Fractal

Διήγημα: «Φωνή»

Της Κυριακής Μήλιου // *

 

 

 

“Ξύπνα. Ξύπνα σου λέω!”

Η Φωνή σερνόταν από το ένα αυτί στο άλλο. Γαργαλούσε τα φρύδια μου και τις ρίζες των μαλλιών μου. Τα τραβούσε με κινήσεις σπαστικές, για να με πονέσει. Πάντα της άρεσε να τραβάει την προσοχή.

“Ξύπνα επιτέλους!”

“Σκάσε!”

Με το χέρι μου την εκτόξευσα άτσαλα από πάνω μου. Απογοητεύτηκα όταν άκουσα έναν απαλό γδούπο στο στρώμα. Έπεσε πάλι στα μαλακά.

“Πάμε να φύγουμε από εδώ. Δεν μου αρέσει!”

Άνοιξα ένα μάτι και κοίταξα το απόλυτο σκοτάδι στο δωμάτιο.

“Δεν γίνεται να μην σου αρέσει κάτι που δεν βλέπεις…”

“Σταμάτα.”

“Εσύ σταμάτα!”

“Μισώ το σκοτάδι!”

“Σε λίγο ξημερώνει.”

Η Φωνή αναπήδησε απογοητευμένη. Γλίστρησε με τις δαγκάνες της πάνω στο σώμα μου, με τσιμπούσε δήθεν τυχαία όπου έβρισκε γυμνό δέρμα. Κορδώθηκε γεμάτη πείσμα μπροστά από τη μύτη μου. Την έκλεισε.

“Είσαι τρελή;” τσίριξα και την κουκούλωσα με το σεντόνι. “Θες να πεθάνουμε;”

“Θέλω να φύγουμε από εδώ!”

Πάλευε να ξεφύγει. Με τα μυτερά της ποδαράκια προσπαθούσε να ξεσκίσει το σεντόνι αλλά δεν μπορούσε. Πάντοτε ήμουν δυνατότερη από εκείνη. Ήταν όμως και πεισματάρα. Φώναζε στριγκά. Έκανε τα τζάμια να τρίζουν και την κανάτα με το νερό να ταρακουνιέται στο κομοδίνο.

“Φτάνει πια!” γρύλισα και την πλάκωσα με το στέρνο μου. Εκείνη σφάδαζε, ξεστόμιζε τρομερές βρισιές έτσι προδομένη που ένιωθε. Εγωίστρια και αναίσθητη. Έτσι την αποκαλούσα από τότε που μου συστήθηκε πρώτη φορά.

“Θες να τους ξυπνήσεις όλους;”

“Ναι! Και να φύγουμε από αυτό το παλιο-”

“Μαρίνα;”

Χτύπος στην πόρτα. Η Φωνή άρχισε πάλι τα παιδιαρίσματα αλλά φρόντισα να της κλείσω το στόμα. Εκείνη με τη σειρά της φρόντισε να με δαγκώσει. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η κυρία Μαρίζα, που η Φωνή την έλεγε μάγισσα, κακίστρω και μουρτζούφλα. Εκεί διαφωνούσαμε. Οι μάγισσες που ξέρω από τα βιβλία είναι γριές και ζαρωμένες. Κυνηγάνε αθώες πριγκίπισσες με κατακόκκινα μήλα και σκούπες, τις κλείνουν σε πατάρια ή υπόγεια και κάνουν τη ζωή τους μαρτύριο. Η κυρία Μαρίζα ήταν πάντα ντυμένη στα λευκά και μου φερόταν όμορφα. Με ρωτούσε πώς αισθάνομαι κάθε μέρα. Γράφαμε μαζί σε ένα τετράδιο για όλα τα πράγματα στον κόσμο, να, όπως σας γράφω εγώ τώρα. Τη Φωνή την αγνοούσε, την ήξερε μόνο από τις ζωγραφιές μου. Δε φαντάζεστε πόσο ζηλιάρα είναι…

“Είναι πάλι εδώ;”

Η φωνή δάγκωσε τα δάχτυλα μου κι εγώ τα χείλη μου. Έγνεψα αρνητικά, μα η κυρία Μαρίζα η μάγισσα δεν έδειχνε να με πιστεύει. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να κλείσω τη φωνή στον πάτο του ποτηριού μου, για να μάθει.

Η γυναίκα αναστέναξε κι έβγαλε ένα κουτάκι από την τσέπη της.

“Α, οχι φάρμακο!”

“Πρέπει να κοιμηθείς, αγάπη μου…”

“Αργεί το πρωί;”

“Αργεί.”

Δεν κουνήθηκα από τη θέση μου. Η κυρία Μαρίζα η μάγισσα πήρε το χέρι μου και με τσίμπησε. Η Φωνή έσκουξε κι άρχισε να παραπατά νυσταγμένη, ξεστομίζοντας λέξεις που κανονικά θα συνοδεύονταν με μια γερή τιμωρία. Την αγαπώ όμως και δεν θέλω να πονάει, κι ας είναι κατεργάρα. Την έκρυψα κάτω από τη μασχάλη μου για να κοιμηθεί. Χασμουρήθηκα κι εγώ.

“Καληνύχτα παιδί μου.”

“Περιμένετε!”

Η γυναίκα κοντοστάθηκε.

“Πότε θα φύγω από εδώ;”

Με κοίταξε με ένα χαμόγελο στραβό, σαν να είχε χαλασμένο δόντι.

“Όταν οι δύο φωνές γίνουν μία.”

Έσφιξα τη Φωνή πάνω μου που ροχάλιζε δυνατά.

Το σκοτάδι ήρθε ξανά.

 

 

Η Κυριακή Μήλιου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1987.Παράτησε δοκιμαστικούς σωλήνες και αντιδραστήρια σε κάποιο εργαστήριο των Ιωαννίνων και άρχισε να μάχεται με καλοξυσμένα μολύβια για να ξεμπερδέψει το κουβάρι των σκέψεων μέσα της. Ζει και γράφει στην Αθήνα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top