Fractal

Διήγημα: «Νεκρόδειπνο»

Της Ευγενία Μακαριάδη // *

 

f6

 

Ήμουνα δώδεκα ή δεκατριών χρονώ περίπου, κακολογούσαν πως το μυαλό μου δε δούλευε σαν των άλλων παιδιών, λέγανε πως με χαρακτήριζε η κουζουλάδα. Σαλό και κρεμανταλά με ονομάτιζαν εκτός του ονόματός μου που ήταν Λάσκος το μικρό και Κωστορίζος το παράνομα. Τα μάτια μου τάχα γερά όμως το χρώμα τους ήταν παράταιρο. Το δεξί είχε της θάλασσας το χρώμα και το ζερβό της ελιάς, του κάρβουνου.

Ο γιατρός των ματιών διευκρίνισε πως και τ’ άλλο είναι μπλε, όπως και το δεξί, αλλά το κρύβει ένα σπίλωμα.

Οι χωριανοί μου δεν πίστευαν ότι βλέπω και με τα δυο μου μάτια, νόμιζαν το ζερβό στραβό και τα παιδιά με κοροϊδεύανε φωνάζοντάς με «γκαβό».

Τα κρασιά, οι λαμαρίνες με τα ψητά, οι ζυμωμένες κουλούρες, που με τρόπο έφερναν οι γυναίκες στις κάμερες και τα ’βαζαν πάνω στα σιδερένια κρεβάτια, μου ’σπαγαν τα ρουθούνια. Πεινούσα πολύ και η κοιλιά μου έπαιζε ταμπούρλο. Κάποιοι με τράβηξαν και με πήγαν στο μεγάλο δωμάτιο που ’ταν η πεθαμένη μάνα μου∙ σπανίως την έβλεπα και λίγο έλειψε να μην τη γνωρίσω. Ήταν ντυμένη με καφέ ταφταδένιο φουστάνι, που ‘φερε στη λαιμόκοψη δαντελένιο, άσπρο γιακά. Της είχαν λουλούδια στα μαλλιά και φύλλα κόκκινου τριαντάφυλλου στο στόμα.

Το κασόνι το ‘χαν στολίσει με νεκροσέντονο άσπρο, με χειροποίητη δαντέλα ολόγυρα, μια πιθαμή φαρδιά, έργο της γιαγιάς μου, της Αερόπης, που την έπλεκε χρόνια τώρα για την αφεντιά της αλλά την πρόλαβε η μάνα μου. Όλο το χωριό θαύμαζε τη δαντέλα κι η γιαγιά μου κουνούσε το κεφάλι της, μπορεί από σεμνή περηφάνια, μπορεί από πόνο για το χαμό της κόρης της.

Μοιρολογούσαν κι έκλαιγαν τσιριχτά χωρίς δάκρυα και φώναζαν «κρίμα, κρίμα στα νιάτα της, στα σπουδάγματά της, στην ομορφάδα της».

Μ’ έβαλαν να στέκομαι ακριβώς δίπλα στο νεκροσέντουκο και να τηρώ τη μάνα μου, που ’ταν πανιασμένη κι έφερνε το χρώμα του ίκτερου. Μου ‘ριχναν και καμιά στην πλάτη να ισιώσω τη καμπούρα μου. Μα ’γω διπλωνόμουνα, γιατί έτσι και ισιωνόμουνα θα χτύπαγε το κεφάλι μου στο ταβανοσάνιδο. Μ’ έντυσαν μ’ άσπρο πουκάμισο, μπαμπακερό, με μακριά μανίκια, όπου στο ένα είχαν περάσει μια μαύρη, φαρδιά κορδέλα. Το μαύρο κοντοβράκι έφτανε μέχρι τα γόνατά μου. Ήμουνα καλτσωμένος με χοντρές γκρίζες κάλτσες. Τα άσπρα μου μοκασίνια ήταν νούμερο σαράντα.

Η κοιλιά μου γουργούριζε όλο και πιο δυνατά, δε μου ‘δωκαν μπουκιά από το πρωί λόγω της πεθαμένης και περίμενα πώς και πώς να την παν στο ταφειό και να γυρίσουμε για το φαγοπότι. Εν τω μεταξύ οι λαμαρίνες για το νεκρόδειπνο και οι φρεσκοψημένες κουλούρες ερχόντουσαν η μια μετά την άλλη και οι μυρουδιές τους μου φέρνανε ζαλάδα, ενώ το καφέ φουστάνι της μάνας με στράβωνε με πόναγε και ο πόνος προχώρησε μέχρι τ’ άδειό μου στομάχι το λάβωσε και μ’ έριξε κατάχαμα παρασέρνοντας τ’ αναμμένο κερί και το νεκροσέντουκο με την πεθαμένη κάτω.

 

 

* Η Ευγενία Μακαριάδη παρακολούθησε σεμινάρια λογοτεχνίας με τους συγγραφείς Βαγγέλη Ραπτόπουλου (ΕΚΕΒΙ), Αμάντα Μιχαλοπούλου και Mισέλ Φάις. Το βιβλίο της με τίτλο «Μύριαμ και Χάννα» (μυθιστορία), βραβεύτηκε από την Π.Ε.Λ. και έχει εκδοθεί από τον Οίκο Λιβάνη. Στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος “Hotel XXX – Άσεμνες Ιστορίες, διακρίθηκε και το διήγημά της με τίτλο «Από τη μέση και κάτω». Έχουν δημοσιευτεί διηγήματά της σε λογοτεχνικές σελίδες περιοδικών, τοπικών εφημερίδων, καθώς και στις ιστοσελίδες: planodion –ιστορίες μπονζάι, fractalart.gr και vivliolatria, κ.α.. 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top