Fractal

Ο ταλαντούχος κύριος Φαρσάρης

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου //

 

fovos_300«Φόβος Κανένας» του Γιάννη Φαρσάρη, εκδ. ΟpenBook, 2015, σελ. 128.

 

Τις σκέψεις που ακολουθούν μου τις προκάλεσε με τα άκρως ιντριγκαδόρικα κείμενά του ο Γιάννης Φαρσάρης. Λάτρις των διηγημάτων ούσα αναρωτήθηκα περισσότερο απ΄ ό,τι άλλες φορές για το ήδη χιλιορωτημένο από πολλούς: μικροδιηγήματα; Δηλαδή; Ιστορίες μικρές, ναι, αλλά διατυπωμένες πώς και σε πόση έκταση; Με πόσες προτάσεις; Πόσες λέξεις; Μια πρόταση; Μια λέξη;

Ποιο είναι το μεγαλύτερο και ποιο το μικρότερο διήγημα του κόσμου; Ποιος έγραψε και τι ήθελε να (απο)δείξει; Κι όταν ένα μικροδιήγημα έχει/είναι τρεις τέσσερις λέξεις στην πρωτότυπη γλώσσα που γράφτηκε και σ΄αυτό οφείλεται η δυναμική του, τι γίνεται αν τύχει να αποτελείται από δυο ή τρεις ή πέντε κι έξι σε κάποια μετάφραση;

Το μικροδιήγημα γεννιέται από την επιθυμία για την κατάκτηση της τεχνικής τελειότητας, για την επιβεβαίωση της μαστοριάς του δημιουργού του ή υπάρχει κάτι άλλο, πιο πνευματικό, που ωθεί τον συγγραφέα στις εκ της φύσης τους τόσο δύσκολες να διατυπωθούν με πληρότητα μικρές αφηγήσεις;

 

Μάς ενδιαφέρουν αυτά εμάς τους αναγνώστες και γιατί;

Είτε ναι απαντήσουμε στο πιο πάνω ερώτημα είτε όχι, εμείς καλό θα ήταν, πιστεύω, να διαβάσουμε ξανά τον Δημοσθένη Βουτυρά, τον Παπαδιαμάντη, τον Τσέχωφ κι άλλους ξένους και δικούς για να μπούμε στον απέραντο, ξεχωριστό κόσμο του διηγήματος σαν λογοτεχνικό είδος και να καταλάβουμε ότι πέρα από την αισθητική απόλαυση είναι ανάγκη το μικρό κείμενο να φτάνει σ΄ ένα δια ταύτα. Προϋπόθεση γι αυτό, από τις πιο βασικές, είναι να φυσά αέρας έμπνευσης στις αράδες του μεγάλου ή μικρού εκείνου κειμένου που το λέμε δ ι ή γ η μ α. Στις σελίδες του. Στις παραγράφους. Στις λέξεις που πρέπει να ζωντανεύουν και να γίνονται εικόνες μπροστά στα μάτια τού αναγνώστη που συχνά θα βλέπει τον εαυτό του ανάμεσα στους ήρωες αυτών των λίγων αράδων.

Ας διαβάσουμε Ανδρέα Μήτσου και Γιώργο Σκαμπαρδώνη που τους έχω αδυναμία. (Γιατί; Γιατί έτσι, ας μη πιάσουμε ειδικά την σκαμπαρδωνοσυζήτηση, δεν θα μας διαφωτίσουν, θαρρώ, αυτές οι θεωρητικές ατέρμονες συζητήσεις που ίσως έδιωξαν τον πολύ κόσμο από την Λογοτεχνία και τον πέταξαν -έχετε δίκιο, πήγαινε ντουγρού κι αυτός γυρεύοντας σκουπίδι- στην ροζ χωματερή).

Ας θυμηθούμε χωρίς συγκρίσεις και κατηγοριοποιήσεις σπουδαίους διηγηματογράφους απ΄όλο τον κόσμο κι ας τους εντάξουμε στις αναγνώσεις μας, προτείνω: Ίταλο Καλβίνο και Ουίλιαμ ΣάρογιανΧέρμαν Μέλβιλλ και Τόμας ΜαννΜούζιλ, Μπόρχες, Άννι Πρου και βέβαια να ανακαλύψετε μόνοι σας τους δεκάδες άλλους που για κάποιο λόγο θα μιλήσουν σε σας.

 

Περί αέρηδων και σκοινιών ανά την Ελλάδα

Κι αφού τα΄πα και (δεν) ξεθύμανα και πάντως πρότεινα να δείτε κατ΄αρχάς με άλλο μάτι το διήγημα ως είδος, προτείνω να ψάξετε πιο καλά και να διαβάσετε με προσοχή και όσους περισσότερους από τους νέους Έλληνες διηγηματογράφους μπορείτε, δόξα τω Θεώ έχουμε πολλούς και καλούς κι επιτρέψτε μου να αναφέρω μερικούς από εκείνους που έχω παρουσιάσει στο μπλογκ: Αλέξανδρος ΚυπριώτηςΒίκυ Κλεφτογιάννη, Χρήστος ΟικονόμουΓιάννης ΠαλαβόςΜαρώ ΤριανταφύλλουΕυγενία ΜπογιάνουΔημήτρης ΤερζήςΔημοσθένης Παπαμάρκος. Υπάρχουν φυσικά κι άλλοι και ανάμεσά τους  προστίθεται πανάξια ο εκ Κρήτης Γιάννης Φαρσάρης επιβεβαιώνοντας με 29 απολαυστικά κείμενα, ελκυστικά και από πολλές απόψεις ενδιαφέροντα -φόρμα και ιδέες- το ταλέντο και την μαστοριά, την πολυεπίπεδη ικανότητά του στην γραφή και για να ακριβολογούμε στο μικροδιήγημα.

Ο Γιάννης Φαρσάρης μου φανέρωσε με αυτά του τα διηγήματα πρώτα απ΄όλα ότι είναι αυτόφωτος, δεν παριστάνει δηλαδή τον Σκαμπαρδώνη ή τον Μήτσου ή δεν ξέρω ποιον άλλο παλιό σημαντικό και δεν θίγω μ΄αυτό τις επιρροές που ένας νέος διηγηματογράφος έχει έτσι κι αλλιώς, που οφείλει ή καλά θα κάνει να έχει, αλλά τον στείρο μιμητισμό που παρασύρει ανθρώπους που επειδή έγραφαν καλές εκθέσεις στο σχολείο ή είναι συστηματικοί αναγνώστες και εκφράζονται σωστά σε γενικές γραμμές όταν γράφουν κάτι, θαρρούν ότι ειδικά ένα διήγημα-έλα μωρέ μικρό είναι-το έχουν στο τσεπάκι τους. Πλάνη ολκής.

 

205342a

 

Ο Φαρσάρης είναι ο εαυτός του, ένας ταλαντούχος, ευαίσθητος και με χιούμορ, ευφυής γραφιάς από αυτούς που κοντράρουν δυνατά με την πένα τους, όπως λέει το σοφό κλισεδάκι, την απλωμένη παντού αλλά διαφορετικά διαστρωματωμένη κρίση μας. Όχι την οικονομική. Την άλλη, την απάλευτη. Αυτή που επωαζόταν χρόνια στα αλωμένα από την παγκαλέικη μασαμπούκα μυαλά, όχι όλων βεβαίως μα των περισσότερων. Απλώνει σε γερά, καθαρά σκοινιά τις ξενυχτισμένες, όπως τις λέει και μ΄αρέσει αυτό, λέξεις του. Έχει σημαντικά πράγματα να αφηγηθεί δίχως σκοπό να υποδείξει κάλπικες λύσεις ή να μας δηλώσει/κατηχήσει επιχαίροντας προβοκατόρικα “σας τα΄λεγα εγώ, βρε δεν σας τα΄λεγα;”.

Δεν κουνάει επιτιμητικά το δάχτυλο σε κανέναν, την μοίρα βγάζει στην φόρα και την δειλία και μαζί βολική μας ως άλλοθι ευπιστία ξεμπροστιάζει και το ξερό μας το κεφάλι κοπανάει.

Γιατί μια μπουκιά γλυκό ψωμί τρώνε οι ήρωές του, σαν και μας -τόσο αληθινοί είναι- και εκεί πάνω που πάνε να πουν τα καταφέραμε έρχεται ο κόσμος τους τούμπα, μα έλα που δεν έρχεται ποτέ και σε κανέναν στα καλά του καθουμένου καμία τούμπα….

Τα γερά και καθαρά σκοινιά της συλλογής του (για το άπλωμα της μπουγάδας με τα γαριασμένα εθνικά μας άπλυτα που δεν τα ξεπλένει ούτε ο Πηνειός) είναι φορτωμένα με προσοχή από ατομικές και οικογενειακές ιστορίες/συμβάντα απ΄αυτά που περνάνε στα αστυνομικά και τα νοσοκομειακά δελτία και είναι νωπό το μελάνι τους μονίμως.

Η κοφτερή, έξυπνη κοινωνική ματιά του Γιάννη Φαρσάρη, αυτή η χωρίς παρωπίδες με την οποία τα διαπέρασε και τα αποδελτίωσε πριν τα κάνει πρωτοπρόσωπες και τριτοπρόσωπες αφηγήσεις -για μυριάδες καλά και κακά, κηδείες, γεννητούρια, αυτοκτονίες, παντρειές, σχέσεις, σύγχρονους Ρομπέν των Δασών, ιδιοτελείς και κάλπικους αλλά και ρομαντικούς εραστές και συζύγους, αγανακτισμένους άνεργους και τρελαμένους εργαζόμενους για μια δεκάρα, όνειρα τύπου της μιας δραχμής τα γιασεμιά, εφιάλτες, προδοσίες, τύψεις και προσδοκίες, όλα σε παράλληλη πορεία με την κατρακύλα της μεγάλης χοάνης ανθρώπων που ορίζαμε ως μεσαία τάξη- εμβαπτίζεται σε διαυγείς κολυμπήθρες ανθρωπιάς.

Ο συγγραφέας αγαπάει τους ήρωές του, αγαπά τον κόσμο και σαν κομμάτι του δίνει στιγμιότυπα από την ζωή ανάμεσα στις συμπληγάδες της κακής και καλής ιστορικής συγκυρίας. Οι τίτλοι τραβούν κι αυτοί το ενδιαφέρον αμέσως. Είναι μεγάλη αρετή το να βρίσκει ωραίους τίτλους ο διηγηματογράφος, σχεδόν η μισή ομορφιά ενός μικροδιηγήματος (μπορεί να) κρύβεται στον τίτλο του:

 

synthesis_fovos

 

Άμεσος και ευρηματικός λοιπόν σαν συγγραφέας και με μια πολύ μεγάλη αρετή, με ζωντανή γλώσσα -αυτήν που μιλιέται και την ίδια στιγμή αναπλάθεται στην αληθινή ζωή κι όχι σε καζάνια γιαλαντζί λογίων γι αυτό ανανεώνεται και βγαίνει σώα και αβλαβής ακόμα κι αν ανακατευτεί με ξενόφερτο κιτς, παραμένοντας σε πείσμα πολλών ο κοινός μας τόπος και η πατρίδα- ο Φαρσάρης αποτυπώνει με έξοχο τρόπο λογής γλυκόπικρες καταστάσεις, στενάχωρες ή κωμικές φάσεις, μίζερες ή μπροστάρικες νοοτροπίες, άγχη κι αγωνίες και την συλλογική μας απόγνωση από την πολιτική μας κατάντια, τις τσαλαπατημένες ή αναπτερωμένες ελπίδες κι ένα σωρό άλλα έχοντάς τα παρατηρήσει με οξυδέρκεια και βουτήξει κι ο ίδιος σ΄αυτά που έγιναν (ή μήπως έτσι ήταν πάντα;) η δύσκολη καθημερινότητα στην ζωή μας. Τον απασχολούν μέσω των ηρώων του πολλά που άπτονται της ηθικής -τι είναι αυτό πάλι στις μέρες μας, αλλά είπαμε ας μην αρχίσουμε τα θεωρητικά- και μ΄αυτά μπολιάζονται και πατάνε γερά ή και όχι στα πόδια τους οι χαρακτήρες στις ιστορίες του: με τα μικρά και μεγάλα κλασικά υπαρξιακά ερωτήματα, τα ιδανικά, τις σκοτούρες, τον φόβο, την αγανάκτηση, τον θυμό, την πίκρα από την ήττα, το τσάκισμα από την πρόσκαιρη νίκη που κερδίζεται με στερήσεις και θυσίες μα αποδεικνύεται, πριν φτουρίσει η χαρά της,πύρρειος. Και τα μοιράζεται αφτιασίδωτα με μας τους αναγνώστες μέσα από ιστορίες που ακριβώς στην μικρή έκταση κρύβεται η μεγάλη τους δύναμη στόχευσης κατ΄ευθείαν στο συναίσθημα. Γιατί, και ναι, το ξαναλέω, οι ήρωες της συλλογής είμαστε εκείνος, εγώ, εσύ, ο άλλος. Βλέπουμε τους εαυτούς μας στα μικρά εμπνευσμένα διηγήματα/καθρέφτες, υπάρχει ειρωνεία και καγχασμός της γελοιότητας στην οποία αφηνόμαστε αλλά και άδολη αγάπη και ζεστασιά και πώς αλλιώς θα γινόταν; Εμείς είμαστε την ίδια στιγμή οι καραγκιόζηδες μα και οι βασιλιάδες! Η βορά και τα θηρία, οι άγγελοι και οι διάβολοι, οι πρόστυχες ή υπέροχες πράξεις μας, χτες και τώρα.

 

Crowdfunding και όλα θα πάνε καλά (ίσως)

Το διήγημα “Έφαγα τη Μαμά” δημοσιεύτηκε στο (ομολογουμένως εξαιρετικό κι όχι επειδή είναι και δικό μου” σπίτι”) ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal πέρυσι τον Οκτώβριο σαν προδημοσίευση. Διαβάστε το για να πάρετε γεύση της γραφής του Φαρσάρη και διαβάστε και περί των εκδόσεων Openbook που έβγαλαν σε έξοχη έντυπη μορφή την συλλογή “Φόβος Κανένας” με crowdfunding (ρωτήστε την μανούλα ή καλύτερα την γιαγιά σας να σας πει τι σημαίνει ρεφενές και τι έχουν πετύχει μ΄αυτόν σε τρισχειρότερα χρόνια κάποιες γενιές) και προσπαθήστε επίσης, όπως έκανα κι εγώ, να δείτε αλλιώς τα πράγματα, με περισσότερο τσαγανό όπως ο συγγραφέας, επιστρατεύοντας χιούμορ και αυτοσαρκασμό σεμνά και μαζί μαχητικά γιατί παρά την σκοτεινιά έχουμε ακόμα ειρήνη, γυάλινη ξεγυάλινη είναι μια κάποια ειρήνη αυτό που είμαστε εντός του παρά την κρίση και την ρευστότητα κι επίσης είμαστε ακόμα ελεύθεροι ή “ελεύθεροι” -μεγάλη κουβέντα το ξέρω- και όταν το εκτιμάμε έστω ελάχιστα τότε κάνουμε ωραία και καλά και έντιμα πράγματα, φρέσκια, υπέροχη λογοτεχνία (και με crowdfunding, τι καλή ιδέα), όπως ο ταλαντούχος Γιάννης Φαρσάρης.

 

* Πρώτη δημοσίευση: Λέσχη Ανάγνωσης του “Degas” // reading ΄N blogging //

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top