Fractal

Η πρόσληψη της φουτουριστικής πρωτοπορίας στη νεοελληνική πνευματική σκηνή.

Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *

 

 

Α. Ζεβγάς – Λ. Τρότσκι παράλληλοι; Η τροτσκικη ανάγνωση του Χουρμούζιου.

Ομοιότητες και αποκλίσεις: Στο φως του Μαρξισμού. Ο φουτουρισμός.

Οι φουτουριστές υπηρέτες του φασισμού – Λογοτεχνία και Επανάσταση.

 

Η διείσδυση της φουτουριστικής πρωτοπορίας στη χώρα μας δεν έχει ακόμη επαρκώς διερευνηθεί και παραμένει κάπως αχαρτογράφητη.

Η ελληνική πνευματική σκηνή στις αρχές του 20ου αιώνα έχει περίπου ως εξής: τα γράμματα βρίσκονται σε μαρασμό, κάτω από τη σκιά του Κ. Παλαμά, της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, της Γενιάς του 1880, του ρεαλισμού και της ηθογραφίας, η ποίηση κατέχει κάπως παρακμιακή θέση, απουσιάζει κάποιο φιλοσοφικό κίνημα, το κοινό αδιαφορεί για τη λογοτεχνική παραγωγή, η συζήτηση περί γλωσσικού ζητήματος βρίσκεται στο ζενίθ, ενώ παράλληλα παρατηρείται μια κοινωνική κι εκπολιτιστική μεταρρύθμιση. Στο λογοτεχνικό περιοδικό Νουμάς (1903-1931), οι σοσιαλιστές έρχονται αντιμέτωποι με τους πατριώτες. Οι διανοούμενοι συζητούν το θέμα της προγονοπληξίας, της προγονομανίας και αρχαιολατρίας και ταυτόχρονα διατυπώνουν ένα αίτημα μελλοντικής προοπτικής (Φιλύρας, Ουράνης, Λαπαθιώτης). Ο Ι. Δραγούμης επεσήμανε την ανάγκη ανανέωσης του πολιτισμού, αλλά σε καμία περίπτωση την πλήρη ρήξη με τους δεσμούς του παρελθόντος και της προγενέστερης λογοτεχνικής παραγωγής.

Ο φουτουρισμός διοχετεύθηκε στην Ελλάδα, κυρίως μέσω του ιταλικού φασιστικού καναλιού κι όχι τόσο μέσω του ρωσικού. Μολονότι το μανιφέστο του ιταλικού φουτουρισμού διαδόθηκε ταχύτατα στον ελληνικό χώρο, ο φουτουρισμός είχε μικρή, αλλά σημαντική απήχηση. Οι απόψεις που σχετίζονται με τις επιδράσεις που άσκησε στα ελληνικά γράμματα είναι διφορούμενες. Εκτός από τα λίγα φουτουριστικά κείμενα που γράφτηκαν, διεξήχθη ένας περιορισμένος, αλλά αξιανάγνωστος διάλογος για το κίνημα. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το μηνιαίο καλλιτεχνικό και φιλολογικό περιοδικό Πινακοθήκη (1901-1926) οχτώ χρόνια πριν τη δημοσίευση του μανιφέστου του φουτουρισμού, συστήνει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τον ιδρυτή του Φ. Τ. Μαρινέττι. Οι πρώτες μεταφράσεις αποσπασμάτων των φουτουριστικών μανιφέστων, κριτικών και άρθρων της πρωτοπορίας λαμβάνουν χώρα σε έντυπα της Αλεξάνδρειας (Σεράπιον 1909), της Σμύρνης (από τον κύκλο των φίλων του φουτουρισμού) και της Κωνσταντινούπολης (Νέον Πνεύμα). Τα βασικά πιστεύω του κινήματος  μεταφράζονται για πρώτη φορά στην Πινακοθήκη του 1909, ενώ δύο χρόνια μετά ακολουθεί ένα γράμμα του Κ. Παλαμά προς τον Μαρινέττι, δημοσιευμένο στο Νουμά. Το 1916 το μηνιαίο λογοτεχνικό Φύλλα (1916-1917), η μηνιαία καλλιτεχνική έκδοση της αθηναϊκής εφημερίδας Ελληνικόν Μέλλον Αθήναι (1932-1951), το λογοτεχνικό περιοδικό Αρμονία (1916-1917), η Νέα Ημέρα, η Νέα Ελλάς και το εβδομαδιαίο περιοδικό Τέχνη και Θέατρο (1916) φιλοξενούν στις σελίδες τους ποικίλου περιεχομένου ύλη που άπτεται του φουτουρισμού. Ακολουθούν δημοσιεύματα στον Εθνικό Κήρυκα (1920), στην Πολιτεία (1921), στο Εμπρός (1922) και στο Ελεύθερο Βήμα (1923 κ.έ.), στην εφημερίδα που μονοπώλησε το ενδιαφέρον.

Στα τέλη του Ιανουαρίου του 1933, ο Μαρινέττι επισκέφθηκε επίσημα την Ελλάδα, ως προπαγανδιστής του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι. Τότε, έλαβαν χώρα δεξιώσεις προς τιμήν του, ενώ εκείνος έδωσε συνεντεύξεις σε αντιπροσώπους του περιοδικού κι εφημεριδογραφικού τύπου και δύο διαλέξεις, ο αντίκτυπος των οποίων από καλλιτεχνική και πολιτική άποψη ήταν αρνητικός. Στα κείμενα των διαλέξεων ο Μαρινέττι επανέλαβε τις γνωστές θέσεις του κινήματος, απήγγειλε ποιήματά του, υπογράμμισε το μεγαλείο της συγκαιρινής του Ιταλίας και της φασιστικής πολιτικής του Μουσολίνι. Η φουτουριστική εκδήλωση προς τιμήν του ναυάγησε και προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, λόγω των αντικομφορμιστικών θέσεών του για την τέχνη, αλλά και λόγω των πολιτικών του ιδεών. Το ελληνικό κοινό επιφύλαξε μάλλον υποτονική υποδοχή. Η άφιξη του Μαρινέττι στην Αθήνα προκάλεσε την αγανάκτηση όλων των αποχρώσεων. Ακόμα και τα μετριοπαθέστερα σοσιαλιστικά περιοδικά ξεσπαθώνουν εναντίον του. Έκτοτε, παρατηρείται μια έκρηξη και πύκνωση των αναφορών στο κίνημα (Εστία, Νέα Εστία, Ελεύθερο Βήμα, Σήμερα, Νέοι Πρωτοπόροι, Βραδυνή, Έθνος, Αθηναϊκά Νέα, Πολιτεία, Πρωϊα, Ακρόπολις, Καθημερινή, Ελεύθερο Μέλλον, Ελεύθερος Άνθρωπος, Ιδέα, Νεοελληνικά Γράμματα, Αθηναϊκή Επιθεώρηση, κ.ά.). Δημοσιεύονται μεταφράσεις αποσπασμάτων των φουτουριστικών μανιφέστων και άλλων ποιημάτων, σημειώματα για την προσωπικότητα του Μαρινέττι και για τις συναντήσεις του με φυσιογνωμίες των γραμμάτων όπως ο Καβάφης, συνεντεύξεις του, ανταποκρίσεις και αναλύσεις των περιεχομένων των διαλέξεών του, εντυπώσεις των διακηρύξεων του κινήματος, συντίθενται άρθρα περί φουτουρισμού όπου διαγράφονται τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα και περιγράφονται τα μέσα επιβολής της πρωτοπορίας, κείμενα που αποκαλύπτουν τις απηχήσεις του κινήματος στη λογοτεχνία και στις άλλες τέχνες (θέατρο, μουσική, αεροζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική, φωτογραφία), άρθρα που εξετάζουν το κοινωνικό-πολιτικό υπόβαθρο της πρωτοπορίας και των σχέσεών της με το φασιστικό καθεστώς, χρονογραφήματα, σατιρικά στιχουργήματα και παρωδίες φουτουριστικών κειμένων, συγκριτικές μελέτες που εξετάζουν τη σχέση φουτουρισμού με άλλες τάσεις (κυβισμός, ντανταϊσμός, υπερρεαλισμός, πιραντελλισμός). Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Μπουμπουλίδης, μπορούμε να ταξινομήσουμε τα κείμενα που συντέθηκαν με αφορμή την άφιξη του Μαρινέττι, εκτός των συνεντεύξεων και διαλέξεων, σε τρεις κατηγορίες: στα σατιρικά  στιχουργήματα, στα χρονογραφήματα και στα άρθρα που σχετίζονται με την προσωπικότητα του Ιταλού και τις θέσεις του κινήματος ή κρίσεις για επιμέρους εκδηλώσεις της δημιουργίας του φουτουρισμού. Η επίσκεψη του Μαρινέττι στην Αθήνα τροφοδοτεί ακόμα και τη σκιτσογραφία και την πολιτικού τύπου γελοιογραφία. Επιπροσθέτως, με αφορμή την παραμονή του ιδρυτή του φουτουρισμού στη χώρα μας, διοργανώθηκαν φουτουριστικές εκθέσεις.

Από μια πρόχειρη φιλομέτρηση και έρευνα στις προσιτές βιβλιογραφικές παραπομπές, μπόρεσα να διαπιστώσω πως αρχικά ο φουτουρισμός προσλήφθηκε ως κάτι το ύποπτο κι επικίνδυνο. Ο τύπος αντιμετώπισε με πνευματώδη και περιφρονητικό τόνο τις αρχές του φουτουρισμού, παρουσίασε τον Μαρινέττι ως προφήτη κι αρχηγό μιας διεθνικής πρωτοπορίας, σχολίασε ειρωνικά και αρνητικά τις κύριες θέσεις των φουτουριστών, καυτηρίασε το κίνημα και το έκρινε ως πασσεϊστικό, ως φωτοβολίδα και σαπουνοφουσκαλίδα, ως νέα θρησκεία με θύμα τη φτωχούλα Νίκη της Σαμοθράκης.

Το Μάιο του 1933 πάνω από εκατό Έλληνες διανοούμενοι υπέγραψαν μια διαμαρτυρία ενάντια στο φασιστικό κίνδυνο. Ο αντιφασιστικός αυτός παροξυσμός συνετέλεσε ώστε να απορριφθεί συλλήβδην το κίνημα στην ιστορική του πορεία και να σταλεί στο πυρ το εξώτερον μαζί με το αισθητικό του πρόγραμμα. Ο Π. Νούτσος επισημαίνει πως από τη σκοπιά της κομματικής «ορθοδοξίας», ο φουτουρισμός αποδοκιμάζεται, με αφορμή την επίσκεψη του Marinetti στην Αθήνα (1933), σαν «ιδεολογικός πρόδρομος» του παραλογισμού που «δέρνει την ιστορικά καταδικασμένη» αστική τάξη.

Στα ελληνικά έντυπα του Μεσοπολέμου, το κίνημα αντιμετωπίζεται μέσα από το πρίσμα ενός αντιποιητικού και αντικαλλιτεχνικού μοντερνισμού. Ο ιταλικός φουτουρισμός επικρίθηκε από όλα σχεδόν τα μεσοπολεμικά περιοδικά και πολεμήθηκε, εξαιτίας  των εθνικιστικών τάσεών του και του ότι αποτέλεσε απροκάλυπτο όργανο του φασισμού. Περιοδικά της σοσιαλιστικής Αριστεράς και της αστικής αντι-κομμουνιστικής πτέρυγας στηλίτευσαν το κίνημα και διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο στη χειραγώγηση της πρόσληψης του. Η στάση του αριστερού τύπου (Νέοι Βωμοί, Πρωτοπόροι, Νέοι Πρωτοπόροι, Λογοτεχνική Επιθεώρηση, Νέα Επιθεώρηση, Ριζοσπάστης, κ.ά.) απέναντι στο ρωσικό φουτουριστικό κίνημα ωθεί στην επανεκτίμηση του καλλιτεχνικού – πνευματικού φαινομένου και στον ορισμό της αποστολής της τέχνης. Η πέραν της αριστεράς ελληνική διανόηση κυριολεκτικά αγνοεί τον Μαγιακόφσκι, καθώς τον παρερμηνεύει και τον θεωρεί στρατευμένο στην υπόθεση της κοινωνικής επανάστασης, άρα αδιάφορο για τις επιλογές της.

Στην Ελλάδα δεν μπορούμε παρά να μιλάμε για δοκιμές φουτουριστικής δημιουργίας. Η ελληνική συγκομιδή του φουτουρισμού βρίσκει απήχηση σε μερικά ποιήματα του Φ. Γιοφύλλη και Α. Γιαννόπουλου. Κατά το διάστημα 1925-1930, ο Γιοφύλλης αποπειράθηκε να χρησιμοποιήσει στην ποίησή του ένα νεωτερικό, πειραματικό λεκτικό, θεωρώντας τον εαυτό του Μαρινέττι της Ελλάδας. Δημοσίευσε στην Αρμονία του 1916 τα ποιήματα Σ. Α. Π. και Τα χαφτεία, τα οποία επιδοκίμασε ο ίδιος ο ιδρύτης του φουτουρισμού κατά την έλευσή του στην Αθήνα. Επιπροσθέτως, το 1910 έγραψε τον πρώτο ελληνικό ύμνο της φουτουριστικής μηχανής, με τίτλο Η ηδονή της μηχανής (1917), τις Καινούργιες Τερτσίνες και την Αγωνία Σταρέμπορα (1921). Ο Γιοφύλλης υπήρξε μια τεράστιας σημασίας φυσιογνωμία για την πρόσληψη του ιταλικού φουτουρισμού στην χώρα μας. Εφάρμοσε φουτουριστικές τεχνικές και έγραψε ευσυνείδητα, σύμφωνα με τις φουτουριστικές αρχές. Διακρινόταν για την εικονοποιητική εμμονή του, τη σχολαστική διατύπωση του ταυτόχρονου, την μικρότερη δυνατή προσπάθεια για συντακτική διαμεσολάβηση, την αναπαράσταση του ήχου και την ιδιόμορφη λεξοποιητική. Ωστόσο, αξιομνημόνευτη  είναι και η περίπτωση του Γιαννόπουλου, τόσο αναφορικά με τις πρώιμες φουτουριστικές του αναζητήσεις όσο και αργότερα με το εγχείρημα του μηνιαίου λογοτεχνικού περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες (1932-1953). Ο Γιαννόπουλος αλληλογραφούσε με τον Μαρινέττι (1916-1917), συχνά συνεργαζόταν με φουτουριστικά περιοδικά του Μιλάνου και η μεταφραστική συμβολή του στη διάδοση της φουτουριστικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα υπήρξε καθοριστική. Το 1915 προσχώρησε στο φουτουριστικό κίνημα και δυο χρόνια μετά ίδρυσε το περιοδικό Freccia Futurista. Στο άρθρο του Il futurismο παρουσιάζεται ως ο φουτουριστικότερος του φουτουρισμού. Το 1976 εδωσε μια διάλεξη για το φουτουρισμό στο Ιταλικό Ινστιτούτο.

Πέρα από τις δυο αυτές φυσιογνωμίες, την ανάγκη ανανέωσης του λογοτεχνικού τοπίου εκφράζουν και οι Κ. Παλαμάς (Μελλοντισμός), Καρυωτάκης (Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο), Κ. Ντόρος, Ν. Καβαδίας (Μαραμπού), Α. Καμπάνης (Πεντασύλλαβοι, Περάσματα και χαιρετισμοί, Σκληροί και δειλοί στίχοι, Πέρασε κ’ ένας χρόνος, Η φωνή), Ν. Χάγερ-Μπουφίδης, Κ. Εμμανουήλ (Ιπποδρομίες, Στο ντάνσιγκ με μια κυρία, Ερωτικό γράμμα της σελήνης προς τους ποιητές της γης), Π. Ψαλτήρας, Ν. Καζαντζάκης (Τόντα-Ράμπα), Γ. Μπεράτης (Διασπορά), κ.ά., χωρίς να είναι καθαρά φουτουριστές. Πιο αισθητές γίνονται οι απηχήσεις στον εικαστικό τομέα.

Συμπερασματικά, τα ζητούμενα της εθνοκεντρικότητας στον μεσοπόλεμο έδρασαν καταλυτικά στην αντιμετώπιση κινημάτων, όπως ο φουτουρισμός που πρέσβευε το κατεδαφιστέο, ξενόφερτο, μοντέρνο. Οι Έλληνες δυσπιστούσαν μπρος στις μοντέρνες τεχνοτροπίες. Ο φουτουρισμός αντιμετωπίζεται στην χώρα μας ως σύστημα-δεκανίκι ολοκληρωτικών φασιστικών καθεστώτων και γι’ αυτό κινείται στις παρυφές του λογοτεχνικού πεδίου. Επιπροσθέτως,  υπεύθυνες για την αρνητική στάση της ελληνικής διανόησης απέναντι στο κίνημα υπήρξαν η ευφορία της φουτουριστικής μηχανοκρατίας και η πολεμολατρία.

Η πιο συστηματική επίθεση εναντίον της πρωτοπορίας του φουτουριστικού κινήματος προήλθε από τον Α. Χουρμούζιο, ο οποίος, με το ψευδώνυμο Αντρέας Ζεβγάς, δημοσίευσε το 1933 ένα φυλλάδιο τριάντα δύο σελίδων, με τίτλο Στο φως του Μαρξισμού. Ο φουτουρισμός. Οι φουτουριστές υπηρέτες του φασισμού. Το ύφος της μελέτης του για το φουτουρισμό ρέπει προς εκείνο του λογοτεχνικού δοκιμίου, ενώ είναι έκδηλος ένας ειρωνικός τόνος, χωρίς αυτό να σημαίνει πως απουσιάζει το στοχαστικό βάθος, η εξαιρετική συνδυαστική του ικανότητα, η κριτική οξυδέρκεια και η ερμηνευτική προοπτική. Η στάση που υιοθέτησε ο στυλίστας αυτός του νεοελληνικού κριτικού λόγου απέναντι στην φουτουριστική πρωτοπορία ερμηνεύεται από τον προσανατολισμό του προσωπικού του γούστου στην παράδοση. Η απόσταση που κράτησε απέναντι σε ρηξικέλευθες τάσεις και κινήματα, που επικεντρώνονταν στις μορφικές καινοτομίες, καλύπτονταν από τη φανερή προτίμησή του για ποιητές με έργο οδηγητικού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα ο Maiakovskii. Αν και η μελέτη υπαγορεύεται από την επικαιρότητα, ο Ζεβγάς στηρίχθηκε στα σπουδαιότερα ντοκουμέντα της φουτουριστικής κίνησης στην Ιταλία και θέλησε να δώσει μια βαθύτερη ανάλυση του κοινωνικού και καλλιτεχνικού περιεχομένου του φουτουρισμού. Ο Ζεβγάς ασχολείται κυρίως με τον καθορισμό του ιταλικού φουτουρισμού και τη μελέτη της φουτουριστικής ηθικής. Ξεκινώντας από τα γενεσιουργά αίτιά του, τον παρακολουθεί στον ιστορικό του δρόμο, εξετάζει την πολιτική και καλλιτεχνική του δράση, εξηγεί την στάση του κατά του πολέμου, εξετάζει τη σχέση του με το φασιστικό καθεστώς κι ύστερα, με βάση το ταξικό περιεχόμενο, αναλύει τα καλλιτεχνικά του δόγματα και τις αντιλήψεις του για την ποίηση, τον πεζό λόγο, τη γλυπτική, το θέατρο, κ.ά. δίνοντας μια πλήρη εικόνα του κινήματος και μια μαρξιστική ανάλυσή του. Όπως επισημαίνει ο Θ. Παπακωνσταντίνου, η μικρή αλλά ζουμερή μελέτη του Ζεβγά, γραμμένη σε στρωτή γλώσσα και διαφωτιστική μεθοδικότητα, αποτελεί επιτυχή εφαρμογή της μαρξιστικής μεθόδου σ’ ένα φαινόμενο του κοινωνικού υπεροικοδομήματος και μαρτυρεί ότι όσο περνά ο καιρός τόσο και περισσότερο ο μαρξισμός  μεταβάλλεται και στην Ελλάδα από στείρο δόγμα σε γόνιμο όργανο έρευνας και κριτικής. Σύμφωνα με τον Ζεβγά, ο φουτουρισμός φανερώθηκε σαν ένα κίνημα που συνδύαζε τους φιλολογικούς ανακαινιστικούς σκοπούς του με κοινωνικές και πολιτικές επιδιώξεις. Η ορμή και ο πολιτικός ριζοσπαστισμός, με την έννοια της αποφασιστικής αντίδρασης προς τις καθιερωμένες αστικές πολιτικές μορφές της κοινωνικής κυριαρχίας της, ως απόρροια της κοινωνικής ανάγκης της τάξης, δημιούργησαν ένα πρόσφορο έδαφος για τη γένεση και τη σταδιοδρομία του φουτουρισμού. Κατά τον Ζεβγά, ο φουτουρισμός δεν αποτελεί φαινόμενο τοπικής εμβέλειας που χρωστά το όνομα και τη στολή του στον ιδρυτή του. Ως τάση και ροπή, αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο, καθώς ανταποκρίνεται σ’ έναν πολιτισμό τεράστιας βιομηχανικής και τεχνικής ανάπτυξης, που δημιούργησαν οι μηχανικές και επιστημονικές εξελίξεις. Ως Σχολή με ορισμένο πρόγραμμα, κατευθύνσεις, συνταγές και νόμους, ο φουτουρισμός ξεκίνησε το 1909. Πριν από περίπου έναν αιώνα, στις 20 Φεβρουαρίου 1909, ο Filippo Tommaso Marinetti (1876-1944), δημοσίευε στη γαλλική εφημερίδα Le Figaro το περίφημο, ιδρυτικό, εμπρηστικό και στομφώδες  «Manifeste du futurism», του κινήματος που επιζητούσε να επαναθέσει, με τρόπο ρηξικέλευθο, καίρια καλλιτεχνικά ζητήματα και που έμελλε να πολιτογραφήσει στη θεωρία και ιστορία των τεχνών τον όρο «πρωτοπορία» («avant–garde»). Το ύφος του διακρίνεται από τον  εκρηκτικό, χειμαρρώδη και αποφασιστικό τόνο, ενώ ο λόγος, είναι ενίοτε ποιητικός, αποκαλυπτικός, ενίοτε γεμάτος αφορισμούς και εξαγγελίες. Η ιδέα της μοντέρνας πολιτιστικής πρωτοπορίας, στραμμένη στο μέλλον, στο γίγνεσθαι, ρηξικέλευθη και έτοιμη να «δράσει», να ανανεώσει στο πέρασμά της τόσο την ίδια την ύπαρξη, όσο και τη δομή της κοινωνίας, είχε γεννηθεί. Ο φουτουρισμός ξεπήδησε μέσα από την αμφισβήτηση και ήταν απότοκος των κοινωνικών κλυδωνισμών και ανακατατάξεων που προκαλούσαν οι νέες επιστημονικές επιτεύξεις και η τεχνολογική τους εκμετάλλευση.

 

Αιμίλιος Χουρμούζιος

 

Ας προσπαθήσουμε να κωδικοποιήσουμε τα κυριότερα πιστεύω της ιταλικής πρωτοπορίας, πριν προχωρήσουμε σε μια πιο σχολαστική ανάγνωση της μελέτης του Χουρμούζιου, ως μικροί Μαρινέττηδες, σ’ ένα πείραμα ή καλύτερα σε μια παρωδία σύνθεσης ενός σύγχρονου μανιφέστου:

 

«Η ιταλική εκδοχή του φουτουριστικού κινήματος ταυτίζεται με: το αίτημα της αναμόρφωσης}  τον ενθουσιώδη ζήλο για μια ανανεωτική και ριζοσπαστική τέχνη του μέλλοντος ª το λυτρωτικό ρηξικέλευθο καινούργιο ! την ανακαίνιση της καλλιτεχνικής έκφρασης^  την ηφαιστιώδη + φλογερή θέληση για ολοκληρωτική         ρήξη + αποστασιοποίηση με τους δεσμούς της παράδοσης # την απαλλαγή από τη στοχαστική ακινησία + τυραννία του παρελθόντος $ την απαξίωση του πεπερασμένου    ~  την αντίδραση στην επικρατούσα αισθητική  = την δριμύτατη εξουδετέρωση της θεσμοθετημένης παράδοσης [ την ακύρωση της μνήμης % την εναντίωση στο μοντέλο του εργαστηριακού ποιητή & την απελευθέρωση από τη γάγγραινα των συντηρητικών ουφ  + τις αλυσίδες της κληρονομιάς//  την κατεδάφιση των πόλεων μαυσολείων = νεκροταφείων * τον καυτηριασμό           των αναχρονιστικών + προγονολατρικών θεσμών τσσσςς / την καταπολέμηση της ηθικολογίας> τη φρίκη για το παλιότη μαγευτική δύναμη του απρόβλεπτου // την προοδευτική κινητικότητα < την ανατροπή = την ισοπέδωση και κατεδάφιση< την έφοδο # την ακραία αμφισβήτηση *  τη μανιώδη μαχητική δράση ΠΥΡΡΡΡΡΡΡ!!!!!!!! > τη διαμαρτυρία 0 την αέναη μεταβολή [ την άρση της αδράνειας + νωθρότητας >> την απέχθεια στη στατικότητα + αργοπορία / την κοινωνική θύελλα (το επικίνδυνο άλμα οπ \ το γρονθοκόπημα πλαφφφ ^ την επιθετικότητα } την εξέγερση ~ τον πυρετό ¡ την επαγρύπνηση ¢ το νεφώδη μυστικισμό / τουμτουμπ   £ τον πολεμικό αναβρασμό !  την ακατανόητη μέθη για κοινωνικούς κατακλυσμούς $ το γήινο πόλεμο χορηγό             υγείας + εξυγιαντικό φάρμακο του κόσμου [1] ¤ την κήρυξη ενός ειρηνικού ως προς τα μέσα αλλά αιμοβόρου ως προς τα εκφραστικά όπλα πολέμου κατά της αρτηριοσκληρωμένης τέχνης      > τη δοξολογία του μιλιταρισμού ¥ την αποστολή προσκλητηρίου βίας % το ευεξήγητο πολεμικό μένος # τον επαναπροσδιορισμό του πατριωτισμού ¦την ιλλιγγιώδη ταχύτητα ως νέο κανόνα του αντικλασικού ωραίου[2] § τη συσπείρωση στους φρενιτιώδεις ρυθμούς ª τον στροβιλισμό του σύμπαντος ֟    σβινν σβινν ¬ την επιτάχυνση της ζωής * την δυναμική ενατένιση ενός ευφορικού τεχνοκρατικού μέλλοντος ° την προσήλωση στην εκβιομηχάνιση           την υιοθέτηση ενός προοδευτικού ρεπερτορίου]         ±  τον εκσυγχρονισμό των μέσων μεταφοράς² (βοου, μπιμπ-μπιμπ) + επικοινωνίας ντριν ντριν + πληροφόρησης   ¶ την έννοια της ΠΤΗΣΗΣ    τον μύθο του κινητήρα № τη μέθη της μηχανολατρίας ℓ την παγίωση της μηχανής ως έμβλημα + θεμέλιο λίθο της νεωτερικότητας ♫    την τεχνολογική μεταμόρφωση ← τον εκθειασμού του μηχανοποιημένου ανθρώπου-ειδώλου ↑ τη θεώρηση του ηλεκτρικού φωτός ως συμβόλου ενέργειας ♫♫   την αλλόκοτη ψυχολογία του αλλαλάζοντος όχλου ∩ την ποδηγέτηση + χειραγώγηση των μαζών ≠ τους αναρίθμητους πολύβοους           ήχους ου αααααα εεεεεεεε + κρότους μπαμ-μπουμμ μιας πολυτάραχης + κραυγαλέας πολιτείας ≤ την ηχητική και κακόφωνη διάσταση          της ποίησης τουρουν τουρουν ▲ τη μυσογυνική στάση μπλιαξξξ ◊ τη θεώρηση της γυναίκας ως σαχλό/ βρωμερό + κατώτερο γένος ○ την απαλλαγή από μαλθακές ρομαντικατούρες /// την καταπολέμηση του θρησκευτικού φανατισμού + σνομπισμού + αντικληρικαλισμού ◙ την αντικατάσταση της ψυχολογίας του εγώ από τη ματιέρα ♪ την απομυθοποίηση της ποιητικής πράξης ♫ το θάνατο του λογοτεχνικού εγώ // την σύζευξη ζωής – ύλης ♯ τη θεματική επένδυση στην ύλη
+ την επικράτηση του εφιαλτικού λυρισμού αυτής //////////        την ΑΚΑΡΙΑΙΑ αποτύπωση της αρχικής μπερξονικής αίσθησης-διαίσθησης/ του φευγαλέου / τυχαίου / στιγμιαίου ˄  την περιληπτική έκθεση  των ψυχικών δονήσεων + την απόδοση των σκέψεων με ανοιχτές ή κλειστές βεντάλιες των κινήσεων /˅ τη συμπυκνωμένη μεταφορικότητα ¾ την αχαλίνωτη φαντασία → την απροσδόκητη + αλλόκοτη διαδοχή εικόνων και λέξεων που ανοικειώνουν και δεν παράγουν νόημα ↔ τις ελεύθερες λέξεις ↕ την τυπογρα

φική αταξία ∞ την ανάμειξη λέξεων και γραμμάτων διαφορετικού μεγέθους / στυλ / χρώματος  ¼ την χρεωκοπία της πολυθρύλητης κλασικής αρμονίας  ×      Ø    την αίσθηση της κ α τ α σ τ ρ ο φ ι κ η ς Επ έλ Ασης Þ την κατάργηση γραμματικών δομών Ɯ την συντακτικών καταστρατήγηση νημάτων – οδηγών ƥ την απουσία έλλογης στίξης 1 το αντιποιητικό λεξιλόγιο 2 την καυστική γλώσσα 3 το  ενορχηστρικό-πολυφωνικό- υποβλητικό-μεγαλόστομο-στομφώδες ύφος 4             τον  επιθετικό + προκλητικό τόνο 5 τον Ψυχρό υποΛογισμό 6 τον πολύγραμμο λυρισμό 7 την ΑΡΝΗΣΗ της παραδοσιακής προσωδίας τσου 8 την ακύρωση του έλλογου ε λ ε ύ θ ε ρ ο υ στίχου 9 την απελευθέρωση των λέξεων 10 την εισαγωγή των εννοιών πτήση + βάρος + οσμή μμμμμμμμ 11 την απόρριψη της ορθολογιστικής νοησιαρχίας + του θετικισμού 12 την επιστράτευση των πιο ευφαντικών αναλογιών 13 την             προτίμηση σε μια μανιώδη – τηλεγραφική  + βίαιη γραφή 14 τον εποπτικό +διανοητικό λακωνισμό 15 την σύντμηση  +       16 τη νέα απελευθερωμένη ποίηση, σύνθετη + πολυδιάστατη. –« ΤΟΥΜΠΤΟΥΜΜΠ

 

Παρόλο που το κείμενο του Ζεβγά είναι μια αισθητική μονογραφία-καταπέλτης για τον ιταλικό φουτουρισμό, που πιάνει το σφυγμό της επικαιρότητας, η στάση που υιοθετεί είναι μάλλον συγκεχυμένη, καθώς υποβόσκουν τα τροτσκικά εργαλεία. Το κείμενο του Ζεβγά ασχολείται με τη συνεπέστερη μαρξιστική επιχειρηματολογία, όπως εκφράζεται στα κριτικά κείμενα του Τρότσκι, τα οποία γέμιζαν τις σελίδες της Λογοτεχνικής και Νέας Επιθεώρησης, των Πρωτοπόρων και Νέων Πρωτοπόρων, του Ριζοσπάστη, των Νέων Βωμών κ.ά. εντύπων, τα οποία προφανώς και είχε διατρέξει. Ο Ζεβγάς επιχειρεί να αποκαθηλώσει τον φουτουρισμό από το πρωτοποριακό του βάθρο, καταστρώνοντας, χωρίς να το ομολογεί, μια τροτσκική επιχειρηματολογία. Το κείμενο εντάσσεται στο διάλογο που ανοίγουν τα αριστερά έντυπα για το κίνημα και αποτελεί δίαυλο των τροτσκικών φουτουριστικών απόψεων.

Τα κείμενα γράφονται από δύο αποσυνάγωγους και είναι φορτισμένα με απολογητική διάθεση, έτσι που μοιάζουν με δηλώσεις πίστης του μαρξισμού. Ωστόσο, οι αποδέκτες των δύο κειμένων διαφέρουν, καθώς ο Χουρμούζιος εξαπολύει τα πυρά του προς τον ιταλικό, ενώ ο Τρότσκι προς τον ρωσικό φουτουρισμό. Ο δοκιμιακός λόγος του Χουρμούζιου απέχει από τις τροτσκικές ρητορικές αποστροφές. Η διαπραγμάτευση του θέματος ακολουθεί τις ίδιες συντεταγμένες. Η μαρξιστική εξάρτιση του ζεβγικικού λόγου κατευθύνει την πορεία των συλλογισμών του.

Και οι δυο συγγραφείς ξεκινώντας τις μελέτες τους προβαίνουν σ’ έναν ορισμό του φουτουριστικού κινήματος. Σύμφωνα με τον Χουρμούζιο, ο φουτουρισμός ορίζεται ως η έκφραση μιας συγκεκριμένης εποχής∙ ως το ιδεολογικό καθρέφτισμα του κοινωνικού της εποικοδομήματος∙  ως η αισθητοποίηση των κοινωνικών επιδιώξεων της τάξης στην οποία ανήκει και την οποία προωθεί ως ιδεολογική και καλλιτεχνική εκδήλωση της αστικής τάξης των δυο πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα∙ ως η έκφραση της προσπάθειας της αστικής τάξης να υπερβεί τον ηθικό και κοινωνικό μαρασμό της, με την ανανέωση των μορφών της σε πολιτικό, κοινωνικό και καλλιτεχνικό επίπεδο. Υπό αυτές τις συνθήκες ο αγώνας αυτός είχε αφετηρία του τον ιδεολογικό πόλεμο και αναπόφευκτα τα πρώτα πειράματα έγιναν στην Τέχνη. Ο Τρότσκι ορίζει μ’ έναν παρόμοιο τρόπο τον φουτουρισμό ως ένα φαινόμενο ευρωπαϊκό, το οποίο συνδέθηκε άμεσα με τα κοινωνικο-πολιτικά γεγονότα της συγκαιρινής του εποχής από τα πρώτα του κιόλας βήματα. Ο φουτουρισμός στάθηκε το καθρέφτισμα στην τέχνη της ιστορικής περιόδου που άρχισε στα μέσα της δεκαετίας 1890 και τελείωσε με τον παγκόσμιο πόλεμο.

Κατά τον Τρότσκι, ο φουτουρισμός γεννήθηκε σαν μαίανδρος της αστικής τέχνης. Όπως επισημαίνει, είναι εξαιρετικά απλοϊκό ν’ αντιπαραθέτει κανείς  τη δυναμική του ιταλικού φουτουρισμού και τις συμπάθειές του στην επανάσταση με τον «παρακμιακό» χαρακτήρα της μπουρζουαζίας. Ο Χουρμούζιος παραθέτει την άποψη του Μαρινέττι περί φουτουριστικής ηθικής: πίστευε πως αυτή θα έσωζε τον άνθρωπο από την αποσύνθεση που θα του προκαλούσε η βραδύτητα, η ανάμνηση, η ανάπαυση και η συνήθεια. Ο Ζεβγάς υποστηρίζει πως αυτές ήταν μόνο βαρύγδουπες δηλώσεις του ιδρυτή του φουτουρισμού και τίποτα παραπάνω. Επισημαίνει, πως η φουτουριστική ηθική δεν ήταν παρά η μάσκα της αστικής ηθικής. Ο φουτουρισμός είναι ένα γνήσιο προϊόν της κρίσης της αστικής τάξης  και η προβολή του στο μέλλον είναι μια πρόφαση για να μην αντιμετωπίσει τις ευθύνες του σήμερα.

Εν συνεχεία, ο Τρότσκι θίγει το οξύμωρο και επαναλαμβανόμενο ιστορικά φαινόμενο των καθυστερημένων χωρών, που χωρίς να ακτινοβολούν, καθρέφτισαν με περισσότερη λάμψη και δύναμη στις ιδεολογίες τους τις πραγματοποιήσεις των προχωρημένων χωρών. Ο φουτουρισμός αντιμετωπίζεται ως φαινόμενο των καθυστερημένων χωρών, που αντικατοπτρίζουν στις ιδεολογίες και στην τέχνη του τις οικονομικές πραγματοποιήσεις των προηγμένων. Γι’ αυτό ακριβώς και πιστεύει πως το φουτουριστικό κίνημα  απέκτησε την πιο λαμπρή έκφρασή του στην Ιταλία και κατόπιν στη Ρωσία. Ο Χουρμούζιος αμφιθυμεί: ενώ αρχικά φρονεί πως ο φουτουρισμός αναπτύχθηκε στα σπουδαιότερα βιομηχανικά κέντρα, εν συνεχεία επικαλείται τα επιχειρήματα του Τρότσκι και επισημαίνει μια αντίφαση σχετικά με την επιλογή της Ιταλίας ως φάρου του κινήματος. Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει, η Ιταλία εν συγκρίσει με τις υπόλοιπες χώρες την ίδια χρονική περίοδο, βρισκόταν σε μειονεκτική θέση, καθώς εκεί δεν είχε ολοκληρωθεί η τεχνική και βιομηχανική ανάπτυξη. Όντως, ο Marinetti επέλεξε ως χώρο δράσης κι ανάπτυξης του κινήματος του φουτουρισμού το Μιλάνο, καθώς ήταν μια πόλη υπό κατασκευή, μια πλοκαμώδης, μοντέρνα και χαοτική μητρόπολη, δείγμα της αυξανόμενης δύναμης της βιομηχανικής παραγωγής και του πολιτιστικού γοήτρου. Ο Marinetti περιέγραφε το Μιλάνο ως πόλη σύγκρουσης μεταξύ των δυνάμεων του παρελθόντος και εκείνων του μέλλοντος. Με λίγα λόγια, το Μιλάνο θεωρήθηκε η πρωτεύουσα της βιομηχανικής παραγωγής, του εμπορίου και του εκσυγχρονισμού. Ο Marinetti οραματίστηκε μια καινοτόμα και ρηξικέλευθη τέχνη που θα γεννιόταν παράλληλα με τη «νέα» Ιταλία, η οποία θα ήταν απελευθερωμένη από τις αλυσίδες του παρελθόντος και στην οποία θα εναρμονιζόταν πλήρως ο εθνικισμός και ο μοντερνισμός. Ο ιδρυτής του φουτουρισμού κινείται από τη φιλοδοξία να εκμοντερνίσει μια Ιταλία παγιδευμένη στο μεγαλείο του παρελθόντος και στον μύθο της αιώνιας πόλης. Η Ιταλία θα μπορούσε να αναλάβει μια εκπολιτιστική αποστολή, να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο και να μείνει στην ιστορία. Γενικότερα, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως κυριαρχούσε η πίστη στην ανωτερότητα της Ιταλίας. Πολλοί ήταν εκείνοι που θεωρούσαν πως ο ιταλικός μοντερνισμός θα γινόταν πρότυπο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οι διανοούμενοι επιθυμούσαν τον ανταγωνισμό της Ιταλίας με τις υπόλοιπες χώρες, μέσω της εκβιομηχάνισης, με την ανάπτυξη μιας εθνικής κουλτούρας πολιτιστικής ευαισθησίας. Ανταγωνίζονταν για το ποιος θα γίνει ο πνευματικός οδηγός της αναδιοργάνωσης της. Ο Groce θεωρούσε την Ιταλία ικανή να αποκρούσει την πρόκληση της σύγχρονης ζωής, να καταπολεμήσει τον μυστικισμό, τον ακτιβισμό και την καλαισθησία. Το αίτημα της απόκτησης  θρησκευτικής-φιλοσοφικής συνείδησης και ταυτότητας της Ιταλίας συνδεόταν με την ανάγκη προσανατολισμού σχετικά με τη ζωή και την πραγματικότητα. Επιστρέφοντας στο κείμενο του Ζεβγά, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως αυτός δεν εκλαμβάνει, όπως ο Τρότσκι, την επιλογή χώρου δράσης του κινήματος ως φαινόμενο επαρχιωτικού ντιλλενταντισμού, που αναζητά τη βιαστική προεξόφληση του μέλλοντος, αγνοώντας την συγκαιρινή του ανέχεια. Στον αντίποδα, θεωρεί πως η βιομηχανική και τεχνική καθυστέρηση μιας χώρας δεν λειτουργεί ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη μιας ιδεολογίας όταν οι περιρρέουσες συνθήκες είναι ευνοϊκές.

Σύμφωνα με τον Ζεβγά, το σήμερα υπάρχει για το φουτουριστικό κίνημα ως παρεμπίπτουσα υπόθεση στην επιδίωξη του αύριο. Το μέλλον είναι μια άγνωστη γη, της οποίας τις πρώτες μορφές συλλαμβάνουμε στη διαίσθηση του τι δύναται να μας δώσει η πυρετώδης ανάπτυξη του σημερινού προτύπου. Ο Ζεβγάς αμφισβητεί το δόγμα του φουτουρισμού ό,τι δεν είναι μέλλον είναι παρελθόν, πασσεϊσμός. Και συνεχίζει λέγοντας: ο φουτουρισμός αποφεύγει να ενδιατρίψει στο σήμερα, το οποίο ούτε καν λογαριάζεται αλλά αντίθετα εξαφανίζεται μπρος στη νέα μορφή. Ο Ζεβγάς τονίζει την ύπουλη φύση του φουτουρισμού, ο οποίος προσπαθεί να αποτρέψει την προσοχή από τους δεινούς όρους του σήμερα για να βαυκαλίσει τους ανθρώπους που καταπλήττει με την καταιγίδα των λόγων, με την υπόσχεση του αύριο, όπως ακριβώς κάνει και η δήθεν απορριφθείσα από τον Μαρινέττι χριστιανική θρησκεία. Η δήθεν, ωστόσο, απαξίωση και περιφρόνηση του σήμερα διαψεύδεται από τους ίδιους τους οπαδούς του κινήματος, οι οποίοι αποθεώνουν την έννοια του ταυτόχρονου, το ιερώτερο ίσως μετά την ταχύτητα σύνθημά τους. Οι φουτουριστές δέχονται το παρόν ως κάτι το στατικό, χωρίς να αναγνωρίζουν και το αντιθετικό του περιεχόμενο. Όπως λέει, αν ανέλυαν το παρόν στη μορφή, θα τους χρωστούσαμε ευγνωμοσύνη. Οι φουτουριστές προτίμησαν να δώσουν την σύνθεση κι όχι την ανάλυση των δυνάμεων της συγκαιρινής τους εποχής.

   Τα δύο κείμενα συνδιαλέγονται στο ζήτημα μορφής-περιεχομένου και στην έννοια της μηχανής. Σ’ αυτά τα δυο σημεία ο Χουρμούζιος αναπτύσσει ελεύθερα τον δικό του θεωρητικό λόγο. Ο Χουρμούζιος αναγνωρίζει την ανάγκη μιας νέας μορφής, ικανής να αποτυπώσει την ατμόσφαιρα της αχαλίνωτης προόδου-απόρροιας της τεχνικής εξέλιξης. Καταφάσκοντας στη λογική της πρωτοπορίας του φουτουρισμού και στο δόγμα της ανανέωσης της τέχνης, αντίθετα από τον Τρότσκι, αναγνωρίζει την ανάγκη μορφικής ανανέωσης εισάγοντας στην τέχνη την ατμόσφαιρα των μηχανικών πραγματώσεων της εποχής.  Ο Ζεβγάς δεν εννοεί να καταλάβει το δυϊσμό μορφής και περιεχομένου. Αντίθετα, ο Τρότσκι πιστεύει πως αυτός επιτρέπει στον μαρξιστή αισθητιστή να αναπτύξει διαλεκτικά τη σύνθεση των δυο, έτσι ώστε να είναι επιτρεπτή η εισχώρηση του κοινωνικού-πολιτικού στο καλλιτεχνικό. Η αμοιβαία σχέση ανάμεσα στη μορφή και στο περιεχόμενο καθορίζεται από την καινούργια μορφή.

Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει στη μελέτη του ο Χουρμούζιος, η μηχανή επεβλήθη στο νεώτερο πολιτισμό και του έδωσε ώθηση. Οι φουτουριστές θεωρούν την μηχανή την πιο θαυμαστή ανακάλυψη των ανθρώπων, σύνθεση των μεγαλύτερων προσπαθειών της ανθρωπότητας, οργανισμό της υδρογείου, ζωντανό σώμα με νέο ρυθμό που πολλαπλασιάζει το δικό μας, διαφεντεύτρια της ζωής, πηγή και καθοδηγήτρια του καλλιτεχνικού αισθήματος. Ωστόσο, ο φουτουρισμός, σύμφωνα με τον Ζεβγά, δεν αντιλήφθηκε το ουσιαστικότερο νόημα του λεγόμενου μηχανικού πολιτισμού, την επίδραση που άσκησε στις παραγωγικές σχέσεις. Γι ακόμα μια φορά περιορίσθηκε στο φαίνεσθαι και όχι στο είναι. Το ιταλικό κίνημα επιδόθηκε σε μια επανάσταση μορφής και όχι ουσίας, κατά τον Ζεβγά. Το περιεχόμενο έμμεινε άθικτο κι αναλλοίωτο.

   Τρότσκι και Χουρμούζιος θίγουν τη σχέση φουτουρισμού-φασισμού. Ο Τρότσκι λέει πως δεν ήταν τυχαίο που ο ιταλικός φουτουρισμός χύθηκε μέσα στο χείμαρρο του φασισμού. Ο Χουρμούζιος εξετάζει κάπως παρενθετικά το κεφάλαιο ιταλικος φουτουρισμος – φασιστικό καθεστώς. Αν και ως πνευματικό – καλλιτεχνικό κίνημα ο ιταλικός φουτουρισμός εμφανίζει ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί πρόδρομο μεταγενέστερων ευρωπαϊκών πρωτοποριών, ως πολιτικό κίνημα, καταδικάστηκε εξ αρχής λόγω του ότι ακολούθησε μοιραία τις διακυμάνσεις του ιταλικού φασισμού. Ο φουτουρισμός περιέβαλε σε ιδεολογικό επίπεδο όλα τα αιτήματα και τους πόθους της ιταλικής αστικής τάξης και στάθηκε ο καλύτερος υπηρέτης της γι’ αυτό και συνέδεσε απόλυτα την τύχη του με το φασισμό στην Ιταλία. Οι ίδιοι οι οπαδοί του κινήματος δεν αρνούνται πως υπήρξαν οι πρώτοι φασιστές. Ο Χουρμούζιος θεωρεί τον φουτουρισμό και τον φασισμό γνήσια τέκνα της αστικής τάξης. Ο πρώτος προϋπήρχε και επέδρασε καταλυτικά πάνω στο δεύτερο κι εκείνος ως η πολιτική εκδοχή του πρώτου τον σφράγιζε. Πρόκειται επομένους για δυο αλληλοσυμπληρούμενα και αλληλοτροφοδοτούμενα κινήματα. Ωστόσο, όταν έφτασε η στιγμή να επιβληθεί η πολιτική δράση του φουτουρισμού, ο πολιτικός φουτουρισμός, ο φασισμός, χειραγωγεί τον καλλιτεχνικό.

   Η σχέση τέχνης και πολιτικής, εξάλλου, χαρακτήρισε και τη Ρωσία, όπου η ρωσική εκδοχή του φουτουρισμού βρήκε πολιτικές αντιστοιχήσεις στην επαναστατικότητα του κομμουνισμού. Ο Τρότσκι αναγνωρίζει τη συνάφεια της φουτουριστικής επανάστασης στην αισθητική με την ηθικοκοινωνική εξέγερση της προλεταριακής επανάστασης. Θεωρεί πως η προλεταριακή επανάσταση άδραξε το φουτουρισμό σε ορισμένο στάδιο ανάπτυξης του και τον μετέβαλε σε κομμουνισμό. Ο ρωσικός φουτουρισμός γεννήθηκε σε μια κοινωνία που βρισκόταν ακόμα στο προπαρασκευαστικό της στάδιο κι αυτό ακριβώς ήταν που επέτρεψε στην πρωτοπορία να αφομοιώσει τους ακόμα αόριστους ρυθμούς κίνησης, δράσης, επίθεσης και καταστροφής. Σύμφωνα με τον Τρότσκι, η προλεταριακή επανάσταση στη Ρωσία ξέσπασε προτού ο φουτουρισμός προλάβει ν’ απελευθερωθεί από τα παιδιαρίσματά του και προτού μεταβληθεί σε καλλιτεχνική σχολή πολιτικά ακίνδυνη και με στυλ αποδεχτό. Ο ρωσικός φουτουρισμός όταν άρχισε ο πόλεμος ήταν ακόμη μποέμικος και εν συνεχεία κατευθύνθηκε στα νέα αυλάκια της επανάστασης.

Ο ιταλικός φουτουρισμός τροφοδότησε την προεπαναστατική Ρωσία και ευαίσθητους δημιουργούς, όπως ο Μαγιακόφσκι, ο Τάτλιν, ο Μάλεβιτς κι έτσι δηµιουργείται προεπαναστατικά µια φουτουριστική οµάδα µε πρωτεργάτη τον Μαγιακόφσκι, τους αδελφούς Μπουρλιούκ και άλλους, η οποία συνδέεται άµεσα µε τις επαναστατικές δυνάµεις. Η Ρωσία μη έχοντας μεγάλη πλαστική – εικονογραφική παράδοση, άφησε τον κυβοφουτουρισμό για να προχωρήσει με ραγδαία βήματα και να διασκεδάσει το κλίμα του επαρχιωτισμού και του μαρασμού που την συνείχε. To 1912 o κορυφαίος από τους ποιητές της Ρωσικής επανάστασης και δυναμική φυσιογνωμία στη σοβιετική λογοτεχνική σκηνή, Μαγιακόφσκι (1893-1930), δημοσιεύει το περιβόητο μανιφέστο των κυβοφουτουριστών Ένα χαστούκι/ κόλαφος/ ράπισμα στη δημόσια καλαισθησία, ανακηρύσσεται φουτουριστής και εγκαινιάζει την ρωσική εκδοχή του κινήματος. Στο µανιφέστο του ρώσικου φουτουρισµού συναντάµε τη ρητορική του πρώτου ιταλικού μανιφέστου. Ας συνθέσουμε τώρα ένα μανιφέστο με τις κυριότερες αρχές του ρωσικού φουτουρισμού ως άλλοι Μαγιακόφσκιδες:

 

«Ρώσοι φουτουριστές: μόνο εμείς είμαστε το πρόσωπο του καιρού μας ! το παρελθόν είναι στενάχωρο ΟΥΦΦΦΦΦΦ # η Ακαδημία και ο Πούσκιν είναι ακαταλαβίστικοι % καταστρέφουμε τα απομεινάρια του παρελθόντος ^ ερχόμαστε σε επαναστατική    ρ    ή      ξ      η     με τις  προϋπάρχουσες συμβάσεις ΤΟΥΜΠΤΟΥΜΜΠ             δημιουργούμε μοντέλα για την κατασκευή θεμάτων που κάνουν αίσθηση |||| αποστρεφόμαστε         την παρελθούσα λογοτεχνική παραγωγή // >> αγωνιούμε για το μέλλον *         = χλευάζουμε την αστική τάξη / \\|||   λατρεύουμε τη μηχανή που αντανακλά τις πολιτισμικές συντεταγμένες των βιομηχανικών κοινωνιών σε ολοκληρωτικά καθεστώτα    πιστεύουμε στο ρόλο του φουτουριστή ως εργάτη και βιοτέχνη *διακηρύσσουμε     τον κραυγαλέο μηδενισμό + ↑  ≥            ≠  καταπολεμούμε την ηθικολογία /1122 μετατοπίζουμε δραστικά τη γλωσσική ύλη + το κυρίαρχο ύφοςװ    % εργαζόμαστε για να δημιουργήσουμε μια νέα γλώσσα απαλλαγμένη από τους συγκινησιακούς συνειρμούς της παραδοσιακής ποιητικής έκφρασης #### /  αυξάνουμε τον όγκο του λεξικού με αυθαίρετες/ παράγωγες/ αυτάρκεις/  αυτόνομες         + εγωκεντρικές λέξεις ℓ τρέφουμε ένα ασυμβίβαστο μίσος για την προϋπάρχουσα γλώσσα  ◙ αφιερωνόμαστε στη δημιουργία νεολογισμών ℓ καταδεικνύουμε την αξία  «αφίσσα» της λέξης ◊        στρεφόμαστε προς τη σημειολογία + ΤΗ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ   της ελάχιστης ποιητικής μονάδας στο επίπεδο της λέξης /∞ καταργούμε         τη διάκριση ποιητικού και πρακτικού λόγου № επιχειρούμε μια εμπρηστική χρήση της γλώσσας   ΤΟΥΜ ====== γοητευόμαστε από τους δυναμικούς ρυθμούς ΟΥΑΟΥ [ επαναστατούμε στον τομέα της καλλιτεχνικής φόρμας  } ♫  η ρίμα μας αποτελεί δυναμίτη + ο στίχος μας φιτίλι ▲% προβαίνουμε σε μια μορφική ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ   +  σε              στιχουργικές + ρυθμικές καινοτομίες װ   αντικαθιστούμε την        συμβατική μετρική ♯  ↔ ανακαλύπτουμε καινούριες δυνατότητες στη προσωδία – διαθέτουμε αχαλίνωτη φαντασία >>>>     χρησιμοποιούμε      δίχτυα ######   εικόνων απροσδόκητων που        ανοικειώνουν   <<<<<<<<  υιοθετούμε την ελεύθερη τ  υ  π  ογ   ραφΙΚή διάταξη /  /  προβαίνουμε σε μια επαναστατοποίηση  τΩΝ συντακτικών ΜΟΡΦΩΝ ////// μεταχειριζόμαστε κάθε μέσο για να καταστρέψουμε τους ποιητικούς κανόνες της περασμένης εποχής διαχωρίζοντας την ποίηση από κάθε συμβατική ιδέα της ιδανικής ομορφιάς».

 

Σύμφωνα με τον Τρότσκι, η κοσμοθεωρία του φουτουριστικού κινήματος επέβαλλε νέα δεδομένα στον αισθητικό τομέα. Η επανάσταση ενάντια στο παλιό λεξιλόγιο, η πάλη ενάντια στην παραδοσιακή σύνταξη, δεν ήταν παρά μια αγαθοποιός ανταρσία ενάντια σ’ ένα λεξιλόγιο στενό και τεχνητά φτιαγμένο, ενάντια στον εμπρεσιονισμό και στο συμβολισμό. Ο φουτουρισμός εξοβέλισε φθαρμένες φράσεις και λέξεις, άλλες τις γέμισε με καινούργιο αίμα και, σε μερικές περιπτώσεις, πέτυχε καινούργιες φράσεις και λέξεις που έχουν περάσει ή περνάνε στο λεξιλόγιο και δύνανται να εμπλουτίσουν τη ζωντανή γλώσσα. Αυτό αληθεύει όχι μόνο για ορισμένες λέξεις, μα για τη θέση τους ανάμεσα σε άλλες, δηλαδή για τη σύνταξη. Καινοτομίες σημειώθηκαν τόσο στον τομέα του συνδυασμού των λέξεων όσο και στον τομέα της διάπλασής τους. Δημιουργική και ευεργετική ήταν η εργασία του φουτουρισμού όσον αφορά το ρυθμό και τη ρίμα. Ό            πως υποστηρίζει ο Τρότσκι, στην ενορχήστρωση των στίχων οι κατακτήσεις των φουτουριστών ήταν εξίσου αδιαφιλονίκητες. Ο ήχος είναι η ακουστική συνοδεία της έννοιας. Ο Τρότσκι δικαιολογεί τη σχεδόν τερατώδικη προτίμησή τους για τον ήχο ενάντια στην έννοια, ως μια «παιδική αρρώστια αριστερισμού», από μέρους μιας νέας ποιητικής σχολής που ένιωσε τον ήχο με καινούργιο τρόπο και με αφτί φρέσκο, σ’ αντίθεση με τη γλυκερή ρουτίνα των λέξεων. Η λέξη δεν περικλείει ποτέ ακριβώς μιαν ιδέα σ’ όλη τη συγκεκριμένη σημασία της. Εξάλλου, όπως τονίζει, η λέξη έχει ήχο και μορφή, όχι μόνο για το αφτί και το μάτι, μα και για τη λογική μας και τη φαντασία μας.

Ο φουτουρισμός αποδοκιμάζει, κατά τον Τρότσκι, το μυστικισμό, την παθητική θεοποίηση της φύσης, την αριστοκρατική τεμπελιά, την ονειροπόληση και τον  κλαψιάρικο τόνο. Στον αντίποδα, επιδοκιμάζει την τεχνική – επιστημονική οργάνωση, τη μηχανή, τη σχεδιοποίηση, τη θέληση, το θάρρος, την ταχύτητα, τον νέο άνθρωπο. Η αηδία για το στενό χαρακτήρα και τη χυδαιότητα της παλιάς ζωής γέννησε ένα ρηξικέλευθο καλλιτεχνικό στυλ- όχημα απόδρασης.

Τελειώνοντας το κείμενό του ο Χουρμούζιος, διαστέλλει τον ιταλικό φουτουρισμό από τον ρωσικό, που γεννημένος πριν από την Επανάσταση του 1917 και χωρίς να υποστηρίζει τον αρχικό επαναστατισμό του, πέρασε πρόθυμα και με αφοσοίωση στην υπηρεσία των νέων ιδεών που εγκυμονούσε η πολιτική επανάσταση. Ο Ζεβγάς καταδικάζει αποφασιστικά το ιταλικό κίνημα, δίχως να το συσχετίσει με το ρωσικό φουτουρισμό, για τον οποίο λέει βιαστικά ότι χάρη στην επανάσταση αποκτά το πραγματικό του περιεχόμενο. Σύμφωνα με τον Χουρμούζιο, στη Σοβιετική Ρωσία, το φουτουριστικό κίνημα επέζησε στην Επανάσταση ως Σχολή. Η ρωσική εκδοχή του κινήματος έδρασε υπό διαφορετικές συνθήκες και προϋποθέσεις. Ο Ζεβγάς υποστηρίζει ότι ο ιταλικός φουτουρισμός, που εδράζεται σε μια σαθρή ιδεολογία, παράγει νομοτελειακά κακή λογοτεχνία, εν αντιθέσει με τον ρωσικό φουτουρισμό, που μετά την επανάσταση του 1917 απέβη ένα ομόζυγο ιδεολογικά πνευματικό κίνημα, ικανό να εκφράσει τη συγκαιρινή του πραγματικότητα. Ο Ζεβγάς, επομένως, κάνει μια διάκριση ανάμεσα στον ιταλικό και ρωσικό φουτουρισμό αξιολογώντας αρνητικά τον πρώτο και θετικά τον δεύτερο και επισημαίνει πως ο ιταλικός δεν έδωσε καλλιτεχνικούς καρπούς, γιατί δεν είχε κατάλληλη κοινωνική υποδομή, ενώ ο σοβιετικός, που η επανάστασή του βρισκόταν σε συμφωνία με εκείνη του καθεστώτος, δουλεύοντας κάτω από κατάλληλες συνθήκες, όταν το παρόν εγκυμονούσε το μέλλον, κατόρθωσε να δώσει βιώσιμα έργα. Στο σημείο αυτό και με αφορμή τη διάκριση του Χουρμούζιου αξίζει να κωδικοποιήσει κανείς κάποια ακόμα διαφοροποιητικά στοιχεία των δύο εκδοχών του κινήματος, πέρα από τις προφανείς κοινοτοπίες:

 

  • Οι Ρώσοι φουτουριστές οικειοποιήθηκαν μόνο εκείνες τις δυτικόφερτες φουτουριστικές μεθόδους που ταίριαζαν στην επαναστατική τους δράση, η οποία δεν είναι επιφανειακή.
  • Ο ρωσικός φουτουρισμός διαμορφώσε έναν καθαρά δικό του χαρακτήρα, πιο θεωρητικό και ταυτόχρονα προσανατολισμένο στην αναζωογόνηση της γηγενούς λαϊκής παράδοσης, αντλώντας στοιχεία από λαϊκούς μύθος και θρύλους.
  • Το μίσος για το παρελθόν, η άρνηση των μικροαστικών αντιλήψεων της ζωής, η θέα ενός φωτεινού ανθρώπινου μέλλοντος, δυναμικού και καινούργιου, στους Ρώσους, έχουν ιστορικές ρίζες πιο δυνατές και προοδευτικές.
  • Οι Ρώσοι ποιητές αξιοποίησαν την εμπρηστική δύναμη του ιταλικού φουτουρισμού, μετατρέποντας το πολεμικό του μήνυμα σε αηδία και μίσος για τον πόλεμο. Η κοινωνική βάση της ομάδας του Μαγιακόφσκι ήταν επαναστατική, αντιμιλιταριστική, αντι-ιμπεριαλιστική και ιδεολογικά δεν σχετιζόταν με τον ιταλικό φουτουρισμό. Οι φουτουριστές της Ρωσίας σκέπασαν τα σαλπίσματα των πολεμόφιλων Ιταλών, καταράστηκαν τον πόλεμο αγωνιζόμενοι εναντίον του με τα όπλα της τέχνης. Ο πόλεμος σήμανε την αρχή της φουτουριστικής κάθαρσης.
  • Εν αντιθέσει με τη μηχανολατρία του ιταλικού φουτουρισμού, ο ρωσικός τονίζει τον κοινωνικά επαναστατικό ρόλο της τεχνολογίας.
  • Οι εικονοκλαστικές δραστηριότητες λειτουργούν σε διαφορετικό ιδεολογικό και συγκινησιακό πλαίσιο στην ρωσική εκδοχή.
  • Οι πλατιές αναλογίες των Ιταλών φουτουριστών μετατρέπονται σε παιχνιδιάρες μεταφορές, εκρηκτικές ύλες, που πυροδοτούν την ποίηση.

 

 

Όπως και να είναι Μαρινέτι και Μαγιακόφσκι πρεσβεύουν τη νέα μορφή του πρωτοποριακού καλλιτέχνη που μπαίνει στην εμπροσθοφυλακή τόσο της ποιητικής πράξης, όσο και της πολιτικής δράσης. Και οι δυο επέλεξαν ως πολιτική τους ιδεολογία το φασιστικό και κομμουνιστικό καθεστώς αντιστοίχως, τα οποία μοιράζονται την ολοφάνερη αποδοχή της βίας ως ένα πολιτικό μέσο, καθώς επίσης υπερβολικές και αδιάλλακτες επιδιώξεις. Υπό αυτή την έννοια, η βία του φουτουρισμού φαίνεται πως επιστεγάζει και τα δυο καθεστώτα. Μαρινέττι και Μαγιακόφσκι υπήρξαν θύματα των πολιτικών ιδεοληψιών τους, οι οποίες και τους εξόντωσαν. Τα πολιτικά κόμματα ευνούχισαν το κίνημα. Ο κομμουνισμός παρείχε καλλιτεχνική ικανοποίηση για μια αίσθηση της αντίληψης, που στηριζόταν σε μια εποικοδομητική τεχνολογία, ενώ ο φασισμός περίμενε από τον πόλεμο να προμηθεύσει την τέχνη.

Οι Ρώσοι φουτουριστές γεννήθηκαν πριν γίνει γνωστός ο Μαρινέττι στη Ρωσία. Το 1914 υποδέχονται τον Μαρινέττι κακήν κακώς, με εχθρότητα και γιουχαΐσματα, καθώς δεν συμμερίζονταν τις απόψεις που σχετίζονταν με το μέλλον του φουτουρισμού. Οι Ρώσοι θεωρούσαν τον Marinetti εκπρόσωπο της φιλοπόλεμης αστικής τάξης και τον αποδοκίμασαν κατά την παραμονή του στην Μόσχα. Ο Μαγιακόφσκι έσπευσε να ξεκαθαρίσει τις σχέσεις του με τον ιταλικό φουτουρισμό, χωρίς να αρνηθεί τον παραλληλισμό των δυο κινημάτων, που ανήκουν στο γενικό πνεύμα που γεννιέται στις μεγαλουπόλεις και αρνείται κάθε εθνική διαφορά, αφού η ποίηση του μέλλοντος είναι κοσμοπολίτικη. Σχετικά με την πρόσληψη του ιταλικού φουτουρισμού στη Ρωσία, μέρος του έργου του Μαρινεττι μετέφρασε πολύ νωρίς ο Β. Σερσιένεβιτς.

Ο Τρότσκι αφιερώνει αρκετές σελίδες στον κορυφαίο των Ρώσων φουτουριστών. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, ο Μαγιακόβσκι υπήρξε τεράστιο ταλέντο. Ήταν ικανός να παρουσιάσει πράγματα τετριμμένα με τρόπο που να μοιάζουν καινούργια. Χειριζόταν τις λέξεις και το λεξιλόγιο σαν τολμηρός μάστορας που δούλευε σύμφωνα με δικούς του νόμους. Είχε τις δικές του αντιλήψεις, τη δική του απεικόνιση, το δικό του ρυθμό και τη δική του ρίμα. Ο Μαγιακόφσκι εισήγαγε τις έννοιες του πολέμου και της επανάστασης, εναντιώθηκε στο μυστικισμό, την υποκρισία, την εκμετάλλευση. Συμπαθούσε το μαχόμενο προλεταριάτο, ενώ ήταν έτοιμος να ταχθεί στην υπηρεσία της επανάστασης, καθώς αυτή εναρμονιζόταν πλήρως με την εξέλιξή του. Για το Μαγιακόφσκι η επανάσταση στάθηκε εμπειρία αληθινή, δυναμική, πραγματική και βαθιά, επειδή αυτή έπεσε σα βροντή και κεραυνός πάνω στα ίδια τα πράγματα που ο μισούσε. Ο επαναστατικός ατομικισμός του Μαγιακόφσκι ξεχύθηκε με ενθουσιασμό μέσα στην προλεταριακή επανάσταση, μα δε συγχωνεύτηκε μαζί της. Η φύση του Μαγιακόφσκι χαρακτηρίζεται ως μποέμικη. Η ατομικιστικομποέμικη έπαρση και η υψηλή ένταση, κατά τον Τρότσκι, διαπερνά το έργο του. Σε κάθε βήμα ο Μαγιακόβσκι μιλούσε για τον εαυτό του. Ο υπερβολισμός του  αντανακλούσε τη μανία της συγκαιρινής του εποχής. Ο Μαγιακόβσκι πολύ συχνά δεν μιλούσε με τη φωνή που τον προίκισε η φύση, αλλά με μια πιο δυνατή. Λαχταρούσε τη γλώσσα των «μαθηματικών τύπων». Παραδόξως, αυτό που τελικά απουσίαζε από τα έργα του ήταν η κίνηση. Κάθε φράση, κάθε γύρισμα, κάθε εικόνα στο έργο του πάσχιζε να αποτελέσει ένα σύνορο, ένα μάξιμουμ, μια κορυφή. Τα έργα του δεν είχαν κορύφωμα, δεν υπάκουαν σε καμιάν εσωτερική πειθαρχία. Τα μέρη δεν τιθασεύονταν στο όλο και προσπαθούσαν  να ανεξαρτητοποιηθούν, αναπτύσσοντας τη δική τους δυναμική. Πράγματι ο Μαγιακόφσκι στάθηκε ο ποιητικός έφηβος και ο γενάρχης της επανάστασης. Ήταν ένας άγρυπνος φουτουριστής, μια φλογερή θρυλική μορφή καλλιτέχνη – επαναστάτη, ένας προικισμένος ποιητής της σοβιετικής εποχής, ένας ρωμαλέος υπερασπιστής του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η ποίηση και η πολιτική του Μαγιακόφσκι αναπτύχθηκαν χώρια. Η ποιητική έμπνευσή του ήταν υλιστική και ρεαλιστική και σ’ αυτό ταυτιζόταν με τον αθεϊστικό Κομμουνισμό.  Η ποίησή του χαρακτηριζόταν από έναν επιθετικό, ρητορικό-δημηγορικό, επαναστατικό, κραυγαλέο και προκλητικό χαρακτήρα τόσο σε επίπεδο μορφής, όσο και σε επίπεδο περιεχομένου, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε αισθητικό επίπεδο. Ο Μαγιακόφσκι διαμόρφωσε μια αντιποιητική γλώσσα, η οποία στηρίχτηκε σε αναπάντεχους συνδυασμούς λέξεων και εικόνων, που δημιούργησαν ηχητικούς ρυθμούς και πρόβαλαν με ένταση νοήματα, απευθυνόμενα σε μαζικά ακροατήρια, επαναστάτησε ενάντια στην ωραιοπάθεια του σαλονιού των συμβολιστών, μπόλιασε στην ποίησή του την καθημερινή γλώσσα του δρόμου, μεταχειρίστηκε αυθαίρετες λεξοκατασκευές και νεολογισμούς, αντικατέστησε τη σύνταξη και την περιοδικότητα της ρητορείας με το δυναμισμό και τις κομμένες φράσεις, ενσωμάτωσε στην ποίησή του  τον θόρυβο και τη δυναμικότητα της βιομηχανικής ζωής, απέρριψε την αρμονία και την κανονικότητα του ρυθμού  και εισήγαγε νέους βασισμένους στη σημασία και όχι στην τονική αξία της λέξης, ύμνησε με ασίγαστο πάθος τη ζωή που αναγεννάται, αρραβώνιασε οργανικά την εκρηχτική, πυρηνική ορμή της κοινωνικής επανάστασης με την έκρηξη του εφηβικού έρωτα, συνέλαβε με τις ευαίσθητες κεραίες της σπάνιας ιδιοφυΐας του τους υπόγειους κραδασμούς της επανάστασης, εισήγαγε την εικαστική, οπτική, χρωματική αντίληψη, την ορμή της αποστροφής των καθιερωμένων και κατεστημένων, συνδύασε την αισθητική με την κοινωνική εξέγερση. Το διάστημα 1932-1936 ο Μαγιακόφσκι κατατάχθηκε στους πιο πολυμεταφρασμένους ποιητές της συγκαιρινής του εποχής στον εληνικό περιοδικό τύπο. Η ελληνική ιντελιγκέντσια προσέλαβε μόνο την προπαγανδιστική πλευρά του έργου του. Οι επιλογές του τύπου υπαγορεύθηκαν από την πολιτική σκοπιμότητα και από τη σημασία που αποδόθηκε στο επαναστατικό τους περιεχόμενο.

Εν κατακλείδι, ο Ζεβγάς έδωσε μια βαθύτερη ανάλυση του κοινωνικού και καλλιτεχνικού περιεχομένου του φουτουρισμού κι απέφυγε με επιμέλεια τον πειρασμό της εύκολης γελοιοποίησης του κινήματος, κατά τον Παπακωνσταντίνου.  Αν και διέκρινε τον ρωσικό από τον ιταλικό φουτουρισμό, αυτό δεν στάθηκε ικανό να παραχθούν λογοτεχνικοί καρποί, στην Ελλάδα, με ρωσικές απηχήσεις.

Ο Τρότσκι δεν έβλεπε ευνοϊκά τον ρωσικό φουτουρισμό, τον οποίο έκρινε ως ελιτίστικο και καλλιτεχνικό φαινόμενο και γι’ αυτό τον απέρριψε ως μποέμικο μηδενισμό και απλό στιλιζάρισμα. Ο Τρότσκι υπογραμμίζει την επίδραση που άσκησε ο ρωσικός φουτουρισμός στην προλεταριακή λογοτεχνία και στις υπόλοιπες τάσεις. Όπως υποστηρίζει ο Τρότσκι, θα ήταν παράλογο να χαρακτηρίσουμε το φουτουρισμό τσαρλατάνικη επινόηση της παρακμιακής ιντελιγκέντσιας. Κατ’ αυτόν οι επαναστάτες ποιητές όφειλαν να ακολουθούν περισσότερο βατές εκφραστικές φόρμες, προκειμένου να προσλαμβάνονται από τον λαό και συνεπώς να ικανοποιούν τον όρο της μετάδοσης των ιδεών της επανάστασης. Ως εκ τούτου, αμφισβητεί την επαναστατικοπρολεταριακή δυναμική του φουτουρισμού. Ο ρωσικός φουτουρισμός, στα πρώτα του βήματα, ήταν μια ανταρσία της αριστερής μισοεξαθλιωμένης πτέρυγας της ιντελιγκέντσιας, εναντίον της κλειστής, καστικής, αισθητικής της αστικής ιντελιγκέντσιας.  Θεωρεί ότι ο φουτουρισμός δεν κατάφερε να αποτινάξει τον αστικό μποεμισμό και τα παιδιαρίσματά του. Ο Τρότσκι πιστεύει πως η επιθυμία ρήξης με το παρελθόν, την προϋπάρχουσα γραμματεία και το κατεστημένο και η καταστροφική μανία απέναντι σε ότι θεσμοποιημένο είναι άστοχα ζητούμενα γιατί η επανάσταση έχει ήδη συντελεστεί.  Με άλλα λόγια, η επιθυμία αυτή δεν έχει νόημα παρά στο μέτρο που οι φουτουριστές πάνε να κόψουνε τον ομφάλιο λώρο που τους δένει με τους ποντίφικες της αστικής λογοτεχνικής παράδοσης. Ο Τρότσκι υπογραμμίζει πως αυτή η ρήξη με τους δεσμούς της παράδοσης δεν πρέπει να λάβει καθολική ισχύ. Πίσω από την απόρριψη του παρελθόντος υποβόσκει ο μηδενισμός της μποεμίας που δεν θα αργήσει να βρει τους ακαδημαϊκούς της δρόμους. Πιστεύει πως τα μελλοντικά οράματα για την οικοδόμηση ενός νέου κόσμου δεν συνάδουν ευσυνείδητα με εκείνα του κομμουνισμού. Ο Τρότσκι επιθυμεί την κατάργηση της μίμησης, αρνείται την ατομική ψυχολογία και την εσωτερική ποίηση, όπως επίσης και το δόγμα η τέχνη για την τέχνη. Επιπλέον τονίζει πως είναι δύσκολο ν’ αποσπάσει κανείς το φουτουρισμό από τη διανοητική του υπόσταση όσο και να διακρίνει τη μορφή από το περιεχόμενο. Πιστεύει πως ο φουτουρισμός θα χρησιμέψει σε μιαν αναγέννηση της τέχνης, με τον όρο ότι θα μάθει να στέκεται στα πόδια του, χωρίς να επιχειρήσει να επιβληθεί με κυβερνητικό διάταγμα, όπως θέλησε να κάνει στις αρχές της Επανάστασης. Το διάστημα 1917-1925 στη Ρωσία δεν υπήρχε αποκρυσταλλωμένη πολιτική που να αφορούσε τη λογοτεχνία. Καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισε η ίδρυση του Αριστερού Λογοτεχνικού Μετώπου (ΛΕΦ), στους κόλπους του οποίου επιχειρήθηκε ανεπιτυχώς η ανεξαρτητοποίηση της κολλεκτίβας των κομμουνιστών και φουτουριστών ως κομματικής οργάνωσης. Ο Τρότσκι, λοιπόν, μεθοδικά επιχειρεί να χτυπήσει το ΛΕΦ και τον φουτουρισμό, ο οποίος ενσαρκώνει τον σεχταρισμό. Τοποθετεί τον φουτουρισμό στις παρυφές του κομματικού επαναστατικού προγράμματος προς ίδιον όφελος. Παραδόξως συμφωνεί με τη συγχώνευση τέχνης και ζωής. Ο Τρότσκι θεωρεί μειονέκτημα του φουτουρισμού ότι ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αγοραίο περίγυρο δεν διακρίνεις προοπτική. Παρόλα αυτά το έργο των φουτουριστών, κατά τον Τρότσκι, υπήρξε ζωτικό και προοδευτικό.

Η κριτική του Χουρμούζιου αντανακλά την κριτική του Τρότσκι για το κίνημα, φωτίζει την πρόσληψη της ιδεολογίας του και συνιστά παράδειγμα της παρανενοημένης αντιμετώπισης του ιταλικού κινήματος με όρους του ρωσικού φουτουρισμού. Στη Νέα Επιθεώρηση το 1933 ο Θ. Παπακωνσταντίνου, αναφερόμενος στο κείμενο του Ζεβγά τον αποκαλεί εκπρόσωπο της τροτσκικής αντιπολίτευσης. Ο Χουρμούζιος επιχειρεί να καταρρίψει τις μαρινεττικές θεωρίες και να τις αποσυνδέσει από τη ρωσική εκδοχή του φουτουρισμού φανερά επηρεασμένος από τον Τρότσκι. Τελειώνοντας θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί για ποιον τελοσπάντων λόγο σ’ αυτή την αισθητική μελέτη, ενώ ο Χουρμούζιος μιλά για τον Ιταλικό φουτουρισμού, χρησιμοποιεί τα κριτικά τροτσκικά εργαλεία. Τα κείμενα του Τρότσκι είχαν διοχετευθεί στην Ελλάδα επανειλημμέννως μέσω μεταφρασμένων αποσπασμάτων των έργων του στον τύπο της εποχής (Νέοι Βωμοί, Νέα Επιθεώρηση, Λογοτεχνική Επιθεώρηση, Ριζοσπάστης) αρκετά νωρίς, λαμβάνοντας χαρακτήρα κοινοκτημοσύνης. Είναι σίγουρο πως ο Ζεβγάς ως διευθυντής της Νέας Επιθεώρησης, όπου δημοσιεύονταν μεταφράσεις έργων του Τρότσκι και Λουνατσάρσκι, τις διέτρεξε και επηρεάστηκε. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να ενταχθεί και να ερμηνευτεί στο πλαίσιο της γενικότερης οικειότητας του ελληνικού κοινού προς τη ρωσική λογοτεχνία και κριτική. Η γειτνίαση, η κοινή θρησκεία, η πίστη στο βυζαντινό πολιτιστικό υπόβαθρο, οι ζωηροί εμπορικοί δεσμοί, η επανεισαγωγή πολιτιστικών ρωσικών τρόπων, οι πόλεμοι εναντίον της Τουρκίας, οι προστασίες, οι δυναστικές συγγένειες, δημιούργησαν ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα στις δυο χώρες. Σύμφωνα με τον Γ. Ιωάννου, η ρωσική λογοτεχνία και κριτική υπήρξε σπουδαίο «ακουμπηστήρι» για τους Έλληνες. Επιπροσθέτως, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως η μελέτη αυτή του Ζεβγά μοιάζει να γράφτηκε ως αντίδραση στους κόλπους του Ελεύθερου Βήματος, το οποίο υποδέχθηκε με δάφνες το ιταλικό φουτουριστικό κίνημα.

 

Μια αποσπασματική ματιά στον Λουνατσάρσκι

 

Όπως υποστηρίζει ο ίδιος ο Τρότσκι στο έργο του Λογοτεχνία και Επανάσταση,  συνδεόταν με στενούς προσωπικούς και πολιτικούς δεσμούς με τον Ανατόλ Λουνατσάρσκι. Περιγράφει τον τελευταίο ως άνθρωπο που ξάφνιαζε με την ποικιλία των ταλέντων του, ως άφταστο ρήτορα, ως συγγραφέα που από την παλέτα του δεν έλειπε κανένα χρώμα. Όπως επισημαίνει, τα εξαιρετικά του χαρίσματα συνδυάζονταν οργανικά μέσα του με τον άσωτο ντιλεταντισμό της αριστοκρατικής ιντελιγκέντσιας. Ο Λουνατσάρσκι ήταν δεμένος με την επανάσταση και το σοσιαλισμό σ’ όλη τη διάρκεια της συνειδητής του ζωής. Οι επαναστατικές ιδέες τον είχαν διαποτίσει ως τα τρίσβαθα των νεύρων και των αιμοφόρων αγγείων του, κατά τον Τρότσκι. Είναι έξω από αμφιβολία ότι η ντιλετάντικη πλευρά της φύσης του εξασθένιζε μέσα του τη φωνή της κριτικής. Στα 1904, ο Λουνατσάρσκι, περνώντας από την εξορία στην υπερορία, τάχτηκε με το μέρος των μπολσεβίκων και συνεργάστηκε με τον Λένιν. Ύστερα από τη συντριβή της Επανάστασης του 1905, ο Λουνατσάρσκι εγκατέλειψε το μπολσεβικισμό για μια μικρή υπεραδιάλλακτη ομάδα που συνδύαζε μια σεχταριστική μη κατανόηση της νικηφόρας αντεπανάστασης με το αφηρημένο κήρυγμα μιας προλεταριακής κουλτούρας παρασκευασμένης με μέθοδες εργαστηριακές. Το 1917 το παρορμητικό του ταπεραμέντο τον συνέδεσε ξανά με τους μπολσεβίκους.

Διαβάζοντας κανείς συγκριτικά τα κείμενα του Ζεβγά και του Λουνατσάρσκι, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο πρώτος μοιάζουν υπαγορευμένα από τον δεύτερο. Μην ξεχνάμε ότι από το 1931 οι Πρωτοπόροι αναδημοσίευσαν κείμενα του Α. Λουνατσάρσκι, τα οποία ο Ζεβγάς είχε υπ’ όψιν του.

Ο Λουνατσάρσκι έχει γράψει κείμενα που αφορούν στον προλεταριακό πολιτισμό και την προλεταριακή τέχνη, τα οποία έχουν μεταφραστεί αντιστοίχως στους Νέους Βωμούς και στους Πρωτοπόρους. Με το ίδιο θέμα έχει ασχοληθεί και ο Χουρμούζιος, ο οποίος υποστηρίζει πως η προλεταριακή τέχνη είναι η ιδεολογική αντανάκλαση αφενός της πάλης των τάξεων με όλα τα συνεπούμενά της και αφετέρου των πόθων του προλεταριάτου στον αγώνα των κοινωνικών τάξεων. Από την άλλη, ο Τρότσκι που στο Λογοτεχνία και επανάσταση χτυπά τα αντιμαρξιστικά δόγματα για την ιστορική εξέλιξη της τέχνης, υποστηρίζει πως δεν υπάρχει προλεταριακή τέχνη, γι’ αυτό και ο Χουρμούζιος διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με τη δυνατότητα δημιουργίας προλεταριακής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.

Ένα επιπρόσθετο στοιχείο που συνδέει τον Τρότσκι με τον Λουνατσάρσκι είναι η ασχόλησή τους με το έργο 150.000.000 του Μαγιακόφσκι. Σύμφωνα με τον Τρότσκι, τα Εκατοπενήντα Εκατομμύρια έπρεπε να είναι το ποίημα της Επανάστασης., αλλά δεν είναι. Το έργο, μεγάλο στην πρόθεσή του, υποσκάπτεται απ’ την αδυναμία και τα ελαττώματα του φουτουρισμού. Και ο Λουνατσάρσκι θεωρεί το έργο αποτυχημένο.

 

Απόπειρα συγκρότησης χρονολογικής βιβλιογραφίας του νεοελληνικού φουτουρισμού μέσω της αποδελτίωσης καταγεγραμμένων λημμάτων

 

Πινακοθήκη 2 (1901).
Δ. Γ. Χρυσάνθης, «Στο περιθώριο της Poesia», Σεράπιον Α΄, αρ. 9, Τρυγητής, 1909, σσ. 288-290.
Πινακοθήκη (1909).
Κ. Παλαμάς, «Μελλοντισμός», Νουμάς (30/1/1911) 71.
Τα Φύλλα 3 (1916).
Στ. Δάφνη, «Ο Μελλοντισμός», Αθήναι (27-29/3/1916).
Αμφίονα, «Φουτουριστικά Ποιήματα: Ωδή Πρώτη, Ωδή Δευτέρα,  Ωδή Τρίτη, Ωδή Τετάρτη», Αρμονία Α΄, αρ. 4 (25/3/1916) 4-5, αρ. 5 (1/4/1916) 4-5, αρ. 6 (8/4/1916) 9-11.
Αμφίονα, «Ο Φουτουρισμός στην Τέχνη. Η απάντησις του Αμφίονα», Αρμονία Α΄, αρ. 7 (15/4/1916) 1-3, αρ. 8 (22/4/1916) 1-3.
[Β.] Βέκ[ιαρέλλης], «Εφήμερα: Φουτουρισμός», Νέα Ημέρα (3/4/1916).
SER [= Γ. Σερουϊου], «Τι είναι ο Φουτουρισμός», Νέα Ημέρα (4/4/1916).
Κ. Ουράνης, «Μελλοντιστικόν Θέατρον», Νέα Ελλάς (16/4/1916).
Φ. Γιοφύλης, «Τα Χαυτεία και  Σ. Α. Π.», Αρμονία Α΄, αρ. 9 (29/4/1916) 4-5.
Μαρινάτος, «Φουτουριστικό Κοντσέρτο», Αρμονία Α΄, αρ. 9 (29/4/1916) 5.
Τέχνη και Θέατρο 7 (9/7/1916) 103.
Κ. Ουράνης, «Μελλοντιστικόν Θέατρον», Νέα Ελλάς (16/4/1916).
Κ. Ουράνης, «Φουτουρισμός, Κυβισμός, Δαδαϊσμός», Εθνικός Κήρυξ (28/3/1920).
Φ. Π[ολίτου], «Η ποίησις της αφής», Πολιτεία (6/2/1921).
W [= Κ. Παλαμάς], «Πρόσωπα και Ζητήματα: Φουτουρισμός», Εμπρός (16/3/1922).
ΑΕ., «Πώς γράφουν και ζωγραφίζουν οι Φουτουρισταί», Ελεύθερον Βήμα (17/6/1923).
Ανυπόγραφο, «Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, ο ποιητής της ρωσικής επαναστάσεως», Νέοι Βωμοί 4 (1924) 122-124.
Σύγχρονοι Ρώσοι ποιηταί της προεπαναστατικής και μετεπαναστατικής περιόδου, μτφ. Α. Τριγανάς, 1924.
Ν. Καζαντζάκης, «Η φιλολογία στη Σοβιετική Ρωσία», Ερμής 7 (Ιούνιος 1927) 237-242.
Μ. Αυρήλιος, «Νέα εκδήλωσις του Φουτουρισμού», Ελεύθερον Βήμα (21/7/1927).
L. Trotsky, «Ο Φουτουρισμός και το κοινωνικό περιεχόμενο», Νέα Επιθεώρηση 1 (1928) 311-313.
Γ. Βίρκας, «Προς μια νέα τέχνη. Φιλολογικά ρεύματα στην Ρωσία», Νέα Επιθεώρηση 6 (1928) 183-185.
Κ. Γιοκαρίνης, «Μαρινέτι, προφήτης του μέλλοντος», Ελεύθερον Βήμα (19/1/1930).
Ανώνυμος, «Ο Μαρινέττι και ο Καβάφης», Ελεύθερον Βήμα (14/2/1930) 2.
Γ. Φτέρης, «Μια φιλολογική επίθεσις εναντίον του Μαρινέττι. Ο Φουτουρισμός και ο Φασισμός», Ελεύθερον Βήμα (17/5/1930).
Μ. Αυρηλίου, «Ρωμαϊκά Σημειώματα: Ανήσυχοι αναζητήσεις άλλες Ιταλικής Φιλολογίας. Φουτουρισμός και Πιραντελλισμός», Ελεύθερον Βήμα (10/7/1930).
Α. Γ. Παπά, «Μια φουτουριστική Έκθεση στην Τεργέστη», Νέα Εστία 105 (1/1931) 493-494.
F. – T. Marinetti, «Άλλες γυναίκας και διανοούμενους. Η ξενοφιλία, ο σνομπισμός και ο αντιϊταλισμός. (Το τελευταίον μανιφέστον του Μαρινέττι). <Φουτουριστικοί Παροξυσμοί>», Ελεύθερον Βήμα (8/10/1931).
Βλ. Μαγιακόφσκι, «26-27 Φλεβάρη», μτφ. Μ. Γεωργίου, Νέοι Πρωτοπόροι 4 (1932) 127.
Βλ. Μαγιακόφσκι, «Μάρς Αριστερά», μτφ. Ρ. Μανάρας, Νέοι Πρωτοπόροι 5 (Μάιος 1932) 166.
Α. Πανσέληνος [= Π. Εράτης], «Φουτουριστικό γεύμα», Νέοι Πρωτοπόροι 10 (1932) 370.
Βλ. Μαγιακόφσκι, «26-27 Φλεβάρη 1917», μτφ. Κ. Μόγγλης, Νέοι Πρωτοπόροι 11 (1932) 384.
Ν. Μπουχάριν, «Η ποίηση, η ποιητική και τα προβλήματα της ποιητικής δημιουργίας στην ΕΣΣΔ», Νέοι Πρωτοπόροι 11 (1932) 453-461 και 12 (1932) 460, 494-502.
[Ανωνύμως], «Ο Μαρινέττι κατά των ειδώλων. (Η διάλεξις του εις Σόφιαν)», Ελεύθερον Βήμα (23/1/1932).
F. – T. Marinetti, «Φουτουριστικά: Μουσική των Θορύβων. Αεροζωγραφική και συνθετική φωτογραφία», Ελεύθερον Βήμα (14/7/1932).
Π. Νιρβάνας, «Φουτουρισμός», Νέα Εστία 13 (1933) 180-181.
Α. Ζεβγάς, Στο φως του Μαρξισμού. Ο φουτουρισμός. Οι φουτουριστές υπηρέτες του φασισμού, Αθήνα, Γκοβόστης, 1933.
Α. Χουρμούζιος, «Η μετεπαναστατική ρωσική λογοτεχνία», Νέα Εστία 13 (1933) 138-145, 259-266, 638-649.
Γ. Σφακιανάκης, «Η τέχνη της παρακμής», Λυτρωμός (1933) 112-113.
Τ. Πηλείδης, «Η κατάπτωση της αστικής τέχνης. Ο φουτουρισμός. Αντίδραση κάτω από άλλες φόρμες», Νέοι Πρωτοπόροι 2 (1933) 66.
Βλ. Μαγιακόφσκι, «Ωδή στην Επανάσταση», μτφ. Ρ. Μανάρας, Νέοι Πρωτοπόροι 5 (1933) 132.
Βλ. Μαγιακόφσκι, «Ο λόγος μου στη διάσκεψη της Γένοβας», μτφ. Ν. Κ. [= Νίκος Καρβούνης], Νέοι Πρωτοπόροι 11 (1933) 337-338.
[Ανωνύμως], «Ο Φ. Μαρινέττι στο Istituto και στο Studio», Σήμερα 1 (1933) 30.
Δ. Α. Κόκκινος, «Η έκθεσις των Ιταλών Φουτουριστών», Νέα Εστία 13 (1933) 227-228.
Ελ. Π. Ψημένου, «Η Κυρία Μπενεντέττα Μαρινέττι ως Φουτουρίστρια ζωγράφος και συγγραφεύς», Η Βραδυνή (24/1/1933).
Σ. Σκίπη, «Μαρινέττι», Η Βραδυνή (25/1/1933)
Β. Βεκιαρέλλη, «Φ. Μαρινέττι. (Ο άνθρωπος και ο καλλιτέχνης)», Έθνος (28/1/1933)
Β. Βεκιαρέλλη, «Ένα σοβαρόν σχέδιον των…Φουτουριστών. Πως αντιμετωπίζουν το ζήτημα του διακανονισμού των χρεών», Έθνος (29/1/1933)
Ελεύθερον βήμα (29/1/1933)
Αριστοφάνους, «Έμμετρος εφημερίς: Φουτουρισμός», Αθηναϊκά Νέα (29/1/1933).
Π. Χάρης, «Ο Μαρινέττι έφθασεν εις τας Αθήνας. Μια συνέντευξις μαζί του», Αθηναϊκά Νέα (29/1/1933).
Θ. Θωμόπουλος, «Τα μανιφέστα του Φουτουρισμού και ο ιδρυτής του Φίλιππος – Θωμάς Μαρινέττι», Πολιτεία (29, 31/1/1933).
Ν. Γιοκαρίνη, «Ο Μαρινέττι εχθρός της παραδόσεως», Ελεύθερον Βήμα (30/1/1933).
Μ. Ροδάς, «Ομιλεί ο Μαρινέττι», Ελεύθερο Βήμα (30/1/1933).
Κ. Μπαστιάς, «Ο Φ. Μαρινέττι εξηγεί το καλλιτεχνικόν και πολιτικόν περιεχόμενον του Φουτουρισμού», Πρωϊα (30/1/1933).
α. λ., «Ο αρχηγός των Φουτουριστών εις τας Αθήνας. Ο άνθρωπος και αι θεωρίαι του», Ακρόπολις (30/1/1933).
[Ανωνύμως], «Ο Φουτουρισμός ενέσκηψε χθες δια του αρχηγού του εις την ελληνικήν πρωτεύουσαν», Καθημερινή (30/1/1933).
Π., «Ο Μαρινέττι εις τας Αθήνας. Τι λέγει δια τον Φουτουρισμόν», Ελληνικόν Μέλλον (30/1/1933).
Τ., «Έφθασε χθες ο Φ. Μαρινέττι, ο πατήρ του ιταλικού Φουτουρισμού. Αι σχέσεις του με τον Φασισμόν», Ελεύθερος Άνθρωπος (30/1/1933).
Ω., «Ο ιδρυτής του Φουτουρισμού εις τας Αθήνας», Πολιτεία (30/1/1933).
Π. Νόρ [= Ν. Νικολαϊδης], «Σατιρικός στίχος: Μαρινέττι», Η Βραδυνή (30/1/1933).
Φουτουρίστα, «Φουτουριστικά. (Επί τη αφίξει του κ. Μαρινέττι): Αυτοκίνητο, Η Φουβού, Κοσμογονία», Έθνος (30/1/1933).
Φουτουρίστα, «Φουτουριστικά. (Επί τη αφίξει του κ. Μαρινέττι): Κίνησις, Ταχύτης, Γιατί», Έθνος (31/1/1933).
Απ. Β. Δασκαλάκη, «Το αίσθημα και το πνεύμα διέπονται αποκλειστικώς από τον ίλιγγον της ταχύτητος και τας παραφοράς των εκδηλώσεών του», Έθνος (31/1/1933).
Διαβάτη, «Φουτουρισμός», Ελληνικόν Μέλλον (31/1/1933).
Γ. Πράτσικας, «Αεροζωγραφική. Η έκθεσις των Ιταλών Φουτουριστών», Πρωϊα (31/1/1933).
Ν Ζ ς, «Η χθεσινή έκθεσις της φουτουριστικής αεροζωγραφικής», Καθημερινή (31/1/1933).
Αλ. Λιδ[ωρίκη], «Φουτουριστική δεξίωσις», Ακρόπολις (31/1/1933).
Γ. Πράτσικας, «Η χθεσινή πρώτη διάλεξις του διασήμου αρχηγού του Φουτουρισμού», Πρωϊα (1/2/1933).
[Ανωνύμως], «Η χθεσινή διάλεξις του κ. Μαρινέττι», Βραδυνή (1/2/1933).
Ν. Γ., «Ηχητική διάλεξις», Ελεύθερον Βήμα (1/2/1933).
Απομάχου [ = Κ. Χαιρόπουλος], «Φουτουρισμός», Η Πρωϊα (1/2/1933).
Μπλαζέ, «Από τον κόσμον των ματαιοτήτων», Πρωϊα (1/2/1933).
[Ανωνύμως], «Αι θεωρίαι και αι επιδιώξεις του Φουτουρισμού», Πολιτεία (1/2/1933).
Παρελθοντιστής, «Ο Ακαδημαϊκός Μαρινέττι», Εστία (1/2/1933).
Διαβάτη, «Παραφροσύνη», Ελληνικόν Μέλλον (2/2/1933).
Μ. Ροδάς, «Αδριανούπολις (του κ. Μαρινέττι)», Ελεύθερον Βήμα (2/2/1933).
Φορτούνιο [= Σπ. Μελάς], «Πασσεϊσμός», Ελεύθερον Βήμα (2/2/1933).
[Ανωνύμου], «Φουτουριστικόν Δείπνον», Ελεύθερον Βήμα (2/2/1933).
Μονταίν, «Κοσμικά», Ελεύθερον Βήμα (2/2/1933).
[Ανωνύμου], «Ο κος Μαρινέττι εις το ατελιέ», Ελεύθερον Βήμα (2/2/1933).
Γ. Πράτσικας, «Εις το Ιταλικόν Ινστιτούτον. Η Δευτέρα διάλεξις του Μαρινέττι», Πρωϊα (3/2/1933).
Φ. Πολίτης, «Φουτουρισμός», Η Πρωϊα (3/2/1933).
Διαβάτη, «Ρεβύ-Οπερέττα», Ελληνικόν Μέλλον (3/2/1933).
Τ. Μωρ[αϊτίνη], «Ο ποιητής του σιδήρου», Έθνος (3/2/1933).
Ζ. Παπαντωνίου, «Η έκθεσις των Φουτουριστών», Ελεύθερον Βήμα (3, 4/2/1933).
[Ανωνύμως], «Ο κ. Μαρινέττι εις τον Ροταριανόν όμιλον», Πρωϊα (4/2/1933).
Έθνος (5/2/1933).
Γ. Πράτσικας, «Η σύγχρονος Ιταλία και ο Παγκόσμιος Φουτουρισμός», Πρωϊα (5/2/1933).
Λαύρα, «Απορίαι προσηλύτου», Εστία (5/2/1933).
Αριστοφάνους, «Έμμετρος εφημερίς: Τέχνη και Πολιτική», Αθηναϊκά Νέα (6/2/1933).
Κρ. Γ. Σουρή, «Νέα Ποιήματα: Φουτουρισμός», Η Καθημερινή (6/2/1933).
Γ. Πράτσικα, «Αεροποίησις και Αεροζωγραφική», Πρωϊα (7/2/1933).
Αρ. Καμπάνη, «Το Φουτουριστικόν κίνημα και ο Μεταφουτουρισμός», Έθνος (7/2/1933).
Π. Νόρ [= Ν. Νικολαϊδης], «Σατιρικός στίχος: Αεροτέρας», Η Βραδυνή (9/2/1933).
Φ. Τ. Μαρινέττι, «Υψώστε την σημαίαν σας: Μανιφέστο προς την Νεολαίαν της Ελλάδος», Ελεύθερον Βήμα (10/2/1933) 1.
F. T. Marinetti, «Εναέριος αρχιτεκτονική», Ελεύθερο Βήμα (13/2/1933).
Π. Νιρβάνας, «Φουτουρισμός», Νέα Εστία 148 (15/2/1933) 180.
[Ανωνύμως], «Ένα φουτουριστικό ιντερμέδιο», Ιδέα Α΄, αρ. 3 (Μάρτιος 1933), Αθήνα, Έκδοση και τύπος Μ. Σαλιβέρου, σσ. 202-203.
Απομάχου, «Μαρινεττισμοί», Η Πρωϊα (15/5/1933).
Θ. Παπακωνσταντίνου, «Α. Ζεβγά: Ο Φουτουρισμός στο φως του Μαρξισμού – Αθήνα, 1933», Νέα Επιθεώρηση Β΄, αρ. 1 (Ιούνιος 1933) 7-8, 16.
Απομάχου [= Κ. Χαιρόπουλος], «Αι Εφευρέσεις», Πρωϊα (28/6/1933).
F. – T. Marinetti, «<Το μέλλον του Φουτουρισμού>. Τι θα κάνωμεν», Ελεύθερον Βήμα (8/11/1933).
Ανυπόγραφο, «Εις τον αναγνώστην», Παγκόσμιος Φιλολογική Εγκυκλοπαίδεια. Μηνιαία Επιθεώρηση Φιλολογίας και Τέχνης 1 (Ιανουάριος 1934) 13.
Λ. Τρότσκι, «Φιλολογία και Επανάσταση», Νέα Επιθεώρηση 8-23 (1/1934) 237-239.
Φ. Τ. Μαρινέττι, «Εναέριος αρχιτεκτονική», Ελεύθερον Βήμα (13/2/1934).
Ανυπόγραφο, «Οι ποιηταί εις την Ρωσικήν Επανάστασιν», Παγκόσμιος Φιλολογική Εγκυκλοπαίδεια. Μηνιαία Επιθεώρηση Φιλολογίας και Τέχνης 4 (Απρίλιος 1934) 66.
Μ. Γκόρκι, «Ο τελικός λόγος του Μαξίμ Γκόρκι στο πρώτο Πανενωσιακό Συνέδριο των Συγγραφέων», Νέοι Πρωτοπόροι έκτακτο τεύχος (Σεπτέμβριος 1934) 191.
Ανυπόγραφο, «Μαγιακόφσκι», Παγκόσμιος Φιλολογική Εγκυκλοπαίδεια. Μηνιαία Επιθεώρηση Φιλολογίας και Τέχνης 11 (Δεκέμβριος 1934) 1989-1996.
Ρ., Οι αισθητικές θεωρίες στη φασιστική Ιταλία», Νεοελληνικά Γράμματα (21/7/1935) 7.
[Ανωνύμου], «Ο Μαρινέτι καλεί εις τα όπλα», Ελεύθερο Βήμα (1/8/1935).
Βλ. Μαγιακόφσκι, «Κουβεντούλα με τον Πύργο του Άϊφελ», μτφ. Ν. Κ., Νέοι Πρωτοπόροι 5 (Μάιος 1936) 168-169.
Στιχοπλόκος, «Ποίηση Φουτουριστική και Ζαμάν-Φουτουριστική, στίχοι εδώ κι εκεί άκρως σουρρεαλιστικοί», Εβδομάς (6/4/1938).
Γ. Θεοτοκάς, «Τι είναι ο υπερρεαλισμός», Νεοελληνικά Γράμματα (2/7/1938) 1-3.
Οδ. Ελύτης, «Ένα Γράμμα: Γύρω από τον Υπερρεαλισμό», Νεοελληνικά Γράμματα (9/7/1938) 3.
[Ανωνύμως], «Αεροτράγουδα, Ελεύθερον Βήμα (19/8/1939).
Νικ. Δ. Αιγινίτη, Το Φουτουριστικό Θέατρο, Αθήνα, Γκοβόστης, 1940.
Ε. Π. Παπανούτσος, «Ο Φουτουρισμός», Νέα Εστία 323 (1/6/1940) 691-695.
Οδ. Ελύτης, Τα σύγχρονα ποιητικά και καλλιτεχνικά προβλήματα, Καλλιτεχνικά Νέα Α΄, αρ. 30-33 (1-21/1/1944).
Βλ. Μαγιακόφσκι, «Σύγνεφο με παντελόνια», μτφ. Γ. Ρίτσος – Ά. Αλεξάνδρου, Ελεύθερα Γράμματα (1947).
Φ. Γιοφύλης, «Ο φουτουρισμός στην Ελλάδα (1910-1960)», Νέα Εστία 192 (1960) 846-853.
Α. Αλεξάνδρου, «Ποιος αυτοκτόνησε τον Μαγιακόβσκη;», Εποχές 18-19 (1964).
Γ. Ρίτσος, «Περί Μαγιακόβσκη», στο: Vl. Maiakovskii, Ποιήματα, επιμ. Γ. Ρίτσος, Κέδρος, 1964, σσ. 12-32.
Κ. Παλαμάς, Άπαντα, τ. 7, Αθήνα, 1965, σ. 378.
L. Trotsky, Λογοτεχνία και Επανάσταση, μτφ. Λ. Μιχαήλ, Αθήνα, Νέοι Στόχοι, 1971.
M. Vitti, «Φουτουρισμός: αναδρομικά στην Ιταλία του 1976 και στην Ελλάδα του 1933», Το Βήμα (22/8/76).
Θ. Χατζηπανταζή – Λ. Μαράκα, «Ξιφίρ Φαλέρ», Η Αθηναϊκή Επιθεώρηση, τ. Α΄, Αθήνα, 1977, σ. 343 κ.ε.
Α. Ριππελίνο, «Οι περιπέτειες των Φουτουριστών», Ο Μαφιακόφσκυ και το ρωσικό πρωτοποριακό θέατρο, μτφ. Α. Αλεξάνδρου, Αθήνα, Κέδρος, 1977.
O. S. Mirsky, «Μαγιακόφσκυ», Ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας, μτφ. Ι. Ραλλη – Κ. Χατζηδήμου, Αθήνα, Ερμής, 1977 σσ. 422-426.
Μ. Αλεξανδρόπουλος, Η ρωσική λογοτεχνία από τον 11ο αιώνα μέχρι την επανάσταση του 1917, τόμ. 3, Κέδρος, 1978, σσ. 217-228.
V. Mayakovsky, Ο Μαγιακόφσκι για τα παιδιά, μτφ. Π. Ανταίος, Αθήνα, Ακάδημος, 1978.
V. Mayakovsky, Μυστήριο-Μπούφφο, Αθήνα, Αντιπαράλληλα, 1978.
V. Mayakovsky, Ο κοριός, Αθήνα, Αντιπαράλληλα, 1978.
V. Mayakovsky, Το χαμάμ, Αθήνα, Αντιπαράλληλα, 1978.
V. Mayakovsky, Η Μόσχα στις φλόγες, Αθήνα, Αντιπαράλληλα, 1978.
V. Mayakovsky, Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, Αθήνα, Αντιπαράλληλα, 1978.
V. Mayakovsky, Ερωτικά γράμματα στη Λίλια Μπρίκ, μτφ. Τ. Καραϊσκάκης, Αθήνα, Οδυσσέας, 1978.
Φ. Κ. Μπουμπουλίδης, Νεοελληνικά Μελετήματα. Απηχήσεις του φουτουρισμού στην νεοελληνική γραμματεία, τ. Γ΄, Αθήνα, 1980, σσ. 7-48.
Ο. Brik, “My futuristy” στο Novyi LEF (8/9/1927), παρατίθεται στο: Μ. Στεφανοπούλου (επιμ.), Το Δέντρο. Αφιέρωμα στον F. T. Marinetti και τον ιταλικό φουτουρισμό 13 (1980) 111.
Μ. Micheli, «Εισαγωγή στο “Bene!” e “Lenin” di Majakovskij (1958)», στο: Μ. Στεφανοπούλου (επιμ.), Το Δέντρο. Αφιέρωμα στον F. T. Marinetti και τον ιταλικό φουτουρισμό 13 (1980) 111-112.
Minniti-Γκώνια Domenica, «Μελλοντισμός και εθνικισμός στους ιταλούς ποιητές της προφασιστικής περιόδου (1909-1922)», Πρακτικά 13ου Συμποσίου Ποίησης (Πάτρα, 1981) 190-222.
V. Majakovskij, «Il futurism oggi (1923)», στο: Μ. Στεφανοπούλου (επιμ.), Το Δέντρο. Αφιέρωμα στον F. T. Marinetti και τον ιταλικό φουτουρισμό 13 (1980) 111.
Κ[ώστα] Σ[ταματίου], «Μισός αιώνας χωρίς Μαγιακόφσκι», Τα Νέα (12/4/1980).
Ανυπόγραφο, «Ο έρωτας που σημάδεψε την ζωή του Μαγιακόφσκι», Τα Νέα (14/10/1980).
Βλ. Μαγιακόφσκι, Ποιήματα, επιμ. Γ. Ρίτσος, Κέδρος, 1981.
Ν. Δ. Καρούζος, «Η ζωή και η ποίηση», Η Λέξη 7 (Σεπτέμβρης ’81).
Φριού Κλωντ, Μαγιακόφσκι. Από τον ίδιο, μτφ. Π. Λυγγούρης, Αθήνα, Αλφειός, 1982.
Π. Ανταίος, Ποίηση, τόμ. Ι, ΙΙ, Αθήνα, Οδυσσέας, 1982, σς. 247, 213.
Τ. Βουρνάς, «Μεταφράσεις της σοβιετικής λογοτεχνίας στα ελληνικά», Διαβάζω 57 (1982) 132-135.
Γ. Δ. Κεντρώτης, «Σύννεφο με παντελόνια», Το μικρό Δέντρο 4 (Απρίλιος 1982) 364-365.
Π. Ανταίος, «Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι. Σύντομο οδοιπορικό στη ζωή και το θάνατό του», Διαβάζω 57 (Νοέμβριος 1982) 75-85.
R. Jakobson, Το πρόβλημα του Μαγιακόβσκη. Μια γενιά που σπατάλησε της ποιητές της, μτφ. Ρ. Κοσσέρη, Αθήνα, Έρασμος, 1982.
Ανυπόγραφο, «Επαφή με τον Πρωτοπόρο (Έκθεση του Μαγιακόφσκι στην Ελλάδα)», Έθνος (6/3/1983).
Γ. Μολέσκης, «Οι μεταφράσεις του Μαγιακόφσκι στα Ελληνικά. Μια πρώτη προσέγγιση», Αντί 247 (1983) 44-45.
Π. Ρηγόπουλος, «Το σκάνδαλο μιας συνωμοσίας. Ρωσικός και Ιταλικός Φουτουρισμός», Αντιθέσεις 14 (Ιούνιος 1983) 61.
Τ. Καρβέλης, «Φουτουρισμός», Νεότερη ποίηση. Θεωρία και πράξη, Αθήνα, Κώδικας, 1983.
Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών, Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι: 20 χρόνια δουλειάς, χ.τ., χ.έ., 1983.
«Η φιλοσοφία της μηχανής», Εποπτεία 94 (1984).
Αντί 247 (1984) 44-45.
Βλ. Μαγιακόφσκι, Ποίηση και Επανάσταση, μτφ. Α. Βογιάζος, Αθήνα, Θεμέλιο, 1984.
Κ. Τίσνταλ – Α. Μποτσόλα, Φουτουρισμός, μτφ. Δ. Κούρτοβικ, Αθήνα, Υποδομή, 1984.
Λ. Τρότσκι, «Ο φουτουρισμός», Λογοτεχνία και επανάσταση, Αθήνα, Αλλαγή, 1985, σς. 101-118.
Ν. Αναγνωστόπουλος, «Μουσική και φουτουρισμός», Οδός Πανός 17 (Μάρτιος-Απρίλιος 1985) 93.
Ελ. Χουζούρη, «Χρονολόγιο Μαγιακόφσκι», Διαβάζω 121 (1985) 12-16.
Κ. Μοσκώφ, «Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι. Ο ποιητής του έρωτα και της επανάστασης», Διαβάζω 121 (1985) 25-30.
Αλ. Ζήρας, «Το υστερόγραφο της Διαθήκης (Ο Μαγιακόφσκι και η Ρωσική Πρωτοπορία)», Διαβάζω 121 (1985) 21-24.
Β. Κ. Καλαμαράς, «Ελληνική βιβλιογραφία Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (1964-1985). Μια πρώτη καταγραφή», Διαβάζω 121 (1985) 47-48.
Γ. Δ. Κεντρωτής, «Ένα σύννεφο με παντελόνια που βρέχει εβδομήντα χρόνια στα χωράφια της ποίησης», Διαβάζω 121 (1985) 31-35.
Γ. Μολέσκης, «Πώς μεταφράστηκε ο Β. Μαγιακόφσκι στα ελληνικά», Διαβάζω 121 (1985) 36-46.
V. Mayakovsky, Άπαντα Θεατρικά, Αθήνα, Αντιπαράλληλα, 1986.
Αιολικά Γράμματα 93-94 (1986).
Πολιτιστική Επιθεώρηση Τέχνης 36-38 (1986).
V. Mayakovsky, Το αλογάκι-φωτιά, Αθήνα, Οδυσσέας, 1986.
Κ. Βαλέτας, Μαγιακόφσκι: Θέατρο, Αθήνα, χ.έ., 1986.
Ν. Λοϊζίδη, «Ο φουτουρισμός ως πρότυπο ιστορικής πρωτοπορίας», Διαβάζω 141 (Απρίλιος 1986) 25-29.
Ε. Μαχαίρα, «Φουτουρισμός – Φασισμός και η έννοια πόλεμος», Διαβάζω 141 (1986).
Β. Eruli, «Για ένα πορτρέτο του φουτουριστή καλλιτέχνη», Διαβάζω 141 (Απρίλιος 1986).
Δ. Πλάκας, «Ο Φουτουρισμός στην Ελλάδα», Διαβάζω 141 (Απρίλιος 1986).
Α. Κατσιγιάννη, «Ελληνικός Φουτουρισμός», Η Καθημερινή (17, 24/6, 1/7 1986);
Μ. Στεφανίδης, «Φουτουρισμός για πάντα!», Η Λέξη 66 (Ιούλιος-Αύγουστος ’87) 603-607.
Φ. Τ., Μαρινετι, Μανιφέστα του Φουτουρισμού, μτφ. Β. Μωυσίδης, Αθήνα, Αιγόκερως, 1987.
V. Mayakovsky, Η δική μου ανακάλυψη της Αμερικής, μτφ. Ν. Μπέκος, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 19–
Μ. Μικέλι, «Φουτουρισμός», Οι πρωτοπορίες της τέχνης του εικοστού αιώνα, μτφ. Λ. Παπαματθεάκη, Αθήνα, Οδυσσέας, 1990, σσ. 386-400.
P.Wollen – Β. Hein – Μ. Kirby – S. Mitchell – Β. Corra – V. Maiakovski – V. Blumenkranz – A. Bragaglia, Ο φουτουρισμός, ο Μαγιακόφσκι και ο κινηματογράφος, Αθήνα, Αιγόκερως, 1990.
Ρώσοι φουτουριστές, «Μανιφέστο: Χαστούκι στο γούστο του κοινού», μτφ. Α. Παγουλάτος, στο: P.Wollen – Β. Hein – Μ. Kirby – S. Mitchell – Β. Corra – V. Maiakovski – V. Blumenkranz – A. Bragaglia, Ο φουτουρισμός, ο Μαγιακόφσκι και ο κινηματογράφος, Αθήνα, Αιγόκερως, 1990, σσ. 68-69
St. Mitchell, «Ο Μαρινέττι και ο Μαγιακόφσκι: φουτουρισμός, φασισμός, κομμουνισμός» στο: P.Wollen – Β. Hein – Μ. Kirby – S. Mitchell – Β. Corra – V. Maiakovski – V. Blumenkranz – A. Bragaglia, Ο φουτουρισμός, ο Μαγιακόφσκι και ο κινηματογράφος, Αθήνα, Αιγόκερως, 1990, σ. 21.
Βλ. Μαγιακόφσκι, «Γράμμα για το φουτουρισμό», στο: P.Wollen – Β. Hein – Μ. Kirby – S. Mitchell – Β. Corra – V. Maiakovski – V. Blumenkranz – A. Bragaglia, Ο φουτουρισμός, ο Μαγιακόφσκι και ο κινηματογράφος, Αθήνα, Αιγόκερως, 1990, σσ.  64-69.
Αλ. Αργυρίου, «Φουτουρισμός και ντανταϊσμός στην Ελλάδα», Ελληνική ποίηση. Νεωτερικοί ποιητές του Μεσοπολέμου, τ. 4, Αθήνα, Σοκόλης, 1990, σσ. 25-28, 89-90.
Λ. Πολενάκης, «Ο φουτουρισμός και εμείς: Μίνη, η αθώα του Μοντεμπέλι στο Θέατρο Τέχνης», Αυγή (2/5/1991).
Μ. Μικελί, «Αντιφάσεις του φουτουρισμού», Οι πρωτοπορίες της τέχνης του εικοστού αιώνα, μτφ. Λ. Παπαματθεάκη, επιμ. Τ. Χατζηνικολάου, Αθήνα, Οδυσσέας, 1992, σσ. 244-277.
Χρ. Ντουνιά, «Πολιτική και καλλιτεχνική πρωτοπορία», Λογοτεχνία και πολιτική. Τα περιοδικά της Αριστεράς στο μεσοπόλεμο, Αθήνα, Καστανιώτης, 1996, σσ. 263-286.
Α. Κεχαγιά-Λυπουρλή, «Freccia Futurista: μια φωνή antitutto στην Ιταλία του Μαρινέτι», στο: Μνήμη Ελένης Τσαντσάνογλου. Εκδοτικά κι ερμηνευτικά ζητήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρακτικά Ζ΄ Επιστημονικής συνάντησης, Θεσσαλονίκη, 1998, 455-469.
Γ. Ι. Μπαμπασάκης, Προλογίζοντας έναν αιώνα. Φουτουρισμός, νταντά, σουρρεαλισμός, Αθήνα, Οξύ, 2000.
Μ. Αλεξανδρόπουλος, Ο Μαγιακόφσκι: τα εύκολα και τα δύσκολα, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2000.
Δ. Χρυσοβιτσάνου, Η γυναίκα στα κείμενα των Ιταλών Φουτουριστών, Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ, 2001.
T. Safve, Φλέγομαι: μυθιστορηματική βιογραφία του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι, μτφ. Γ. Ν. Κονδύλης, Αθήνα, Scripta, 2001.
Π. Νούτσος, «Λογοτεχνία και επανάσταση» Το Βήμα (27/5/2001).
Β. Παλαιοχώρη, Η πρόσληψη του Μαγιακόφσκι την περίοδο 1924-1964 από τους ποιητές Ν. Ράντο, Γ. Ρίτσο, Α. Αλεξάνδρου, Μ. Κατσαρό, Τ. Σαλαπασίδη, Τ. Πατρίκιο, Ν. Παππά, Ρέθυμνο, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2006.
Χ. Κρουσάρης, «Φουτουρισμός», Σύν(+)είδηση (30/11/2006).
Φλ. Κυπριανού, Ο φουτουρισμός ως κίνημα πρωτοπορίας και ως σύστημα στην κριτική του ελληνικού μεσοπολέμου (1909-1933): η εικόνα της μηχανής στο φουτουρισμό και στην ιδεολογική σκέψη Τρότσκι-Χουρμούζιου, ΑΠΘ, 2008.
V. Mayakovsky, Σύννεφο με παντελόνια, μτφ. Δ. Β. Τριανταφυλλίδη – Ν. Σαμοθράκη, Αθήνα, Αρμός, 2008.
Β. Θεοδωροπουλου, «Φουτουρισμός, μια εκρηκτική πρωτοπορία. Στην πρώτη περίοδο του κινήματος και στη σχέση του με τον κυβισμό εστιάζεται η έκθεση στο Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι», Καθημερινή (14/12/08).
Ελ. Βαροπούλου, «1909, φουτουρισμός: Η αποθέωση του στιγμιαίου. 100 Χρόνια από τη φουτουριστική έκρηξη»,  Το Βήμα (28/12/2008).
Κ. Δρόσου, Ο «αποστάτης» Μαγιακόφσκι και η Οκτωμβριανή επανάσταση, Αθήνα, Ύψιλον, 2009.
Φουτουρισμός: «Η επανάσταση έγινε 100 ετών!» Απογευματινή (14/2/2009).
Π. Βατικιώτης, «Φουτουρισμός: Επίθεση στην παράδοση. Η σύντομη αλλά βίαιη εμφάνιση του Φουτουρισμού», Art magazine (24/2/2009).
Δ. Καργιώτη, «Ο Φουτουρισμός γιορτάζει τα 100», Καθημερινή (15/3/2009).
U. Εco, «Ο φουτουρισμός δεν ήταν καταστροφή», Το Βήμα (11/4/2009).

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 

 

________________________________________

[1] Ο Ζεβγάς από την άλλη υποστηρίζει πως το πολεμικό αυτό μένος ήταν ευεξήγητο, καθώς οι φουτουριστές δεν συγκροτούσαν ξεχωριστή κάστα. Θεωρεί πως οι οπαδοί του κινήματος υιοθέτησαν αυτή τη στάση για καθαρά συμφεροντολογικούς λόγους και πως κατά τη διάρκεια του πολέμου, απέδειξαν τη βαθύτατη συνάρτηση του κινήματός τους με τις πολιτικές και κοινωνικές επιδιώξεις της αστικής τάξης.

[2] Ο Ζεβγάς χαρακτηρίζει όλα αυτά μπουρμπουλήθρες και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απόρροια της τεχνικής προόδου της εποχής.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top