Fractal

Διήγημα: “ΦΛΕΡΤ… ίσως”

Της Κικής Παπαδάτου // *

 

 

 

Πρωί –πρωί στην ουρά. Πριν ακόμα ανοίξουν τα ταμεία για να γλυτώσει την ταλαιπωρία του μετά.

Εδώ και δεκαπέντε μέρες έχει τελειώσει η σύνταξη και πορεύεται με το τελευταίο εικοσάρικο. Δεν ζητάει από τα παιδιά. Τι να ζητήσει; Μήπως έχουν και κείνα τα έρμα;

Ευτυχώς, σήμερα δεν έχει ούτε βροχή ούτε καυτό ήλιο ακόμα. Μπροστά της καμιά τριανταριά άτομα. Όλοι στην ηλικία της και μεγαλύτεροι. Εντοπίζει τον Παρασκευά κοντά δεκαπέντε άτομα μπροστά της. «Πιο πρωινός από μένα σήμερα» σκέφτεται.

Περιμένει υπομονετικά, παρά τον πόνο στην μέση της, να ανοίξουν την πόρτα. Και μετά, είναι κι αυτό το βάσανο, να μπαίνουν σε εκείνο τον θάλαμο που είναι σαν ασανσέρ, ένας – ένας. Πάτα κουμπάκι να ανάψει το πράσινο φωτάκι, σπρώξε την πόρτα και μετά μπες. Διαδικασία όσο να πεις. Στην αρχή, τρόμαξε να την μάθει. Αντί να σπρώξει την πόρτα, την τράβαγε προς τα μέσα. Και το πράσινο φωτάκι, δεν το έπαιρνε αμέσως χαμπάρι. Χτυπάγανε το τζάμι οι άλλοι, απέξω, να κάνει γρήγορα. Τέλος πάντων, τώρα το έμαθε κι αυτό. Όλα μαθαίνονται και όλα συνηθίζονται.

Ευτυχώς σήμερα, βρήκε καρέκλα ελεύθερη. Να΄ναι καλά δηλαδή ο Παρασκευάς, που της την φύλαξε. Ποιος ξέρει τι είπε στους άλλους γέρους για να την κρατήσει. Την είχε δει φαίνεται πως ήταν πίσω και φρόντισε ο άνθρωπος να την εξυπηρετήσει. Της κάνει νόημα με το χέρι του «Εδώ έλα!»

Στρώνει τα μαλλιά με το χέρι της και κατευθύνεται προς τα κει. Κάθεται δίπλα του και του χαμογελά. Το καλύτερό της χαμόγελο – έχει φροντίσει να βάλει και ένα ίχνος κραγιόν σάπιο μήλο.

«Καλημέρα γείτονα. Καιρό έχω να σε δω. Δεν πάς λαϊκή πια;»

«Καλημέρα και σε σένα Νίτσα. Πως! Πάω, αλλά αφήνω να πιάσει μεσημέρι, μπας και τα βρω πιο φτηνά.»

«Μα δεν έχεις άδικο. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό γιατί το μεσημέρι δίνω την κρέμα στο μωρό και περιμένω το σχολικό να παραλάβω το άλλο. Πάω λοιπόν το πρωί.»

«Τι κάνουν τα μωρουδέλια σου;»

«Καλά είναι τα χρυσά μου. Να, σήμερα πήρε η μάνα τους ρεπό και έτσι μπόρεσα κι εγώ να έρθω εδώ. Μετά έχω να πάω και στο γιατρό.»

«Έχεις κάτι με την υγεία;»

«Μπα. Τα συνηθισμένα. Φάρμακα θέλω να μου γράψει. Αλλά γύρευε πόσες ώρες θα περιμένω και εκεί.»

«Εγώ προχθές, περίμενα τρείς ώρες. Και δεν ήταν και κλείσιμο μήνα. Δεν πρέπει να το αφήνεις για τέτοιες μέρες που έχει περισσότερο κόσμο.»

«Το ξέρω. Αλλά έχω βλέπεις τα μωρά. Είναι και πότε έχει ρεπό η νύφη μου.»

«Τι να κάνεις κι εσύ! Η μέση σου πως πάει;»

«Άστα! Με πονάει κι αυτή, αλλά τώρα την Άνοιξη με πειράζει και το στομάχι. Εσύ με την πίεση καλά;»

«Μια έτσι μια αλλιώς. Είμαι βλέπεις και μοναχός μου. Δεν την μετράω συχνά, μόνο όταν ζαλίζομαι.»

«Ε, κοντά είσαι βρέ Παρασκευά. Να έρχεσαι να στην μετράω εγώ, όποτε θέλεις.»

«Να μη σε ενοχλώ και σένα… Έχεις και τα μικρά… Πάω στο φαρμακείο όταν το θυμάμαι.»

«Ου! Τα μικρά! Φεύγουν αυτά το απογευματάκι. Μετά δεν έχω τι να κάνω. Βλέπω τηλεόραση και πλέκω μόνο.»

«Ε, κι εγώ πάω καμιά βόλτα στην πλατεία. Εσύ για δεν έρχεσαι στην πλατεία;»

«Είμαι κουρασμένη για βόλτες Παρασκευά. Με πονάνε τα γόνατα και η μέση είπαμε.»

«Για δες ρε πως καταντήσαμε! Καλά που έφυγε νωρίς και η κυρά Χρυσούλα και δε ζει τούτα τα άτιμα τα γεράματα!»

«Είναι γλυκιά η ζωή, όπως και να το κάνεις Παρασκευά. Πάνε δώδεκα χρόνια που έχασα τον Δημητρό μου και λέω τι καλά θα ήταν να τον είχα πλάι μου σε τούτα τα δύσκολα.»

«Μα, δε θα μας έφτανε η σύνταξη αν τους είχαμε, ούτε για Ζήτω! Δες το κι έτσι ε;» είπε και γέλασε τρίβοντας το μουστάκι του.

Χαμογέλασε και η Νίτσα. Έφτιαξε πάλι, ένα τσουλουφάκι που της ξέφευγε κι ένιωσε να την γαργαλάει στο πρόσωπο.

Ελαφριά σιγή. Μικρή αμηχανία…

«…Δεν προχωράνε γρήγορα τα ταμεία σήμερα.»

«Αυτό βλέπω. Λείπει και εκείνη η μικρούλα η γρήγορη.»

«Ναι. Η Στελλίτσα. Λείπει. Υπομονή. Να, πλησιάζει η σειρά σου. Σήκω να μην τρέχεις μετά.»

«Μπα, προλαβαίνω! Στάσου να σου δείξω φωτογραφία του εγγονού μου. Μου την έστειλε προχθές στο κινητό μου. Ε, μια στιγμή… δεν το ξέρω και καλά τούτο το μαραφέτι… Είναι και παλιό… Πότε δουλεύει πότε όχι. Α, νάτος. Τον βλέπεις; Παλληκάρι ολόκληρο! Μπήκε στα δεκάξι. Πρώτος στο καράτε! Μπήκε και στην ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού, τερματοφύλακας!»

«Ωωω!! Καλός είναι! Λεβέντης! Πρώτο μπόι! Σου μοιάζει, θαρρώ!»

«Ε! Ναι! Ίδιος εγώ στα νιάτα μου ο άτιμος!»

«Έλα! Φτάνει η σειρά σου. Σήκω!»

«Πάω. Να σε περιμένω μετά να φύγουμε μαζί;»

«Αν δε βαριέσαι…»

«Δεν έχω δουλειά να κάνω.»

«Καλά τότε.»

Λίγο πριν φύγει για το ταμείο, της ρίχνει μια τελευταία ματιά. Ένας θαυμασμός, μια σπινθηροβόλα τσαχπινιά στα μάτια του.

«Όμορφο φόρεμα φοράς σήμερα Νίτσα! Και τα μαλλιά σου, ωραία τα έχεις!»

Χαμογελάει κοκέτικα εκείνη.

«Και συ σήμερα, πολύ κομψός. Και φοράς και καινούργιο πουκάμισο. Δώρο;»

«Ναι. Δώρο του μεγάλου μου εγγονού. Με τον πρώτο μισθό του από την Αγγλία.»

Κοιτάζονται και χαμογελάνε.

«Άντε, πήγαινε τώρα. Θα χάσεις τη σειρά σου!»

 

 

 

* Η Κική Παπαδάτου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Προγραμματισμό και Ανάλυση Η/Υ. Εργάστηκε στο αντικείμενο των σπουδών της για 34 χρόνια. Πρόσφατα κυκλοφόρησε βιβλίο με διηγήματά της από τις εκδόσεις ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ-Δ.ΒΙΤΣΟΣ, με τίτλο «Μικρές στιγμές… μικρές ζωές». Φανατική αναγνώστρια, λατρεύει τη Λογοτεχνία. Ασχολείται επίσης με ζωγραφική, decoupage, κόσμημα, πλέξιμο.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top