Fractal

«Γωνία ακτής και θάλασσας»

Γράφει η Λίλια Τσούβα // *

 

 «Φοράει τα μάτια του ουρανού»,  Φροσούλα Κολοσιάτου, εκδ. Γαβριηλίδης, σελ. 48

 

Ένα memorial για τους πρόσφυγες η νέα ποιητική συλλογή της Φροσούλας Κολοσιάτου «Φοράει τα μάτια το νερού», εκδόσεις Γαβριηλίδης. Η ποιήτρια καταθέτει την ευαισθησία της για ένα ζήτημα που ταλανίζει την εποχή μας και αναδεικνύει τα όρια του πολιτισμού μας. Τριανταένα ποιήματα σε μία ενότητα, με ένα θέμα.

Οι πρόσφυγες συνδετικός ιστός των ποιημάτων της. Άνθρωποι χωρίς όνομα, άνθρωποι χωρίς επικράτεια. Απλές ζωντανές υπάρξεις. Σώματα που δεν ανήκουν σε καμιά γη, σε καμιά χώρα. Ζωές χωρίς βίο, γιατί ο βίος θεωρείται νοητός μόνο μέσα στην επικράτεια.

 

Η ποιήτρια με φόντο το νερό, τη θάλασσα, το Αιγαίο, βοά τη δική της σθεναρή διαμαρτυρία για ένα πολύ φλέγον ζήτημα, που αποδεικνύει όχι μόνο τον πρωτογονισμό αλλά και την ηθική κατωτερότητα του πολιτισμού μας, ενός πολιτισμού ιδιαίτερα εξελιγμένου τεχνολογικά.

Η Φροσούλα Κολοσιάτου αισθητοποιώντας τη δική της επιμνημόσυνη δέηση για τους νεκρούς, τιμά ανθρώπους απελπισμένους που χάνονται καθημερινά στα νερά της θάλασσας. Επαναφέρει έτσι στη λογοτεχνία μας ένα θέμα προαιώνιο, που ταυτίζεται με την ίδια την ιστορία της ανθρωπότητας.

Μοτίβο των ποιημάτων ο πόνος. Η λέξεις «γύμνια» και «θάνατος» οι πιο συχνές λέξεις. Οι ειδυλλιακές εικόνες του νερού, ενός στοιχείου που φέρνει τη ζωή και ορίζει την ανθρώπινη ύπαρξη, αφανίζονται. Το στοιχείο που οι άνθρωποι απολαμβάνουν με ιαχές χαράς, στην περίπτωσή μας αλλοιώνεται. Η εικόνα της ήρεμης θάλασσας που λειτουργεί αναζωογονητικά, κονιορτοποιείται. «Κάτω από το λεπτό φιλμ των αφρών της κρύβονται άνθρωποι». «Το μελτέμι ελλοχεύει την απόγνωση».

Έτσι, το νερό γίνεται στοιχείο απώλειας. Και η θάλασσα, η μητέρα της Αφροδίτης, κατά τους αρχαίους, μετατρέπεται σε τάφο ψυχών, υγρό κρεβάτι για πεθαμένους. Ο διάπλους της ένα «Ταξίδι στα τυφλά».

 

Δίπλα στο χωρίς όνειρα πρόσωπο μιας γυναίκας

Ρυτιδώνει το τοπίο ποτισμένο αλάτι

Ανακατώνει τη μουσική

Η ορχήστρα του Τιτανικού

Άδεια

Σαν τις τρύπες των άστρων

 

Είναι η μεγάλη φυγή

Δεν θα υπάρξει λησμονιά

 

Σε εξόριστη γλώσσα

Ακούγεται ο λυγμός της γυναίκας

Μα εύκολα διαφθείρεται

Η γαλάζια νύχτα

 

Μας τους στείλανε

Με τα πρόσωπα χωμένα

Στις φλέβες του νερού

Συσσωρεύονται στις ακτές

Σαν σχισμένη σκιά

Όπως τα ψάρια μέσα στη γυάλα

 

Άφωνη η στενοχώρια

Ασάλευτη

Στο φάρο κάθεται ένας γλάρος

Και ουρλιάζει

 

Στη λεκάνη της Μεσογείου οι Έλληνες διέπρεψαν αποδεικνύοντας τη ναυτική τους ιδιοφυία. Δημιούργησαν ένα σπουδαίο πολιτισμό, αποτέλεσμα και της εμπορικής και πολιτιστικής αλληλεπίδρασης των λαών της Μεσογείου. Σήμερα συλλέγουν πτώματα. Ο πόλεμος θερίζει ζωές και όλα έχουν ανατραπεί. Στην άμμο και στα κύματα συναντιούνται ψυχές. Άνθρωποι ξαπλώνουν σε υγρά τοπία. Η Μέδουσα, το απεχθές τέρας με το άγριο βλέμμα, που στη θέση των μαλλιών της έχει φίδια, σαβανώνει νεκρά παιδιά.

 

«Στα ρηχά του ολέθρου αποικίες αθλίων».

«Πένθος αλλόκοτο απέναντι στους φράχτες».

«Φωτογραφίες χωρίς πρόσωπο. Λάθος του φωτογράφου».

Όμως σε ώτα μη ακουόντων.

 

Οι αρνητικές λέξεις κυριαρχούν. Τα ρήματα περιγράφουν τις αρνητικές στιγμές της ζωής. Σαβανώνει, εμποδίζει, ικετεύει, ρυτιδώνει, στραγγίζει, αποξεχνιέται, ουρλιάζει, κρυώνει, κλαίει, διανυκτερεύει. Τα ουσιαστικά, απόλυτα συνταιριασμένα. Τρόμος, αναστεναγμός, φράχτης, δοσοληψία, καταυλισμός, θλίψη, τραγικότητα, σιωπή, θάνατος, σφαγή, δουλέμπορος, φόβος, παραφροσύνη, μοναξιά, εφιάλτης.

Τα επίθετα, παρόμοια. Άυπνος, βίαιη, κλειστό, άθλιος, άδεια, εξόριστη, λαθραία, ακατοίκητη, τρομακτική, ασάλευτη, άχαρη, απόκοσμη. Τα επιρρήματα καθρέφτης της απέλπιδας περιπλάνησης: άσπλαχνα, λαθραία, μνησίκακα.

Με λέξεις τόσο αρνητικές, οι όμορφες εικόνες του θαλασσινού τοπίου σβήνουν αυτόματα. Ο λόγος γίνεται άλογος, υπερρεαλιστικός, για να ορίσει το ανομολόγητο, αυτό που μόνο με απόκλιση από τη γλωσσική κανονικότητα θα μπορούσε να αποδοθεί. Ο κόσμος των πραγμάτων και των λέξεων αλλοιώνεται, θρυμματίζεται, προκειμένου να αποδώσει το συμβαίνον.

Η ποιήτρια, αδυνατώντας να συνυπάρξει μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο, κομματιάζει τις λέξεις της. Ο αναγνώστης μεταφέρεται σε ένα σύμπαν παράλογο που αποτελείται από θραύσματα εικόνων στις οποίες κυριαρχεί ο πόνος, η απουσία, η απώλεια. Μια ανατριχιαστική αίσθηση για τη ζωή και το μέλλον της.

 

Άκου σκάβουν το νερό

Αλλόκοτα

Με παφλασμό η Μέδουσα

Τους σαβανώνει

Σχεδόν γυμνή η νύχτα εμποδίζει

Με δουλεμπόρους

Θα έχει χαλάσει

Η αντανάκλαση του φεγγαριού

Δεμένη με μαύρο σκοινί

Στην ακτή

Ένα παιδάκι

Ικετεύει τα κύματα

Να ζήσει

Όταν αγγίζει το βυθό

Γίνεται κόκκινος

Μυρίζει φόβο

Αμετάκλητο κακό

 

Άλλαξε η γεύση του νερού

Ποιος κολυμπάει σε τούτον το γιαλό;

 

Ο λόγος φορτίζεται με φιλοσοφημένη στάση για τον πολιτισμό μας, έναν πολιτισμό που αμφισβητείται συθέμελα. Ο κόσμος των γνωστών πραγμάτων αχρηστεύεται, για να αισθητοποιήσει τη δυσωδία της κοινωνίας μας, μιας κοινωνίας αποτυχημένης, ενός πολιτισμού κατώτερου των περιστάσεων. Οι εικόνες ευφάνταστες, δυνατές.

 

Ραγδαίο σκοτάδι

Στα ερείπια του πολέμου

Σκουριάζει το φεγγάρι

 

Με τα πλοία των τρελών

Τα ναυάγια συνεχίζονται

Τα δάκρυα διασταυρώνουν

Λαθραία όνειρα

Όταν αγρυπνά η θύελλα

Κάτι σπασμένες βάρκες

Σε βαθιά μεθυσμένα κύματα

 

Το χρονικό ενός ναυαγίου

Περιφέρεται μέσα στο σπίτι μας

Συνηθίζεται η οσμή του θανάτου;

 

 

«Στους γιαλούς δοσοληψία». «Η ζωή έγινε κόκκινο βραχιολάκι». «Γάλα θανάτου δίνουν στα παιδιά». «Τα σωσίβια βρεγμένα εφιάλτες, ο καημός χωρίς αποχρώσεις».

Η φύση συμμετέχει στον πόνο. Τα αστέρια χλομά. Έχασαν την όρασή τους. Νεκροστέφανα τα κύματα. Ο χειμώνας πάγωσε. Ξενιτεύει τους νεκρούς. Βαθύφωνη η μέρα, υποκλίνεται. Πελώρια σκιά ανεβαίνει από την πλευρά της θάλασσας. Οι μέρες είναι σαν Ψυχοσάββατο με κεριά αναμμένα. Μια ακατοίκητη απελπισία.

«Κανείς δεν θα πεθάνει στην πατρίδα του».

Οι παρομοιώσεις πολύ εκφραστικές. Ο λόγος κινηματογραφικός, θεατρικός. Στήνονται πλάνα, σκηνικά. Ένα έργο βρίσκεται σε εξέλιξη. Τίτλος του: «Θάνατος στη Μεσόγειο». Πρωταγωνιστές: άνθρωποι ξεριζωμένοι. Γυναίκες, άντρες, παιδιά, ηλικιωμένοι. Τα πλάνα έτοιμα. «Ένα πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι ενός λεωφορείου φεύγει για άγνωστη κατεύθυνση». Σαν αρχαία τραγωδία.

 

Να την έρχεται η γυναίκα εκείνη

Σαν μάνα Τρωαδίτισσα

Μες στην καταστροφή

Να ψάχνει τα παιδιά της

Στασιάζουν οι νεκροί

Και στάζουν αίμα

Σαν την πυρακτωμένη μήτρα

Της Αίτνας

Και το σβησμένο άστρο

Της Συρίας

 

Η ποιήτρια, έχοντας ζήσει το δράμα της Κύπρου, με την προσφυγιά των συμπατριωτών της μέσα στην ίδια τους τη χώρα, ευαισθητοποιείται περισσότερο. Και την ώρα που νέα ναυάγια είναι σε εξέλιξη στη Μεσόγειο, στέλνει το δικό της μήνυμα, τη δική της αγωνιώδη κραυγή για το Αιγαίο. «Αχ, Αιγαίο! Πέλαγο ψυχών».

«Επαναπροώθηση ονείρων γλιστρά μες στο Βαλκανικό διάδρομο και φέρνει δυστυχία».

Η τραγωδία που διαδραματίζεται δίπλα μας μόνον ως κρίση πολιτισμού εκλαμβάνεται. Η ηχώ του τρόμου φτάνει στα αναπαυτικά κρεβάτια μας. «Βοηθήστε μας να ξαναγίνουμε πρόσωπα», φωνάζει.

Η ρευστότητα των καταστάσεων τονίζεται μέσα από το νερό. Το υδάτινο στοιχείο ως σύμβολο αποχωρισμού, θανάτου αλλά και αρχή ονείρων.

 

Περίτεχνα ο τυφώνας

φοράει τα μάτια του νερού

δίχως επίθετο

η αλμύρα διαβρώνει τους νεκρούς

γωνία ακτής και θάλασσας.

Ας είναι το ποίημα της συλλογής «Η γάτα των προσφύγων» – που αντανακλά όλη την τρυφερότητα της γυναίκας που ταξίδεψε από τη Συρία με τη γάτα της αγκαλιά- το αισιόδοξο μήνυμα αυτής της συλλογής, για όλη την εντροπία του καιρού μας.

Με ένα χάδι από βαθιά

Η γάτα των προσφύγων

Αποκοιμίζει τις έγνοιες τους

Σε αδιέξοδες νύχτες ανταλλάσσει

Στοργή κατάκλειστη σαν σε όνειρο

Σε αυτούς που δεν είναι τίποτε

Μα και κανένας

 

Στο βηματισμό της τρυφερότητας

Αντιφεγγίζει τα όνειρα

Σαν βροχή καθαρίζει το τοπίο

Φέρνει αποθέματα αγάπης

 

Τότε τα νούμερα γίνονται άνθρωποι

 

Η γυναίκα και η γάτα

Θα φύγουν μαζί με ένα άγγιγμα

Μέχρι τα πέρατα της οικουμένης

Τόσο μακριά

Τόσο δεμένες

Η γυναίκα που έφερε τη γάτα της

Αγκαλιά από τη Συρία

 

Φροσούλα Κολοσιάτου

 

Η Φροσούλα Κολοσιάτου, με τη νέα της ποιητική συλλογή «Φοράει τα μάτια το νερού», κατάφερε να μας συγκινήσει. Να μας αποδείξει πως όσο αυτός ο εγχρήματος πολιτισμός των υλικών πραγμάτων και της κερδοθηρίας έχει να παρουσιάσει ποιητές που αφιερώνουν τα έργα τους στον πόνο και την ανθρωπιά, αποκαθιστώντας ακόμη και τα ανύπαρκτα πρόσωπα των προσφύγων, δεν έχει πεθάνει. Ακόμη ζει.

 

 

* Η Λίλια Τσούβα γεννήθηκε στα Τρίκαλα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, από όπου και αποφοίτησε (τμήμα Μέσων και Νεότερων Ελληνικών Σπουδών). Εργάστηκε επί χρόνια ως καθηγήτρια στη μέση εκπαίδευση. Ασχολείται με το δοκίμιο και την κριτική. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top