Fractal

Διήγημα: “Η ευλογία”

Του Χριστόδουλου Δ. Λιτζερίνου // *

 

 

f4

 

Γλύκανε απόψε ο καιρός και η σκληράδα του χειμώνα έδειχνε σημάδια υποχώρησης. Ο Μάρτης είχε μπει για τα καλά. Τα τραπεζάκια έξω από τα καφέ άρχισαν να γίνονται πιο φλύαρα και οι άνθρωποι να ξεθαρρεύουν από τους φόβους που τους κρατούσαν στη ζεστασιά των διαμερισμάτων. Πριν λίγες μέρες έκλεισα τα εξήντα και ένα χειμωνιάτικο ανατρίχιασμα άφησε τη στάμπα του πάνω στο δέρμα μου. Με ακολουθούσε καθημερινά σαν μελανιά στο στήθος. Το παλτό δεν το χα καταχωνιάσει ακόμη στη ντουλάπα, το φόρεσα και βγήκα έξω. Θα βοηθούσε όσο νάναι να ξεπεράσω την κρυάδα των εξήντα.

Πέρασα έξω από το μαγαζί του Πασχάλη. Ήταν σκυφτός στην κουζίνα και δεν με πήρε χαμπάρι. Δεν είχα όρεξη να πιάσω κουβέντα. Τα τραπέζια του όλα στρωμένα με άσπρα τραπεζομάντηλα. Σε κάθε τραπέζι το λαδόξιδο με τις χαρτοπετσέτες και τις οδοντογλυφίδες, βαλμένα σε απόλυτη στοίχιση. Με εκνεύριζε η σχολαστικότητά του που κοντράριζε τη δικιά μου τσαπατσουλιά. Μια κοπελιά σκυμμένη πάνω σε ένα τραπέζι ταχτοποιούσε το τραπεζομάντηλο. Φρέναρα και παρατήρησα για λίγο τις καμπύλες της νεαρής.

«Ωραίος κώλος» δεν πρόλαβα καν να αποτελειώσω τη σκέψη μου και το γατίσιο μάτι του Πασχάλη με πήρε πρέφα.

«Ρε Σπήλιο… εμπα μέσα τι χαζεύεις;» ακούστηκε βαριά η φωνή του  κάπελα στ’ αφτιά μου καθώς γλίστρησε από την ανοιχτή πόρτα στο πεζοδρόμιο. Δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς. Μπήκα μέσα και τον χαιρέτισα συγκρατημένα, ενώ εκείνος, διαχυτικός όπως πάντα, με αγκάλιασε και με φίλησε σταυρωτά. Οι τρίχες από τη μουστάκα του αγκύλωσαν το φρεσκοξυρισμένο πρόσωπό μου και τραβήχτηκα στα γρήγορα.

«Πού χάθηκες εσύ;» με ρώτησε την ώρα που έσερνε σιμά μου μια ξύλινη καρέκλα να καθίσω.

«Μας στρίμωξε ο χειμώνας Πασχάλη…» προσπάθησα να βρω την πιο αληθοφανή δικαιολογία της απουσίας μου, αλλά μάλλον δεν έγινε πιστευτή.

«Ε καλά, ο χειμώνας μας κρυώνει λίγο, αλλά γιαυτό υπάρχει το κρασάκι, για να ζεσταίνονται οι ψυχές των ανθρώπων… και η κουβέντα ρε Σπήλιο, κι αυτή ζεσταίνει. Από τότε που μας άφησε ο Ανδρέας, εσύ κλείστηκες στο καβούκι σου και σε χάσαμε. Ούτε πεθαμένος να ήσουν…» χτύπησε το ξύλινο τραπέζι τρείς φορές και με κοίταξε στα μάτια σα να περίμενε μια λέξη. Πριν τρείς μέρες έκλεισες τα εξήντα, μου υπενθύμισε η φωνή. Η μελανιά στο στήθος με γαργαλούσε τώρα.

«Εξήντα…» του είπα

«Ε… τι εξήντα;» ρώτησε αδιάφορα

«Έγινα εξήντα Πασχάλη…»

«Κι εγώ έγινα πενήντα επτά, τι σημαίνει αυτό; Να τα κατοστήσεις και να φχαριστάς τον Θεό που σου τα δωσε…» φάνηκε να μη δίνει σημασία στη λέξη μου. Το μαγαζί ήταν άδειο και μόνο η γκαρσόνα στην άκρη του πάγκου κρυφοκοιτούσε με στημένο το αυτί στην κουβέντα μας. Έστρεψα λίγο το βλέμμα στο πεζοδρόμιο και το είδα άδειο, εντελώς άδειο. Παράξενο, πριν λίγο η Άνοιξη άλλα υπόσχονταν, πρόλαβα να σκεφτώ πριν μου ταρακουνήσει τον ώμο ο Πασχάλης.

«Εεεε φίλε, ο Ανδρέας πίνει τα κρασάκια του τώρα εκεί πάνω με τον Μίμη και τον Παντελή. Άμα θες να πας εκεί τράβα. Αλλιώς κάτσε εδώ να πιούμε μαζί το κρασί μας…» γύρισε στη γκαρσόνα που τώρα έκανε πως σκούπιζε με μια πετσέτα τον πάγκο και τη φώναξε.

«Βίκυ φέρε μας δυο κοκκινέλια…»

Παρατήρησα ακόμη μια φορά τις καμπύλες της καθώς μας σέρβιρε, τόσο αδιάκριτα που αμέσως ντράπηκα και χαμήλωσα το βλέμμα. Ο γάτος όμως το πιασε και μου κλεισε το μάτι πονηρά καθώς σήκωνε το ποτήρι του να τσουγκρίσουμε. Χαμογέλασα χωρίς να πώ τίποτα. Μόνο υγεία ευχήθηκα στον φίλο μου πριν κατεβάσω την πρώτη γουλιά.

«Πού πήγαινες;» με ρώτησε

«Στον Λευκό Πύργο να περπατήσω και να ξεμουδιάσω» του απάντησα, ενώ εκείνος δεν έδωσε πάλι σημασία και γύρισε στην γκαρσόνα

«Βίκυ φέρε μας και κανα πιάτο μεζεδάκια, μη το πιούμε ξεροσφύρι, αμαρτία είναι…» ύστερα τράβηξε την καρέκλα του πιο κοντά. Πρόσεξα μια σταγόνα κρασιού που έσταξε από την τσιγαροκαμένη μουστάκα του. Έμοιαζε με αιμάτινο δάκρυ. Σκουπίστηκε με την ανάστροφη και γέλασε καθώς με κάρφωνε βαθιά μέσα στα μάτια.

«Γιατί γελάς;» προσπάθησα να απαλλαγώ από το βλέμμα του που με ξεβόλευε.

«Ξέρεις κάτι φίλε; Πάντα ήσουν περίεργο τρένο. Αλλά όλοι σε αγαπούσαμε γιατί ήσουν διαφορετικός από μας. Ο μακαρίτης ο Ανδρέας σε είχε θεό. Σε είχε για σοφό. Σκατά σοφός του λεγα στ΄αστεία. Ένας μπουρδελιάρης είναι του λεγα, εκείνος όμως επέμενε. Και τα μπουρδέλα γεμάτα σοφία είναι μου λέγε. Και γεμάτα μουνιά του λεγα και ξεκαρδίζονταν στα γέλια ο μακαρίτης…»

-Είσαι εξήντα πετάχτηκε η φωνή πάλι μέσα μου την ώρα που προσπαθούσα να γελάσω.  Την παραμέρισα και γέλασα μαζί του. ‘Εστω συγκρατημένα, αλλά γέλασα. Με την άκρη του ματιού μου πρόσεξα ότι στο πεζοδρόμιο η Άνοιξη μοίραζε πάλι υποσχέσεις. Της γύρισα την πλάτη και πλησίασα κοντά στον Πασχάλη.

«Ξέρεις φίλε, τώρα που είπες για γυναίκες, θέλω να σου πω κάτι που με βαραίνει την ψυχή χρόνια τώρα…» Ο Πασχάλης έκανε νόημα στη γκαρσόνα να εξυπηρετήσει ένα νεαρό ζευγαράκι που έκατσε στη γωνία και έστησε αφτί με ιδιαίτερη προσοχή.

«Όταν ήμουν είκοσι πέντε χρονώ, πριν ακόμη σας γνωρίσω, είχα γνωρίσει μια γυναίκα που την έλεγαν Βάσω. Εκείνη ήταν κοντά στα πενήντα. Μόλις είχε χωρίσει από τον άνδρα της,  χωρίς παιδιά. Την ερωτεύτηκα. Είχα αποτρελαθεί μαζί της. Την εποχή που τα κορίτσια έβαφαν τα μαλλιά τους για να φαίνονται όμορφα και ποθητά, εκείνη τα άφηνε άβαφτα. Δεν υπολόγιζε τίποτα και δεν φοβόταν τίποτα. Εγώ κολυμπούσα στους φόβους μου, αλλά μόλις ξαπλώναμε στο κρεβάτι όλα έσβηναν. Φώτα, φόβοι, αναστολές, σκοτούρες. Κάθε φορά που της έλεγα – σ΄αγαπώ – εκείνη με σταματούσε και  με ρουφούσε μέσα στα πράσινα μάτια της. Χανόμουν σε μια θάλασσα απέραντης σιωπής. Μου λεγε μόνο ότι θα έρθει η στιγμή που θα την αφήσω, όταν με τρομάξει ο χρόνος πάνω της. Περνάει ο έρωτας και φεύγει, μου λεγε, αλλά πάντα κάτι αφήνει πίσω του. Εγώ δεν άκουγα τίποτα. Είχα ξεχάσει να φοβάμαι. Στο σπίτι όμως μου είχαν φάει τα σωθικά. Τι δουλειά έχεις εσύ με τη γριά; Πρέπει να φτιάξεις οικογένεια και τέτοια. Μου προξένεψαν και μια Καλαμαριώτισσα. Δεν ήθελε και πολύ. Πες, πες, την παράτησα τη Βάσω. Έφυγε τότες κι εκείνη και πήγε στον αδελφό της στην Αθήνα. Με πάντρεψαν με την Ασπασία, αλλά εμένα κάθε μέρα το μυαλό μου ήταν στη Βάσω. Για να μη τη σκέφτομαι άρχισα και πήγαινα στα μπουρδέλα. Από κεί μου βγάλατε το όνομα στην παρέα…» ήπια μια γουλιά κοκκινέλι, κρυφογέλασε ο Πασχάλης και συνέχισα την ιστορία μου

«Κάθε φορά που την έβαζα στο μυαλό, μου έφευγαν οι φόβοι. Όταν ξάπλωνα να κοιμηθώ, τσουπ ξεπρόβαλαν και δεν με άφηναν να κλείσω μάτι. Ώσπου μια μέρα αποφάσισα να πάω να τη βρω για να γλιτώσω από το μαρτύριο. Κατέβηκα αποφασισμένος στην Αθήνα να ξαναγυρίσω κοντά της. Ήμασταν και στα διαζύγια με την Ασπασία τότε. Δεν περίμενα να με δεχτεί, αλλά με δέχτηκε. Κάναμε έρωτα, αλλά δεν ήταν όπως παλιά. Κάτι έλειπε. Μπορεί να χαν περάσει και δέκα χρόνια. Μου φάνηκε το σώμα της γερασμένο, το ψηλάφιζα κι έβλεπα πάνω του τον χρόνο να με περιγελά. Μόνο τα μαλλιά και τα μάτια της ήταν ίδια. Τα μάτια δεν γερνάνε. Δεν έδειξε ενθουσιασμό όμως όταν της είπα ότι χωρίζω με την Ασπασία. Έγινε στρείδι και δεν μιλούσε. Μου είπε μόνο, Σπήλιο η φουρτούνα καταλάγιασε και η θάλασσα έγινε λάδι. Πήγαινε σπίτι σου. Δεν αντιστάθηκα. Υπνωτισμένος έσκυψα το κεφάλι και την άφησα πάλι μόνη της. Γύρισα στη Θεσσαλονίκη. Από τότε δεν την ξανάδα. Έκλεινε τα εξήντα τότε, όταν με αποχαιρετούσε στον σταθμό…» ο Πασχάλης έβγαλε ένα ελαφρύ αναστεναγμό, όταν είδε ότι έβαλα μια τελεία στην ιστορία μου

«Γι΄αυτό ρε με φλόμωσες σήμερα  για τα εξήντα; …» κούνησε το κεφάλι του και συνέχισε

«…Άκου να δεις φίλε. Εσύ μπορεί να είσαι ο σοφός της παρέας, να γράφεις τις σκέψεις σου στο χαρτί, αλλά δεν έπιασες την ουσία και βασανίζεσαι άσκοπα. Είσαι ευλογημένος από τον Θεό που νέος ακόμη πλάγιασες με ένα φτασμένο σώμα. Όποιος δεν έχει γευτεί αυτή την ευλογία, δεν μπορεί να καταλάβει πώς από τη μια μέρα στην άλλη φτάνεις στην άκρη του κρεβατιού  χωρίς να το πάρεις πρέφα. Κοίτα να τα βγάλεις αυτά από το μυαλό και να κρατήσεις την ευλογία σε μια ακρούλα…» σήκωσε το ποτήρι του και τσουγκρίσαμε.

«Και τι λες να κάνω;» τον ρώτησα, διαπιστώνοντας ότι είχε πιάσει με μιας στον αέρα το αδιόρατο που με τριγύρναγε χρόνια τώρα

«Μυαλό έχεις, καλά γράφεις, γράψε γι΄αυτό που έμεινε να διδαχτούν και οι νέοι…» μου χτύπησε δυνατά τον ώμο και σηκώθηκε να πάει στα τηγάνια του για το μεροκάματο.

Ένοιωσα στο στήθος μου να λιώνει η μελανιά. Χαιρέτησα τη γκαρσόνα που μου χαμογέλασε, σα να συμφωνούσε με όλα όσα είχε αραδιάσει ο Πασχάλης, και βγήκα στο πεζοδρόμιο. Η φωνή προσπάθησε να μου πεί πως έγινα εξήντα, αλλά δεν τη λογάριασα και λούφαξε με απορία. Οι άνθρωποι στον δρόμο με κοίταζαν στα μάτια σα κάτι να έψαχναν. Αλαφροπατούσε ο κόσμος στις πλάκες και δεν ακουγόταν ψίθυρος, όπως όταν πέφτει το χιόνι ανάλαφρο και σιωπά η πλάση. Για μια στιγμούλα μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί τότε στον σταθμό η Βάσω να μην είχε κλείσει τα εξήντα και ναταν νεότερη. Κρυφογέλασα.

 

* * * * * *

 

* O Χριστόδουλος Δ. Λιτζερίνος  γεννήθηκε στη Σαλονίκη, αλλά ζει στη Χαλκιδική, γιατί σαν τη Χαλκιδική δεν έχει. Συνεχίζει να υπερασπίζεται τη σύντομη φόρμα ανάμεσα σε αγωγές και εμφιαλώσεις κόκκινου κρασιού. Από τις εκδόσεις Ανάτυπο κυκλοφορεί η πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο ΤΑ ΧΑΡΤΟΚΟΥΤΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙΑ. 

Μοιράζεται τις ιστορίες του με τους αναγνώστες στο fractalart.gr και στο toalfatoukentaurou.blogspot.com

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top