Fractal

Φωτεινή Ναούμ: «Το ασυνείδητο έχει μια κρυφή γοητεία»

Συνέντευξη στην Βιολέττα – Ειρήνη Κουτσομπού // *

 

 

Η Φωτεινή Ναούμ αγαπά με πάθος το γράψιμο, λατρεύει να αποτυπώνει στο χαρτί καταστάσεις και ήρωες μοναδικά ανεπανάληπτους. Μας παίρνει απ’ το χέρι, το κρατά ζεστά και μαλακά οδηγώντας μας στον κόσμο που κάθε φορά δημιουργεί. Δείχνει επιείκεια στα ελαττώματα των ανθρώπων που τυγχάνει να είναι οι ήρωες των βιβλίων της, αγάπη και αποδοχή απέναντι στις καταστάσεις που βιώνουν και στον τρόπο που τις διαχειρίζονται. Με αφορμή το νέο της βιβλίο «Υγρή πόλη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, μιλήσαμε για τις προσωπικές συγγραφικές διαδρομές της, τα ταξίδια του μυαλού της και φυσικά για την τελευταία της δουλειά. Η Φωτεινή Ναούμ βγάζει μια αλήθεια, μια ζωντάνια και μια οικειότητα, είναι σαν μια μεγάλη αγκαλιά για όλους όσους θέλουν να τη γνωρίσουν. Κυρία Ναούμ ευχαριστώ πολύ και εύχομαι το βιβλίο σας να ταξιδέψει πιο μακριά απ’ όσο φαντάζεστε.

 

-Μιλήστε μας λίγο για την διαδικασία γραφής σας. Για τον τρόπο που γράφετε λογοτεχνία. Ποια η έμπνευσή σας;

Φ.Ν.: Δεν έχω ιδέα πως με βρίσκει η έμπνευση. Είναι ένα παράξενο πράγμα. Απλά υπάρχει. Και το λέω αυτό, γιατί είναι κάτι που για την ώρα τουλάχιστον, δεν παύει. Ακόμη κι όταν δεν μπαίνω σε αυστηρό χρονοδιάγραμμα, ακόμη κι όταν δεν δουλεύω σε κάτι συγκεκριμένο που θα θελα να ολοκληρωθεί, δεν περνάει μέρα χωρίς να γράψω, που σημαίνει ίσως, πως είναι απλά, τρόπος ζωής.

Σκαλίζω το μέσα μου, το έξω μου, διαβάζω συνεχώς κι αδιαλείπτως, όλα ξεκινούν με μια πρώτη φράση. Ευτυχώς γνωρίζω από ένστικτο, ποια από αυτές τις εναρκτήριες φράσεις, θα είναι η αρχή για ένα μικρό κείμενο ή για ένα μυθιστόρημα που θα ολοκληρωθεί. Η πρώτη περίπτωση, μπορεί να είναι κομμάτι αποφόρτισης, εξάσκησης, ευχαρίστησης. Στη δεύτερη πάντως, χρειάζεται πειθαρχία, σκληρή δουλειά κι επιμονή, κυρίως τη στιγμή που είμαι έτοιμη να εγκαταλείψω.

 

-Ποιους συγγραφείς αγαπάτε και πως έχουν επηρεάσει τη γραφή σας;

Φ.Ν.: Αγαπώ αρκετούς. Κάποιους τους σέρνω από το παρελθόν μου, με άλλους παθιάστηκα αργότερα. Ενδεικτικά θα πω πως ξεχωρίζω τον Ρώσο Μακάνιν, τον Κουβανό Γκουτιέρες, τον Γάλλο Ζαν Κλωντ Ιζζό, τον Ισπανό Ρεβέρτε- Πέρεθ, τον Πορτογάλο Πεσσόα, τον Κολομβιανό Μάρκες, τον Βούλγαρο Κίρκοφ, τον Γιουγκοσλάβο Στσεπανοβιτς, τον Αμερικανό Μπουκόφσκι αλλά και τον Στάινμπεκ, τον Φώκνερ, την Άυν Ραντ και πολλούς άλλους. Οι Έλληνες ποιητές έχουν ξεχωριστή θέση μέσα μου, καθώς και οι Τσίρκας, Καραγάτσης, Σουρούνης, είναι από τους αγαπημένους μου.

Ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι τα πράγματα κι αμέσως μετά τα αποτυπώνω, έχει να κάνει ίσως με τις αναγνωστικές μου προτιμήσεις, οι οποίες είναι ποικιλόμορφες. Δεν έχω μονομανία ως αναγνώστρια. Απολαμβάνω να βρίσκομαι αντιμέτωπη με διαφορετικού είδους αναγνώσματα κάθε τόσο. Κάποια έργα με συνεπαίρνουν ώστε βιώνω μια πιο δυνατή σχέση με τους συγγραφείς τους, ενώ με άλλα, η γνωριμία μας είναι εφήμερη και περαστική, ωστόσο είμαι βέβαιη πως κάτι μένει κι από εκεί.

 

-Ποιες δυσκολίες συναντήσατε κατά τη διάρκεια της συγγραφής της «Υγρής πόλης» και πόσο μεγάλο ήταν το χρονικό διάστημα που διήρκεσε αυτή η συγγραφική διαδρομή;

Φ.Ν.: Ήταν μια αρκετά μεγάλη διαδρομή. Διήρκησε περίπου τρία χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί. Ξεκίνησα να τη γράφω παράλληλα με κάποιο άλλο βιβλίο. Ήταν τέτοια η συναισθηματική μου φόρτιση, είχα τόσο αγαπήσει και συνηθίσει να ζω με τους ήρωές μου που δεν ήθελα εύκολα να τους αποχωριστώ. Ας μην ξεχνάμε πως κάποιοι από τους κύριους ήρωες υπήρξαν πραγματικά, έζησαν κι έδρασαν κοντά μου, έχω ακούσει ιστορίες γι αυτούς, τους έκανα μυθιστορηματικά πρόσωπα και τους έδωσα μέχρι εκεί που μπορούσα μια άλλη πορεία ζωής. Κάποιες άλλες πτυχές που ίσως να υπήρχαν μέσα τους, ίσως και όχι.

 

 

-Πως πλάθετε τους ήρωές σας και πόσο εύκολη είναι η «συμβίωση» μαζί τους;

Φ.Ν.: Οι ήρωες ξεπηδούν από μέσα μου. Αρχικά έχουν κάποια έντονα χαρακτηριστικά., βάσει των οποίων οργανώνεται η ψυχοσύνθεσή τους. Το βέβαιο είναι, πως οι ήρωες, είναι η ιστορία μου. Οι Άτλαντες που κρατούν στους ώμους τους το οικοδόμημά μου. Αν κάποιους απ’ αυτούς χωλαίνει, αν κάτι δεν λειτουργεί σωστά, φοβάμαι πως το έργο μου θα «καταρρεύσει».

Η συμβίωση μαζί τους είναι ιδιαίτερη όπως με κάθε άνθρωπο που συγχρωτίζομαι κι εμπλέκομαι συναισθηματικά στη ζωή. Αρνούμαι να αποδεχτώ πως δεν υπήρξαν στ’ αλήθεια, δεν εξακολουθούν να ζουν μετά την τελευταία μου τελεία. Τα όσα συμβαίνουν στον μυθιστορηματικό μου κόσμο, δεν είναι μικρότερης σημασίας με αυτά που συμβαίνουν έξω απ αυτόν. Οι ήρωες λοιπόν με απογοητεύουν και ταυτόχρονα με ενθουσιάζουν.

 

Μεταφέρετε στοιχεία του χαρακτήρα σας ή του χαρακτήρα γνωστών σας, στους ήρωες των βιβλίων σας;

Φ.Ν.: Συμβαίνει συχνά. Σε πολλούς ήρωες συναντώ πτυχές τόσο δικές μου, όσο και άλλων. Στα πρώτα μου έργα αρνιόμουν να το παραδεχτώ. Έλεγα πως έχει να κάνει με την ανάγκη των αναγνωστών να διαβάζουν «ντετεκτιβικά» έργα κυρίως οικείων ανθρώπων. Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, είδα πως είναι κάτι που συμβαίνει πραγματικά. Οι άνθρωποι που με περιβάλλουν στην έξω απ τις λέξεις ζωή, έχουν ισχυρές, ιδιαίτερες προσωπικότητες, ώστε αρκετά συχνά να απαντούν κάποια χαρακτηριστικά τους στα έργα μου. Σε ότι με αφορά, έχω συγγένεια πρώτου βαθμού με τους ήρωές μου. Ξεχειλώνω τα όριά μου, περιορίζω κάποια άλλα, φαντασιώνομαι, ανασύρω, τολμώ και δημιουργώ.

 

-Φαίνεται να σας ενδιαφέρει ιδιαίτερα η σκοτεινή πλευρά των συναισθημάτων του ανθρώπου και δίνετε τις διάφορες πιθανές «εκδοχές» που παίρνει η ψυχή μπροστά σ’ αυτή τη σκοτεινιά. Θα ήθελα να μας μιλήσετε λίγο γι’ αυτό.

Φ.Ν.: Λατρεύω το φως, το κουβαλώ εν μέρει μες στο όνομά μου. Αγαπώ να περνώ καλά, να γελώ, να ερωτεύομαι, να απολαμβάνω. Την ίδια στιγμή νιώθω το σκοτάδι μέσα μου. Το ένιωθα από την πρώιμη εφηβική ηλικία. Με τρομάζει, κι αυτό που με τρομάζει, συνήθως με γοητεύει. Είναι παράξενο πως λειτουργούν τα πράγματα μέσα μας. Από πολύ νωρίς στη ζωή μου, συναναστράφηκα «σκοτεινούς» ανθρώπους, ίσως γιατί μου άρεσε αυτή η διαφορετική οπτική στα πράγματα. Ανθρώπους που τολμούσαν και δοκίμαζαν τα όρια τους. Κι εδώ να αποσαφηνίσουμε πως με τον όρο σκοτεινούς, κυρίως τους διαφορετικούς, τους αντισυμβατικούς και κατά βάση μελαγχολικούς, ακόμη και μέσα στην ωμή καθημερινότητά τους, κατά κάποιο τρόπο ρομαντικούς.

 

-Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το μυθιστόρημα; Ποιος ο στόχος σας για το αναγνωστικό κοινό και τι σημαίνει για εσάς;

Φ.Ν.: Δεν στοχεύω πουθενά όταν γράφω. Δεν θέλω να δείξω, να υποδείξω, να συμβουλέψω κανέναν για οτιδήποτε. Ήταν μια ιστορία που για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, έπρεπε να ειπωθεί. Κι ύστερα ήρθε η μαγεία της Πόλης. Της πόλης όπως την έζησα και όπως τη διαμόρφωσα. Οι άνθρωποι. Το Παρίσι. Ο Μποκλουτζάς και ο Σηκουάνας. Ο έρωτας, η πίστη, η αρρώστια, ο θάνατος. Η τόλμη και ο φόβος. Τα χαλινάρια γύρω μας και οι στιγμές της απόλυτης ελευθερίας. Ήταν τόσα πολλά για τα οποία ήθελα να μιλήσω τελικά. Τόσα πολλά που γδέρνουν τα δάχτυλά μου, κάνουν την Υγρή Πόλη νωπή, ρευστή, δύσκολα μπορώ να την κρατήσω στα χέρια μου ακόμη και τώρα, που έχει φύγει από μένα και ταξιδεύει.

 

Simone de Beauvoir είχε πει: «Κάθε άτομο έχει τη δική του ή τη δική της πολύ ιδιαίτερη ιστορία εξάλλου το ασυνείδητο είναι το πιο κρυφό κομμάτι του εαυτού μας». Έχω την αίσθηση ότι αυτή η φράση έχει τη θέση της στο βιβλίο σας, εσείς;

Φ.Ν.: Θα συμφωνήσω. Θα ταίριαζε στους ήρωές του βιβλίου μου και όχι μόνο. Είναι κάτι που δυστυχώς ταιριάζει σε όλους. Η ψυχολογία είναι εξαιρετική επιστήμη. Στέκομαι με δέος μπροστά της, σε συνδυασμό με τη γραφή νιώθω εργάτης που σκάβω τα λαγούμια των ηρώων μου, χωρίς ποτέ να μπορέσω να τους απαλλάξω από όσα τους βαραίνουν. Τούτο μπορεί να λογιστεί αποτυχία, θα μπορούσε κι επιτυχία. Το ασυνείδητο, έχει μια κρυφή γοητεία.

 

 

-Στο βιβλίο σας υπάρχει έντονα το ερωτικό στοιχείο μέσω τολμηρών ερωτικών πράξεων. Πόσο σημαντικό θεωρείτε είναι το σεξουαλικό στοιχείο σ’ ένα μυθιστόρημα και σε τι εξυπηρετεί;

Φ.Ν.: Όπως προείπα, ακολουθώ τους ήρωές μου. Είναι άνθρωποι ενεργοί. Βουτηγμένοι σε μια φυσιολογική ζωή. Δύσκολα θα βρει κανείς έργο μου για την ώρα τουλάχιστον χωρίς ερωτική σκηνή. Μου είναι αδιανόητο. Σαν να κατασκευάζω τραπέζι χωρίς πόδια. Όλοι ερχόμαστε σε τούτη τη ζωή από τη συνεύρεση δυο ανθρώπων. Συνεχίζουμε να διασκεδάζουμε, να πειραματιζόμαστε, να πονούμε χαρίζοντας τα κορμιά μας. Κάτι τόσο σπουδαίο που συμβαίνει στη ζωή των ανθρώπων, κάτι τόσο προσωπικό και πανανθρώπινο, κατά τη γνώμη μου, δεν θα μπορούσε να αποσιωπηθεί.

 

-Το βιβλίο σας είναι γραμμένο με μια μελαγχολική αγριάδα αυτή που θυμίζει τη γυναίκα που έγραψε «Το κορίτσι με τα κόκκινα παπούτσια» αλλά ταυτόχρονα βλέπουμε και την απόσταση από το τότε. Εσείς πως βλέπετε τον εαυτό σας και την πορεία της γραφής σας από τότε;

Φ.Ν.: Μελαγχολική αγριάδα. Θα το κρατήσω αυτό. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι. Σίγουρα μέσα μας υπάρχουν όλα κι εγώ μεταπηδώ από τον λυρισμό στον ωμό ρεαλισμό με ενδιάμεσες στάσεις.  Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που έγραψα το πρώτο μου βιβλίο. Φαντάζει τεράστια η διαδρομή. Το βέβαιο είναι πως δεν έφτασα μέχρι εδώ ακολουθώντας μια ευθεία γραμμή. Υπήρξαν καμπύλες και πισωγυρίσματα. Συχνά αναπολώ την περίοδο που το έγραφα, το μόνο μου έργο γραμμένο όχι στον υπολογιστή, αλλά στο χέρι.  Πολλές φορές θα ήθελα να υπάρξω ξανά η γυναίκα που έγραψε το κορίτσι με τα κόκκινα παπούτσια. Σήμερα όμως είμαι αυτή που ακολούθησε εκείνη που ήμουν κάποτε. Η Υγρή Πόλη είναι ότι έχω υπάρξει μέχρι σήμερα και αναρωτιέμαι χωρίς να θέλω να προκαλέσω τη μοίρα, τι άλλο μπορεί να μου συμβεί, πόσο μπορεί να αλλάξει η οπτική μου στα πράγματα.

 

-Θα ήθελα να μας παραθέσετε το αγαπημένο σας κομμάτι από το βιβλίο. Φαντάζομαι είναι πολλά αλλά υποθέτω κάποιο θα είναι αυτό που περισσότερο θα λέει Φωτεινή, αυτό που αισθάνεστε ότι είστε εσείς.  

Φ.Ν.: Ωραία ερώτηση, με δύσκολη απάντηση. Είναι δύο σκηνές του βιβλίου που αγαπώ ιδιαίτερα. Τις ξεχωρίζω και  είναι πάντα οι πρώτες που μου ‘ρχονται στο νου, μα αν πρέπει κάτι να λέει Φωτεινή, αν θα μπορούσα εγώ να είμαι η πόλη και η πόλη εγώ, ίσως να ‘ταν αυτό: Υγρή Πόλη. Έτσι πως έσταζε πάνω της θαρρείς όλη την υγρασία της νύχτας, αληθινή, με δεκάδες πληγές μέσα της, κι όμως αν σήκωνε το κεφάλι κανείς, να δει τα καμπαναριά και τους μιναρέδες, θα την περνούσε, για αλώβητη.

Κι ένα ακόμη μικρό απόσπασμα, αυτό: «Ζαν, αχ αυτά τα τολμηρά παιχνίδια που ήθελες να με κάνεις να ζήσω. Ζαν…, αχ αυτοί οι άνθρωποι, τα ανθρωπάκια που παλεύουν να σε αγγίξουν, ενώ τι ξέρουν από ζωή Ζαν, τι ξέρουν από θάνατο ή από έρωτα, αφού δεν ευτύχησαν ούτε στιγμή να πλαγιάσουν μαζί σου;»

 

Ευχαριστώ θερμά.

 

 

* Η Βιολέττα-Ειρήνη Κουτσομπού, MBPsS (BA, MA, Dip.CounsPsy, MSc) είναι εκπαιδεύτρια σε Θέματα Ψυχικής Υγείας-Καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top