Fractal

Μυθιστορήματα μαθητείας με φόντο την κρίση

Γράφει η Αλεξάνδρα Γερακίνη // *

 

Ελένη Δικαίου «Φόντο σε διπλό καθρέφτη», εκδ. Πατάκη, σελ. 318

 

Πιστή στο ραντεβού της με το ποιοτικό εφηβικό βιβλίο, η Ελένη Δικαίου συνεχίζει να βαδίζει στον δρόμο που χάραξε με το βιβλίο της Ο άνεμος στα μαλλιά της. Θα περίμενε κανείς ότι στο τελευταίο της βιβλίο Φόντο σε διπλό καθρέφτη ο αναγνώστης θα έπιανε ξανά το νήμα της ζωής των ηρώων από το σημείο που το άφησε στον Άνεμο. Και όμως, ο αναγνώστης θα συναντήσει ξανά την Κέλλυ και τον Γιώργο αλλά σε άλλο χρονικό σημείο, στην αρχή της παιδικής τους ηλικίας, στην εποχή της αθωότητας και της ανεμελιάς και αυτή τη φορά τα γεγονότα θα δοθούν μέσα από την οπτική γωνία της Κέλλυ, του βολεμένου και κακομαθημένου κοριτσιού του Ανέμου,  που αναλώνεται σε ρηχές κοινωνικές σχέσεις, πολυτελείς αγορές και σε χλιδάτα Σαββατοκύριακα στην Αράχωβα.

Το βιβλίο θα σκιαγραφήσει με κάθε λεπτομέρεια την πορεία που ακολουθεί η Κέλλυ από τη φοίτηση της στο Δημοτικό σχολείο έως την ενηλικίωση και με έκπληξη ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι τα δύο βιβλία τέμνονται και αλληλοκαλύπτονται χρονικά. Η συγγραφέας προσπαθεί να ολοκληρώσει με τον τρόπο αυτό έναν διάλογο που ξεκίνησε και έναν κύκλο που άνοιξε με το προηγούμενο της βιβλίο και να φωτίσει με τη γραφή της τα κίνητρα και τις επιλογές δυο νέων ανθρώπων οι οποίοι καλούνται να διαχειριστούν προβλήματα που σχετίζονται τόσο με τον εσωτερικό τους κόσμο, την οικογένεια και τον κοινωνικό τους περίγυρο όσο και με την ηθική και οικονομική κρίση που αναμφισβήτητα αποτελεί τον καμβά σχεδίασης της μυθιστορηματικής πλοκής.

Μυθιστόρημα μαθητείας το Φόντο σε διπλό καθρέφτη όπως και Ο Άνεμος στα μαλλιά της, πατάει γερά στη γη και αποτελεί ένα ρεαλιστικό κοινωνικό μυθιστόρημα με ήρωες καθημερινούς και πραγματικούς, βγαλμένους από τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, μια κοινωνία που παραπαίει ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα, που άλλοτε αρέσκεται στην επίπλαστη ευτυχία και στην υποκριτική ευημερία και άλλοτε καταφεύγει στην ανάληψη ευθυνών και στην αγωνιώδη αναζήτηση της οδυνηρής αλήθειας.

Το αποδεικνύει εξάλλου η ρεαλιστική γλώσσα του κειμένου που τολμά να εντάξει λέξεις και  εκφράσεις των νέων της σημερινής εποχής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το βιβλίο στερείται λογοτεχνικών αρετών, αφού η συγγραφέας κινείται με μέτρο και με άνεση ανάμεσα στο ρεαλιστικό και στο λυρικό στοιχείο, στο «πεζό» και στο λογοτεχνικό. Παράλληλα με τις γλωσσικές και υφολογικές επιλογές εναλλάσσονται και οι αφηγηματικές τεχνικές: τριτοπρόσωπη αφήγηση στα κεφάλαια με ορθή γραμματοσειρά,  πρωτοπρόσωπη αφήγηση και εσωτερικός μονόλογος στα κεφάλαια με πλάγια γραμματοσειρά για να έρθουν στην επιφάνεια οι απόκρυφες σκέψεις της ηρωίδας. Δεν θα μπορούσε να απουσιάζει φυσικά ο ζωντανός και νευρώδης διάλογος που πλαισιώνει τα αφηγηματικά μέρη ενώ αξίζει να αναφέρουμε την έναρξη του πολυσέλιδου μυθιστορήματος με ένα κεφάλαιο που θα το συναντήσουμε προς το τέλος του έργου, αξιοποιώντας την τεχνική in medias res και προκαλώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη που έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει κινηματογραφικά την εξέλιξη της ιστορίας.

Καθώς τα δύο τελευταία βιβλία της Ε.Δικαίου επικεντρώνονται στην είσοδο ενός νέου ανθρώπου στον κόσμο των ενηλίκων, χτίζοντας σύνθετους χαρακτήρες και  αξιοποιώντας ποικιλία αφηγηματικών τεχνικών, χωρίς να υπάρχει διάθεση να ωραιοποιηθούν καταστάσεις και γεγονότα αλλά και χωρίς ίχνος διδακτισμού και ηθικολογίας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι προσεγγίζουν τα χαρακτηριστικά ενός cross over μυθιστορήματος. Καινούριος όρος το cross over, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, αναφέρεται σε βιβλία κάθε είδους που μπορούν να διαβαστούν το ίδιο ευχάριστα τόσο από εφήβους όσο και από ενήλικες αναγνώστες που μοιράζονται ωστόσο κοινούς προβληματισμούς.

 

Ελένη Δικαίου

 

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που και στα δύο βιβλία, οι νεαροί ήρωες υψώνουν το ανάστημα τους και έρχονται σε σύγκρουση με την ίδια τους την οικογένεια αποδεχόμενοι και το κόστος που έχει μια τέτοια επιλογή. Οι ρόλοι αντιστρέφονται και οι νέοι επιδεικνύουν την ωριμότητα και την υπευθυνότητα που θα περίμενε κανείς από τους γονείς της οικογένειας. Το «δήθεν» στοιχειώνει τη ζωή των μυθιστορηματικών προσώπων και οι οικονομικές αλλά και ψυχικές ατασθαλίες μπαίνουν κάτω από το χαλί και κουκουλώνονται για να προστατευτεί η οικογενειακή «ευτυχία» και να δοθεί για μια ακόμη φορά πίστωση χρόνου. Μέχρι πότε όμως; Οι νέοι το συνειδητοποιούν έστω και αργά και εισέρχονται άτσαλα και απότομα στον κόσμο των ενηλίκων τραβώντας ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές και παράλληλα μετρώντας τις πληγές τους. «Οδηγείτε κατευθείαν σε έναν τοίχο. Τα λόγια του αδερφού της ξανά. Εκείνος δεν είχε καταφέρει να τους σταματήσει. Μακάρι να το έκανε η δική της φυγή».(σελ.313).

Οι ενήλικες πάλι, γκροτέσκες φιγούρες σε έναν κόσμο που αλλάζει, αρνούνται πεισματικά να χάσουν τα κεκτημένα τους,  στρουθοκαμηλίζουν επικίνδυνα και αναπόδραστα στερούνται τη δυνατότητα να δώσουν στα παιδιά τους πρότυπα και αξίες για να χαράξουν τον δικό τους δρόμο στη ζωή αλλά και μια μεμβράνη προστασίας. «Όχι, η μάνα της δεν ήταν εχθρός. Η Κέλλυ ήταν αρκετά μεγάλη πια για να πιστεύει πως μια μάνα μπορεί να γίνει εχθρός για το παιδί της, όμως δε θα γινόταν ποτέ το «χρυσό πάπλωμα», έτσι το λέγε η γιαγιά Καλλιόπη, για να τη σκεπάσει και να την προστατέψει»(σελ.305).

Μια πλειάδα σύγχρονων θεμάτων θίγονται μέσα από τη μετάβαση της Κέλλυ προς τον σκληρό κόσμο των ενηλίκων: η κοινωνία του lifestyle και οι επιταγές που αυτή επιβάλλει, η απατηλή λάμψη μιας άνετης αλλά ανούσιας τελικά ζωής, η εναγώνια αναζήτηση της πραγματικής ευτυχίας, τα περιθώρια ελευθερίας που αφήνει το ανελέητο κυνήγι του φαίνεσθαι και η ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στην αλήθεια και στην εικονική πραγματικότητα. Ο έρωτας υπάρχει αλλά δεν είναι το βασικό θέμα του βιβλίου, είναι όμως το έναυσμα για να θιγεί το θέμα των ερωτικών σχέσεων που δημιουργούνται κάτω από τον φόβο της μοναξιάς και την πίεση της ανάγκης για ζεστή και ουσιαστική αγάπη. «Ήθελα να μ’ αγαπάνε. Και πού ήταν η αγάπη που γύρευα ακόμη και σε δυο λέξεις που γλυκαίνουν την καρδιά; Έψαχνα μα δεν μπορούσα να θυμηθώ τον Μιχαήλ να μου λέει κάποια στιγμή «σ΄αγαπώ»-γιατί μπορεί να μην το χε πει ποτέ στον εαυτό του. Έρωτας ήταν λοιπόν αυτό; Ήταν η αγάπη, ο έρωτας που αποζητούμε όλοι μας; Μπορεί να ήταν για τον Μιχαήλ, όμως για μένα δεν ήταν. Ή μπορεί και να μην έδινε δεκάρα για κάτι τέτοια»(σελ.289).

Το Φόντο σε διπλό καθρέφτη δεν προσφέρει έτοιμες λύσεις, προσφέρει όμως τροφή για προβληματισμό και διατύπωση προσωπικών κρίσεων. Το τέλος δεν είναι happy end και πώς θα μπορούσε να είναι άλλωστε, όταν οι ήρωες «ματώνουν» με τις επιλογές τους; Εντούτοις η ελπίδα δεν χάνεται, αποδεικνύοντας ότι στο καλό εφηβικό ρεαλιστικό βιβλίο μπορεί να συγκεραστεί η πραγματικότητα με την αισιοδοξία που τόσο χρειαζόμαστε όλοι. Αξίζει λοιπόν να διαβαστεί από εφήβους και ενήλικες, να συζητηθεί και να ερμηνευτεί σε πολλαπλά επίπεδα.

 

 

* Η Αλεξάνδρα Γερακίνη γεννήθηκε και ζει στην Καβάλα. Είναι φιλόλογος, απόφοιτος της Φιλοσοφικής σχολής Ιωαννίνων με μεταπτυχιακές σπουδές στο Α.Π.Θ. σε θέματα ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και πολιτισμού. Εργάζεται στο 6ο Γυμνάσιο Καβάλας και είναι πιστοποιημένη εκπαιδεύτρια ενηλίκων. Συνεργάστηκε με το κέντρο ελληνικής γλώσσας στο πρόγραμμα συγγραφής και εφαρμογής διδακτικών σεναρίων στη Λογοτεχνία με αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Συνδέσμου Φιλολόγων Καβάλας και εδώ και έξι χρόνια διατηρεί στο διαδίκτυο το φιλολογικό ιστολόγιο (alexgger.blogspot.gr) στο οποίο αναρτά υλικό και καινοτόμες ιδέες για τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται συστηματικά με την προώθηση της φιλαναγνωσίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μέσα από ποικίλες δράσεις όπως την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων στο πλαίσιο του σχολικού ωραρίου, τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς φιλαναγνωσίας και την επικοινωνία με συγγραφείς.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top