτων

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

 

Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι «Αδελφοί Καραμάζοφ», μετάφραση: Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Ίνδικτος

 

 

Μια γενναία περίληψη:

 

Μέρος πρώτο

 

Ο Ντοστογιέφσκι ενδιαφερόταν πολύ για τα παιδιά, και το ζήτημα της διαφθοράς και της κακοποίησης αθώων παιδιών, τον απασχολούσε διαρκώς. Έτσι αποφάσισε να γράψει αυτό το μυθιστόρημα, που η συγγραφή του διήρκησε περίπου δυο χρόνια (1878-1880). Οι ήρωές του είναι τρία παιδιά, οι αδελφοί Καραμάζοφ.Tο έργο αυτό είναι το πλουσιότερο σε διανοήματα και σημαντικότερο από φιλοσοφικής άποψης κι αυτό που τον ενδιέφερε ήταν ν’ αποκαλύψει ρεαλιστικά τον άνθρωπο μέσα από τον άνθρωπο.

Τα τρία αδέλφια είναι παιδιά ενός φεουδάρχη του Φιόντορ Πάβλοβιτς Καραμάζοφ. Ο μεγάλος γιος του ο Ντμίτρι (Μίτια) Φιόντοροβιτς όμως είναι παιδί γεννημένο από τον πρώτο του γάμο κι είχε μητέρα την Αδελαΐδα Ιβάνοβνα. Τα άλλα δυο παιδιά ο Ιβάν και ο Αλεξέι (Αλιόσα) είχαν μητέρα την Σόφια Ιβάνοβνα.

Ο Φιόντορ Πάβλοβιτς ήταν ένας τύπος ιδιόμορφος, έκφυλος, μέθυσος, φιλήδονος, τεμπέλης και μωρός, αλλά ταυτόχρονα έξυπνος για να διαχειρίζεται περιουσίες. Τον αποκαλούσαν φεουδάρχη, αλλά όλη του τη ζωή την πέρασε μακριά από φέουδα. Παντρεύτηκε την Αδελαΐδα Ιβάνοβνα κλέβοντάς την, όχι γιατί την αγάπησε, αλλά γιατί είχε βάλει στο μάτι την περιουσία της. Απέκτησε μαζί της τον Ντμίτρι ή Μίτια, τον οποίο όμως η μητέρα του τον εγκατέλειψε όταν ήταν τριών, επειδή δεν άντεχε άλλο αυτόν το σύζυγο. Έφυγε μ’ έναν φτωχό φοιτητή και πήγε στην Πετρούπολη, όπου μετά από λίγο πέθανε από τύφο.

Ο πατέρας μέθυσος και ζώντας μες την κραιπάλη, ούτε καταλάβαινε πως είχε ένα παιδί ν’ αναθρέψει. Στην αρχή το ανέλαβε ο υπηρέτης, ο Γκριγκόρι, μετά ένας ξάδελφος της μητέρας του που γύρισε από το Παρίσι που ζούσε, ο Πιοτρ Αλεξάντροβιτς, ο οποίος όμως όταν χρειάστηκε να ξαναφύγει για το Παρίσι τον άφησε σε μια θεία του και μετά το θάνατό της τον ανέλαβε μια κόρη της. Όπως καταλαβαίνουμε επόμενο είναι τα εφηβικά του χρόνια να κυλούν ακατάστατα. Ούτε το γυμνάσιο κατάφερε να τελειώσει, ωστόσο μπήκε σε μια στρατιωτική σχολή. Γλεντούσε και ξόδευε πολλά χρήματα, τόσα που πάντα ήταν χρεωμένος. Έτσι αποφάσισε να πάει να γνωρίσει τον πατέρα του και να του ζητήσει την περιουσία που του ανήκε. Αφού του απέσπασε κάποια χρήματα, έφυγε άρον άρον γιατί δεν του άρεσε καθόλου να μείνει έστω και για λίγο με τον πατέρα του. Όταν ξαναπήγε για δεύτερη φορά ζητώντας να ξεκαθαρίσουν τα της περιουσίας, ο πατέρας του, του είπε πως δεν είχε να πάρει τίποτε άλλο απ’ ότι πήρε και ότι υπήρχε περίπτωση να του χρωστά κιόλας από τα παραπάνω που είχε πάρει.

Ο Φιόντορ, έχοντας δώσει τον Μίτια στους συγγενείς της γυναίκας του και έχοντας απαλλαγεί απ’ αυτόν, αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί. Αυτή τη φορά όμως δε βρήκε μια πλούσια κοπέλα, αλλά μια φτωχιά ορφανή τη Σόφια Ιβάνοβνα, η οποία μεγάλωνε σ’ ένα πλούσιο σπίτι, που όμως η γυναίκα που τη μεγάλωνε, η χήρα του στρατηγού Βορόχοφ, τη βασάνιζε, οπότε η καημένη δέχτηκε να κλεφτεί μαζί με τον Φιόντορ και να τον παντρευτεί, γιατί πίστευε πως θα σωζόταν από τα βασανιστήρια που περνούσε σ’ εκείνο το σπίτι. Πού να

ξέρει η δύστυχη πως τα πράγματα ήταν χειρότερα, αφού μάλιστα αρρώστησε κι έπαθε νευρασθένεια, που από τις τρομερές υστερικές κρίσεις, έχανε εντελώς τα λογικά της. Παρ’ όλα αυτά στον πρώτο χρόνο του γάμου τους γέννησε τον Ιβάν και μετά τρία χρόνια γέννησε τον Αλεξέι. Όταν πέθανε, ο Αλεξέι ήταν τεσσάρων ετών. Κι αυτά είχαν την ίδια τύχη με τον Μίτια. Ο πατέρας τους αδιαφόρησε τελείως για την ύπαρξή τους, έτσι κι αυτά τον πρώτο καιρό έμειναν με τον υπηρέτη τον Γκριγκόρι, όπου τρεις μήνες μετά το θάνατο της μητέρας τους εμφανίστηκε η στρατηγίνα και τα πήρε. Όταν πέθανε άφησε στη διαθήκη της από χίλια ρούβλια στον καθένα, για τη μόρφωσή τους. Βασικός κληρονόμος της στρατηγίνας ήταν ένας έντιμος άνθρωπος ο Γιεφίμ Πετρόβιτς Πολενόφ, ο οποίος ανέλαβε προσωπικά τα παιδιά. Ο Ιβάν ωστόσο μεγάλωνε σκυθρωπός γιατί ένιωθε πως μεγάλωνε σε μια ξένη οικογένεια, όμως πολύ γρήγορα έδειξε ότι είχε πολλές ικανότητες για μάθηση. Έτσι ο Γιεφίμ τον έστειλε σ’ ένα μοσχοβίτικο γυμνάσιο που υπήρχε ένας ξακουστός παιδαγωγός, για ν’ αποκτήσει καλύτερη εκπαίδευση. Πράγματι μετά το γυμνάσιο κατάφερε να μπει στο Πανεπιστήμιο. Επειδή όμως δεν κατάφερε ο Ιβάν να πάρει αμέσως τα χρήματα της κληρονομιάς, τα δυο πρώτα χρόνια τα πέρασε δύσκολα, γιατί χρειάστηκε να δουλεύει και να σπουδάζει. Έτσι γνωρίστηκε με κάποιους εκδοτικούς οίκους, που κράτησε επαφή και όταν τελείωσε τις σπουδές του, έγινε πολύ γνωστός στους φιλολογικούς κύκλους, αφού δημοσίευε πολύ αριστοτεχνικές παρουσιάσεις βιβλίων επί διαφόρων ειδικών θεμάτων. Έγινε δε πιο γνωστός όταν δημοσίευσε ένα άρθρο για το ζήτημα του εκκλησιαστικού δικαστηρίου. Το εντυπωσιακό του θέματος ήταν στο ύφος και στο εξαιρετικό συμπέρασμα που έβγαζε. Κάποια στιγμή αποφάσισε κι επισκέφτηκε τον πατέρα του και μάλιστα έμεινε πάνω από μήνα μαζί του, όχι για να του ζητήσει χρήματα, διότι ο ίδιος είχε εξασφαλίσει ακόμα και χρήματα για να φύγει στο εξωτερικό, αλλά γιατί του το είχε ζητήσει ο μεγαλύτερος αδελφός του ο Μίτια. Είχε πάει σα μεσάζοντας και συμφιλιωτής μεταξύ του αδελφού του και του πατέρα του, μια και ο Μίτια είχε υποβάλει επίσημη αγωγή εναντίον του πατέρα του.

Όσον αφορά για τον Αλεξέι, αυτός, όταν έφυγε ο Ιβάν για να πάει στο γυμνάσιο, εξακολουθούσε να μένει στην οικογένεια του Γιεφίμ, που τον αγάπησαν λόγω του χαρακτήρα του και τον είχαν σα δικό τους παιδί. Στην παιδική του και εφηβική ηλικία ήταν ελάχιστα διαχυτικός, όμως αγαπούσε τους ανθρώπους. Δεν έκρινε κανέναν, ούτε περιφρονούσε κανέναν. Ούτε και τον πατέρα του έκρινε αρνητικά ποτέ, παρ’ όλο που τον έβλεπε να ζει μια ζωή έκφυλη και να είναι μονίμως μεθυσμένος, όταν γύρω στα είκοσί του βρέθηκε στο σπίτι του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα και ο πατέρας του να μην τον βλέπει καχύποπτα, ώστε σιγά σιγά τον αγκάλιαζε, τον φίλαγε και κατάφερε να τον αγαπήσει. Μα και όσοι τον γνώριζαν και τον συναναστρέφονταν τον αγαπούσαν. Από πολύ μικρός του άρεσε να αποσύρεται σε μια γωνιά και να διαβάζει βιβλία, δεν έκανε φιγούρα στους συνομηλίκους του, γι’ αυτό ήταν αγαπητός απ’ όλα τα παιδιά. Δεν κατάφερε να τελειώσει το γυμνάσιο, όχι γιατί δεν μπορούσε, αλλά γιατί έπρεπε να πάει στο σπίτι του πατέρα του για μια υπόθεση που τον αφορούσε. Όταν ζήτησε από τον πατέρα του να του δείξει τον τάφο της μητέρας του, δεν ήταν άξιος να του τον δείξει, διότι δεν ήξερε που ήταν θαμμένη, αφού δεν είχε πάει ποτέ. Ευτυχώς που υπήρχε ο Γκριγκόρι ο υπηρέτης και του τον έδειξε. Και τότε ήταν που ο Αλιόσα του ανακοίνωσε ότι ήθελε να πάει στο μοναστήρι να χριστεί μοναχός κι επειδή ήταν πατέρας του, του ζήτησε την άδεια. Εκείνος βέβαια του την έδωσε γιατί πίστεψε ότι βρήκε έναν άνθρωπο που θα προσευχηθεί για τις αμαρτίες του, αλλά καταλάβαινε βέβαια ότι ήταν καλύτερα να πάει να ζήσει σε μοναστήρι παρά κοντά του μες στην αμαρτία. Τον αγάπησε το γιο του και δεν ήθελε να χαθεί σαν κι αυτόν. Ο Αλιόσα τότε ήταν δεκαεννέα χρονών ψηλός, γεροδεμένος, έξυπνος, έντιμος από τη φύση του, όμορφος με βαθύγκριζα λαμπερά μάτια και αρκετά ήρεμος. Ήταν ρεαλιστής με βαθιά πίστη και όπως γράφει ο συγγραφέας «στον ρεαλιστή η πίστη δε γεννιέται από το θαύμα, αλλά το θαύμα από την πίστη». Ο Αλιόσα διάλεξε αυτόν τον δρόμο, ίσως διότι ήταν ο μόνος που τον εντυπωσίαζε εκείνο τον καιρό και του φάνηκε ο ιδανικός για την έξοδο που αναζητούσε η ψυχή του από το σκοτάδι στο φως ή ίσως ακόμα, επειδή είχε γνωρίσει τον γέροντα Ζωσιμά στο μοναστήρι κι επηρεάστηκε απ’ αυτόν.

Ο συγγραφέας μας αναφέρει λίγα λόγια για το γεροντισμό στα μοναστήρια της εποχής του και μας λέει ότι ο θεσμός αυτός υπήρχε παλαιότερα στην παλιά Ρους (Ρωσία), αλλά με τις επιδρομές των Τατάρων και μετά την πτώση της Κων/πολης, ο θεσμός ξεχάστηκε και οι γέροντες εξαφανίστηκαν, αλλά αναγεννήθηκε στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, από έναν εκ των μεγάλων αναθεωρητών, τον Παΐσιο Βελιτσόφσκι και τους μαθητές του. Παρ’ όλα αυτά δεν υπήρχαν γέροντες σ’ όλα τα μοναστήρια της χώρας, αλλά επιπλέον στην εποχή του

συγγραφέα ο θεσμός αυτός υπέστη διώξεις ως ανήκουστος νεωτερισμός για τη Ρωσία, επειδή πίστευαν ότι ο γέροντας είναι κάποιος που παίρνει την ψυχή σου και τη βούλησή σου μέσα στη δική του ψυχή και τη δική του βούληση και άρα ο γεροντισμός είναι προικισμένος με εξουσία απολύτως απεριόριστη και πρωτοφανή, πάνω στον πιστό. Ο λαός όμως σεβόταν ιδιαιτέρως τους γέροντες. Το μοναστήρι αυτό ήταν ξακουστό για τους γέροντές του και πλήθος κόσμου κατέφθανε για να τους δει, να τους ακούσει, να τους εξομολογηθεί τις αμαρτίες του, τα βάσανά του και να τους ζητήσει τη συμβουλή τους και τις ορμήνιες τους.

Ο γέροντας Ζωσιμάς ήταν από οικογένεια γαιοκτημόνων και όταν ήταν νέος υπηρέτησε ως υπαξιωματικός στον Καύκασο. Αριθμούσε την τρίτη γενιά γερόντων κι ενώ ήταν εξήντα πέντε χρονών, έμοιαζε για δέκα χρόνια μεγαλύτερος, γιατί ήταν πολύ εξασθενημένος και άρρωστος κι άμα πέθαινε δεν ήξεραν με ποιον θα τον αντικαταστούσαν. Ωστόσο δεχόταν πολλές επισκέψεις από πολλούς επισκέπτες κυρίως γυναίκες άρρωστες, σεληνιασμένες όπως έλεγαν τότε τις γυναίκες με ψυχικά προβλήματα, ή γυναίκες με άρρωστα παιδιά ή μάνες χαροκαμένες, αλλά και μοναχούς από άλλα μοναστήρια που ήθελαν την ευχή του. Όλους τους ευλογούσε και τους συμβούλευε πως δεν έπρεπε να λένε ψέματα κυρίως στον εαυτό τους, γιατί ο οποιοσδήποτε φόβος τους προερχόταν από το ψεύδος. Επίσης για να είναι υγιείς έπρεπε να είναι ευτυχισμένοι και ότι η ευτυχία αποκτιόταν με την αγάπη του πλησίον. Τους έδινε συμβουλή να αγαπήσουν τον πλησίον τους έμπρακτα κι ακούραστα, διότι όσο θα προοδεύουν στην αγάπη θα πείθονται για την ύπαρξη του Θεού και ότι ο Θεός αγαπά και συγχωρεί αυτούς που μετανοούν ειλικρινά, γιατί έχει αναφερθεί και στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, ότι στον ουρανό για έναν μεταμελημένο χαίρονται περισσότερο, απ’ ότι για δέκα ενάρετους.

Ο Αλιόσα όταν μπήκε στο μοναστήρι έμεινε στο κελί του γέροντα, γιατί ο γέροντας τον αγάπησε πολύ και του επέτρεψε να μείνει κοντά του. Τον Αλιόσα εντυπωσίαζε και το ότι ο γέροντας δεν ήταν καθόλου αυστηρός, απεναντίας η συμπεριφορά του είχε σχεδόν πάντα μια νότα ευθυμίας. Έλεγαν μάλιστα ότι αγαπούσε περισσότερο τους πιο αμαρτωλούς. Το θέμα είναι ότι έβλεπε κανείς και μοναχούς που μισούσαν και φθονούσαν τον γέροντα, ευτυχώς η πλειοψηφία ήταν με το μέρος του και γι’ αυτό κάποιοι τον αποκαλούσαν άγιο. Και ο Αλιόσα ήξερε ότι έτσι ακριβώς, όπως κι αυτός, νιώθει και κρίνει ο λαός, ότι ο γέροντας είναι άγιος, γιατί αυτός είναι στα μάτια του λαού ο φύλακας της αλήθειας του Θεού, μιας αλήθειας που θα γίνουν όλοι οι άνθρωποι άγιοι, θα αγαπούν ο ένας τον άλλο και δε θα υπάρχουν ούτε πλούσιοι, ούτε φτωχοί, ούτε ανώτεροι, ούτε κατώτεροι και θα είναι όλοι τέκνα του Θεού και θα επέλθει η πραγματική βασιλεία του Χριστού.

Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν και τ’ αδέλφια του στην περιοχή και γνώρισε και τον μεγάλο αδελφό που δεν τον είχε ποτέ συναντήσει μέχρι τότε και μάλιστα ταίριαξε περισσότερο μ’ αυτόν παρά με τον ομομήτριο αδελφό του τον Ιβάν, που τον έβλεπε πιο υπερόπτη και για τον οποίο πίστευε πως ήταν αθεϊστής και γι’ αυτό δεν έδινε σημασία σ’ ένα ασήμαντο καλογεράκι. Ο Ντμίτρι βέβαια εκτιμούσε και τα δυο του αδέλφια.

Η αιτία που θα ένωνε όλη την οικογένεια στο κελί του γέροντα Ζωσιμά, ήταν η διαφωνία που είχε ο Ντμίτρι με τον πατέρα του για τα κληρονομικά, μήπως και ο γέροντας μπορέσει να τους συμφιλιώσει. Όμως όταν έφτασαν στο κελί του γέροντα ο Ντμίτρι Φιόντοροβιτς δεν είχε φτάσει ακόμα. Στο κελί έφτασαν ο Ιβάν, ο πατέρας, ο συγγενής τους ο Πιοτρ Αλεξάντροβιτς Μιούσοφ κι ένας συγγενής του Πιοτρ, ο Πιοτρ Φόμιτς Καλγκάνοφ. Στο κελί εκτός από τον Αλιόσα και το γέροντα υπήρχε και ο ιερομόναχος Ιωσήφ, ο βιβλιοθηκάριος, δυο άλλοι μοναχοί που τους επέτρεψε ο γέροντας να καθίσουν, όπου ο ένας εξ αυτών ήταν ο μορφωμένος πατέρας Παΐσιος, καθώς επίσης κι ένας φοιτητής της Θεολογίας ο Ρακίτιν. Η συζήτηση άναψε γύρω από το άρθρο που είχε δημοσιεύσει ο Ιβάν για το εκκλησιαστικό δικαστήριο, όπου είχε υποστηρίξει ότι η Εκκλησία θα έπρεπε να περικλείει μέσα της όλο το κράτος, κι όχι να κατέχει μόνο μια ακρούλα του, κι ότι αν αυτό τώρα δεν είναι δυνατό για κάποιο λόγο, θα πρέπει να γίνει άμεσα, για περαιτέρω ανάπτυξη του χριστιανικού κόσμου. Μ’ αυτόν τον τρόπο το κράτος δε θα μειωνόταν καθόλου δε θα του αφαιρείτο ούτε η δόξα του ως μεγάλο κράτος, ούτε το κύρος του, αλλά απλά θα το οδηγούσε από τον ψευδή ειδωλολατρικό δρόμο, στο σωστό και αληθινό δρόμο, που οδηγεί στους αιώνιους στόχους. Αυτή η άποψη βρήκε σύμφωνο τον πατέρα Παΐσιο, όχι όμως τον Πιοτρ Αλεξάντροβιτς, ο οποίος αναφώνησε πως αυτά που λέει δεν είναι παρά απαιτήσεις που έχει ο Πάπας ώστε να του δείχνουν υποταγή όλες οι Εκκλησίες και χρησιμοποίησε το γαλλικό όρο «ουλτραμοντανισμό». Εδώ έλαβε μέρος στη συζήτηση και ο γέροντας ο οποίος είπε ότι στη

Ρώμη εδώ και χίλια χρόνια τη θέση της Εκκλησίας την έχει καταλάβει το κράτος και γι’ αυτό ο εγκληματίας δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του ως μέλος της Εκκλησίας κι έτσι αποδιωγμένος και τιμωρημένος σκληρά από το κράτος επιστρέφει χειρότερος και με μεγαλύτερο μίσος, ενώ εδώ στη Ρωσία, υπάρχει ακόμα η Εκκλησία η οποία δε χάνει ποτέ την επαφή της με τον εγκληματία κι αν η κοινωνία μετατρεπόταν σε Εκκλησία, τότε στο συνετισμό του εγκληματία θα υπήρχαν φοβερά αποτελέσματα, και θα μειώνονταν σε απίστευτο βαθμό τα ίδια τα εγκλήματα και θα βοηθούσε τον εκπεσόντα να ξαναγεννηθεί. Όμως δυστυχώς η Εκκλησία, συμπλήρωσε, δεν ήταν ακόμα έτοιμη και στηρίζεται μόνο σε λίγους ενάρετους κι έτσι παρέμεναν όλα τα πράγματα αμετακίνητα. Επομένως, πρόσθεσε, δεν υπήρχε λόγος να συγχύζονται για κάτι που δεν υπήρχε και κανείς δεν ήξερε πότε θα γίνει αυτό παρά μόνο ο Θεός που ορίζει τις προθεσμίες και το χρόνο, γιατί σίγουρα κατά τους ανθρώπινους υπολογισμούς μπορεί να ήταν πολύ απόμακρο. Και για να μην υπάρξει παρεξήγηση ο πατήρ Ιωσήφ πρόσθεσε, ότι αυτοί δεν επιθυμούσαν η Εκκλησία να μετατραπεί σε κράτος, όπως ήταν η επιθυμία της Ρώμης, αλλά αντίθετα το κράτος να μπορούσε να μετατραπεί σε Εκκλησία, δηλαδή το κράτος να ανυψωθεί στο επίπεδο της Εκκλησίας και να γίνει Εκκλησία σε όλη τη γη, γιατί αυτός είναι ο μεγάλος προορισμός της ορθοδοξίας στη γη. Πάνω που άναψε η συζήτηση, ξαφνικά εμφανίστηκε ο Ντμίτρι Φιόντοροβιτς, τόσο καθυστερημένος, που ήταν σα να μην τον περίμενε κανείς πια.

Ο Ντμίτρι Φιόντοροβιτς μπήκε μέσα άψογα κομψά ντυμένος με κουμπωμένο σακάκι, μαύρα γάντια κι έχοντας στο χέρι το ημίψηλο καπέλο του. Όμως παρ’ όλο που ήταν είκοσι οκτώ ετών φαινόταν μεγαλύτερος, ίσως από τις κακουχίες και ταλαιπωρίες που περνούσε από την εξαιρετικά ταραγμένη γλεντζέδικη ζωή του. Το πρόσωπό του ήταν αδύνατο με βαθουλωτά μάγουλα και το χρώμα του αρρωστημένο κίτρινο. Όταν μπήκε μέσα κατευθύνθηκε στον γέροντα κι αφού υποκλίθηκε βαθιά ζήτησε να τον ευλογήσει, ενώ δικαιολογήθηκε για την αργοπορία του ότι δεν έφταιγε αυτός, αλλά ο υπηρέτης του πατέρα του, που του είπε λάθος ώρα συνάντησης. Αφού υποκλίθηκε και στον πατέρα του κάθισε στη θέση του. Τότε ο πατέρας του σηκώθηκε όρθιος εκνευρισμένος κι άρχισε να τον κατηγορεί και να λέει ότι είναι ένας άσωτος υιός που ξοδεύει πολλά, δανείζεται συνέχεια και του χρωστά πολλά χρήματα. Όμως δεν είναι μόνο αυτό, ενώ έχει ευυπόληπτη αρραβωνιαστικιά, ξελογιάστηκε με μια ήδη πολιτικά παντρεμένη. Τότε σηκώθηκε νευριασμένος ο Ντμίτρι κι ανταπέδωσε τις κατηγορίες, ότι μ’ αυτή τη γυναίκα ο πατέρας του ερωτοτροπούσε και πήγε να τον μπλέξει δίνοντάς της τα γραμμάτια που είχε υπογράψει στον πατέρα του, με σκοπό να τον εκβιάσει και να τον κλείσει στη φυλακή. Είπε μάλιστα ότι τα ήξερε όλα αυτά από την ίδια τη γυναίκα, που του τα ομολόγησε κι αν υπάρχει τέτοιος πατέρας δεν αξίζει να ζει. Εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε ο γέροντας και κατευθυνόμενος προς τον Ντμίτρι υποκλίθηκε βαθιά μπροστά του, μέχρι που το μέτωπό του άγγιξε το έδαφος και υποκλινόμενος προς κάθε κατεύθυνση έλεγε να τον συγχωρήσουν. Ο Ντμίτρι μη γνωρίζοντας τι σήμαιναν όλα αυτά όρμησε έξω από το κελί και τον ακολούθησαν και οι άλλοι πριν καλά καλά χαιρετήσουν τον γέροντα. Ο Αλιόσα δεν κατάφερε να ρωτήσει τον γέροντα γι’ αυτό που έκανε, αλλά όταν βγήκε έξω από τη σκήτη για να πάει προς την τραπεζαρία, τον συνάντησε ο φοιτητής της Θεολογίας ο Ρακίτιν. Αυτός του είπε ότι ο γέροντας είναι πραγματικός μάντης, γιατί μάντεψε πως στο σπίτι του Αλιόσα θα γινόταν ένα έγκλημα. Ότι δηλαδή ο αδελφός του θα σκότωνε τον πατέρα του, γι’ αυτό ο γέροντας γονάτισε μπροστά στον Ντμίτρι για να δείξει το φονιά. Ο Αλιόσα έντρομος συμφώνησε μεν, αλλά παρ’ όλα αυτά υπεραμύνθηκε τ’ όνομα του αδελφού του λέγοντας πως μπορεί να ήταν γλεντζές, ήταν όμως τίμιος. Τότε ο Ρακίτιν του είπε ότι κανείς δεν ξεφεύγει από την κληρονομιά του, διότι όλοι τους σαν παιδιά του πατέρα τους είχαν κληρονομήσει τη φιληδονία, και την αγάπη του χρήματος και ότι για χάρη μιας όμορφης γυναίκας μπορεί κι ένας τίμιος άντρας να φτάσει μέχρι σε φόνο και μάλιστα του είπε ότι είχε κυκλοφορήσει στη γειτονιά ότι ο Ιβάν θα πάρει την αρραβωνιαστικιά του Μίτια, την Κατερίνα Ιβάνοβνα, πλούσια, αριστοκράτισσα και κόρη συνταγματάρχη, αφού μόνος του ο Μίτια του την παραχωρεί, προκειμένου να γλυτώσει απ’ αυτή για να πάει με την Γκρούσενκα, πρώην σπιτωμένη του γερο-εμποράκου, έκφυλου μουζίκου και προεστού Σαμσόνοφ, την οποία ορέγεται και ο πατέρας του. Όσο γι’ αυτήν του είπε ότι παίζει το παιχνίδι της, τους χρησιμοποιεί και τους δυο μέχρι να διαπιστώσει ποιος τη συμφέρει καλύτερα.

Ο Φιόντορ Πάβλοβιτς πριν αναχωρήσει από το μοναστήρι και στην τραπεζαρία όπου ήταν όλοι συγκεντρωμένοι για φαγητό παρουσία του ηγούμενου, άρχισε πάλι τους θεατρινισμούς του και θέλοντας να δείξει πως δεν εκτιμά καθόλου τους μοναχούς, άρχισε να

πετά υπονοούμενα ότι σε πολλά μοναστήρια κυκλοφορούσαν άσχημες φήμες που έφτασαν μέχρι τον αρχιερέα, ότι δήθεν η αποδοχή των γερόντων ήταν υπερβολική και ότι δήθεν οι γέροντες έκαναν κακή χρήση της μυστικότητας της εξομολόγησης. Επίσης επετέθη εναντίον τους λέγοντάς τους ότι κάνοντας νηστεία περιμένουν την ανταμοιβή τους από τον Ουρανό και ότι δεν είναι σωστό να κλείνονται στα μοναστήρια, έχοντας εξασφαλισμένο φαΐ, για να σώσουν την ψυχή τους, αλλά να γίνουν ενάρετοι μέσα στη ζωή, να γίνουν χρήσιμοι μέσα στην κοινωνία και να μην περιμένουν βοήθεια από τον εργάτη, το μουζίκο, το δουλευτή που τους φέρνουν τις δεκάρες τους με τα ροζιασμένα τους χέρια, γιατί είναι σα να ρουφάνε το αίμα του λαού αυτοί οι άγιοι πατέρες. Τέλος φεύγοντας διέταξε το γιο του Αλεξέι να παρατήσει το μοναστήρι και να πάει στο σπίτι να ζήσει μαζί του.

Το σπίτι του Φιόντορ Πάβλοβιτς ήταν στο κέντρο της πόλης, μεγάλο με πολλά μικρά δωμάτια. Στην αυλή του σπιτιού ήταν κτισμένο ένα παράσπιτο, όπως το έλεγαν κι εκεί έμενε το υπηρετικό προσωπικό που ήταν ο γερο- Γκριγκόρι με τη γυναίκα του τη Μάρφα και μαζί τους έμενε κι ο υπηρέτης Σμερντιακόφ, ο οποίος γεννήθηκε στο πλυσταριό του σπιτιού του Φιόντορ από την τρελή της περιοχής όπως την έλεγαν οι κάτοικοι, που πήγε να γεννήσει εκεί καθότι άστεγη. Πολλοί υποστήριξαν ότι πατέρας του νεογέννητου ήταν ο Φιόντορ Πάβλοβιτς πάνω στο μεθύσι του. Το παιδί, πρώτος το βρήκε ο Γκριγκόρι κι αφού το δικό του παιδί μόλις είχε πεθάνει σχεδόν νεογέννητο, το κράτησαν και το μεγάλωσαν αυτός και η γυναίκα του. Το βάφτισαν, το ονόμασαν Πάβελ, πατρώνυμο όμως δώσανε το Φιόντορ και επώνυμο πήρε από το παρατσούκλι της μάνας του, που τη φώναζαν Σμερντιάσαγια, και το έκαναν Σμερντιακόφ.

O Αλιόσα πηγαίνοντας για το σπίτι συνάντησε τον αδελφό του Ντμίτρι, ο οποίος του εκμυστηρεύτηκε ότι είναι ερωτευμένος τρελά με την Γκρούσενκα και ότι θέλει οπωσδήποτε να την παντρευτεί, όμως έπρεπε να ξεκαθαρίσει πρώτα με την αρραβωνιαστικιά του την Κατερίνα Ιβάνοβνα, αλλά μη έχοντας το θάρρος ο ίδιος να της μιλήσει, τον παρακάλεσε να πάει αυτός και να της πει ότι ο Ντμίτρι δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτήν. Επίσης του εκμυστηρεύτηκε ότι γνώριζε πως ο αδελφός τους ο Ιβάν ήταν ερωτευμένος μαζί της και θα ήταν καλύτερα να την πάρει αυτός που είναι μορφωμένος όπως κι εκείνη, γιατί της άξιζε καλύτερα ο Ιβάν απ’ ότι αυτός. Όταν έφτασε στο σπίτι βρήκε τον Ιβάν και τον πατέρα του να έχουν φάει κι ήταν στο στάδιο του καφέ και του ποτού. Ο Φιόντορ έπινε κονιάκ κι άρχισε να αμπελοφιλοσοφεί και να ρωτάει τους γιους του αν υπάρχει Θεός κι αθανασία της ψυχής. Ο μεν Ιβάν απαντούσε πως όχι, ενώ ο Αλιόσα απαντούσε πως ναι. Τότε ξαφνικά όρμησε ο Ντμίτρι μέσα στην κάμαρα και φώναζε να του πουν, πού έκρυψαν την Γκρούσενκα, γιατί καθώς την παρακολουθούσε την είδε να μπαίνει στο σπίτι. Κανείς δεν ήξερε τίποτα γιατί δεν την είχαν δει, και μην πιστεύοντας ο Ντμίτρι όρμησε προς τον πατέρα του τον πέταξε κάτω και τον πάτησε με το πόδι του στο πρόσωπο. Φεύγοντας θυμωμένος είπε ότι δε θα του γλύτωνε γιατί κάποια στιγμή θα τον σκότωνε. Ο Αλιόσα προσπάθησε να προστατέψει τον πατέρα του, γιατί δεν ήθελε να γίνει ο φόνος. Ο Ιβάν κράτησε ουδέτερη στάση, γιατί πίστευε πως η διαφορά τους έπρεπε να λυθεί μέσα στις καρδιές τους κι ότι αν κάποιος επιθυμεί το θάνατο του άλλου, έχει το δικαίωμα να το κάνει, εφ’ όσον έτσι ζουν όλοι οι άνθρωποι. Μετά απ’ αυτό το περιστατικό ο Αλιόσα έφυγε από το σπίτι και κατευθύνθηκε προς το σπίτι της Κατερίνα Ιβάνοβνα, όπου εκεί τον περίμενε μια έκπληξη. Στο σπίτι της Κατερίνα είχε πάει να την επισκεφτεί η Γκρούσενκα, η οποία όσο δεν ήταν ο Αλιόσα της είχε υποσχεθεί πως θα εγκατέλειπε τον Μίτια προκειμένου να παντρευτεί τον πρώτο της αγαπητικό που ήταν στρατιωτικός και είχε παντρευτεί μια άλλη και ότι τώρα που χώρισε γύρισε σ’ αυτήν. Μόλις όμως ήρθε ο Αλιόσα δεν μπόρεσε να υποστηρίξει αυτά που είχε πρωτοπεί στην Κατερίνα και φεύγοντας της είπε ότι δεν μπορεί να της υποσχεθεί ότι θα παρατήσει τον Μίτια. Ο Αλιόσα μάταια προσπάθησε να ηρεμήσει την Κατερίνα, η οποία έκλαιγε ασταμάτητα. Όταν σηκώθηκε να φύγει, η υπηρέτρια του έδωσε ένα ροζ φάκελο, από την οικογένεια Χοχλακόφ. Φεύγοντας, κατευθύνθηκε προς το μοναστήρι. Στο δρόμο συνάντησε τον Μίτια, ο οποίος τον περίμενε για να μάθει νέα. Αφού του τα διηγήθηκε όλα με κάθε λεπτομέρεια, χώρισαν οι δρόμοι τους και ο Αλιόσα όταν έφτασε στο μοναστήρι έμαθε για την άσχημη κατάσταση της υγείας του γέροντα και υποσχέθηκε να μη βγει από το μοναστήρι μέχρις ότου αναπαυθεί ο γέροντας. Όταν έμεινε μόνος στο δωμάτιό του, πρώτα προσευχήθηκε και μετά διάβασε το γράμμα που ήταν από τη Λιζ Χοχλακόβα, η οποία του έγραφε ότι τον αγαπάει και θέλει να ζήσει μαζί του μέχρι το θάνατο. Την επομένη το πρωί ο γέροντας σηκώθηκε πιο καταβεβλημένος κι επειδή διαισθανόταν το θάνατό του κάλεσε όλους τους μοναχούς για να τους ασπαστεί και να τους συμβουλέψει όπως συνήθιζε να κάνει. Η τελευταία συμβουλή που

τους έδωσε ήταν να μην ξεχνούν ποτέ ότι αυτοί ήταν πιο αμαρτωλοί από τους λαϊκούς, γι’ αυτό άλλωστε και κλείστηκαν στο μοναστήρι και ότι για να επιτευχθεί ο σκοπός της απομόνωσής τους, θα πρέπει να παραδεχτούν ότι όχι μόνο είναι χειρότεροι όλων των λαϊκών, αλλά κι ένοχοι για τους πάντες και τα πάντα, απέναντι σε όλους τους ανθρώπους για όλα τα ανθρώπινα αμαρτήματα, τα παγκόσμια και τα ατομικά, διότι αυτή η συνειδητοποίηση είναι το επιστέγασμα του μοναστικού δρόμου, αλλά και του κάθε ανθρώπου στη γη. Τους τόνισε επίσης να μην είναι υπερόπτες ούτε στους ασήμαντους, αλλά ούτε στους σημαντικούς. Να μη μισούν κανένα και να προσεύχονται για όλους, πιστούς και μη πιστούς και να μην είναι φιλοχρήματοι.

Στο μεταξύ ο Αλιόσα βρήκε ευκαιρία να φύγει και να πάει μέχρι το σπίτι της Λιζ, όπου εκεί βρήκε την Κατερίνα Ιβάνοβνα και τον αδελφό του Ιβάν να λογομαχούν και να υποστηρίζει η Κατερίνα ότι θα μείνει πιστή στον Ντμίτρι κι ας μην τη θέλει αυτός. Οπότε ο Ιβάν υποσχέθηκε να φύγει από εκεί, να πάει στη Μόσχα ή στο εξωτερικό και να μην ξαναγυρίσει ποτέ. Μετά από λίγο συναντήθηκε ο Ιβάν με τον Αλιόσα σε μια ταβέρνα όπου προσπάθησαν να γνωριστούν καλύτερα πριν την αναχώρηση του. Πάνω στην κουβέντα ρώτησε ο Ιβάν τον Αλιόσα αν πιστεύει ότι υπάρχει Θεός και Αθανασία της ψυχής και του είπε ότι εκείνος μεν πιστεύει ότι μπορεί να υπάρχει Θεός, αλλά του είναι δύσκολο να αγαπήσει τον πλησίον του, όπως πραγματικά το εννοεί ο Χριστός, και του διηγήθηκε πολλά γεγονότα γύρω από τη σκληρή και βάναυση συμπεριφορά των ανθρώπων σε άνθρωπο και κυρίως βάναυση συμπεριφορά εναντίον μικρών παιδιών, που τη θεωρούσε απαράδεκτη. Συνεχίζοντας του είπε ότι δεν μπορεί να αγαπάει όλους τους ανθρώπους, γιατί υπάρχουν κι άνθρωποι που κατά την άποψή του είναι πολύ δύσκολο ν’ αγαπηθούν αφού μέσα τους κρύβουν ένα κτήνος της οργής ή της ηδονικής έξαψης, διότι δεν εξηγείται αλλιώς πώς μπορούν και βασανίζουν παιδιά ή ραβδίζουν ανθρώπους μέχρι θανάτου ή να χαίρονται που στέλνουν για εκτέλεση κάποιον που στην ουσία το φταίξιμο δεν είναι δικό του. Τέλος του είπε ότι του είναι δύσκολο να καταλάβει γιατί συμβαίνουν όλα αυτά. Σίγουρα γι’ όλα αυτά ευθύνονται οι άνθρωποι οι οποίοι αφού τους δόθηκε ο Παράδεισος αυτοί τον απαρνήθηκαν, γνωρίζοντας ότι θα δυστυχήσουν, όμως ήθελε να μάθει τι φταίνε τα παιδιά και τιμωρούνταν έτσι κι επιθυμούσε να δει δικαιοσύνη στον κόσμο όσο ζούσε, τονίζοντας ότι αυτός ήταν ο δισταγμός του και δεν μπορούσε να αναφωνήσει «Δίκαιος είσαι Κύριε». Το αιτιολόγησε κιόλας με μια ιστορία δική του, που διηγήθηκε στον αδελφό του, όπου δήθεν εμφανίστηκε ο Χριστός, αλλά οι άνθρωποι ήταν σαν να υπάκουαν μόνο στον Πάπα κι ότι αυτός είπε στο Χριστό να γυρίσει πίσω γιατί οι άνθρωποι δεν τον χρειάζονται πλέον, εφόσον οι ιερείς που ήταν απεσταλμένοι του, κατάφεραν να αναλάβουν και να χειραγωγούν πλέον τους ανθρώπους. Τον κατηγόρησε δε τον Ιησού ότι έφταιξε που προτίμησε την ελεύθερη αγάπη του ανθρώπου και μ’ αυτόν τον τρόπο άφησε απεριόριστη ελευθερία στους ανθρώπους. Τότε οι άνθρωποι αισθάνθηκαν μόνοι τους, γιατί έπρεπε μόνοι τους να αποφασίσουν πιο είναι το καλό και πιο το κακό και μπερδεμένοι καθώς ήταν απ’ αυτή την ελευθερία επιλογής, απαρνήθηκαν κι ακόμα αμφισβήτησαν τη μορφή και την αλήθεια του. Συμπλήρωσε λέγοντας ότι μ’ αυτόν τον τρόπο έβαλε μόνος του τη βάση για την καταστροφή του βασιλείου του και γι’ αυτό δεν έπρεπε να κακίζει κανέναν γι’ αυτό το κατάντημα. Του υπέδειξε δε ότι υπήρχαν τρεις δυνάμεις που μπορούσαν να αιχμαλωτίσουν τη συνείδηση των ανθρώπων, που είναι το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος, που όμως κι αυτές τις απέρριψε με το παράδειγμά του. Δυστυχώς όμως οι άνθρωποι δεν ήταν σε θέση να ζήσουν χωρίς θαύματα και γι’ αυτό υποκλίνονταν μπροστά στους κομπογιαννίτες, στις μάγισσες, στους άθεους και στους αιρετικούς, που τους υπόσχονταν θαύματα. Η τωρινή μοίρα των ανθρώπων ήταν ταραχή, σύγχυση και δυστυχία κι εδώ ήρθε το έργο της εκκλησίας για να απαλύνει τον αδύναμο άνθρωπο κι έτσι ήταν αυτή που στήριξε το έργο του Κυρίου στο θαύμα, στο μυστήριο και στο κύρος. Τότε οι άνθρωποι χάρηκαν που κάποιος τους οδήγησε σαν κοπάδι κι έφυγε επιτέλους από τις καρδιές τους το τρομαχτικό βάρος της ελευθερίας που τους έφερε τόσα βάσανα. Στο σύνολό της η ανθρωπότητα έτεινε να οργανώνεται σε παγκόσμια κλίμακα και όσο πιο ψηλά ήταν οι λαοί τόσο πιο δυστυχισμένοι ήταν, διότι συνειδητοποιούσαν την ανάγκη της παγκοσμιότητας στην ένωση των ανθρώπων και είδαν κάποιους σαν τον Τιμούρ και τον Τσενγκίς Χαν πώς εφόρμησαν σα λαίλαπες πάνω στη γη, πασχίζοντας να καταχτήσουν την υφήλιο, διότι κι αυτοί ένιωσαν την ανάγκη για παγκόσμια και γενική συνένωση των λαών. Αλλοίμονο όμως αν δεν υπήρχε η Εκκλησία, η κατάληξη θα ήταν η ανθρωποφαγία. Η Εκκλησία ήταν αυτή που τους έκανε ευτυχισμένους, διότι είχαν πειστεί ότι έπρεπε να υποταχτούν στην Εκκλησία και να απαρνηθούν την ελευθερία τους υπέρ

αυτής. Άλλωστε αυτή ήταν που έπαιρνε τον άρτο τους, που έφτιαχναν με τα ίδια τους τα χέρια, και μετά τους τον μοίραζε, κι αυτοί χαίρονταν γιατί τον έπαιρναν από τα χέρια της Εκκλησίας. Υποστήριξε λοιπόν, ότι οι αδύναμοι άνθρωποι έπρεπε να υποταχτούν στην Εκκλησία για να είναι ευτυχισμένοι, διότι τότε τους δόθηκε η ήρεμη και ταπεινή ευτυχία. Πείστηκαν ότι δεν έπρεπε να είναι περήφανοι, όμως αδύναμοι καθώς ήταν έπρεπε να σφιχτούν γερά γύρω από την Εκκλησία σαν τα κλωσόπουλα γύρω από την κλώσα. Έπρεπε να θαυμάζουν την Εκκλησία συγχρόνως όμως να τη φοβούνται. Τους επέτρεψε και την αμαρτία, όμως συγχρόνως αν μετάνιωναν, την αμαρτία θα την έπαιρνε απάνω της η Εκκλησία κι έτσι αυτοί θα συγχωρούνταν. Μ’ αυτόν τον τρόπο λάτρεψαν σαν ευεργέτη την Εκκλησία, που ανέλαβε ενώπιον του Θεού τις αμαρτίες τους. Όταν τέλειωσε ο Ιβάν την εξιστόρησή του, ο Αλιόσα που παρακολουθούσε χωρίς να τον διακόψει του είπε πως αυτά που είπε πριν από λίγο ήταν σα να φωτογράφιζε τη Ρώμη με τους Ιησουίτες και αυτά δεν είχαν καμία σχέση με την Ορθόδοξη πίστη. Κι αυτόν που παρουσίασε σαν Πάπα, απλά δεν πίστευε στο Θεό. Ο Ιβάν του απάντησε αμέσως ότι μπορεί να ήταν έτσι όμως έστω κι ένας αν βρισκόταν σαν αυτόν κι ετίθετο επικεφαλής σ’ αυτό το κίνημα, θα ήταν πολύ επικίνδυνο, διότι ήθελε να αποκρύψει την αλήθεια από το λαό και να την κρατήσει σαν εφτασφράγιστο μυστικό. Επίσης του είπε ότι και οι μασόνοι πρέπει να έχουν φυλαγμένο παρόμοιο μυστικό, γι’ αυτό οι Καθολικοί τους μισούν, γιατί τους βλέπουν σαν ανταγωνιστές και διασπαστές της ιδέας. Σε λίγο άρχιζε να βραδιάζει κι έτσι τα δυο αδέλφια αφού αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν αποχαιρετίσθηκαν κι ο μεν Αλιόσα τράβηξε κατά το μοναστήρι, ο δε Ιβάν τράβηξε κατά το σπίτι του πατέρα του. Την επομένη ο Ιβάν αναχώρησε για τη Μόσχα, αφού χαιρέτησε τον πατέρα του.

 

b2a

 

O Αλιόσα όταν έφτασε στο μοναστήρι βρήκε το γέροντα Ζωσιμά ακόμα ζωντανό και να συζητά με τους πιο στενούς φίλους και συνεργάτες του, τον Ιερομόναχο Ιωσήφ, τον πατέρα Παΐσιο, τον Ιερομόναχο Μιχαήλ τον απλό μοναχό αδελφό Άνθιμο, το δόκιμο Πορφύριο και μερικούς επισκέπτες. Μόλις μπήκε πλησίασε τον γέροντα κι έκλαψε γοερά. Τότε ο γέροντας τον ευλόγησε και του είπε ότι πρέπει να φύγει από το μοναστήρι, να πάει να ζήσει στον κόσμο σαν καλόγερος. Του είπε επίσης ότι θα έχει πολλούς αντιπάλους, όμως ακόμα και οι εχθροί του θα τον αγαπούν. Ακόμα του φανέρωσε και το λόγο που ο ίδιος τον αγάπησε, γιατί του θύμιζε τον αγαπημένο του αδελφό, που τον έχασε όταν ήταν 17 ετών κι αυτός εννέα. Συνέχισε να διηγείται σαν κινηματογραφική ταινία τη ζωή του, λέγοντας πως ήταν αξιωματικός του στρατού κι όταν θίχτηκε ο εγωισμός του από μια γυναίκα, που τον παράτησε και παντρεύτηκε κάποιον άλλον, ζήτησε να μονομαχήσει με τον αντίπαλό του, όμως ξαφνικά το μετάνιωσε, ζήτησε συγχώρησε κι έγινε η αιτία να κλειστεί σε μοναστήρι, διότι διαπίστωσε πως η ζωή είναι ο παράδεισος κι αυτός ο παράδεισος είναι κρυμμένος μέσα σε κάθε άνθρωπο. Ταυτόχρονα τους διηγήθηκε σκηνές από τη Bίβλο, όπως για τον Ιώβ και τον Ιωσήφ και συνέχισε με αναφορές στην Καινή διαθήκη, για να τους υπενθυμίσει ότι δε χρειάζεται τίποτε παραπάνω να ξέρει ο απλός λαός για να πιστέψει. Αρκεί ένας μικρός σπόρος να πέσει στην ψυχή του, αυτός θα κρύβεται μέσα του για όλη του τη ζωή σα φωτεινό σημάδι και σα μεγάλη υπενθύμιση. Συνεχίζοντας τους τόνισε πως αν ο άνθρωπος καταλάβει πως είναι ένοχος για όλα και για όλους, ανεξάρτητα από τις δικές του αμαρτίες, τότε θα έχει κατακτήσει το βασίλειο των ουρανών στην πραγματικότητα. Αυτό βέβαια θ’ αργήσει, γιατί οι άνθρωποι πρέπει να στραφούν ψυχικά σε άλλο δρόμο κι αν ο άνθρωπος δε γίνει στ’ αλήθεια αδελφός του καθενός τότε δεν μπορεί να έχει αδελφοσύνη, μιας και σήμερα ο καθένας απομονώνεται στην ακρούλα του, ο καθένας απομακρύνεται από τον άλλο και καταλήγει να απωθείται και να απωθεί τους ανθρώπους και δεν έχει αντιληφθεί ότι η αληθινή ασφάλεια του ατόμου, βρίσκεται όχι στην προσωπική μεμονωμένη προσπάθειά του, αλλά στην κοινή ανθρώπινη ολότητα. Oι άνθρωποι, συνέχισε, διακήρυξαν την ελευθερία τους, μόνο που για ελευθερία θεωρούν την ικανοποίηση των αναγκών τους και μ’ αυτόν τον τρόπο οι πλούσιοι κερδίζουν την αποξένωση και την πνευματική αυτοκτονία και οι φτωχοί το φθόνο και το έγκλημα γιατί δεν έχουν την οικονομική ευχέρεια να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους ή ακόμα το ρίχνουν και στο ποτό. Τους είπε επίσης να μη διστάζουν ν’ αγαπούν τον άνθρωπο ακόμα κι όταν αμαρτάνει και ιδιαίτερα τα παιδιά, που είναι αναμάρτητα και είναι σαν άγγελοι. Επίσης τους παρότρυνε ν’ αγαπούν όλα τα δημιουργήματα του Θεού, τα ζώα, τα φυτά, κάθε φυλλαράκι, κάθε θεϊκή ηλιαχτίδα, γιατί όποιος αγαπήσει κάθε πράγμα θα δει το θεϊκό μυστήριο σε κάθε πράγμα κι έτσι θ’ αγαπήσει όλον τον κόσμο με μια ολοκληρωτική, παγκόσμια αγάπη και βέβαια πάντα με ταπεινή αγάπη. Ξαφνικά ο γέροντας ένιωσε έναν πόνο στην καρδιά, σηκώθηκε γονάτισε στο έδαφος έσκυψε βαθιά το πρόσωπο κι άρχισε να φιλά το χώμα, άπλωσε τα χέρια του σα σε χαρούμενη έκσταση και αφού προσευχήθηκε λέγοντας «Κύριε στείλε ειρήνη και φώτιση στους ανθρώπους σου», παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο. Αφού τον τακτοποίησαν στο φέρετρο ανέλαβαν να διαβάζουν το Ευαγγέλιο πότε ο πατήρ Παΐσιος και πότε ο Ιερομόναχος Ιωσήφ και πλήθος κόσμου συνέρρεε για να τον προσκυνήσει. Όμως συνέβη κάτι που αναστάτωσε τους πάντες κι έκανε τους εχθρούς του και τους άπιστους να χαίρονται και τους πιστούς να αμφιβάλλουν. Από το φέρετρο έβγαινε μια μυρωδιά αποσύνθεσης, που δεν είχε ξαναπαρουσιαστεί σε άλλους μοναχούς που είχαν αποδημήσει εις Κύριον και μάλιστα η παράδοση για τους άλλους έλεγε ότι κείτονταν στα φέρετρά τους σα ζωντανοί και κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί στο φέρετρο του γέροντα Ζωσιμά εκδηλώθηκε ένα τέτοιο φαινόμενο. Αμέσως κάποιοι άρχισαν να λένε δυνατά ότι οι άνθρωποι τον αποκάλεσαν άγιο και άρα η κρίση του Θεού δεν ήταν ίδια με την ανθρώπινη. Και μάλιστα οι μοναχοί που τον ζήλευαν άρχισαν πιο έντονα να εκφράζονται μεγαλόφωνα αρνητικά ως προς την αγιοσύνη του. Μάταια οι μοναχοί που πρόσκειντο στο γέροντα προσπαθούσαν να πείσουν τους συναθροισμένους ότι δεν έχει να κάνει η μυρωδιά του νεκρού και η σωματική αφθαρσία με την αγιοσύνη κάποιου και σαν παράδειγμα τους ανέφεραν τι συνέβαινε στον Άθωνα, όπου εκεί κοιτούσαν μόνο τα κόκκαλα του αποθανόντος. Αν ήταν κίτρινα σαν κερί τότε ο Θεός τον αξίωνε εγκωμίου, ενώ αν ήταν μαύρα όχι. Δυστυχώς όμως ούτε αυτά τα λόγια κατάφεραν ν’ αλλάξουν τη γνώμη του πλήθους, αντίθετα άρχισαν να εκτοξεύουν μομφές και κατηγόριες για τον γέροντα. Ο Αλιόσα που έως εκείνη την ώρα έκλαιγε γοερά για το θάνατο του αγαπημένου του γέροντα, μάζεψε τα πράγματά του και αμίλητος έφυγε από το μοναστήρι.

 

 

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

Ο Αλιόσα έφυγε από το μοναστήρι γεμάτος θλίψη, όχι γιατί έπαψε να πιστεύει στην αγιοσύνη του γέροντα, αλλά περίμενε διαφορετικά τη δικαιοσύνη. Περίμενε ο άγιος αυτός άνθρωπος ν’ ανυψωθεί πάνω απ’ όλους κι αντί να δοξαστεί, όπως του άξιζε, κατακρημνίστηκε ξαφνικά και καταντροπιάστηκε. Τα ερωτήματα που έθετε και τον βασάνιζαν ήταν: «γιατί, ποιος το αποφάσισε και ποιος μπορούσε να κρίνει έτσι;» Η καρδιά του δεν άντεχε το γεγονός αυτό και βασανιζόταν, επειδή ο πιο ενάρετος άνθρωπος παραδόθηκε στον ειρωνικό και κακιωμένο εμπαιγμό, του κατώτερου απ’ αυτόν, όχλου. Στο δρόμο του βρέθηκε ο Ρακίτιν ο φοιτητής της θεολογίας, ο οποίος βλέποντάς τον έτσι αποφάσισε δήθεν να τον ευχαριστήσει και του πρότεινε να πάνε στην Γκρούσενκα για να διασκεδάσουν. Ο Ρακίτιν το πρότεινε δειλά και δεν περίμενε ο Αλιόσα να δεχτεί. Ο Αλιόσα όμως δέχτηκε κι η καρδιά του Ρακίτιν ευχαριστήθηκε διπλά, πρώτον γιατί ήθελε να εκδικηθεί αυτόν και τον αδελφό του, για κάτι προσβολές, που του είχαν κάνει και δεύτερον, γιατί ήθελε να δει τον εξευτελισμό του ενάρετου και τον ξεπεσμό του “αγίου” Αλιόσα στους αμαρτωλούς.

Η Γκρούσενκα ζούσε στο κέντρο της πόλης σ’ ένα παράσπιτο τριών δωματίων που το νοίκιασε γι’ αυτήν ο έμπορος Σαμσόνοφ, όταν την έφερε από μια επαρχιακή πόλη σε ηλικία 17 ετών, φτωχή κι αδύνατη. Μέσα σε 4 χρόνια η αξιολύπητη ορφανή έγινε μια ροδαλή και αφράτη Ρωσίδα, που πάρα πολλοί την ήθελαν, αλλά σε κανέναν δεν έδινε ελπίδες. Ο Σαμσόνοφ λίγο πριν πεθάνει της έδωσε κάποια χρήματα και τη συμβούλευσε πώς να τα αξιοποιήσει και πώς να συνεχίζει να διαχειρίζεται τα χρήματά της για να είναι αυτάρκης κι έτσι έγινε σαν ένα είδος εμπόρισσας κυρίως εξαγοράζοντας γραμμάτια για λίγα καπίκια και πουλώντας τα από καπίκια σε ρούβλια. Επίσης ο Σαμσόνοφ όταν έμαθε τη σχέση της με τον Φιόντορ και το γιο του Ντμίτρι, τη συμβούλεψε να προτιμήσει τον πατέρα με τον όρο να την παντρευτεί και να της γράψει κάποια περιουσία και ν’ απομακρυνθεί από τον Ντμίτρι, διότι μ’ αυτόν δεν υπήρχε μέλλον. Η Γκρούσενκα επίσης είχε και δυο υπηρέτριες μια πολύ γριά μαγείρισσα και μια νέα καμαριέρα την εγγονή της γριάς.

Όταν μπήκαν μέσα στο σπίτι τα δυο αγόρια, η Γκρούσενκα ήταν ξαπλωμένη στο μεγάλο καναπέ της. Τη βρήκαν ντυμένη με καλά δαντελένια φορέματα σαν κάποιον να περίμενε. Με το που τους είδε η Γκρούσενκα τους καλοδέχτηκε κι αφού κάθισαν πήγε και κάθισε στα γόνατα του Αλιόσα και του εξομολογήθηκε ότι τον αγαπάει με μια αγάπη όμως διαφορετική κι αγνή. Ο δε Αλιόσα έχοντάς την στα πόδια του αισθανόταν τελείως διαφορετικά δεν τον τρόμαζε πια αυτή η «τρομαχτική» γυναίκα κι ούτε ένιωσε το φόβο που ένιωθε μέσα του με τη σκέψη της κάθε γυναίκας, αντίθετα την αποκάλεσε αδελφή του. Η Γκρούσενκα όταν το άκουσε αυτό, σηκώθηκε κι έδωσε 25 ρούβλια στον Ρακίτιν, διότι του τα χρωστούσε, επειδή της έφερε τον Αλιόσα, όμως μετανιωμένη άρχισε να λέει στον Αλιόσα ότι ήθελε να τον καταστρέψει, γι’ αυτό εξαγόρασε τον Ρακίτιν, για να καταφέρει να τον φέρει στο σπίτι της, επειδή κάθε φορά που συναντιόντουσαν ενώ εκείνη τον κοιτούσε, εκείνος κατέβαζε τα μάτια και την απέφευγε. Ύστερα του εξομολογήθηκε πως όλος αυτός ο θυμός, που είχε, ήταν γέννημα από έναν αξιωματικό που την ατίμασε και την παράτησε και καθημερινά κλαίγοντας σκεφτόταν πώς να τον συναντήσει και να τον εκδικηθεί. Μετά από λίγο εμφανίστηκε μία άμαξα που την είχε στείλει ο πρώην αξιωματικός της, για να την πάει κοντά του κι έτσι οι δυο νέοι έφυγαν από το σπίτι της.

Ο Αλιόσα έφτασε αργά στο μοναστήρι και στη σκήτη βρισκόταν ακόμα το φέρετρο με τον γέροντα και στο πλάι του ο πατέρας Παΐσιος να διαβάζει το Ευαγγέλιο. Τρεις μέρες αργότερα έφυγε για πάντα από το μοναστήρι όπως ήταν κι επιθυμία του γέροντά του.

Ο Ντμίτρι βασανιζόταν εδώ και δυο μέρες, διότι περίμενε ένα ξεκαθάρισμα από την Γκρούσενκα, ή θα ήθελε αυτόν οπότε θα την έπαιρνε μακριά και συγχρόνως θα ξεκίναγε μια καινούρια ζωή ανανεωμένη κι ενάρετη, ή θα διάλεγε τον πατέρα του, που ήταν και η πιο φρικτή επιλογή γι’ αυτόν. Όσο για τον παλιό αρραβωνιαστικό που την εξαπάτησε και παρουσιάστηκε πρόσφατα να την αναζητά, ούτε που έδινε σημασία. Συνεχώς την παρακολουθούσε και την κατασκόπευε, μην τυχόν και πήγαινε στον πατέρα του. Ωστόσο ψάχνοντας να βρει τα 3.000 ρούβλια που χρωστούσε στην Κατερίνα Ιβάνοβνα, επισκέφτηκε πρώτα το γερο-Σαμσόνοφ και κατόπιν την κυρία Χοχλακόβα, που όμως δε στάθηκε τυχερός. Έφυγε σχεδόν κλαίγοντας και πήγε κατευθείαν στο σπίτι της Γκρούσενκα όπου δεν την βρήκε κι αλαφιασμένος καθώς ήταν έβαλε στην τσέπη του ένα χάλκινο γουδοχέρι και πήγε κατευθείαν στο σπίτι του πατέρα του. Φυσικά δεν μπήκε από την κεντρική πόρτα, αλλά πήδηξε από τον πίσω φράχτη μέσα στον κήπο. Όταν χτύπησε σημαδιακά το πρεβάζι, έτσι όπως του είχε μαρτυρήσει ο Σμερντιακόφ, ο πατέρας του νομίζοντας πως είναι η Γκρούσενκα άνοιξε πρώτα το παράθυρο για να βεβαιωθεί και μην μπορώντας να δει, πήγε ν’ ανοίξει και την πόρτα. Εκείνη τη στιγμή όμως ξύπνησε κι ο υπηρέτης ο Γκριγκόρι, ο οποίος αναγνώρισε τον Μίτια και τον έπιασε από το πόδι για να τον σταματήσει. Ο Μίτια όμως, που είχε βεβαιωθεί πως δεν ήταν η Γκρούσενκα στο δωμάτιο του πατέρα του και θέλοντας να φύγει γρήγορα απ’ εκεί, χτύπησε με το γουδοχέρι τον γέροντα, που έπεσε κάτω αιμόφυρτος. Ο Μίτια στην προσπάθειά του να δει αν είναι ζωντανός ή όχι, γέμισε τα χέρια του, τα ρούχα του και το πρόσωπό του με αίμα, που δεν το είχε αντιληφθεί μέσα στη νύχτα. Δεν μπόρεσε να καταλάβει αν ήταν ζωντανός κι επειδή βιαζόταν τον παράτησε κάτω και πετώντας πιο δίπλα το γουδοχέρι, πήδηξε το φράχτη κι έφυγε τρέχοντας προς το σπίτι της Γκρούσενκα, η οποία εντωμεταξύ είχε φύγει με την άμαξα, για να συναντήσει τον αξιωματικό της. Όταν το πληροφορήθηκε αυτό από την καμαριέρα της, αμέσως κατευθύνθηκε προς τον άνθρωπο που του είχε δώσει ενέχυρο τα όπλα του για 10 ρούβλια, τον Πιοτρ Ιλίτς, κρατώντας εκείνη τη στιγμή πολύ περισσότερα χρήματα κι έχοντας πάντα τα χέρια και το πρόσωπο μες το αίμα. Ο Πιοτρ Ιλίτς αφού τον έβαλε να πλυθεί, του έδωσε τα όπλα κι εκείνος τότε έβαλε μια σφαίρα μες το όπλο και του είπε πως κατά τα ξημερώματα θα έβαζε τέρμα στη ζωή του. Μετά από λίγο ο Μίτια με διάφορα τρόφιμα, γλυκίσματα και σαμπάνιες, έφυγε για το Μόκρογε, με τον αμαξά να χτυπά διαρκώς τα άλογα για να φτάσουν γρήγορα. Όταν έφτασαν περασμένες έντεκα, ευτυχώς η παρέα της Γκρούσενκα δεν είχε κοιμηθεί ακόμα και τους συνάντησε όλους στο

σαλόνι. Διέταξε τον ξενοδόχο κι έφερε σαμπάνια και στη συνέχεια έπαιξαν χαρτιά, όμως η τράπουλα ήταν σημαδεμένη και πάντα έχανε ο Μίτια. Αμέσως κατάλαβε ότι αυτοί είναι απατεώνες κι ότι εμφανίστηκαν εκεί μόνο για να πάρουν χρήματα και να εκμεταλλευτούν την Γκρούσενκα, έτσι προσπάθησε να εξαγοράσει τον πρώην αξιωματικό υποσχόμενος να του δώσει 3.000 ρούβλια για να την αφήσει ήσυχη. Δε συμφώνησαν στο διακανονισμό και τσακώθηκαν. Σε λίγο ξεκίνησε το γλέντι με άφθονο κρασί, μεζέδες και γλυκίσματα. Η Γκρούσενκα τότε κατάλαβε ότι ο πρώην αξιωματικός της δεν την αγάπησε ποτέ κι ότι ο Μίτια ήταν αυτός που την αγαπούσε πραγματικά. Η Γκρούσενκα κι ο Μίτια ήπιαν αρκετά μέχρι που κάποια στιγμή μεθυσμένοι κι αποκαμωμένοι πήγαν για ύπνο. Όταν ξύπνησαν είδαν πολλούς ανθρώπους στο δωμάτιο, ανάμεσά τους ο αστυνομικός διοικητής, ο αντιεισαγγελέας, ο δικαστικός ανακριτής κι ο χωροφύλακας κι ο Μίτια κατάλαβε πως πήγαν να τον συλλάβουν για τον Γκριγκόρι. Αυτοί όμως τον κατηγορούσαν για τη δολοφονία του πατέρα του κι έπρεπε να τον συλλάβουν.

Ο Πιοτρ Ιλίτς εντωμεταξύ, τράβηξε κατά το σπίτι του αστυνομικού, όμως ήδη είχε ειδοποιηθεί από γείτονες του Φιόντορ. Ο Πιοτρ όμως επειδή ανησυχούσε μήπως κι αυτοκτονήσει ο Μίτια, γιατί τον είδε με τα μάτια του να βάζει τη σφαίρα στο όπλο, είπε στον αστυνομικό πού βρισκόταν ο Μίτια κι ότι έπρεπε να βιαστούν να τον βρουν. Έτσι όλοι αμέσως πήγαν στο ξενοδοχείο που ήταν ο Μίτια.

Η ανάκριση ξεκίνησε στο χώρο του ξενοδοχείου που βρίσκονταν. Με διάφορες ερωτήσεις που του έκανε ο αντιεισαγγελέας κι ο ανακριτής, ο Μίτια αναγκάστηκε ν’ αρχίσει τη διήγηση με κάθε λεπτομέρεια του τι έκανε πριν τρεις μέρες, πού πήγε, με ποιους συναντήθηκε και για ποιο σκοπό, τα οποία κατέγραφε ο πρακτικογράφος. Τον ρώτησαν αν η πόρτα του σπιτιού ήταν ανοικτή κι εκείνος απάντησε πως η πόρτα ήταν κλειδωμένη γι’ αυτό και πήδηξε από το φράχτη, όμως φυσικά δεν ήθελαν να τον πιστέψουν, γιατί η πόρτα, όπως τους είπε ο Γκριγκόρι στην κατάθεσή του, ήταν ανοικτή. Βέβαια δεν τον πίστεψαν και στο σημείο που είπε, ότι κοίταξε τον πατέρα του μόνο από το παράθυρο, και δεν μπήκε καθόλου στο δωμάτιό του, ενώ ο γιατρός διαβεβαίωσε ότι η δολοφονία έγινε μέσα στο δωμάτιο. Τους εκμυστηρεύτηκε επίσης ότι είχε χτυπήσει συνθηματικά, όπως του είχε υποδείξει ο Σμερντιακόφ, διότι μ’ αυτά τα συνθηματικά θα καταλάβαινε ο πατέρας του, ότι θα ερχόταν η Γκρούσενκα κι έτσι θα άνοιγε το παράθυρο και την πόρτα. Τότε ο αντιεισαγγελέας είπε πως υπήρχε μία πιθανότητα να είναι ο Σμερντιακόφ ο δολοφόνος, πράγμα που ο Μίτια απέκλεισε αμέσως λέγοντάς τους πως αυτός ήταν φοβιτσιάρης και δεν υπήρχε περίπτωση να έκανε κάτι τέτοιο. Ο ίδιος συνεχώς τους έλεγε, ότι αν ευθυνόταν για ένα φόνο θα ήταν για το φόνο του Γκριγκόρι κι όχι του πατέρα του, αλλά αυτοί του απάντησαν ότι ο Γκριγκόρι ζούσε. Μετά από λίγο του έδειξαν έναν κίτρινο φάκελο που τον αναγνώρισε αμέσως ο Μίτια κι είπε μάλιστα ότι είχε μέσα 3.000 ρούβλια για την Γκρούσενκα, αλλά του φανέρωσαν πως οι 3.000 χιλιάδες δεν υπήρχαν. Στην αρχή σάστισε, αλλά μετά φώναξε με βεβαιότητα, πως δολοφόνος ήταν ο Σμερντιακόφ, διότι μόνο αυτός ήξερε για τα χρήματα αυτά, και τους πληροφόρησε μάλιστα ότι αυτός δεν τον είχε δει ποτέ τον φάκελο κι ότι ήξερε πως υπάρχει από τις περιγραφές που του είχε κάνει ο Σμερντιακόφ. Όταν τον στρίμωξαν για καλά αναγκάστηκε να τους μαρτυρήσει πού βρήκε τα χρήματα για το γλέντι και τους είπε πως τα χρήματα αυτά ήταν τα μισά από τα 3.000 ρούβλια που του είχε δώσει η Κατερίνα Ιβάνοβνα για να τα στείλει στην αδελφή της κι ότι αυτός κλέβοντάς τα, ξόδεψε τα μισά μαζί με την αγαπημένη του Γκρούσενκα, πριν ένα μήνα, στο ίδιο μέρος που βρίσκονταν. Τους μπέρδευε όμως το γεγονός ότι είχε διαδώσει πως τα είχε ξοδέψει και τα τρία χιλιάρικα τότε και για να τον πιστέψουν ζητούσαν περισσότερα πειστήρια. Τους εκμυστηρεύτηκε πως στην πραγματικότητα δεν τα είχε ξοδέψει όλα τα λεφτά και κράτησε τα μισά για την περίπτωση, που η Γκρούσενκα ήθελε να τον παντρευτεί, για να έχει χρήματα για όταν θα την έπαιρνε μακριά κι ότι έψαχνε να βρει 3.000 ρούβλια για να τα επιστρέψει στην Κατερίνα Ιβάνοβνα, που της ανήκαν και ντρεπόταν τόσο πολύ που της τα είχε κλέψει.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top