Fractal

Στο ταραγμένο μυαλό μιας μοιχαλίδας

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

«Φόβος» του Στέφαν Τσβάιχ, μτφ: Κωνσταντίνος Κρίτσης, σελ. 128, Εκδ. Ροές

 

Τι είναι αυτό, άραγε, που καθιστά τις νουβέλες του Στέφαν Τσβάιχ ακόμη και σήμερα επίκαιρες σε σημείο να παραγνωρίζεται, ή, τουλάχιστον, να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, ο χρόνος κατά τον οποίο γράφτηκαν; Να είναι το γεγονός ότι κοσμούνται από το ψυχολογικό βάθος που έχει προσδώσει ο συγγραφέας σε όλους τους ήρωές του, απότοκο ίσως του γεγονότος ότι επηρεάστηκε αρκετά από τον Φρόιντ; Να είναι το ότι ο περίφροντις Τσβάιχ, σε αυτές τις ιστορίες ξεφεύγει από τη τεχνική στενωπό των βιογραφιών στις οποίες επιδόθηκε με επιτυχία; Ή, μήπως, τελικά, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται οι νουβέλες του, αυτό που διατηρείται ανέπαφο είναι το ανθρώπινο δράμα;

Με τα δικά του λόγια καταλαβαίνει κανείς με εναργέστερο τρόπο αυτό που τον  απασχολούσε περισσότερο γράφοντας. Σε μια συγκλονιστική επιστολή που είχε στείλει από την Πετρούπολη της Βραζιλίας στη γυναίκα του Άλμα και τον Φραντς Βέρφελ, εν έτει 1941, αναφέρει:  «Τα αινίγματα της ψυχής έχουν πάνω μου αλλόκοτη κι έντονη, σχεδόν ανησυχητική επίδραση. Τρώγομαι να καταλάβω, η ανάγκη να διακρίνω αιτίες κι συσχετισμούς κυλάει στις φλέβες μου. Και οι παράξενοι άνθρωποι μπορούν με την παρουσία τους και μόνο να με οδηγήσουν σε παροξυσμό: Θέλω να τους καταλάβω με το ίδιο πάθος που φουντώνει μέσα μου όταν ποθώ μια γυναίκα».

Σε μια τέτοια «παράξενη» γυναίκα, την Ιρένε Βάγκνερ, αναφέρεται και η νουβέλα «Φόβος». Μια γυναίκα που εκ πρώτης όψεως δεν θα έπρεπε να της λείπει τίποτα. Τω όντι, δεν της λείπει: είναι σύζυγος ενός δικηγόρου εγνωσμένης αξίας στη Βιέννη, είναι σεπτό μέλος της μπουρζουαζίας, αναλίσκεται καθημερινά σε διασκεδάσεις και ελαφρότητες που δεν βαραίνουν την ψυχή της και είναι σε θέση να καλύπτει αυτοστιγμεί κάθε ανάγκη που της γεννιέται. Μα, αυτό ακριβώς είναι το αγκάθι που της τρυπάει την καρδιά. Την ίδια πείνα κουβαλούν τόσο ο χορτασμένος όσο και ο νηστικός, την ίδια έλλειψη κανακεύουν, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Η Ιρένε, αναζητώντας τον τρόπο να προσφέρει μια αγωνιώδη θέρμη στην εύτακτη ζωή της, συνευρίσκεται με έναν νεαρό πιανίστα που στα μάτια της φαντάζει σαν εξωτικό «φρούτο» που μπορεί να τις προσφέρει πρόσκαιρες μεν, αλλά πρωτοφανέρωτες τέρψεις. Καταφέρνει, δε, με τον πειθαρχημένο τρόπο που ζει να εντάξει στην κανονικότητα της ζωής της ακόμη και αυτή την μικρή παρασπονδία. Ώσπου αποκαλύπτεται από μια πρώην ερωμένη του πιανίστα, μια λερή ύπαρξη, και όλα ανατρέπονται. Υπό το φόβο να την ξεμπροστιάσει στον άνδρα της, την εκβιάσει και της αποσπά συνεχώς χρήματα.

Από εκείνη τη στιγμή η Ιρένε ζει στην επικράτεια του φόβου. Οι διαβαθμίσεις του οποίου ποικίλουν, αλλά δεν αργούν να φτάσουν στο σημείο ζέσεως.

Ο Τσβάιχ πλάθει έναν γυναικείο χαρακτήρα που πραγματοποιεί μια φρικιαστική βουτιά προς το πουθενά. Το τρομώδες αίσθημα που την κατακλύζει δεν έχει όρια. Από την μια πλευρά προσπαθεί να διαχειριστεί την παράνομη επιθυμία της και από την άλλη επιδιώκει να μην ξεσκεπαστεί η μοιχεία της.

Η ένταση του διλήμματος της δεν έχει προηγούμενο: θέλει να διαβεί τον άνευρο κόσμο της μεγαλοαστικής τάξης, να προβεί σε μια στιγμιαία αταξία που θα της προσφέρει συγκινήσεις, αλλά και να μην χάσει τη βεβαιότητα που της εγγυάται η οικογενειακή εστία και η κοινωνική της θέση. Κι εκεί, μέσα στο ταραγμένο μυαλό της, εμφιλοχωρεί πλέον ο φόβος. Πρόκειται περί ατόφιου φόβου που της τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια και την οδηγεί στην παραφροσύνη. Φτάνει στο σημείο να σκέφτεται ακόμη και τον αυτοαφανισμό της για γλιτώσει από τις ενοχές.

 

Stefan Zweig

 

Πρόκειται για ένα κλασικό μελόδραμα από το οποίο δεν λείπουν οι ψυχολογικές εξάρσεις, αλλά και ένα μυστήριο που πλανάται πάνω από τη γυναίκα και την πόλη. Θα έλεγε κανείς πως ο Τσβάιχ, αν και δεν το συνήθιζε, σε τούτη τη νουβέλα κατάφερε να περάσει και μια αίσθηση νουάρ, καθώς μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι τη στιγμή της λύτρωσης, όπως και όποτε έρθει, όλα τα στοιχεία της ιστορίας παραμένουν ρευστά. Σε σημείο να μην γνωρίζει κανείς αν οι φόβοι της Ιρένε είναι υπαρκτοί ή απλά αποκυήματα της φρενιασμένης φαντασίας της. Αλλά, όπως, σημειώνει και ο Τσβάιχ στην επιστολή του: « Κι αργά ή γρήγορα σε βρίσκει και σένα όπως όλους το μοιραίο χτύπημα: άλλοι μεθούν, άλλοι καπνίζουν όπιο, άλλοι γίνονται βάναυσοι σαν τ’ άγρια θηρία – μια δόση τρέλας δεν τη γλιτώνει κανείς».

Όπως στις νουβέλες «Αμόκ», «Λεπορέλλα» και «Στο φως του φεγγαριού», έτσι και εδώ ο Τσβάιχ παίζει με τις ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων και δεν διστάζει να τους οδηγήσει στα άκρα.

Η εν λόγω νουβέλα έχει μεταφερθεί πολλάκις στον κινηματογράφο και το θέατρο. Η καλύτερη εκδοχή της είναι αυτή που σκηνοθέτησε ο Ρομπέρτο Ροσελίνι και πρωταγωνίστησε Ινγκριντ Μπέργκμαν. Η μετάφραση ανήκει στον Κωνσταντίνο Κρίτση.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top