Fractal

Διήγημα: “Φάρος Davidoff”

Γράφει η Ιωάννα-Μαρία Νικολακάκη // *

 

 

 

Άνοιξε τη φοντανιέρα, πήρε ένα γκοφρετίνι, το ξετύλιξε απ’ τις δυο του άκρες σαν καραμέλα κι άφησε την παχύρρευστη γλυκερή κριτσανιστή μάζα του να τής ταξιδέψει για λίγο τις αισθήσεις. Πήρε ανάσα, πλησίασε στη μπαλκονόπορτα κι ακούμπησε τις παλάμες και τη μύτη τής στο κρύο τζάμι: ανατρίχιασε. Ο φετινός χειμώνας δεν αστειευόταν. Έφερε με το βλέμμα μια γρήγορη τσάρκα το γύρο της αυλής, λασποβροχή να κλαίνε κι οι άγγελοι τ’ ουρανού, κι ύστερα έπιασε και στυλώθηκε πάνω στις ξεφτισμένες της παντόφλες, στα φαγωμένα της μπατζάκια, στα τρύπια της μανίκια. Κατάντια. Άλλες, στην ηλικία της, έχουν δυο-τρία παιδιά να μεγαλώνουν  ή έχουν κιόλας πάρει την πρώτη τους προαγωγή στη δουλειά κι αυτή, αμπαρωμένη μερόνυχτα μέσα σ’ ένα σπίτι χιλιοχρεωμένο στις τράπεζες και στις εφορίες να τσακώνεται με τον αδελφό της για ψύλλου πήδημα, να κάνει οικονομία ακόμη κι απ’ το σαμπουάν και να μετράει τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, κι αν την κουτσοβγάζει αυτό το μήνα να πάει κανένα σινεμά με την κολλητή της την Ελένη χωρίς να ζητιανέψει πάλι απ’ τους γονείς.

Βιογραφικά; Και πού δεν έστειλε. Μέχρι και στο μπακάλικο της γωνίας για βοηθός ταμία, τζίφος. Κρίση. Οικονομική, λένε. Μόνο; Όχι, δεν πίστευε ότι η κρίση άγγιζε μόνο τις τσέπες του κόσμου. Ήταν και κοινωνική και πολιτισμική και ηθική και ό,τι άλλο βάλει ο νους σου. Γιατί ο άνθρωπος, όσο το κουτάλι του είναι γεμάτο, είναι αρνί. Όταν όμως πεινάσει, εκεί αρχίζουν τα δράματα, αμφισβητούνται αρχές και αξίες, ταρακουνιούνται ιδανικά, κλονίζονται σχέσεις, φιλίες και συγγένειες, όλα έρχονται τούμπα. Κακά τα ψέματα: θέλει παρρησία πολλή να σταθεί κανείς στο ύψος του, πιστός σε όσα έχει διδαχθεί, όταν όλα γύρω του καταρρέουν. Κι η Φωτεινή Αδαμάκη, δεν ήταν σίγουρα απ’ τους πιο ψύχραιμους τύπους που μπορούσε να γνωρίσει κανείς. Λαμπόγυαλο όλα. Έτσι είχε μάθει να επιβιώνει, κι έτσι έκανε.

Δεύτερο γκοφρετίνι, απ’ το ραδιόφωνο ακούγεται ένα ξεχασμένο τραγούδι του Νταλάρα, ο «Παλιός Στρατιώτης», να μιλάει για φόβους, για πετιμέζια, γι’ αστέρια, για υποσχέσεις, για θαύματα, για δεύτερες φορές, γι’ αγάπες. Τα μάτια της τρέχουν, ούτε ξέρει γιατί, η καρδιά της βαράει με tempo κάτω απ’ το φούτερ της, σκουπίζει μάγουλα στα γαριασμένα της μανίκια, πρώτος λυγμός, τον πνίγει, δεύτερος λυγμός, στα κομμάτια όλα, στο κάτω-κάτω όλοι λείπουν απ’ το πρωί, γλιστράει με την πλάτη στο πλαίσιο της μπαλκονόπορτας, γονατίζει χάμω και ξεσπάει, «Δε μπορεί» σκέφτεται «Δε γίνεται η μουσική να κρύβει τόση δύναμη μέσα της», απ’ τα βλέφαρά της αναβλύζουν χείμαρροι, είναι που περιμένει περίοδο, είναι που ξαναδίνει πάλι φέτος εισαγωγικές, είναι και που πάει καιρός που κουβαλάει στο κουφάρι της τη μοναξιά, ο Νταλάρας συνεχίζει αλύπητα για μερικά ακόμη λεπτά ώσπου, νισάφι πια, τινάζεται από κάτω σαν ακρίδα, χιμάει στο ραδιοφωνάκι της κουζίνας και –Σκάσε πια!– το κάνει χίλια κομμάτια στο πλακάκι του χολ. Ακούς εκεί! Αγάπες και κουραφέξαλα. Εδώ υπάρχουν σημαντικότερα προβλήματα. Εδώ δεν έβγαινε ο μήνας, δε θα ‘χαν ν’ αγοράσουν ξύλα, ψωμί, φάρμακα. Δεν αντέχει να τα σκέφτεται, παντού αδιέξοδα, παντού, ούτε μια χαραμάδα φως από κάπου, έτσι να ελπίσει, να πάρει λίγη χαρά, μέσα της όλα αρχίζουν να αναμειγνύονται πάλι μεταξύ τους, δε βλέπει, δεν ακούει, δε μυρίζει, δε νιώθει, μόνο σφίγγει το φούτερ της ανάμεσα στα δέκα της δάχτυλα που έχουν ασπρίσει απ’ την πίεση, έξω πάλι λασποβροχή, πάλι μοναξιά και φόροι και φτώχεια και ανασφάλεια, βαρέθηκε. Β-α-ρ-έ-θ-η-κ-ε.

Η κλειδαριά γυρίζει απότομα δυό φορές: είναι η μάνα με τον αδελφό της που γύρισαν μόλις απ’ το ΙΚΑ με μια εφημερίδα υπομάλης ο ένας και μια εξάδα ΝΟΥΝΟΥ ανά χείρας ο άλλος.

-Τι έπαθες καλέ εσύ; Μύγα σε τσίμπησε;

-Παρατάτε με ήσυχη!

Πόρτες κλείνουν με βρόντο. Κουκούλωμα και mp3, οι πολυτέλειες μιας 29χρονης εν έτει 2017. Σε μισή ώρα, τρώνε. Αυγά με πατάτες και σαλάτα λάχανο. Στο τραπέζι, σιωπή, τα μάτια της Φωτεινής γέρνουν προς τα κάτω στα λαδωμένα ψίχουλα του τραπεζομάντηλου και η φωνή της χάνεται, σκέφτεται, και τι δε σκέφτεται, πήγαινε καιρός τώρα που πολλά δεν άντεχε, πολλά, πάρα πολλά: τις άπλυτες κουρτίνες της κουζίνας, τα σπασμένα πλακάκια, το χιλιομπαλωμένο τραπεζομάντηλο, τη μυρωδιά του αυγού, την ξινίλα του λάχανου, τις κουβέντες τους, τις φωνές και τους καβγάδες τους, τα λογικά και τα παράλογα παράπονά τους, τα κουτσομπολιά, την πίεση, την τσιγγουνιά και τη συμφεροντολογία τους, τα θέματα της πολιτικής και της οικονομικής επικαιρότητας που, μήνες τώρα, αναμασούσαν -μάνα και γιος- σαν τέλεια μηρυκαστικά, τα δελτία των επτά και μισή στην τηλεόραση, το βρωμόκρυο που την είχε κάνει ν’ αρρωστήσει φέτος τρεις φορές, τον Πέτρο που τήν άφησε έτσι απλά «γιατί έτσι», τις εξετάσεις που απέτυχε κι είχε του κόσμου το διάβασμα πάλι φέτος, τις ελπίδες τής που εξανεμίζονταν σαν φέιγ-βολάν με κάθε απόρριψη σε συνέντευξη για δουλειά, όλα.

Με τη μπουκιά στο στόμα βάζει μπουφάν και βγαίνει στη βροχή σαν αγρίμι, ούτε να κλειδώσει εξώπορτες ούτε τίποτα, οι στάλες γραπώνονται από τις μπούκλες της σαν παραμελημένα παιδιά, έξω φυσάει κι εκείνη τυλίγεται στο κασκόλ της καθώς περπατάει νευρικά και γρήγορα. Στα διακόσια μέτρα, βρίσκει στάση λεωφορείου με υπόστεγο, κάθεται εκεί και κρύβεται μέσα στο γιακά της, αφήνοντας από το πρόσωπό της να φαίνονται έξω μόνο κάτι πελώρια καφέ θλιμμένα μάτια. Ψαχουλεύει στην αριστερή της τσέπη και βρίσκει κάτι κομμάτια λιωμένου χαρτομάντηλου. Ψαχουλεύει και στη δεξιά: να μια τσίχλα, να ένα τσιγάρο, να κι ένα ταληράκι κόκκινο.

Βγάζει το τσιγάρο, το σταθεροποιεί στο γόνατό της ανάμεσα σε δείκτη και μέσο και το κοιτάζει προσεκτικά, ήσυχα. Είναι μάρκας Davidoff  και μοιάζει με φάρο. Σβηστό. Όπως σβηστά είναι-καιρό τώρα- τα όνειρα και οι ελπίδες της.

Ένα δάκρυ στάζει από το δεξί της μάτι στο μάγουλο και κυλάει στο λαιμό ώσπου, κάπου μετά την κλείδα της, λιμνάζει και σταματάει. Ως εκεί ήταν ο προορισμός του, τόσο πήγε, σκέφτηκε.

Ο δικός της προορισμός μέχρι πού να είναι, άραγε;

Η μέσα της καταιγίδα κοπάζει ξαφνικά.

Αναπτήρας.

Ο φάρος μικραίνει καθώς καίγεται

και ο καπνός του φτιάχνει αφράτα γκριζωπά δαχτυλίδια μέσα στην ομίχλη.

Τραβάει μια ρουφηξιά με σφιγμένα τα βλέφαρα.

Δε βαριέσαι.

Στο κάτω-κάτω,

αύριο ξημέρωνε καινούργια μέρα.

 

 

 

 

* Η Ιωάννα-Μαρία Νικολακάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Τμήμα Νοσηλευτικής του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται στο δημόσιο τομέα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Ξυλομπογιές»(Εκδόσεις Ιωλκός) και «Αφή στον Ήλιο» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης). Τον Σεπτέμβρη του2013 διακρίθηκε με τη συμμετοχή της στον στο διαγωνισμό μικροδιηγήματος του περιοδικού «Λογοτεχνικό Μπιστρό» και το φθινόπωρο του 2014 τα κείμενά της με τίτλο «Απουσιολόγιο» και «Βασική υπακοή» έχουν δημοσιευτεί στο 120 λέξεις. Η σελίδα της στο Facebook είναι: https://www.facebook.com/www.NikolakakiBooks.gr

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top