Fractal

Όταν στον πόλεμο, η ζωή όπως κι ο θάνατος σε χωρίζουνε δίχως καν να προλάβεις να το σκεφτείς και η «Φωτιά» του Ανρί Μπαρμπίς

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

«Η φωτιά» του Ανρί Μπαρμπίς. Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης. Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος. 2014.

 

fotia_cover

 

Η ‘Φωτιά’ (Le feu, 1916) του Ανρί Μπαρμπίς (Henri Barbusse, 1873-1935) ανήκει δικαιωματικά στα κλασσικά μυθιστορήματα και ειδικότερα στη λογοτεχνία του Μεγάλου Πολέμου. Ο Μπαρμπίς έλαβε μέρος και διακρίθηκε για τις υπηρεσίες που προσέφερε σε αυτόν τον πόλεμο. Το μυθιστόρημα αποτελεί ένα είδος προσαρμοσμένου, κατά κάποιο τρόπο, πολεμικού  ημερολογίου που άρχισε  τον Οκτώβριο του 1915 και δημοσιευόταν σε  συνέχειες στην αριστερής απόκλισης εφημερίδα  L’ Ouvre, με αποτέλεσμα να βρίσκεται εκτός εμβέλειας της Γαλλικής στρατιωτικής λογοκρισίας,  πριν   δημοσιευτεί οριστικά  σε μορφή βιβλίου τον Δεκέμβριο του 1916. Το βιβλίο σημείωσε τεράστια επιτυχία, κερδίζοντας το βραβείο Γκονκούρ το 1917, πουλώντας  250.000 αντίτυπα στη Γαλλία, ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα σε ένα έθνος που βρισκόταν κυριολεκτικά μέσα στη δίνη του πολέμου. Μεταφράστηκε αμέσως στα αγγλικά, το 1917, γράφτηκαν σχόλια και κριτικές στα έντυπα Times Literary Supplement και  New Statesman, και ακόμα διαβάστηκε  από τους στρατιώτες που εκείνη την περίοδο υπηρετούσαν. Ο Γουίλφρεντ Όουεν για παράδειγμα διάβασε ένα αντίτυπο στο Scarborough το 1917, με αποτέλεσμα να  υπάρχουν κάποιοι απόηχοι των γραπτών του Μπαρμπίς σε μερικά από τα διάσημα πολεμικά ποιήματα του Όουεν. Το βιβλίο του Μπαρμπίς είναι αφιερωμένο ‘στη μνήμη των συντρόφων που έπεσαν στο πλευρό μου στο  Λόφο  119 του Κρόυϋ’. Αν και η ‘Φωτιά’ είναι ουσιαστικά  φανταστικό κείμενο, είναι ένα αφόρητα ρεαλιστικό βιβλίο και είναι εύκολο να φανταστεί κάποιος ότι, ενώ οι χαρακτήρες που απεικονίζονται μπορεί να είναι λογοτεχνικά δημιουργήματα του συγγραφέα, το πιθανότερο είναι να αντιπροσωπεύουν  υπαρκτά πρόσωπα και πραγματικούς συντρόφους  που υπηρέτησαν μαζί με τον Μπαρμπίς εκείνη τη δύσκολη περίοδο.  Διαβάζοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης δεν αποκομίζει ευχάριστη εμπειρία. Το αντίθετο μάλιστα. Δεν αναφέρεται επίσης ούτε η χρονολογία που εκτυλίσσονται τα γεγονότα που αφηγούνται στο βιβλίο, και υπάρχει η σχετική ασάφεια στους αναγνώστες, οι οποίοι βιώνουν έντονα ότι έκαναν, ένοιωθαν και αντιμετώπιζαν οι στρατιώτες στα ιστορικά χαρακώματα.

 

fotia_2

 

Στο πρώτο μισό του βιβλίου, ο Μπαρμπίς  ασχολείται κυρίως με την αργή, αλλά εσκεμμένη, απ’ ότι φαίνεται, ανάπτυξη της προσωπικότητας συγκεκριμένων ατόμων και κυρίως για το πολιτικό τους παρελθόν, πριν δηλαδή την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου. Το δεύτερο μισό, και ιδίως το εξαιρετικά οδυνηρό κεφάλαιο ‘Η Φωτιά’,  ασχολείται με την καταστροφή του ατόμου στο πρόσωπο του πολέμου. Μόλις οι περιγραφές στο βιβλίο, αρχίζουν να δείχνουν  στροφή από τους συγκεκριμένους στρατιώτες των  χαρακωμάτων στα αποτελέσματα που είχε ο πόλεμος πάνω σ’ αυτούς, το βιβλίο φαίνεται ξεκάθαρα ότι κινείται σε διαφορετικό επίπεδο, κι όλα όσα περιγράφονται, είναι ταυτόσημα με  την πολυεπίπεδη φρίκη του πολέμου. Τα λόγια έχουν απίστευτη ωμότητα, περιγραφική δύναμη ζωηρή η οποία σε κάποια εδάφια  μερικές φορές φαίνεται τρομακτική, ακόμη και στον σημερινό αναγνώστη. Αναφέρονται κάποια αηδιαστικά πεδία μάχης, με περιγραφές που παρομοιάζουν και απεικονίζουν  την απόλυτη και  αποκαλυπτική καταστροφή:

‘… Περνούμε το παρατημένο γερμανικό χαράκωμα της νεκρής ζώνης, αυτό το χαράκωμα που πάντα αναριγεί  από σκόρπια πολύχρωμα κουρέλια… Σ’ όλο το μήκος, ως ένα οχύρωμα που το φράζει, ανάκατα πτώματα Γερμανών είναι μπερδεμένα το ένα με το άλλο, σφιχτοδεμένα σαν χείμαρροι κολασμένων. Μερικά προβάλλουν μέσα από βουρκιασμένες σπηλιές, ανάμεσα σ’ έναν ακατανόητο από από δοκάρια, σκοινιά, σύρματα, κοφίνια, πλεμάτια, και λαμαρίνες. Στο οχύρωμα, ένα πτώμα είναι μπηγμένο μέσα στ’ άλλα, στην ίδια θέση ένα άλλο είναι μπηγμένο λοξά μέσα στη μακάβρια έκταση… και πάνω σ’ όλα αυτά, πάνω σ’ αυτόν τον πολτό από βρωμιά  και σάρκες, είναι σπαρμένα ένα πλήθος από εικόνες αγίων, κάρτες, ευχολόγια, χαρτιά με προσευχές γραμμένες με γοτθικούς χαρακτήρες, που σκορπίσανε ποτάμι μέσα από τα ξεκοιλιασμένα ρούχα. Αυτά τα λόγια πάνω στα χαρτιά λες και πλουμίζουνε με χιλιάδες λευκά λουλουδάκια ψευτιάς και στείρωσης αυτές τις μολυσμένες όχθες, αυτή την κοιλάδα του θανάτου…’.

Οι νεκροί περιβάλλουν τους ζωντανούς στρατιώτες, και το πεδίο της μάχης μετατρέπεται πλέον σε οστεοφυλάκιο:

«…Πλάι σε κεφάλια μαύρα και κερωμένα, ίδια μούμιες αιγυπτιακές, σαγρεδιασμένα από σκουλήκια και ψόφια έντομα, με ασπριδερά δόντια,  να ξεπετούνε μέσα σε κουφάλες, πλάι σ’ ένα πλήθος σκούρα κόκαλα, σαν ρίζες γυμνωμένες μέσα σε χωράφι, ανακαλύπτεις κρανία ολότελα καθαρισμένα, κίτρινα με κόκκινα φέσια, που το γκρίζο τους κάλυμμα τρίβεται σε σκόνη σαν παλιός πάπυρος.  Παΐδια εδώ κι εκεί πάνω στη γη, ίδια παλιά κλουβιά σπασμένα, κι ανάμεσα σε όλα αυτά, δερμάτινα λουριά μελανιασμένα, φλασκιά και καραβάνες τρύπια και πλακουτσωτά… Που και που, από κάτι μακρουλά εξογκώματα,  γιατί όλοι ετούτοι οι νεκροί καταφέρνουνε τελικά να χωθούνε μέσα στη γη, βγαίνει μονάχα ένα κομματάκι ρούχο, φανερώνοντας πως ένα ανθρώπινο πλάσμα εξολοθρεύθηκε σε τούτο το σημείο του κόσμου…»

 Ολόκληρη ετούτη η ζοφερή ανάγνωση συνεχίζεται για πολλές σελίδες, ασκώντας ακραία συναισθηματική επίδραση στον αναγνώστη. Ο Μπαρμπίς σταδιακά  επικεντρώνεται με εμμονή στα φυσικά στοιχεία του πεδίου της μάχης,  ιδίως τη λάσπη, το νερό και τη μεταβολή της κατάστασης του ανθρώπινου σώματος στον πόλεμο και τις κακουχίες του. Η λάσπη γίνεται το μέσο μέσω του οποίου βλέπουμε τον κόσμο των χαρακωμάτων, κρεβάτια πρόχειρα γεμάτα λάσπη, λακκούβες, βρέξιμο συνεχόμενο  που στάζει, υγρή σαπίλα παντού. Οι στρατιώτες  γίνονται σχήματα, σκιές, σιλουέτες. Η λάσπη γίνεται κάλυμμα, μια περίεργη κάλυψη, καβούκι και, τελικά, ένας σιωπηλός τάφος. Το δέρμα των στρατιωτών, αποχρωματισμένο, λεκιασμένο, καμένο, και κιτρινισμένο  από τις χημικές ουσίες και τα βλαβερά αέρια του στο πεδίο της μάχης. Οι στρατιώτες μεταμορφώνονται χρονικά από πολίτες σε στρατιώτες και στη συνέχεια σε κάποιον άλλο, κάτι διαφορετικό  που δημιουργήθηκε από τον ίδιο τον πόλεμο.

 

fotia_

 

Στο επόμενο κεφάλαιο, το ‘Σταθμό Επιδέσεως’, η κατάσταση ίδια και ακόμα χειρότερη. Καθ’ οδόν για το σταθμό, τα δρομάκια είναι σπαρμένα με πληθώρα πτωμάτων.  ‘Είμαι γαγγραινιασμένος, είμαι σάπιος είμαι κομματιασμένος μέσα μου’, κλαψούριζε ένας τραυματίας  που με το κεφάλι μες τα χέρια μιλούσε ανάμεσα από τα δάχτυλά του. ‘ … Κι όμως, την προηγούμενη εβδομάδα, ήμουνα νέος, ήμουνα γερός. Να πως με κάνανε. Τώρα είμαι ένα γέρικο παλιόκορμο που σέρνεται σακατεμένο’.

 

fotia_3

 

Είναι ο αγώνας των ανδρών με το θάνατο και τη φύση που παρουσιάζει ο Μπαρμπίς σε ένα περιβάλλον απομόνωσης, μοναξιάς και εγκατάλειψης. Υπάρχει όμως, η αντοχή του ανθρώπινου πνεύματος παντού, αλλά περιβάλλεται εντελώς από το σκοτάδι τριγύρω. Κάποιοι από εκείνους τους νεκρούς στέκονται στα πόδια τους, άλλοι γυρίζουν τα ματωμένα τους πρόσωπα προς τους ζωντανούς, κάποιοι έχουν στυλώσει τη ματιά τους στο κενό του ουρανού. Οι περιγραφές των στρατιωτών μέσα στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, δοκιμάζει τα νεύρα του ανυποψίαστου αναγνώστη. Ο Μπαρμπίς δεν φείδεται επιθέτων που παραπέμπουν και αναφέρονται σε τραυματίες, νεκρούς και ετοιμοθάνατους. ‘Στον πόλεμο, η ζωή όπως και ο θάνατος σε χωρίζουνε δίχως καν να προλάβεις να το σκεφτείς’!

 

fotia_4

 

Άλλος ένας αφηγείται: ‘… Δέχτηκα τις οβίδες πάνω στη στιγμή που, πολύ χαμηλά, ξεχώριζα τις δύο γήινες κραυγές που αποτελούσαν την κραυγή τους: Got mit uns, και Dieu est avec nous, και τότε ξαναπέταξα ψηλά..’!  (Οι ξενόγλωσσες φράσεις σημαίνουν ‘Ο θεός μαζί μας’ στα γερμανικά και γαλλικά αντίστοιχα).

Οι μακάβριες περιγραφές, ταυτόχρονα, αποτελούν άριστο υλικό για τον υποψιασμένο αναγνώστη και τον έχοντα στοιχειώδεις γνώσεις ψυχιατρικής, αφού παρουσιάζουν αρκετές εκφάνσεις και συμπτωματολογία του μετατραυματικού συνδρόμου ή ‘Shell shock syndrome’,  όπως επικράτησε στη διεθνή βιβλιογραφία και στην ονομαζόμενη ‘λογοτεχνία του τραύματος’. Ένας άνθρωπος με κομμένα πόδια, θέλει να πηδήξει απ’ το φορείο καν να φύγει.  ‘…Μαζεύεται και τινάζεται τόσο βίαια, που πάνε κι έρχονται αυτοί που προσπαθούν να τον ακινητοποιήσουν με το βάρος τους… Την ίδια στιγμή σε μιαν άλλη γωνιά, δύο τραυματίες πλαγιασμένοι, σταυρωμένοι χάμω, αλληλοβρίζονται και αναγκάζονται να μεταφέρουν αλλού τον ένα για να σταματήσει η λογομαχία τους..’.  ‘ Σαν κοιμάμαι, ονειρεύομαι και μου φαίνεται πως τον ξανασκοτώνω…’, λέει κάποιος άλλος σε παραλήρημα! Κι όλα αυτά μέχρι τη στιγμή του βομβαρδισμού του υγειονομικού σταθμού, οπότε, ‘ …ο βομβαρδισμός πετσοκόβει και κατατρώει το σταθμό επίδεσης κι όλα τα κρυμμένα βγαίνουν στη φόρα…’, θανατερή χλωμάδα παντού, μπαλωμένα κορμιά, τεράστιοι επίδεσμοι, σιφουνιασμένες λάμψεις, τρομαγμένα πλήθη, σύννεφα καπνού από στριφογυριστά και καυτερά αέρια, και μέσα σ’ όλα αυτά, κουβαριασμένα μέλη! Προς το τέλος της αφήγησης βγαίνουν αργά και σταδιακά οι πολιτικές πεποιθήσεις κι ίσως μερικές εθνικιστικές ιδέες του συγγραφέα, οι οποίες όμως, κάποιες στιγμές φαίνονται απελπιστικά ‘ξένες’ και παράταιρες στο όλο κείμενο, και τις οποίες αν τις παρέλειπε, κατά τη γνώμη μας, ίσως ήταν καλύτερα, ‘… Γερμανία και μιλιταρισμός είναι το ίδιο πράγμα. Αυτοί θελήσανε τον πόλεμο  και τον είχανε προμελετήσει. Αυτοί είναι ο μιλιταρισμός…’. Και κάπου αλλού: ‘…Οι λαοί θα έπρεπε να συνεννοηθούν πατώντας πάνω στην κοιλιά εκείνων που τους εκμεταλλεύονται με τον ένα ή με τον  άλλο τρόπο. Όλα τα πλήθη θα έπρεπε να συνεννοηθούν…’!

Μπορεί η όλη δομή του βιβλίου να κάνει την ανάγνωση κάπως δύσκολη, ειδικά στην αρχή, αλλά από τη στιγμή που θα προχωρήσει ο αναγνώστης, η ανάγνωση γίνεται ελκυστική και άκρως ενδιαφέρουσα παρ’ όλα εκείνα τα συγκλονιστικά που περιγράφονται με τόση λεπτομέρεια στη συνέχεια, και ειδικά  η ζωντανή περιγραφή του πεδίου της μάχης. Το βιβλίο παρέχει μεγάλο πλούτο εικόνων του γαλλικού στρατού στον πόλεμο στο Δυτικό Μέτωπο. Ανάμεσα από τον τρόμο,  υπάρχουν, επίσης, προσεκτικές δόσεις χιούμορ, αναλαμπές του κόσμου των χαρακωμάτων, καθώς  και περιγραφές της υπόλοιπης ζωής μακρυά από την πρώτη γραμμή. Πρόκειται για έξοχη πολεμική ανταπόκριση και καταγραφή των γεγονότων, αλλά με μια σημαντική διαφορά. Εδώ ο δημοσιογράφος είναι στρατιώτης! Σε κάποια σημεία, φυσικά, είναι έκδηλη η προκατάληψη του συγγραφέα. Αναμφίβολα ένα χαρακτηριστικό βιβλίο του Πρώτου Μεγάλου Πολέμου, μια περιγραφή του πολέμου αυτού με πολύ διαφορετική   αίσθηση  από τη ‘Θύελλα  από Ατσάλι’ του Ερνστ Γιούνγκερ  ή το ‘Αντίο σε όλα αυτά’ του Ρόμπερτ Γκρέιβς. Μια μικρή έστω αναφορά εδώ σε αυτά τα βιβλία, κρίνεται  επιτακτική για πολλούς λόγους. Κυρίως γιατί μέσα στα κείμενά τους οι συγγραφείς πέρασαν προσωπικές πολιτικές θέσεις και απόψεις γύρω όχι μόνο από τον πόλεμο και κάποιες λεπτομέρειές του, αλλά και την κοινωνία που ονειρεύονταν να χτιστεί μετά από αυτόν.

 

fotia_5

 

Η ‘Θύελλα από Ατσάλι’ (‘In Stahlgewittern’, στα γερμανικά) αφορά τα απομνημονεύματα των εμπειριών του Γερμανού  αξιωματικού Ερνστ Γιούνγκερ από  το Δυτικό Μέτωπο κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τυπώθηκε αρχικά το 1920, κι ήταν ένα από τα πρώτα που αφορούσαν τον εν λόγω πόλεμο, και κυρίως τον πόλεμο των χαρακωμάτων. Ο πόλεμος χαρακωμάτων είναι ένα περίεργο είδος πολέμου κατά τον οποίο οι στρατιώτες  χρησιμοποιούσαν σε μεγάλο βαθμό τάφρους, μέσα στις οποίες   τα στρατεύματα προστατεύονταν σημαντικά από τα πυρά των μικρών όπλων του εχθρού και ουσιαστικά από το ισχυρότερο πυροβολικό. Η κυριότερη χρήση των χαρακωμάτων είναι το Δυτικό Μέτωπο στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, κι έγιναν συνώνυμο του αδιέξοδου, της πολιορκίας και κυρίως της ματαιότητας των συγκρούσεων. Στο Δυτικό Μέτωπο το 1914-18, οι δύο πλευρές κατασκεύαζαν  περίτεχνες  τάφρους και   συστήματα αναχωμάτων αντικριστά κατά μήκος ενός μετώπου που προστατεύονταν από την επίθεση του εχθρού με  μακρυά συρματοπλέγματα.  Η περιοχή μεταξύ των αντίθετων τάφρων,   γνωστή ως ‘γη του κανενός’, ήταν πλήρως εκτεθειμένη στα  πυρά του πυροβολικού και από τις δύο πλευρές. Οι επιθέσεις, ακόμα και σε περίπτωση επιτυχίας, είχαν σοβαρές απώλειες. Η αποτελεσματικότητα του πολέμου χαρακωμάτων ουσιαστικά έληξε με την εφεύρεση και την υιοθέτηση της χρήσης των τανκς στην επιθετική πολεμική τακτική. Το ‘Αντίο σε όλα αυτά’, μια αυτοβιογραφία του Ρόμπερτ Γκρέιβς, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1929, όταν ο συγγραφέας ήταν τριάντα τεσσάρων ετών. Χαρακτηρίζει τα επακόλουθα από τον κατακλυσμό του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως τις ανεπάρκειες του πατριωτισμού, τον φεμινισμό, τον σοσιαλισμό, τα κινήματα ειρήνης,  τις αλλαγές στις παραδοσιακό έγγαμο βίο, και αν μη τι άλλο την εμφάνιση νέων μορφών της λογοτεχνικής έκφρασης. Ένα βιβλίο με έντονες τις αυτοβιογραφικές αναφορές και χαρακτηριστική ποιητική ευαισθησία. Ο κατάλογος φυσικά αυτών των συγγραφέων και των βιβλίων τους που αφορούν τον Μεγάλο Πόλεμο, είναι μακρύς κι όλα αυτά εντάσσονται στην αντιπολεμική λογοτεχνία ή, γιατί όχι, στη ονομαζόμενη ‘λογοτεχνία του τραύματος’.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top