Fractal

Ανδρείκελα στη σκιά της Κρίσης

Γράφει η Χρύσα Φάντη //

 

akoma_feygei«Ακόμα Φεύγει», Ευγενία Μπογιάνου, Εκδ. Οίκος ΠΟΛΙΣ, 2014, Σελ. 264

 

«Στον παρόντα χρόνο στον ενεστώτα χρόνο. Όλα παρόντα. Και τα παρελθόντα και τα παρόντα και τ’ απόντα».

Η Θεσσαλονικιά συγγραφέας Ευγενία Μπογιάνου δεν διαλέγει τυχαία τη ρήση του Τάκη Σινόπουλου για μότο της. Στο «Ακόμα φεύγει», πρώτο εκδοθέν μυθιστόρημά της (έχουν προηγηθεί δυο εξίσου ώριμες συλλογές διηγημάτων της) ασθματικοί μονόλογοι ανατρέπουν πριν και μετά, θέτοντας ακόμα και το επέκεινα στο εδώ και το τώρα.

Σε μια καθημαγμένη από την οικονομική κρίση Ελλάδα, ο Γιώργος Κακκαβής, εικοσάχρονος φοιτητής στο Πολυτεχνείο, κατηγορείται για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση. Απαλλάσσεται λόγω αμφιβολιών και εξαφανίζεται.

Ο Ηλίας, πατέρας του φοιτητή, φυτοζωεί δουλεύοντας ως υπάλληλος σε ένα σούπερ μάρκετ. Η μητέρα του Αγλαΐα διατηρεί κακήν κακώς ένα μαγαζάκι από κληρονομιά. Παράλληλα φροντίζει τον άρρωστο πεθερό της. Ηλίας και Αγλαΐα σημαδεύονται από αδιέξοδο και υπαρξιακή μοναξιά. Στο ίδιο αδιέξοδο όμως βουλιάζει και ο εραστής της Αγλαΐας, Παύλος.

     Η αφήγηση χλευάζοντας κάθε συμβατική λογική ξεκινάει σαν μεταμοντέρνο στοίχημα. Μέσα από φέτες σκληρού ρεαλισμού αλλά και μεταφυσικής ελεγείας ο Ηλίας μονολογεί οριζοντιωμένος μέσα στην κάσα. Απορεί, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, πνιγμένος στα νηπενθή* λουλουδάκια. Ο λόγος του, παρά τα σουρεαλιστικά στοιχεία, αναδεικνύεται ανελέητα επίκαιρος και αληθοφανής.

     «Δεν είμαι στο σωστό μέρος. Η θέση μου δεν είναι εδώ. Νομίζω πως δεν μπορώ να νιώσω τίποτα πια. Καλύτερα έτσι. (…)  Ήμουν μια τελειωμένη υπόθεση. Έτσι είπαν. Και το επιβεβαιώνω κι εγώ».

     Στο επόμενο κεφάλαιο, ο ίδιος, σε χρονικό πισωγύρισμα και ενώ βρίσκεται ακόμα εν ζωή, συνεχίζει να μονολογεί. Καταθλιπτικός αλλά και οργισμένα απολογητικός παλαντζάρει ανάμεσα ειλικρίνειας και κυνισμού. Από το άναρχο μουρμουρητό του βγαίνουνε κομματάκια αόρατα, ξέφτια μιας άνυδρης καθημερινότητας:

  1. Το υπαλληλίκι που με τόσο κόπο βρήκε και που άλλοι θα ζήλευαν:

«Έχω χάσει το δρόμο μου, (…) παραπατώ. Δεν είναι από την κούραση, από τη σύγχυση είναι (…) Υπό άλλους. Αυτό το «υπό» μου τρυπάει τα μηνίγγια»..

2.  Οι σχέσεις του ή μάλλον η παντελής έλλειψη σχέσεων με τους προϊσταμένους και τους πελάτες:

«Προσπαθώ να μην τους κοιτώ, να μη νετάρω πάνω τους. Να εξυπηρετώ τον π ε λ ά τ η. Να τους κοιτώ όλους μαζί. Όλοι ίσον κανένας».

         3.  Το καθημερινό του νταραβέρι με τον περιπτερά:

«Γεια σου, Ηλία, στην ώρα σου βλέπω», μου λέει ο περιπτεράς που τον γνωρίζω χρόνια. Κοντός, ψηλός, δεν έχω ιδέα. Θέλω να πω δεν τον έχω δει ποτέ όρθιο.(…) Είναι ο άνθρωπος κάδρο. Θα μου πεις ποιος θα κρεμούσε τον Ηλία στο δωμάτιό του»;

        4.     Κάποιο ενοχλητικό συναπάντημα με την οδοντίατρο και πρώην περιστασιακή ερωμένη:

«Κι εγώ ο μαλάκας που νόμιζα πως κάτι θέλει να μου ζητήσει. Τίποτα, ούτε καν τα λεφτά της δεν μου ζήτησε. Άνοιξε την παρένθεση και μετά την έκλεισε χωρίς να γράψει τίποτα μέσα».

        5.     Η διαλυμένη σχέση με την γυναίκα του Αγλαΐα:

«Θέλω να της δαγκώσω τη γλώσσα και να την κάνω κομμάτια.(…) να την καταπιώ ολόκληρη για να πάψει να μου βγάζει γλώσσα».

6.    Οι εκκρεμότητες με το εξαφανισμένο γιο του:

«Κατάπινες την ευθύνη και σώπαινες. Θα μου πεις έπρεπε να γίνουν όλα αυτά για να καταλάβω;»

Σύζυγος απατημένος και απελπισμένος πατέρας, εργαζόμενος χτυπημένος από την οικονομική κρίση αλλά και τεμπέλης, ο Ηλίας παραληρεί ασθμαίνοντας και ασθμαίνει παραληρώντας.

Νεκρός ένιωθε πιο ζωντανός; Τι είναι αυτό που περισσότερο διακωμωδεί; Τη δική του σκιά ή την Σκιά της Μοίρας και της Ιστορίας;

 

Το 1927, πέντε χρόνια μετά την Μικρασιατική καταστροφή, σε μια Ελλάδα καθημαγμένη από εσωτερικές διαμάχες, προσφυγιά και πόλεμο, ο Καρυωτάκης τυπώνει τα «Ανδρείκελα», ποίημα ενταγμένο στη συλλογή του «Ελεγεία και σάτιρες», έξι μήνες πριν την αυτοκτονία του.

     Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη,

    σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.

    Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.

    Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.

     (Κ. Καρυωτάκης «Ανδρείκελα, Στροφή πρώτη»).

    Σχεδόν έναν αιώνα μετά, και πέντε χρόνια από το ξέσπασμα της σύγχρονης οικονομικής κρίσης, «σε μια κοινωνία που μοιάζει να έχει φτάσει από εκατό δρόμους τα όρια της Σιγής της»**, ένας Ηλίας νεκροζώντανος, σαν άλλο ανδρείκελο ή «φαλακρή τραγουδίστρια» ή ηρωίδα του Μπέκετ, καταλήγει στον ίδιο τραγικό απολογισμό.

«Όλα ίδια, όλα αλλιώς.

Όλα χωρίς εμένα.

Εγώ χωρίς αυτά.

Εγώ χωρίς τίποτα.

Μόνο με τη δυνατότητα της σκέψης. Με τη δυνατότητα της συγκίνησης που μπορεί να γεννήσει η σκέψη.

Ένας άνθρωπος της δράσης και δες πώς κατάντησα».

 

«Αγλαΐα» τιτλοφορείται η δεύτερη ενότητα. Και σ’ αυτήν, στο κεφάλαιο «Αστυδάμαντος 25», η τριτοπρόσωπη φωνή δίνει τη σκυτάλη της αφήγησης στον Παύλο. Η συγγραφέας, για να φωτίσει πρισματικά την κεντρική περσόνα της, επιλέγει το βλέμμα του εραστή. Ο Παύλος μιλάει για μια Αγλαΐα που τρέμει για τη τύχη του γιου της και αδιαφορεί παντελώς για τον ίδιο:

«Ξέρω πως την ύπαρξή της την καθορίζουν οι ενοχές, είναι ένας άνθρωπος στοιχειωμένος απ’ τις ενοχές, στοιχειωμένος απ’ τη θλίψη, όμως όλοι έχουμε δικαίωμα στη θλίψη», μονολογεί, για να καταλήξει στο δικό του κενό:

«Κάθομαι μέσα σ’ αυτό το δυάρι με τα παραθυρόφυλλα κλειστά, αν τ’ ανοίξω βλέπω τον απέναντι και με βλέπει κι αυτός, έτσι τα κρατάω πάντα κλειστά, (…)δεν με ενοχλούν οι άλλοι, με ενοχλεί η εγγύτητα»…

Όλα λειψά, αδικαίωτα. Οι νεκροί με τα σταματημένα έργα, τις αγκαλιές. Αυτό που επιθυμούσαν να γίνουν δεν έγιναν, αυτό που υπήρξαν κάποτε, χάθηκε.

     Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,

    Ανδρείκελα στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,

    χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό

   άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια.

  (Κ. Καρυωτάκης, Ανδρείκελα, στροφή δεύτερη).

   Ανία, απαισιοδοξία, απογοήτευση. Παθητικοί σύζυγοι, μάνες, εραστές, πολίτες αυτής της χώρας με καταρρακωμένη αυτοπεποίθηση, μουρμουρίζουν ατέρμονα ή ομφαλοσκοπούνται σαν γέροι. Όταν κάποτε αντιδρούν, αντιδρούν χωρίς ωριμότητα. Δεν θα τους ακούσουμε ποτέ να συσκέπτονται ή να συναποφασίζουν. Έρπουν έγκλειστοι σε έναν αφιλόξενο εαυτό. Βουλιάζουν σε ένα κενό πιο ζοφερό από το εξωτερικό που τους περιβάλλει. Ο πενηνταδυάχρονος Ηλίας βρίσκοντας καταφύγιο στο ποτό και το ανούσιο κοίταγμα άγνωστων και απρόσιτων γυναικών που παρελαύνουν έξω από τις βιτρίνες των μπαρ, ο «ασήμαντος» Παύλος στην εικονική ζωή που του παρέχει το διαδίκτυο, η ξινή, μεσήλικη Αγλαΐα ψάχνοντας για τον εξαφανισμένο γιο στη γενέθλια πόλη της, την Θεσσαλονίκη.

Η τελευταία, οδηγώντας μόνη στην εθνική, με έντονη την «καφκική αίσθηση ότι κατηγορείται δίχως να γνωρίζει γιατί», θυμάται αίφνης την κατασκήνωση, τις μελανιές στο σώμα του οχτάχρονου τότε αγοριού της. «Δεν έκανα τίποτα. Κι όμως τιμωρούμαι, της είχε πει τότε ο οχτάχρονος». Δώδεκα χρόνια αργότερα, «πού θα πας, τον ρώτησε κι εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. Δεν κατάλαβες, δεν σε ρωτάω, της είπε».

     Αιχμάλωτη στον δικό της ψυχικό βόρβορο, ακόμα και το ταξίδι της θα γίνει βύθισμα στο παρελθόν.

 

φευγ

 

«Προειδοποιητικές λυχνίες ανάβουν σε όλες τις σύγχρονες μηχανές: τα λαμπάκια στο ταμπλό του αυτοκινήτου σου λένε πρόσεχε, λείπουν λάδια, λείπουν νερά, όταν πέφτει η ψύξη στο ψυγείο χτυπάει ο «συναγερμός», όταν τελειώνει η μπαταρία στο κινητό σου ακούς το προειδοποιητικό μπιπ, όταν σε παίρνουν τηλέφωνο να σου πουν πως συλλάβανε το γιο σου γιατί να μην ανάβει τίποτα;»

Οι ενοχές. Η απλή καθημερινότητα που εκείνη δεν μπορεί να απολαύσει. Κυριευμένη από φόβο κι απόρριψη, κάθε φορά που ανάβει τσιγάρο νιώθει σαν να παρανομεί. Όταν κάποτε φτάσει στην παλιά οικογενειακή εστία, οι μνήμες από έναν σπίτι που δεν υπήρξε ποτέ «πατρικό», θα εξηγήσουν ίσως την ανοχή απέναντι στον γκρινιάρη και υπέρβαρο πεθερό.

Χρόνος παρόν, λόγος που τρέχει ποτάμι. Η Μπογιάνου αγνοεί την πεπατημένη. Οπαδός της προφορικότητας και δεινή καινοτόμος, στους εσωτερικούς ή εξωτερικούς διαλόγους των ηρώων σπάνια χρησιμοποιεί πλάγιο λόγο ή εισαγωγικά. Δύσκολο εγχείρημα. Αλλά ο καλά δουλεμένος και βιωμένος λόγος επιτυχώς το υλοποιεί. Σκέψεις και λόγια παραθέτονται άμεσα, ακόμα κι όταν εκφέρονται μέσα από τρίτη φωνή.

«Ευτυχία» τιτλοφορείται το τελευταίο κεφάλαιο. Η Αγλαΐα όμως τη «δική της» δεν θα τη βρει στη συνάντηση με το γιο της. Ίσως γιατί ευτυχία μπορεί να μην είναι εντέλει συναίσθημα. Αλλά στιγμή λήθης. Άσσος στο μανίκι της επιβίωσης, πρόσκαιρο μπάλωμα στο μπατζάκι της δυστυχίας.

    «Τα χιλιόμετρα διαδέχονται το ένα το άλλο. Νιώθει ευτυχισμένη. Είναι που κατάφερε να τον ξεχάσει. Έστω για μια στιγμή».

Το «ΑΚΟΜΑ ΦΕΥΓΕΙ», με μύθο που, άλλοτε χτυπά στο ψαχνό κι άλλοτε σοφά πλαγιοδρομεί, συνιστά ένα πολυεστιακό, πρωτότυπα πολυφωνικό κείμενο. Αριστοτεχνικά δομημένο, με λόγο σκληρό, απτό, σύνθετο και λακωνικό, καλοδουλεμένες ποιητικές μεταπλάσεις, προφορικές επαναλήψεις και ατάκες που ενισχύονται από αλλεπάλληλες, ασθματικές ενδοσκοπήσεις, φτιάχνει με ενάργεια και αρτιότητα το δικό του μικρόκοσμο, το δικό του ιδιαίτερο σύμπαν.

Ένα σύμπαν και μια ιστορία δουλεμένη με λέξεις-φακούς. Κάτοπτρα που, αλλάζοντας συνεχώς την οπτική γωνία τους, κατορθώνουν εντέλει να την απογειώσουν.

 

Βιογραφικό της συγγραφέως: Η Ευγενία Μπογιάνου γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.Άλλα έργα της:«Κλειστή πόρτα», διηγήματα, 2012, εκδ. Πόλις, «Το μυστικό», διηγήματα, 2004, εκδ. Ροές.

 

* νηπενθές < γαλλική népènthes < λατινικά nepenthes <αρχαία ελληνική νηπενθής< νη + πένθος , (Οδύσσεια): νηπενθές: φυτό κατευναστικό, παυσίλυπο, (Αλλού): νηπενθές: φυτό σαρκοφάγο, αναρριχητικό και με αλλόκοτο φύλλωμα. (Πηγή: www.doctv.gr)

** Πανεπιστήμιο Αθηνών, Έλλη Φιλοκύπρου, «Ανδρείκελα», «Κούφιοι Άνθρωποι» και «RAVEN», Μια συνάντηση Καρυωτάκη-Έλιοτ-Σεφέρη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top