Fractal

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Φωτεινή Τσαλίκογλου «Το ευτυχισμένο νησί» (εκδ. Καστανιώτη), μια αλληγορία για την μνήμη και για την κρίση.

Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

images

 

Μια αλληγορία για τη μνήμη και για την λήθη, για την ευτυχία, την αγάπη, για την ειρήνη και για τον πόλεμο, για το μεταβλητό των πραγμάτων και για το νόημα της ζωής είναι το καινούργιο βιβλίο της Φωτεινής Τσαλίκογλου «Το ευτυχισμένο νησί» που θα κυκλοφορήσει σε 15 μέρες από τον Καστανιώτη. H συγγραφέας και Καθηγήτρια Ψυχολογίας που κατόρθωσε να κάνει λογοτεχνία το ψυχικό άλγος μέσα από τα βιβλία της «Έρως φαρμακοποιός», «Η κόρη της Ανθής Αλκαίου», «Το χάρισμα της Βέρθας» και την ιστορία- ταξίδι «8 ώρες και 35 λεπτά», μετά από 20 βιβλία υπογράφει, τελικά, ένα «μαγικό», «παραμυθητικό» βιβλίο για την Κρίση. Απολύτως καταφατικό, ψυχαναλυτικό, παραβολικό, όπως «Όλα τα ναι του κόσμου». Μια ιστορία που καταδεικνύει και τις δυο όψεις του νομίσματος με κοινή παραδοχή και αποδοχή τη Μνήμη που μας κάνει τυφλούς: «Η λησμονιά των νεκρών είναι ο πιο βίαιος θάνατος», θα πει το αγόρι της ιστορίας που θα φύγει απ’ τον πόλεμο για να πάει να βρει το τυφλό κορίτσι στο νησί που ευημερεί. Ένα βιβλίο που αποτελεί σε καιρούς ταραγμένους μια κιβωτό για τα τιμαλφή.

 

Aπoσπάσματα:

fwteini«Αυτή είναι η μοίρα της ευτυχίας», θα μου πείτε, κι ίσως να έχετε δίκιο, ποτέ δεν κρατάει πολύ… Είναι κι αυτός ένας τρόπος για να μπορείς να λες τη λέξη «ευτυχία» χωρίς να ματώνουν τα χείλη σου και δίχως να πληγώνεται η καρδιά σου. Αν ήταν για πάντα, τότε σίγουρα θα έπρεπε να βρεθεί μια άλλη λέξη, ένα άλλο πράγμα στη θέση της… Μια λέξη που μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί. Ας γυρίσουμε όμως στο πρώην Ευτυχισμένο Νησί. Έχουμε πολλά να ζήσουμε ακόμα.

Στο σχολείο ο συμπαθής δάσκαλος που άκουγε στο όνομα Ιωάννης Θρανίος ζήτησε από τους μαθητές του να γράψουν ένα γράμμα στην τυφλή Κοραλλένια. Όλοι ανταποκρίθηκαν, η Φωτεινούλα, ο Σωτηράκης, η Φοίβη, η Μαρία-Χριστίνα, η Αγγελικούλα που ήταν απ’ όλες η πιο θαρραλέα. Η Φωτεινούλα, που ήταν η πιο μικρή, έγραψε σε μια κόλλα χαρτί: Κοραλλένια θα γίνεις καλά Σε αγαπώ πολύ Ο δάσκαλος πήρε στα χέρια του το χαρτί. Διάβασε δυνατά στην τάξη το γράμμα της Φωτεινούλας κι έκανε μια μικρή προσθήκη, πρόσθεσε μια μικρή λεξούλα, τη λέξη «γιατί»:

Κοραλλένια θα γίνεις καλά Γιατί Σε αγαπώ πολύ.

Την ίδια εκείνη μέρα που στο Ευτυχισμένο Νησί συνέβαιναν όλα αυτά, ανοιχτά στο πέλαγος ένα αγόρι μέσα σε μια βάρκα πάλευε με τα κύματα. Μαζί του είχε μια γυάλα με ένα χρυσόψαρο. Πού βρέθηκε και από πού ερχόταν το αγόρι; Ζούσε σε μια χώρα μακρινή. Ας την ονομάσουμε «Χώρα του Πολέμου». Σε αντίθεση με το Ευτυχισμένο Νησί, η Χώρα του Πολέμου δεν γνώριζε ούτε μια στιγμή γαλήνης και ξεγνοιασιάς. Τα σχολεία είχαν γίνει νοσοκομεία για τους τραυματίες πολέμου αλλά και για τους νεκρούς μέχρι να τους θάψουν. Στους δρόμους τα παιδιά βαστούσαν στα χέρια τους όπλα και σπαθιά. Το παιχνίδι τους ήταν ο πόλεμος. Εκρήξεις. Βόμβες. Φωτιά. Κι ένας φόβος στην καρδιά. Στη Χώρα του Πολέμου δεν ξέρεις ποτέ αν το ξημέρωμα θα σε βρει ζωντανό ή αν κάποια αδέσποτη σφαίρα θα χτυπήσει κατευθείαν την καρδιά σου κι όλα όσα ποτέ ονειρεύτηκες θα μείνουν εκεί, στη μέση του πουθενά. Όλα τα παιδιά στη Χώρα του Πολέμου μαθαίνουν να μη φαντάζονται κάτι άλλο για τη ζωή τους. Από μικρά ετοιμάζονται να γίνουν πολεμιστές και σχεδόν από την κούνια τους μαθαίνουν πώς να κρατάνε σφιχτά στα χέρια τους ένα μυδράλιο, ένα πολυβόλο. Όχι για να φοβίσουν, αλλά για να κόψουν το νήμα της ζωής. Να θανατώσουν εκείνον που δεν σε αφήνει να ζήσεις. Όμως πάντα εκείνος που δεν σε αφήνει να ζήσεις κρατάει ένα ακόμα πιο δυνατό όπλο στο χέρι. Φόβος λέγεται το πιο δυνατό από τα όπλα που ο εχθρός κρατάει. Κι ο φόβος ρίζωνε στη Χώρα του Πολέμου. Κι όταν ζεις μέσα στον πόλεμο, δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνει […]. Αυτή ήταν η χώρα του αγοριού. Γι’ αυτό και οι γονείς του μια μέρα, κάνοντας πέτρα την καρδιά τους, είπαν: «Έχουμε ακουστά μια άλλη χώρα, μακρινή, ένα ξεχωριστό νησί. Εκεί αξίζει να ζεις. Προσπάθησε να φτάσεις εκεί. Κι εμείς, μόλις μπορέσουμε και μεγαλώσουν λίγο τα μικρά, θα σε ακολουθήσουμε. Δεν έχουμε ζωή εδώ. Το μίσος κι ο φόβος μάς κυβερνούν». «Κι εσύ δεν είσαι πλασμένος ούτε για να μισείς, ούτε για να φοβάσαι», είπε ο πατέρας του. Κι η μητέρα του πρόσθεσε τρυφερά: «Είσαι πλασμένος για να αγαπάς και να αγαπηθείς εσύ, γιε μου». Έπειτα κι οι δυο μαζί με μια φωνή είπαν: «Είσαι δυνατός, θα τα καταφέρεις». Δεν ήταν έτοιμο για μια τέτοια ξαφνική αλλαγή το αγόρι, όμως ήταν ένας υπάκουος και καλός γιος. Ο πατέρας του τον αγκάλιασε. «Δεν υπάρχει άλλη λύση», είπε και πλάι του η μητέρα περίλυπη συμφώνησε. Το αγόρι δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπάρχει στη Γη ένας τέτοιος τόπος όπως το Ευτυχισμένο Νησί. Όπως εκείνος που γεννιέται τυφλός και δεν χωράνε στο νου του τα χρώματα, έτσι και το αγόρι που γεννήθηκε στη Χώρα του Πολέμου δεν μπορούσε να πιστέψει πως αλλού υπάρχει ένας άλλος τρόπος να ζεις. «Κι όμως, είναι αλήθεια. Όταν φτάσεις εκεί, θα με πιστέψεις», είπε η μητέρα του κι έπειτα από λίγη ώρα πρόσθεσε: «Είναι και κάτι ακόμα που πρέπει να μάθεις: Το Ευτυχισμένο Νησί κρύβει ένα μεγάλο μυστικό». «Tι μυστικό;» ρώτησε το αγόρι. «Ο βασιλιάς του νησιού έχει περάσει έναν μεγάλο καημό, μια αγιάτρευτη πληγή». «Τι είναι πληγή;» ρώτησε το αγόρι. Είχαν δει πολλά τα μάτια του, όμως η λέξη «πληγή» τού ήταν άγνωστη. Η μητέρα του ξετύλιξε το μπανταρισμένο χέρι της. Μια οβίδα είχε κάψει το κομμάτι πάνω από τον καρπό της· ποτέ δεν το είχε δει το αγόρι αυτό το σημείο γυμνό. Από τη μέρα που γεννήθηκε, έτσι γνώρισε τη μάνα του, με ένα τυλιγμένο σε ένα λευκό ύφασμα χέρι. «Αυτό είναι πληγή, αγόρι μου». «Μια τέτοια πληγή έχει και ο βασιλιάς στο Ευτυχισμένο Νησί;» ρώτησε. «Είναι αλλιώτικο εκείνου, δεν έχει να κάνει με σφαίρες, με πόλεμο, με φωτιά». «Αλλά;» «Έχασε τη γυναίκα του, πέθανε πάνω στη γέννα του παιδιού του…» «Α!» έκανε το αγόρι και λυπήθηκε. «Όμως είναι και κάτι ακόμα», πρόσθεσε η μαμά. «Ο Αιγέας απαγορεύει να μιλάς για αυτό. Είναι το μόνο πράγμα που τον κάνει αυστηρό, άγριο, σχεδόν κακό… Δεν επιτρέπει σε κανέναν να μιλάει για αυτόν το θάνατο». «Γιατί;» απόρησε το αγόρι. «Για να προστατέψει από τη θλίψη την κόρη του. Δεν αντέχει να λυπάται τη λύπη της θυγατέρας του. Γι’ αυτό και εξαφάνισε όλες τις φωτογραφίες, κρύφτηκαν τα πάντα, εικόνες, γραμματόσημα, βιβλία, όλα όσα είχαν πάνω τους τη μορφή της κυρίας Αιγέας… Η Κοραλλένια δεν γνωρίζει και δεν πρέπει τίποτα να γνωρίζει για την πεθαμένη μητέρα της. Η κόρη του βασιλιά γεννήθηκε από μια μαμά ετοιμοθάνατη. Η νεκρή μητέρα της Κοραλλένιας, αυτό είναι το μεγάλο μυστικό στο Ευτυχισμένο Νησί». Παράξενο, σκέφτηκε το αγόρι. Στη δική του πατρίδα οι νεκροί ζούσαν μαζί με τους ζωντανούς και δεν περνούσε μέρα που να μην τους μνημονεύσουν, να μην τους τραγουδήσουν το αγαπημένο τους τραγούδι. Να μη θυμηθούν κάτι από τη ζωντανή ζωή τους. Γιατί ακόμα και μέσα στον πόλεμο οι άνθρωποι διατηρούν μια ζωντανή ζωή. Υπήρχαν στιγμές που ξεχνούσαν το φόβο και τη μυρωδιά του καμένου, και τότε γίνονταν σαν όλους τους άλλους ανθρώπους: Λέγανε αστεία, καβγάδιζαν για ασήμαντα πράγματα, ερωτεύονταν, υποδύονταν τους κανονικούς ανθρώπους. Ό,τι κι αν έκαναν, όμως, δεν υπήρχε μέρα που να μη μνημονεύσουν κάτι από τη ζωή των πεθαμένων. Η λησμονιά των νεκρών ήταν ο πιο βίαιος θάνατος. Στη χώρα του αγοριού δεν αφήνανε κάτι τέτοιο να γίνει. Ο νεκρός απολάμβανε τιμές. Κι η μεγαλύτερη τιμή ήταν η μνήμη. Το αγόρι δεν μπορούσε να δεχτεί ότι υπήρχε ένα μέρος στη Γη, όπου απαγορεύεται να μιλάς για έναν πεθαμένο. Δεν το χωρούσε το μυαλό του. «Μα πώς γίνεται, μαμά; Πώς γίνεται να υπάρχει ένα τέτοιο μυστικό; Πώς γίνεται να μη μιλάς για αυτό που έχασες;»

[…]

1902970_648214325232285_366062547_n«Κόρη μου…» Η Κοραλλένια στρέφει το κεφάλι της εκεί απ’ όπου έρχεται η φωνή. «Είναι τυφλή», μονολογεί με δέος το αγόρι. «Αγάπη μου…» λέει ο βασιλιάς και το πριγκιπικό δωμάτιο ξεχειλίζει πόνο και τρυφερότητα. Το αγόρι θέλει να κλάψει, αλλά συγκρατείται. «Αγάπη μου, έχουμε επισκέπτες». «Επισκέπτες;» «Τον γιατρό σου κι ένα αγόρι από μια άλλη χώρα». «Τα σέβη μου, αξιότιμη δεσποινίς Κοραλλένια», υποκλίθηκε ο γιατρός. «Τα σέβη μου κι από εμένα», είπε το αγόρι διστακτικά και τα μάγουλά του κοκκίνισαν από ντροπή. Ευτυχώς, δεν βλέπει, σκέφτηκε. «Ένα αγόρι;» ρώτησε η Κοραλλένια. «Ναι, από τη Χώρα του Πολέμου!» «Μόνος σου ήλθες;» τον ρώτησε. «Έχω μαζί μου τη Χρυσάνθη». «Ποια είναι η Χρυσάνθη;» «Ένα χρυσόψαρο». «Α!» έκανε η Κοραλλένια κι ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. «Θέλω να μείνω με το αγόρι και το χρυσόψαρο. Αφήστε μας, παρακαλώ, για λίγο μόνους», ζήτησε η Κοραλλένια και η επιθυμία της ήταν διαταγή. Ο βασιλιάς και ο δόκτωρ Μουρουνέλαιος στη στιγμή φεύγουν από το δωμάτιο. Η Κοραλλένια έκανε ένα νεύμα με το χέρι της στο αγόρι κι εκείνο, διστακτικά, κρατώντας σφιχτά στα χέρια του τη γυάλα με το χρυσόψαρο, πλησίασε. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από την αγωνία. Σαν ένα βαρύ επιτραπέζιο ρολόι ακούγονταν οι χτύποι της καρδιάς του, τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ, και πιο γρήγορα, ακόμα πιο γρήγορα. Έλεγες τώρα θα γίνει χίλια κομμάτια. Τόσο που φοβήθηκε μην του πέσει από τα χέρια η γυάλα με το χρυσόψαρο. Με προσοχή την άφησε χάμω. Και τότε η θυγατέρα του βασιλιά φανέρωσε το όνειρο που είδε λίγο πριν τυφλωθεί. «Μια γυναίκα με ολόξανθα μαλλιά σαν τα δικά μου, όμορφη και τόσο λυπημένη… πλησίασε στο κρεβάτι μου, “σήκω”, μου είπε, “μην κοιμάσαι άλλο, θέλω να σε αγκαλιάσω’’. Άνοιξε τα χέρια της και…» Το αγόρι έκανε φιλότιμες προσπάθειες να μείνει ψύχραιμο. Τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια του ευτυχώς κανείς δεν μπορούσε να τα δει. Ένιωσε τη Χρυσάνθη να κινείται μέσα στη γυάλα. Έσκυψε. Την είδε να κάνει μια απότομη κίνηση αριστερά, δυο φορές να ανοιγοκλείνει τα πτερύγια, έπειτα να κάνει ένα ημικύκλιο ύπτια… Κάτι προσπαθούσε να του πει η Χρυσάνθη, όμως για πρώτη φορά δεν έβγαζε νόημα… «Ποια λέξη; Τι θες να μου πεις;» ψιθύρισε. «Τι λες;» Τo χρυσόψαρο συνέχισε να κάνει ακατανόητες κινήσεις σε μια άγνωστη γλώσσα. «Με πήρε στην αγκαλιά της», συνέχισε το όνειρο η Κοραλλένια, «και πώς να το πω… πώς… ήταν τόσο άγνωστο αυτό για μένα… τόσο καλό και φοβιστικό μαζί… με κράτησε για μια ολόκληρη στιγμή, που μου φάνηκε αιώνας, μέσα στα χέρια της… τρόμαξα… είπα “θα πεθάνω μέσα στην αγκαλιά της’’ και την έδιωξα, “φύγε”, της είπα, “άσε με…Ποια είσαι; Τι θέλεις από μένα;’’ »Χάθηκε αμέσως. Κι όπως ήμουνα ανασηκωμένη από το κρεβάτι μου και δεν καταλάβαινα αν ονειρευόμουν ή αν ήμουν ξύπνια, άλλαξα γνώμη, το μετάνιωσα, “γύρνα”, την παρακάλεσα, “γύρνα πίσω. Συγγνώμη, έκανα λάθος. Δεν εννοούσα να φύγεις πριν, εννοούσα να μείνεις, να μείνεις…’’ »Και τότε ξαφνικά έγινε νύχτα, αλλά μια αλλόκοτη νύχτα. Ένα μαύρο όρμησε μέσα μου. Ξύπνησα. Άνοιξα τα μάτια μου. Δεν έβλεπα. Είχα χάσει το φως μου!» Αυτά είπε η βασιλοπούλα και σώπασε. Το χρυσόψαρο συνέχισε να στέλνει ακατανόητα σήματα στο αγόρι. «Tα πιο απλά πράγματα είναι δυσνόητα». «Ποια είναι τα πιο απλά πράγματα;» ρώτησε η Κοραλλένια. «Η αγάπη», είπε το αγόρι. «Και τα πιο δυσνόητα;» «Η αγάπη», αποκρίθηκε ξανά εκείνο. Και τη στιγμή εκείνη πήρε τη μεγάλη απόφαση: Θα φανέρωνε την αλήθεια, κι ας πέθαινε. «Η γυναίκα που είδες στο όνειρό σου είναι η μητέρα σου». «Μα δεν έχω μητέρα. Δεν είχα ποτέ μητέρα», είπε η Κοραλλένια. Είχε έλθει όμως η στιγμή της αλήθειας. «Έχασες το φως σου για να μη μάθεις αυτό που γνωρίζεις. Για να μην προδώσεις την επιθυμία του πατέρα σου». Το αγόρι έβγαλε όλο το βάρος του μυστικού από μέσα του κι ήταν έτοιμο τώρα να τιμωρηθεί. Μια χάρη μόνο θα ζητούσε από τον βασιλιά: Να σωθεί το χρυσόψαρό του. Να αναλάβει τη φροντίδα του ο δόκτωρ Μουρουνέλαιος και κάθε τόσο να του ρίχνει τις τρεις σταγόνες σμαραγδί υγρό. Κανείς δεν μιλούσε. Το χρυσόψαρο ακίνητο κι η Κοραλλένια βουβή. Τρία αγάλματα. Κάποια στιγμή το αγόρι μίλησε και είπε: «Πριν φύγει από το όνειρο η μητέρα σου, σε κράτησε για μια στιγμή στην αγκαλιά της. Έτσι και τότε, όταν ερχόσουν στον κόσμο, πρόλαβε και σε κράτησε για μια ολόκληρη στιγμή. Δεν πέθανε αμέσως. Σε κράτησε για μια ολόκληρη στιγμή πάνω στο στήθος της. Η στιγμή αυτή είναι μαγική. Ακόμα διαρκεί». Και το αγόρι, δίχως να το καλοσκεφτεί, έκανε δυο βήματα μπροστά και, παραβιάζοντας όλους τους κανόνες του κόσμου ετούτου, άπλωσε τα χέρια του στην Κοραλλένια κι έφερε προσεχτικά το πρόσωπό της στο στήθος του. «Να! Έτσι», είπε, «το σώμα δεν ξεχνά ποτέ». Κανείς δεν ξέρει να μας πει πόση ώρα πέρασε. Άρχισε να πέφτει η νύχτα…Η χρυσαφένια κοιλιά της Χρυσάνθης έριχνε ένα αδύναμο φως στα πρόσωπά τους. Κάποια στιγμή η Κοραλλένια στάθηκε απέναντι από το αγόρι, τόσο κοντά του, που ένιωθε τη μυρωδιά της, την ανάσα της… «Τι ευτυχισμένη που είμαι!» ψιθύρισε. «Είδα το πρόσωπό της». Και τα μάτια της, τα πιο όμορφα μάτια του κόσμου, αίφνης και πάλι ζωντάνεψαν. Η βασιλοπούλα είχε βρει το χαμένο φως της! Σε λίγη ώρα όλα είχαν αλλάξει. Το αγόρι, που ήταν έτοιμο να πεθάνει για- τί παραβίασε το μεγάλο μυστικό, όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε, αλλά ο βασιλιάς το έχρισε ιππότη της καρδιάς του. Η μνήμη είναι πόνος αλλά δίχως αυτόν η καρδιά χάνει το φως της.

 

fwteiniα

 

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

‘Εγινε νύχτα κι όλα μονομιάς άλλαξαν.
Η Κοραλλένια, η μονάκριβη κόρη του βασιλιά Αιγέα,
ξαφνικά μια μέρα έχασε το φως της.
Το Ευτυχισμένο Νησί βυθίστηκε στη θλίψη.
Την ίδια εκείνη μέρα ανοιχτά στο πέλαγος
ένα αγόρι πάλευε με τα κύματα.
Μαζί του ήταν ένα χρυσόψαρο,
που γνώριζε μια μυστική γλώσσα.
Σε λίγο θα έφταναν στο νησί της τυφλής Κοραλλένιας.
Είχαν ένα σχέδιο κρυφό να εκπληρώσουν.
Έρχονταν από μακριά, από τη χώρα του πολέμου.
Κι εκεί δεν ξέρεις ποτέ αν το ξημέρωμα θα σε βρει ζωντανό
ή αν κάποια αδέσποτη σφαίρα θα σε χτυπήσει κατευθείαν στην καρδιά σου κι όλα όσα ονειρεύτηκες γίνουν κομμάτια.
Το αγόρι ήθελε να ζήσει.
Kι έφερνε ένα σπουδαίο γιατρικό
για το πρώην Ευτυχισμένο Νησί.

 

Μια μαγική ιστορία για όλους όσους επιμένουν να ονειρεύονται με μάτια ανοιχτά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top