Fractal

Διήγημα: “Η σούπα της λησμονιάς”

Της Ευρυδίκης Νικήτα // *

 

thalassa_psari_5201

 

Έκλεισε την εξώπορτα πίσω του έκπληκτος. Το Μάντσεστερ ήταν απρόσμενα ηλιόλουστο για την εποχή. Έστρεψε  τα μάτια κλειστά προς τα πάνω για να νιώσει τη ζέστη στα βλέφαρα κι εκείνο το ευχάριστο, ελαφρύ τσίμπημα από το φως που δεν αντέχεται. Μερικές σταγόνες βροχής λαμπύριζαν ακόμη πάνω στα πεζοδρόμια προδομένες. Ο ουρανός παρέμενε ξεδιάντροπα γαλάζιος. Η μεγάλη ρόδα στην πλατεία Πικαντύλλι στροβίλιζε ντόπιους και τουρίστες μες στα όνειρά τους.

Το φως που έμπαινε απ ’τα στόρια με ξύπνησε πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι η κούρασή μου θα ήθελε. Σηκώθηκα αργά για να μην την ξυπνήσω και πήγα στην κουζίνα να ανάψω το βραστήρα. Μισόκλεισα τα βλέφαρα απ’ τον ήλιο που αντανακλούσε στην τζαμαρία, ανήκουστο για αρχές Νοέμβρη στο Μάντσεστερ! Έβγαλα ένα earl grey απ’ το ντουλάπι χαμογελώντας. Τον έφερα μαζί μου απ’ την Αθήνα, σκέφτηκα. Κάθισα στον καναπέ κι ανακατεύοντας για να λιώσει το μέλι, απολάμβανα τη θέα του γυάλινου κτηρίου Urbis που έμοιaζε με πλοίο. Δεμένες μας έχει αυτή η πόλη, εμένα και τη Δανάη. Εννιά χρόνια τώρα, πηγαινοερχόμαστε σαν τα χελιδόνια.

Περπατούσε στην άσφαλτο με το παλτό κουμπωμένο μέχρι πάνω και το γιακά σηκωμένο, κρατώντας τη μακριά, ξύλινη ομπρέλα την οποία άρπαξε από συνήθεια βγαίνοντας. Τον καιρό δεν είναι να τον εμπιστεύεται κανείς εδώ, σκέφτηκε, όπως και τις γυναίκες. Κάνει πως βγάζει ήλιο και με το που πατάει κάποιος το πόδι στο δρόμο, ανοίγουν οι ουρανοί. Δε βαριέσαι. Ούτως ή άλλως έπληττε αφόρητα όταν κάτι ήταν ακριβώς αυτό που φαίνεται. Ακόμα κι όταν, κατά κανόνα δηλαδή, το πλήρωνε ακριβά, όπως με την Κίρα. Πράσινα μάτια και δίμετρα πόδια, ναι, τόσο κλισέ. Είπαμε όμως: τίποτα δεν είναι μόνο ό,τι φαίνεται. Το κλισέ είχε μεταπτυχιακά, διδακτορικό και προσωπική έκθεση ζωγραφικής σε γκαλερί του Λονδίνου. Ήλιος με δόντια.

Καλή η θέα, αλλά είχαμε πολλές δουλειές πριν την αναχώρησή μου για Ιρλανδία. Την ξύπνησα και ετοίμασα μερικές φέτες ψωμί με μαρμελάδα. Η ώρα περνούσε και δεν ξεκολλάγαμε απ ’τα σκαμπό της κουζίνας. Τα κουτσομπολιά δεν τελείωναν ποτέ μεταξύ μας όταν είχαμε να βρεθούμε τόσο καιρό. Ένα ποτ πουρί της ζωής μας τότε και τώρα, αναπνέοντας τον αέρα αυτής της πόλης. Σηκώθηκα με το ζόρι και χώθηκα κάτω απ’ το ντους. Σήμερα θα ντυνόμουν πιο ελαφριά και δε θα έπαιρνα ούτε ομπρέλα. Ήθελα να βραχώ απ’ τις αναμνήσεις.

Αντί για την ομπρέλα έπρεπε να είχε πάρει τα γυαλιά ηλίου, τα οποία, όμως, θα έβρισκε ξανά στην επόμενη μετακόμιση, κάτω από κάποιον καναπέ. Σταμάτησε σε μια βιτρίνα ενός art shop με δείγματα από κορνίζες. Έχουν περάσει δέκα μήνες από τότε που του χάρισε την «ακίνητη πτήση». Ο μουσαμάς ήταν ακόμα τυλιγμένος ακριβώς όπως εκείνη την ημέρα που του τον έδωσε κι ακουμπισμένος πίσω απ’ την πόρτα, ακριβώς όπως τον έβαλε εκείνη την ημέρα που τον πήγε σπίτι. Η κορνίζα έπρεπε να είναι λευκή και να εμπεριέχει τον πίνακα σαν να είναι σε κουτί, του είχε πει η Κίρα. Έτσι αναδεικνύεται το βάθος του νερού, με τους δυο ακίνητους γλάρους να κάθονται πάνω σε δυο πάσσαλους.  Εκείνος ήθελε να τη φτιάξει κόκκινη για αντίθεση, προκειμένου να δώσει ένα νόημα σ’ αυτούς τους παραδομένους στη μοίρα γλάρους. Δεν την ξαναείδε από τότε. Άλλωστε, δεν της άρεσε ποτέ το κόκκινο. Μια πασμίνα που της είχε φέρει από την Ινδία τής είχε φανεί μπανάλ, το πάθος ήταν για τους επιπόλαιους, έλεγε. Ποτέ δεν κατάλαβε τι πραγματικά είχε νιώσει γι’ αυτόν. Μόνο σε μέιλ και πάντα μόνο το επόμενο πρωί, του έγραφε πόσο της άρεσε που είχαν κάνει έρωτα το προηγούμενο βράδυ. Άντεξε όσο μπόρεσε πάνω στον πάσσαλο της άπνοης ζωής της. Με το σκέτο «κλισέ», θα είχε τουλάχιστον γλυτώσει τη μοναχική πτήση που ακολούθησε. Δε βαριέσαι. Δυο νεαρές γυναίκες στο εσωτερικό του μαγαζιού κουβέντιαζαν και γελούσαν δυνατά σαν κοριτσάκια, αν και δεν τις άκουγε. Κόκκινα γέλια.

Βγήκαμε απ’ το σπίτι και σταθήκαμε αναποφάσιστες στο πεζοδρόμιο. Η Δανάη ήθελε κάθε μέρα, από αποδώ και πέρα, να κάνει κάτι καινούργιο στη ζωή της, όπως μου είχε πει στο πρωινό. Στρίψαμε δεξιά στην Oldham street και βολτάραμε αργά, χαζεύοντας όποιο μαγαζί βρισκόταν μπροστά μας. Ένας νεαρός μπροστά μας, περπατούσε έχοντας την κοπέλα του στους ώμους. Έτσι περπατούσαν στο Castlefield κι εκείνοι με το Βασίλη, είπε κι άρχισε να ψιχαλίζει. Ο David εμένα με πήγαινε στο Liverpool με μηχανή. Οι αναμνήσεις έπεφταν τώρα πιο αιχμηρές και μπήκαμε σ’ ένα art shop. Ήθελε κορνίζα για έναν πίνακα με μια παραλία της Μυκόνου. Οι αναμνήσεις ξαφνικά στρογγύλεψαν.

 

Βγαίνουν απ’ το μαγαζί περπατώντας αγκαζέ. Η Κίρα το αγκαζέ το θεωρούσε ξεπερασμένο, «σιτεμένο αμόρε» το ονόμαζε – το συνήθιζαν οι γονείς της που έζησαν μαζί πενήντα χρόνια. Αλλά αυτό ήταν το πρόβλημα της κι ας το κατάλαβε εκείνος αργά. Ο φόβος της διάρκειας.

Με τη Δανάη περπατάμε πάντα αγκαζέ και κουβεντιάζουμε έντονα. Ενώνουμε τις λέξεις σε φράσεις, τις φράσεις σε σκέψεις και τις σκέψεις σε αναδρομές ή προσδοκίες. Ειδικά στις πρώτες, σφιγγόμαστε περισσότερο. Η ασφάλεια της διάρκειας.

Τις ακολουθούσε από απόσταση. Ο τόνος των δυο φωνών που εναλλάσσονταν ζωηρά τον φώτιζε. Ήταν κι αυτές Ελληνίδες. Χαμογέλασε. Τα κεφάλια τους έγερναν μεταξύ τους, η μια αγκάλιαζε τη μέση της άλλης· διακλαδίζονταν όνειρα και ζωές. Η αριστερή είχε ίσια, μακριά, καστανά μαλλιά και τώρα κουνούσε το κεφάλι της μιλώντας, ενώ η δεξιά με τα σπαστά, μακριά με μια ιδέα κόκκινου στα μαλλιά της, την κοιτούσε μειδιώντας. Δε μοιάζουν. Η αριστερή φορούσε μπλε κοντό μπουφάν και μποτάκια. Η δεξιά μαύρο μακρύ παλτό και μπαλαρίνες. Δε μοιάζουν. Γι’ αυτό σου έδιναν την εντύπωση ότι αν τις ενώσεις, θα γίνουν ένα.

Ένας τύπος περπατάει συνεχώς πίσω μας εδώ και ώρα. Σταμάτησα επίτηδες μπροστά από μια βιτρίνα με ρούχα από δεύτερο χέρι για φιλανθρωπία και τον είδα με την άκρη του ματιού μου να σταματάει λίγο πιο κει, μπροστά από μια παμπ. Ήταν μόλις έντεκα το πρωί και δεν έμοιαζε με Βρετανός, για να πίνει μπύρα οποιαδήποτε ώρα στο εικοσιτετράωρο. Ένας άντρας που βολτάρει στους δρόμους μόνος του κρατώντας μια μακριά ξύλινη ομπρέλα στη λιακάδα, είναι ή χωρισμένος ή πειραγμένος. Άνοιξα το βήμα τραβώντας πίσω μου τη Δανάη και μπήκαμε στο επόμενο μαγαζί.

Έμπαιναν χαζεύοντας από μαγαζί σε μαγαζί, σχολιάζοντας κάθε τι περίεργο που βρίσκεται μπροστά τους. Μια τεράστια ξύστρα, καθαριστής καρότων. Μια ματριόσκα, δοσομετρητής υγρών. Ένας μικροσκοπικός δύτης-σουρωτήρι για τσάι. Η Κίρα λάτρευε το τσάι της γιαγιάς του με κανελογαρίφαλα. Της έφερνε έμπνευση, έλεγε, να ζωγραφίσει πράγματα από τα παιδικά της χρόνια. Εκείνου του τελείωσε πριν από κανένα μήνα κι ούτε ασχολήθηκε να ζητήσει απ’ τη μάνα του να του στείλει. Η μυρωδιές λειτουργούν πάντα σαν μηχανή του χρόνου κι δεν ήθελε άλλο ταξίδι στη χώρα της Κίρας. Πάνω σ’ ένα ράφι, πήρε το μάτι του κάτι κούπες από μια παλιά παιδική σειρά. Πήρε μια λευκή που έγραφε «Mr nobody» και πήγε στο ταμείο. Τα «κορίτσια του» ακόμα γελούσαν με κάτι παιδικά πιάτα Ντίσνεϊ.

Στο Northern quarter βρίσκει κανείς μαγαζιά με ό,τι πιο άκυρο υπάρχει. Είχαμε μόλις μπει σε ένα που πουλούσε από παιδικά πλαστικά σετ για φαί, μέχρι παλιές φωτογραφικές μηχανές. Μου μοιάζουν αυτά τα μαγαζιά γιατί  τέτοιες είναι και οι σκέψεις μου· άσχετες μεταξύ τους κι ανακατεμένες. Όταν τις βάζω σε σειρά βαριέμαι και γίνομαι αντιπαραγωγική. Η αδερφή μου είναι ακριβώς το αντίθετο. Τις απλώνει στις αύλακες του μυαλού της συνδυάζοντας χρώμα με χρώμα, σχήμα με σχήμα, μέχρι να ντύσει με απόλυτα επιτυχία τον κάθε της στόχο. Όλοι το λένε ότι δε μοιάζουμε καθόλου. Ούτε μέσα, ούτε έξω. Δυο κομμάτια παζλ. Κουμπωθήκαμε και ξαναβγήκαμε στο κρύο. Δυο τετράγωνα πιο κάτω μπήκαμε στο fig and sparrow για τσάι.

Είχε αρχίσει να κουράζεται. Τις γυναίκες δεν τις προλαβαίνεις στα μαγαζιά, είναι σαν τις μέλισσες που δοκιμάζουν όλα τα λουλούδια, ακόμα κι αν δεν ρουφήξουν το νέκταρ τελικά. Το μοναδικό δώρο που είχε ενθουσιάσει την Κίρα στα δυο χρόνια που πέρασαν μαζί, ήταν ένα ταξίδι στη Λισσαβόνα για τα γενέθλιά της. Ο ήλιος εκεί έλαμπε περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, του έλεγε. Λες και του είχες αυξήσει τα βατ. Για κείνον έλαμπαν οι δρόμοι, απλά και μόνο γιατί περπατούσαν εκεί, χέρι-χέρι.

Καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι σε μια εσοχή του τοίχου, σαν σπηλιά. Ήταν ρομαντικά. Η Δανάη μού αποκάλυψε ότι λίγες μέρες πριν πάω, είχε δει ξανά το Γιάννη μετά από χρόνια. Τέτοιες στιγμές γινόταν λίγο εγώ· παρορμητική, αγνοώντας τις συνέπειες. Δεν είναι κακό παιδί, μου είπε ρουφώντας αργά τη σούπα με τις φακές και τα πράσα, απλώς κανείς δεν τον έμαθε να διαχειρίζεται καταστάσεις και ανθρώπους, πρώτα απ’ όλους τον εαυτό του. To σάντουιτς με τα λαχανικά μού φαινόταν άνοστο, ήπια μια γουλιά earl gray. Δε μ’ ενδιαφέρει ποιος δεν έμαθε τι. Έχω βαρεθεί τα «όχι κακά παιδιά» που δεν σε κοιτάνε στα μάτια και σου απαντούν με τη σιωπή. Ας πάνε να πνιγούνε. Τέτοιες στιγμές, γίνομαι λίγο εκείνη. Σκληρή και αμετάκλητη. Δυο κομμάτια παζλ.

 

Τα κορίτσια ευτυχώς μπήκαν σ’ ένα καφέ, τα πόδια του τον πονούσαν απ’ το περπάτημα και την αϋπνία. Κάθισε στο διπλανό τραπέζι απ’ το δικό τους που ήταν στην εσοχή του τοίχου, για να τις ακούει.  Παρήγγειλε ό,τι πήραν κι εκείνες, συν ένα τσάι μέντα. Η σούπα έφτασε γαρνιρισμένη με τρίμματα φέτας και σουσάμι. Οι μυρωδιά απ’ τις φακές σε συνδυασμό με τα πράσα και τον κόλιανδρο τον ηρεμούσε. Η Κίρα έφτιαχνε κρύα σαλάτα από φακές, ψιλοκομμένες ντομάτες και μαϊντανό. Εκείνος της είχε μάθει να προσθέτει φέτα και τρελαινόταν. Της είχε ξαναστείλει κάνα δυο μέιλ από τότε, έτσι για να δει τι κάνει. Η μοναξιά, ψεύδεται εύκολα.

Ξαφνικά, είδα στο διπλανό τραπέζι μας πάλι εκείνον τον τύπο. Δε μοιάζει με κακό παιδί κι αυτός, γέλασα μόνη μου.. Η κουβέντα σήκωνε γλυκό και παρήγγειλα ένα μπράουνις. Ούτε που της περνούσε απ’ το μυαλό να κάνει κάτι, με διαβεβαίωσε. Απλά έπρεπε να κλείσει το κεφάλαιο Γιάννης. Το μπισκότο έλιωνε στο στόμα μου. Κλείνουν ποτέ τα κεφάλαια; Είναι σαν να θες να κάνεις εμετό τα περσινά γιουβαρλάκια που αν και νόστιμα, σου κάθισαν στο στομάχι. Μαθαίνεις και δεν ξανατρώς γιουβαρλάκια. Κι αν πια παρασυρθείς ξανά, χαλάλι. Ξανά και ξανά θα κοιμόμουν κι εγώ πάλι με τον Αλέξη και το κλάμα χαλάλι. Βιβλιοδεσία σε τόμους εμπειριών, φύλαξη στα συρτάρια μνήμης κι ας αναβοσβήνει κατά καιρούς ο διακόπτης. Έσκυψα κι άνοιξα την τσάντα με τα ψώνια. Η Δανάη είχε αγοράσει μια πτυσσόμενη επιφάνεια κοπής λαχανικών κι εγώ μια λεοπάρ ρόμπα. Σκάσαμε στα γέλια. Δυο κομμάτια παζλ.  

Ψιθύριζαν, προς μεγάλη του απογοήτευση. Θα μιλούσαν για άντρες, σκέφτηκε. Απολάμβανε τόσο το γέλιο της Κίρας όταν μιλούσε με τις φίλες της στο τηλέφωνο. Καθισμένη στον καναπέ του σαλονιού με τα πόδια της απλωμένα στο τραπέζι, κουτσομπόλευαν την τάδε φίλη που έβγαινε ταυτόχρονα με δυο, τον καινούργιο γκόμενο μιας άλλης, κάποιον πρώην που εμφανίστηκε ξαφνικά κι ο κατάλογος δεν είχε τέλος. Εκείνος κάπνιζε στην κουζίνα και την παρατηρούσε μέσα απ’ την αντανάκλαση της μπαλκονόπορτας. Έσκυβε το κεφάλι στο άνοιγμα της καμάρας που χώριζε τα δυο δωμάτια κλείνοντάς της το μάτι κι εκείνη τον έδιωχνε με το χέρι. Δεν τον πείραζε. Αρκεί που το ίδιο χέρι θα τον χάιδευε το βράδυ, για όσα βράδια τούς είχαν απομείνει ακόμα. Το τσάι είχε κρυώσει γρήγορα, όπως και τα αισθήματά της για κείνον. Σήκωσε την κούπα να τον δει η σερβιτόρα. Θα έπαιρνε ακόμα ένα. Κρίμα που δεν μπορούσε να πάρει και μια ακόμη Κίρα. Τουλάχιστον την απόλαυσε για όσο κράτησε ως συλλεκτικό κομμάτι, σκέφτηκε, κοιτώντας τα κορίτσια που γελούσαν δυνατά χαζεύοντας τα ψώνια τους.

Πήγε κιόλας πέντε, αναφώνησε η Δανάη και δεν κάναμε ούτε μια δουλειά, είμαστε για τα πανηγύρια! Ο χρόνος πάντα εξατμίζονταν όταν ήμασταν μαζί. Η σούπα της λησμονιάς, είπα, ενώ έτρεχε με τις τσάντες στον ώμο να πληρώσει. Γέλασα μόνη μου. Μακάρι έτσι,  με μια μπουκιά να καταπίναμε και τον κάθε Γιάννη και Αλέξη, Βασίλη και David, κρατώντας μόνο τη γλύκα από το κατακάθι της ευτυχίας . Βγήκαμε τρέχοντας, μήπως και προλαβαίναμε τα μαγαζιά πριν τι κλείσιμο στις έξι. Ο «δικός μας», ήταν ακόμα στο τραπέζι και γέλαγε μόνος του.

Ξαφνικά σηκώθηκαν αλαφιασμένες, σαν να είχαν ξεχάσει κάτι σημαντικό. Η κοκκινομάλλα αναφώνησε  «η σούπα της λησμονιάς», πλήρωσαν στο πόδι και εξαφανίστηκαν. Τέλειο, σκέφτηκε, η σούπα της λησμονιάς! Καταπίνεις γουλιά γουλιά την αμφιθυμία και την αδιαφορία της Κίρας και τελειώνοντας ρουφάς κατευθείαν απ’ το πιάτο μόνο την ηλιοφάνεια της Λισσαβόνας. Άφησε δέκα λίρες στο τραπέζι και πετάχτηκε έξω απ’ την πόρτα. Έφτασε σπίτι του λαχανιασμένος, είχε ξεχάσει την ομπρέλα, αλλά ούτε που τον ένοιαζε. Έσκισε με μανία το περιτύλιγμα του πίνακα και τον κοίταξε. Δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία. Η κόκκινη κορνίζα θα του έδινε καινούργια ζωή. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και κάλεσε το ασανσέρ.

Μιλούσαν δυνατά για δουλειές και νοσοκομεία, θα ήταν τίποτα γιατροί ή νοσοκόμες.

Βαρέθηκα. Ένιωθα σαν κινηματογραφικός διεστραμμένος πρωταγωνιστής. Σηκώθηκα, πήρα το μπολ με τη σούπα και τις πλησίασα. Η Κίρα μισούσε τις σούπες. Δεν ήταν φαΐ, έλεγε, δε χόρταινε. Ναι, δε χόρταινε. Ούτε με φαί, ούτε με φιλιά. Τουλάχιστον, όχι με τα δικά μου.

Συστήθηκα στα ελληνικά και κάθισα δίπλα τους. Εκείνη με τα ίσια μαλλιά με αγριοκοίταξε. Είπα ότι τις άκουσα να μιλάνε για ιατρικά θέματα και πήρα το θάρρος να τους ρωτήσω κάτι που ήθελα. Η μοναξιά πάντα ξέρει να ψεύδεται.

 

* Η Ευρυδίκη Νικήτα γεννήθηκε στο Πειραιά. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου κι ειδικεύτηκε στη δερματολογία. Από το 2005, εργάζεται ως δερματολόγος στην Αθήνα.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top