Fractal

Φύλλα φθινοπώρου

Γράφει η Νοέλ Μπάξερ // *

 

oi-anemoi-tou-xronouΟι άνεμοι του χρόνου, της Ελένης Κ. Τσαμαδού, εκδ. Ψυχογιός, σελ. 688

 

Χρυσός και σκουριά. Χειμώνας που ζυγώνει μα και, μακρύτερα, προσδοκία άνοιξης. Μια εποχή, η Βυζαντινή, που λήγει, γονατίζει στο χώμα. Υποκλίνεται στην ερχόμενη εποχή που θα είναι κρύα, παγετός. Αρχή 15ου αιώνα, 1.400 μ.Χ. και εξής, ο χάρτης πάλι αλλάζει. Η Φραγκοκρατία στην Πελοπόννησο συρρικνώνεται για να σβήσει, οι Παλαιολόγοι ετοιμάζονται να στέψουν τον τελευταίο τους αυτοκράτορα ενόσω οι Τούρκοι πλησιάζουν πατώντας, συμβολικά, σε φθινοπωρινά φύλλα.

Το χαρακτηριστικό χρώμα που έχουν τα φύλλα φθινοπώρου επέλεξε η συγγραφέας για την κεντρική ηρωίδα της. Για το χρώμα των μαλλιών της. Από τα μαλλιά της θα αναγνωρίζεται από φίλους κι εχθρούς. Το μεσαιωνικό σκουφάκι θα δυσκολευτεί να κρατήσει κρυφή την μοίρα της, να κρύψει αποτελεσματικά την κοπέλα από την εποχή της. Δεν μένει πέρα αυτό που είναι να ‘ρθεί. Ούτε με ακονισμένα σπαθιά, ούτε με χάδια. Ούτε με προσευχές μα ούτε και με αφορισμούς.

Σε πρώτο πρόσωπο απευθύνεται στον αναγνώστη η κεντρική ηρωίδα στους Ανέμους του Χρόνου. Το όνομά της, Αγνή στα γραικικά, Ανέζα στη φράγκικη, Αγνούλα στη μητρική. Ένας μυθιστορηματικός άνθρωπος που γέννησε η φαντασία της Ελένης Τσαμαδού͘ η ίδια αναφέρεται στην επιστροφή μιας άγνωστής της μεσαιωνικής κοπέλας, και δεν δυσκολεύεται να μας πείσει, γιατί η έμπνευση ενός μυθιστορήματος είναι συμπαντική υπόθεση. Στην φάση της δημιουργίας και σύνθεσης της μυθιστορίας, πριν τα συμπαντικά αφυπνιστούν, η συγγραφέας με δύναμη, με κόπο, άνοιξε μια σχισμή στην πυκνή Ιστορία, στον σκληρό φλοιό του δέντρου της Ιστορίας, που με τα χρόνια είχε πετρώσει τόσο όσο ο μαρμαρωμένος βασιλιάς μας, κι εμβόλισε στην σχισμή, στο νωπό ξύλο με τους τραυματισμένους ρόζους, ένα κοριτσάκι. Για πατέρα του του έδωσε ένα ιστορικό πρόσωπο, τον Κεντυρίωνα Ζαχαρία, τελευταίο Πρίγκιπα της Αχαΐας, και για μητέρα του μια Γραική, μυθιστορηματικό πρόσωπο. Γασμούλα η Αγνή, όπως εκείνη την εποχή αποκαλούσαν τους νόθους που προέρχονταν από μείξη Φράγκου και Γραικής, και το ανάποδο.

Η Αγνή χρειάζεται να φυγαδευτεί από τον τόπο της στα δώδεκά της χρόνια. Μικρή για να πρέπει να σωθεί, μεγάλη για να οφείλει να θυμάται. Θα περάσει καιρό αθέατη στα πυκνά δάση του ψηλού πελοποννησιακού της όρους, φυλαγμένη και προφυλαγμένη. Γιατί είναι ανάγκη αυτό το κορίτσι πάση θυσία να σωθεί. Ο λόγος; Επειδή έχει το φυλαχτό-νόμισμα της μάνας της στο δικό της λαιμό, επειδή έχει προορισμό να αφηγηθεί την ιστορία της εποχής της, να την αφηγείται και να την επαναλαμβάνει για αιώνες, επειδή έχει μπροστά της, χρονικά, μια ιστορική πολιορκία και μια άλωση να ζήσει, στην, όπως λεγόταν στα χρόνια της, Κωνσταντίνου Πόλιν. Πρόσθετα, επειδή έχει να πει στον κόσμο, στην οικουμένη, για τους τελικούς αγώνες ενός αυτοκράτορα, για τις τελευταίες του μέρες και για την ύστατη στιγμή του. Ακόμα, επειδή, θα πρέπει να είναι εκεί για να αποκαταστήσει έναν παρεξηγημένο σοφό θεολόγο πατριώτη. Γιατί είναι μυθιστορηματικά γεννημένη για να μεταφέρει γνώση και πείρα και πίκρα και θαυμασμό. Προορισμένη να περιφέρεται σε ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα και στην συνέχεια στον νου και στην καρδιά σας, των αναγνωστών, με μιαν αγκαλιά φθινοπωρινά φύλλα, και να τα φυλάει από τους ανέμους του χρόνου.

Σκόρπια φύλλα ήταν τότε οι άνθρωποι. Τα κάστρα άλλαζαν χέρια με όπλα και με γάμους. Έφηβες θυγατέρες ηγεμόνων στέλνονταν νύφες σε αγνώστους ηγεμόνες, ή και σε εκβιαστές τυχοδιώκτες ακόμη, προκειμένου να κλείσει μια συμμαχία. Διάδοχοι πέθαιναν με το μητρικό γάλα ακόμη στο στόμα, ενώ γασμούλοι αδελφοί τους ντυνόντουσαν την πανοπλία και κάλπαζαν ευελπιστώντας μιαν ηγεμονία. Λιμοί με γιώτα και λοιμοί με όμικρον γιώτα, ένας λαός εξαθλιωμένος, ξεχαρβαλωμένος, πληγωμένος θεατής.

…Και οι πειρατές να μαίνονται τη θάλασσα. Ούτε από κει η σωτηρία. Επικίνδυνοι οι θαλάσσιοι δρόμοι και στο άκρο, στο κλείσιμο της λεκάνης της Μεσογείου, η Μπαρμπαριά με τα σκλαβοπάζαρά της.

Ανάκατος ο κόσμος κι εκεί, πέρα στην Μπαρμπαριά. Ανακατωμένος. Μουσουλμάνοι, Εβραίοι, οι Χριστιανοί του Πάπα και οι Χριστιανοί του Πατριάρχη. Μαζί και Εθνικοί. Τα αρχαία ελληνικά κείμενα δεν άφησαν τους ολύμπιους θεούς να αναπαυθούν στον Μεσαίωνα. Η συγγραφέας, επιτήδεια, βάζει έναν σοφό γιατρό, καλό μελετητή, τον ντοτόρο Ελιέζερ, να μπαινοβγαίνει σε αυτά τα διαφορετικά σπίτια και να γιατροπορεύει ανθρώπους με αυτό το ενδιαφέρον μείγμα καταγωγής και θρησκειών. Οχλοβοή στα παζάρια, σιωπή στο χαρέμι, καυγάδες στα μαγειρεία, αναστεναγμοί στα στρώματα, ένας παράξενος για μας κόσμος, μαγικός, μαγικά δοσμένος, με πουλιά που αναγγέλλουν τους σεισμούς κελαηδώντας.

Στην ηλικία των χρυσών νιάτων, η κοπέλα με τα φθινοπωρινά μαλλιά θα βρεθεί στον Μυστρά, στο Δεσποτάτο των Παλαιολόγων. Δεσπότης ο Θεόδωρος, αδελφός του αυτοκράτορα Ιωάννη που βασιλεύει άκληρος στην Πόλη. Η μοίρα, θα έλεγα ανυπόφορα ρομαντικά πως την οδήγησε εκεί, αν η Αγνή Ανέζα δεν έψαχνε με το πείσμα της άσβεστης ελπίδας την ταυτότητα της μητέρας της και έναν έρωτα.

Ο Μυστράς λειτούργησε καταλυτικά για την ηρωίδα. Αυτό το δυνατό κάστρο, η καλοκτισμένη καστροπολιτεία, το επιβλητικό τοπίο που ξεπερνάει το ανθρώπινο μέγεθος, και τον ανθρώπινο νου, υπεράνθρωπος τόπος που υπερβαίνει τον άνθρωπο, το ταπεινό μέγεθός του, και τον οδηγεί στο θείο, προσκαλώντας τον να το πλησιάσει, τέλος πάντων να το γυρέψει, να το πιστέψει και να το αναζητήσει στις πολλές εκκλησιές, εκεί η Αγνή θα κατασταλάξει στο εαυτό της και στη φύση της. Σαν μακριές μεταξωτές κλωστές περνούσαν τα χρόνια στο Δεσποτάτο της Κατροπολιτείας. Μαλακά όπως πέφτουν οι δροσοσταλίδες αλλά και σκληρά όπως διαβρώνει το νερό, πέρασε καιρός.

Στο παλάτι θα γνωρίσει την Κλεόπα Μαλατέστα, την σύζυγο του Δεσπότη Θεοδώρου, ανιψιά του Πάπα, χαρακτηριστικός γάμος πολιτικής σκοπιμότητας, ιστορικό πρόσωπο κι αυτή. Μυθιστορηματική ηρωίδα και ιστορική γυναίκα θα δεθούν με φιλία και θα συζητήσουν κιόλας! Η Ελένη Τσαμαδού δένει στο βιβλίο της τόσο αριστοτεχνικά το μυθικό με το ρεαλιστικό, που συχνά ο αναγνώστης θα πρέπει να γυρίσει στην αρχή του βιβλίου όπου υπάρχει λίστα με τα πρόσωπα του έργου για να διαπιστώσει εκεί με έκπληξη ότι το βέβαιο ιστορικό πρόσωπο κατά αυτόν, όπως έχει αποδοθεί και το αντιλαμβάνεται, δεν είναι παρά ακόμη ένας ήρωας βιβλίου γέννημα της δημιουργικής επινόησης της συγγραφέα.

Όπως επινόησή της είναι ο μεγάλος έρωτας της Αγνής Ανέζας και του Αλέξιου Χρυσοβέργη, ενός ανύπαρκτου άνδρα με υπαρκτό επώνυμο! Φανταστική ζωή σε ένα υπαρκτό περιβάλλον σε μια πραγματική ιστορική εποχή. Πού η μυθιστορία και πού η ιστορία! Πόσο αριστοτεχνικά πλέκονται. Μια παράνομη αγάπη που δικαιώνει, πανηγυρικά αθωώνει, τον Έρωτα, φωλιασμένη στις όχθες του Ευρώτα. Ζεσταινόμαστε ως αναγνώστες από την θέρμη του έρωτά τους. Η αφή, που δεν λέει ποτέ ψέματα, εδώ μας μεταφέρει μια μυθιστορηματική αλήθεια.

Στον Μυστρά η Αγνή θα γνωρίσει, επίσης, τον Πλήθωνα. Τον Γεώργιο Γεμιστό. Στις ομιλίες του στη Μονή Βροντοχίου συρρέει ο κόσμος, και μέσα στον κόσμο ο αναγνώστης διακρίνει τη γυναίκα με τα φθινοπωρινά μαλλιά. Μαγεμένη, κι αυτή, ακούει τον μεγάλο φιλόσοφο και λάτρη του Πλάτωνα, ρουφάει γνώση και δέχεται τροφή για χίλιες σκέψεις.

Στους συνομιλητές του Πλήθωνα συναντάει ένα άλλο ιστορικό πρόσωπο, τον μέγα Βησσαρίωνα, που είναι ιστορικά βέβαιο πως τότε κατοικούσε στον Μυστρά, νέος ιερομόναχος, όμως αναγνωρισμένος θεολόγος και ρήτορας ήδη. Τον Βησσαρίωνα ο οποίος, μετέπειτα, στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, θα δεθεί ιστορικά και ακόμη αινιγματικά – η ιστορική έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί – με την τύχη –την ατυχία- του Βυζαντίου. Τον ρόλο που έπαιξε στην Πτώση.

Αποτέλεσμα εικόνας για Οι άνεμοι του χρόνου, της Ελένης Κ. Τσαμαδού

Η συγραφέας Ελένη Τσαμαδού

Ένα δεσπόζων θέμα συζήτησης του κύκλου του Πλήθωνα ήταν η συνείδηση της ελληνικότητας. Δεσπόζων θέμα και στις «συνομιλίες» της Ελένης Τσαμαδού με τους αναγνώστες της. «Εσμέν γαρ ουν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί». «Είμαστε Έλληνες, η συνέχειά τους, όπως μαρτυρεί η γλώσσα και η πατροπαράδοτη παιδεία μας».

Η ηρωίδα εύκολα, άκοπα, πρόθυμα και χωρίς δισταγμό, με τη βοήθεια των λόγων του Πλήθωνα και την θρησκευτική προσωπικότητα του Βησσαρίωνα αναγνωρίζει στα φυλλοκάρδια της, στην ψυχή της, την ρίζα της ελληνικότητας που της φύτεψε η ανατροφή της μητέρας της. Έχουμε να κάνουμε ως αναγνώστες πλέον με μια ηρωίδα ώριμη να ακολουθήσει την ιστορική οδό του Βυζαντίου, τον δρόμο προς την Κωνσταντίνου Πόλιν.

Κι εκεί θα πάει.

Οδεύει λοιπόν προς τη Βασιλεύουσα πλέον του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, στεμμένου στον Μυστρά. «Αυτοκράτωρ Ρωμαίων Παλαιολόγος» η υπογραφή του, δηλωτικό ξεκάθαρο της ταυτότητάς του. Από τον Μυστρά, ακολουθώντας τη διαδρομή της μοίρας εκείνου, η ηρωίδα του μυθιστορήματος φτάνει κι αυτή στην Κωνσταντινούπολη.

Η Αγνή βρίσκει την Κωνσταντίνου Πόλιν διχασμένη από θρησκευτικό μίσος. Ενωτικοί εναντίον Ανθενωτικών. Λίγο παρακεί οι Τούρκοι ετοιμάζονται, και πολύ πιο πέρα ο Πάπας δεν αποφασίζει να στείλει τον στρατό που περιμένει ο Αυτοκράτορας προς βοήθεια. Ο Βησσαρίων, έχοντας ασπαστεί εν τω μεταξύ το καθολικό δόγμα και εδρεύοντας πλέον στο Βατικανό, δίνει τον μοναχικό προσωπικό του αγώνα, εξακολουθώντας πάντα να πιστεύει στην ισχύ της εθνικής ελληνικής συνείδησης. Εκείνο το ιστορικό εσμέν Έλληνες το γένος που ακούστηκε στον Μυστρά, που το άκουσε με τα ίδια της τ’ αυτιά και η μυθιστορηματική Αγνή, και μέσω αυτής όλοι οι αναγνώστες.

Στην Πόλη όμως, το διάστημα πριν την πολιορκία της, το εσμέν γαρ ουν Έλληνες ήταν ψιλά γράμματα. Στο «Σύμβολον της Πίστεως» η παρουσία του «και εκ του Υιού» άναβε τα αίματα. Η πολυσυζητημένη αμφισβητούμενη ως ορθή ερμηνεία του «και εκ του Υιού» ως «δια του Υιού», που ούτε σε μια ολόκληρη Σύνοδο, της Φεράρας-Φλωρεντίας, μερικά χρόνια πριν είχε τελεσφορήσει, παρέμενε φλέγον ζήτημα. Για το οργισμένο πλήθος των Ανθενωτικών, στη λειτουργία του Αγίου Σπυρίδωνα στην Αγία Σοφία ακούστηκαν λάθος λόγια, παρουσία του Αυτοκράτορα. Και μνημονεύτηκε ο Πάπας πριν τον Πατριάρχη. Και ξεσηκώθηκε. Όποιος τολμηρός ή δηλωμένος ενωτικός είχε παρευρεθεί στη λειτουργία, βγαίνοντας από την Αγιασοφιά δέχεται την επίθεση του όχλου των ανθενωτικών. Το ανεξέλεγκτο πάθος οδήγησε τον Νοταρά, τον Μέγα Δούκα Νοταρά, στο σημείο να ξεστομίσει «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν». «Καλύτερα να δει κανείς στην Πόλη φακιόλι τουρκικό, παρά παπική καλύπτρα».

Η ευχή του θα πραγματοποιούταν μετρημένες μέρες αργότερα.

Το μίσος τυφλώνει. Λησμονήθηκαν κάποιες σημαδιακές προφητείες. Ενώ ανασύρθηκαν από τη μνήμη άλλες, όπως ότι τούτη η σπουδαία Πόλις θα ξεκινήσει και θα τελειώσει με έναν αυτοκράτορα Κωνσταντίνο που η μητέρα του θα ονομάζεται Ελένη. Ο μαζικός πανικός αφυπνίστηκε και καλλιεργείτο μέρα με τη μέρα, νύχτα με τη νύχτα.

Όταν μια νύχτα εκείνη την μοιραία Άνοιξη απρόσμενα εμφανίστηκε το μισοφέγγαρο στον ουρανό αποτέλεσμα έκλειψης της σελήνης, δυσοίωνο σημάδι σταλμένο από τον Θεό, κι ήρθε κι έκατσε πάνω από την Αγία Σοφία, βλέποντάς το ο λαός τρομοκρατήθηκε κι ενώθηκε μπροστά στον τεράστιο κίνδυνο. Οι λιτανείες κι οι εκκλήσεις στην Παναγία Υπέρμαχο, οι γενναίες προσπάθειες και τα πολεμικά τεχνάσματα του αυτοκράτορα, ακόμα, οι απελπισμένες παρακλήσεις της Αγνής, μιας μυθιστορηματικής ηρωίδας που δεν έφταιγε σε τίποτα, δεν μπόρεσαν να ανακαλέσουν, να μαζέψουν πίσω, σαν δίχτυ, το αναπόφευκτο. Αφού μαζί με τις προφητείες είχε ξεχαστεί κι ακόμα κάτι: Η Κεκρόπορτα!

Δεν θα αναφερθώ στην Άλωση. Δεν μ’ αρέσει. Ας σταματήσουμε ακριβώς πριν, στην τελευταία προσευχή του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου με τους Βυζαντινούς. Την επόμενη μέρα δεν θα υπάρχει πια Βυζάντιο.

Ο Αυτοκράτορας στον θρόνο του, προσευχόταν και αυτός μαζί με τον λαό του, γονατίζοντας μπροστά στον Θεό, ταπεινώνοντας τον εαυτό του και ζητώντας τη σωτηρία της Πόλης, όχι του εαυτού του − το πεπρωμένο του το ήξερε από καιρό και το είχε αποδεχθεί.

«Όσοι οι πιστοί προσέλθετε…»

Και τότε όλοι είδαν τον Κωνσταντίνο να στρέφεται στο πλήθος και με φωνή δυνατή, που ακούστηκε ως πέρα σε κάθε γωνία του ναού, να ζητά συγχώρηση απ’ όλους και να προχωρεί να μεταλάβει.

Ο κόσμος ξέσπασε σε κλάματα. Ο Αυτοκράτοράς τους, ταπεινός σαν το τελευταίο αμαρτωλό, ζητούσε συγχώρηση και από τον πιο ταπεινό πολίτη…

Η Αγνή μετάλαβε και αυτή.

Ύστερα;

Ύστερα και μετά ύστερα και μετά ύστερα, σε ένα ξεδίπλωμα ή χορό του χωροχρόνου, σε ένα πέταγμα του νου ή σε ονειρικό ταξίδι, χρονική επιστροφή ή εκτίναξη, φτάνει στο δικηγορικό γραφείο ενός κάποιου Κωνσταντίνου Χρυσοβέργη το 1999, στην Αθήνα, μια παράξενη, ιδιόμορφη Καλόγρια. Στα άσπρα της μαλλιά διακρίνονται ακόμη λεπτές τούφες στο χρώμα του φθινοπώρου. Του συστήνεται Θεοπίστη και πολύ ανθρώπινα τον ικετεύει να τη βοηθήσει να σώσουν την κόρη της από τα χέρια του Μεμέτη, του Μωάμεθ του Β’, του πορθητή της Πόλης. Μεταφυσικά; Καθόλου, αγαπητοί μου. Κβαντικά!

Ευχαριστούμε, Ελένη Τσαμαδού, για τούτο το θαυμάσιο μυθιστόρημα.

 

—————-

 

Η Νοέλ Μπάξερ γεννήθηκε στην Αθήνα από Βρετανό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα. Τα παιδικά της χρόνια τα έζησε στην Καβάλα. Σπούδασε στην Ελλάδα (Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) και στην Αγγλία (μεταπτυχιακές σπουδές στην Αρχαιολογία). Εργάστηκε στη διαφήμιση και, μετά, ως υπεύθυνη επικοινωνίας και δημοσίων σχέσεων σε ελληνικές επιχειρήσεις. Αρθρογραφεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Κείμενά της κοινωνικού προβληματισμού εμφανίζονται τακτικά στο Διαδίκτυο. Έχει εκδώσει μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο Μια φορά και έναν καιρό σήμερα. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της ΑΠΟ ΔΡΥ ΠΑΛΙΑ ΚΙ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ, ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΓΥΡΙΣΕ Ο ΧΡΟΝΟΣ και ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top