Fractal

Ποίημα: “Μνήμης Καθρέφτης”

Του Φοίβου Μανωλούδη // *

 

images
Μια φορά και κανέναν καιρό
όταν ο χρόνος μέτραγε αλλιώς
όταν ο χρόνος μέτραγε αλλιώς
τα ρολόγια στριφογύριζαν,
χόρευαν και σταματούσαν
ανάλογα το κέφι τους.
Μια κοπέλα που τη ‘λέγαν Μοίρα
ξύπνησε από τον ύπνο της
ένα μωβ δειλινό με ήλιο απειλητικό.
Ανακάθισε στο κρεβάτι της
κάπου στα σύννεφα, θαρρώ, ήταν χαμένο
και ήθελε να γελάσει.
Φώναξε τη φίλη της, τη Ζωή
και παίξανε σκάκι μαζί
Τακ, τακ, τακ τα πιόνια άνθρωποι.
Ένα δειλινό με ήλιο απειλητικό
κάποια νέα που τη ‘λέγαν Μοίρα
ήθελε τόσο να γελάσει…
και είπε να μας κάνει μαριονέτες της, για να γελάσει μόνο !
Ακούς;
Ενωθήκαμε δίχως ελπίδα
δυο φύλλα στη πρώτη καταιγίδα
του φθινοπώρου εκείνου.

 

 

Πριν πόσα χρόνια, θυμάσαι ;
Αμφιβάλλω…
η μνήμη σου πάντα σε πρόδιδε.
Αφού όλα τα ”συγγνώμη” μου τα ξέχασες.
Σε κρατούσα να μην φύγεις
Να μην σε πάρουν οι αγέρηδες
στη προσπάθεια μου απάνω
έχασα ότι πιο σημαντικό :
τον εαυτό μου.
Έσπασα, με ακούς ;
Σαν κλαδάκι στο φύσημα των αγέρηδων…
Αχ, αυτοί οι αγέρηδες !
Παρασέρνουν, με ακούς, και δεν σου λένε
πως θα βρεις όσα έχασες.
Αν περηφανεύεσαι
πως με τόσα που περάσαμε
εσύ δεν έχασες τίποτα…
τότε είσαι άξια μονο για άβουλο πιόνι
στο σκάκι που παίζουν Μοίρα και Ζωή !
Μας στηρίζω, για να ξέρεις, με όλη μου τη καρδιά
Αν ομως πρεπει να διαλέξω :
εσένα ή εμένα ;
τότε συγγνώμη,
μια φορά μόνο ζούμε,
μια φορά προέχει ο ματωμένος εαυτός,
μια φορα υψώνονται αντίκρυ σε θρόνους θεικούς
τα θραύσματα του μνήμης καθρέφτη μου !

 

Έσπασα, με ακούς ;
ψάχνω να βρω τα κομμάτια μου
τα θραύσματα ένα-ένα συνθέτω
σαν μνήμης καθρέφτη.
Τα συνθέτω και ματώνω μέσα μου, ακούς ;
Άνοιγες το απύλωτο στόμα σου,
θυμάσαι ;
Και βληματα φρικτά
έσπαγαν τον μνήμης καθρέφτη.
Κανείς δεν με έμαθε να είμαι απυρόβλητος.
Με έμαθαν να αγαπώ, εντάξει ;
Και αγάπησα μέχρι που πόνεσα
Μην αποστρέφεις το πρόσωπο σου !
Μην τολμάς και κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις !
Τα θραύσματα έφευγαν τρομαγμένα
και εγώ τα έψαχνα πάλι
να συνθέτω μνήμης καθρέφτη.
Όλοι μας έχουμε έμμονες ιδέες
η δικιά μου ήταν να παρατηρώ
μα να μην βλέπω
μάλλον σε αγαπούσα,
για αυτό η εθελούσια τύφλωση μου.
Αληθινά τυφλές είναι μόνο οι μαριονέτες.
Ξέρεις εσύ…

 

Πότε άκουσα μια συγγνώμη;
Λέξη ακριβή, στο παζάρι δίνεις σάκους χρυσό για μια συγγνώμη
Με ακούς; Θυμάσαι;
Άραγε αυτή η άτιμη λέξη σου κατατρώει τα χολιασμένα σωθικά
σαν αρρώστιας σκουλήκι;
Μάλλον αυτό θα έχει τη καρδιά σου τώρα
Εξ ού και οι μόνιμες κραυγές σπαραγμού σου,
αυτός ο περίφημος βρασμός της ψυχής σου.
Ίσως να’ταν δυνατός ο αέρας και να μην άκουγες
Ίσως πάλι να μην ήθελες να ακούσεις
δεν ξέρω,κουράστηκα να δικαιολογώ
παραφρόνων ονειροφαντασίες…
Αρκετά έπαιξα το παιχνίδι σου!
Άλλωστε, δεν είμαι παιδί πια
και τέτοια πράγματα απαγορεύονται αυστηρά.
Φεύγω από τη θέση μου στη σκακιέρα,
θέλει θάρρος και τόλμη
– θυμάσαι ; –
χαιδεύω αφηρημένα τα άλογα,
στους αξιωματικούς δίνω κλεμμένα φιλιά στο στόμα,
υποκλίνομαι σεβαστικά μπροστά στο ρήγα και στη ρένα του.
Και τραβάω το δρόμο μου.
Τώρα πια ο χρόνος κυλάει ορθά στη κοίτη του.
Τώρα πια οι δείκτες πάνε μόνο δεξιά.
Αδιάφορα
γιορτάζω τη Νίκη
μήτε παντιέρες γιορταστικές θα υψώσω,
μήτε θα βγω να το βροντοφανάξω, ως άλλος Στέντωρ,
Μόνο θα δώσω μια ταπεινή αγκαλιά στους ευεργέτες αγέρηδες
που με πήραν μακριά σου.
Σου χάρισα πρωτοβρόχια φιλίας
και ένα απόβραδο αγάπης
και εσύ απλά γέλασες,
με κοίταξες και γέλασες.
Αδιάφορα
τα μάτια σου, το γέλιο σου, η ύπαρξη σου.
το μόνο αξιοσημείωτο:
η ανοησία σου.
Λένε πως η ζωή είναι σαν ασανσέρ:
μια στο υπόγειο και μια στο ρετιρέ.
Σε αφήνω να διαλέξεις,
τη κραιπάλη του ρετιρέ ή τη μιζέρια του υπογείου;
Εγώ λέω να ανέβω απάνω, στην ταράτσα
– έχει ωραία βραδιά απόψε, θυμάσαι;
σαν το απόβραδο της αγάπης μου –
με λίγα και εκλεκτά άτομα για παρέα μου
με μια φίλη καλή και αληθινή
«Έχει ωραία βραδιά απόψε»
«Το ξέρω, νεράιδα μου…»

 

Ξέρεις, όταν είμαστε ευτυχισμένοι,
ακούμε και βλέπουμε,
ζούμε ολίγον τι διαφορετικά.
Κρίμα για σένα, που δεν θα ακούσεις ποτέ τις νεράιδες…
Πριν ανέβω απάνω σε παίρνω ένα τελευταίο τηλέφωνο.
Δεν απαντάς.
«Αναμείνατε στην ευτυχία σας, παρακαλώ. Ο άνθρωπος που καλείτε είναι κατειλημμένος. Από φιλίες και έρωτες είναι πλήρης. Στεγνές σχέσεις όμως, δεν τις δρόσισε η Ζωή. Μάλλον τις ξέχασε, έτσι απορροφημένη που παίζει σκάκι με τη Μοίρα. Αυτά είχα να σας πω. Διαταγή των Ανωτέρων.»

Κλικ. Αυτά μου είπε η τηλεφωνήτρια του χάους, πως εγώ κοινός θνητός, να φέρω αντιρρήσεις;
Και αφήνω το τηλέφωνο.
Και πριν ανέβω ρίχνω μια κλεφτή ματιά στον μνήμης καθρέφτη μου.
Είναι ολόκληρος πια, δίχως θραύσματα να ελλείπουν.
Ραγίσματα έχει μόνο αλλά θα επουλωθούν με τον καιρό, το ξέρω.
Και ανεβαίνω απάνω.Και ναι, η βραδιά είναι ωραία.

 

* O Φοίβος Μανωλούδης φοιτά στην τελευταία τάξη του Λυκείου και βρίσκει πάντα ένα λιμάνι σιγουριάς · την Ποίηση. Είτε διαβάζοντας την είτε προσπαθώντας να την αιχμαλωτίσει στο χαρτί.Στους κάτωθι συνδέσμους μπορείτε να τον βρείτε:

Facebook : https://www.facebook.com/foivos.manoloudis

Twitter : https://twitter.com/foivmanoloudis

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top