Fractal

Διήγημα: “Απάγκιο παγκάκι”

Της Ευγενίας Μακαριάδη // *

 

151010_002700_sa

 

Σ’ ένα παγκάκι δυο ηλικιωμένες γυναίκες. Η μια, με μπλε φόρμα, παχουλή, ασπρομάλλα, γαλανομάτα, καθόταν ασάλευτη έχοντας στο πλάι της ένα ανοιχτό κουτί με σοκολατάκια. Στην αγκαλιά κρατούσε την κιθάρα της, που μόλις έβαλε στη θήκη. Έπαιξε αρκετά για σήμερα, θα αφήσει το κουτί με τα γλυκά, θα πάρει μαζί την χαρτονένια της πινακίδα με τις επιγραφές, η μια στα ελληνικά ή άλλη στα αγγλικά και θα φύγει. Οι περαστικοί την ξέρουν και το ξέρουν ότι τα γλυκά είναι για τρατάρισμα.

Η άλλη, μελαχρινή, ψηλή, αδύνατη με ζαρωμένο πρόσωπο, μια σηκωνόταν, σέρνοντας τα πόδια της, μια καθόταν. Φορούσε πολύχρωμη μπέρτα που ‘φτανε στις γάμπες της. Όταν σηκωνόταν κάτι ψιθύριζε στους περαστικούς τουρτουριάρηδες. Σκόρπιζε λέξεις τις έκανε κουβέντα και σαν κουβέρτα σκέπαζε όσους την κοιτούσαν με τα θολά μάτια τους και ξεροστάλιαζαν σε πεζοδρόμια, σε παγκάκια, περιμένοντας το νάμα για το ξεδίψασμα των κυττάρων τους. Σαν καθόταν ιστορούσε τα συμβάντα στη διπλανή της που την άκουγε αμίλητη.

«Που λες κυρά, μεγάλωσα σ’ ένα χωριουδάκι της Εύβοιας. Ήμουνα πέντε ή έξι χρονών, μου ‘λαχε να ‘μαι το «γεροντομοιράδι» της οικογένειας και το κέρδος μετά των θάνατο των γονιών θα ‘ταν το πατρικό σπίτι μαζί με δυο κτήματα Δηλαδή η μοιρασιά άνιση από τη μια μεριά, νόμιμη όμως, κατά τα ειωθότα του χωριού μου, από την άλλη. Αυτός που θα έμενε να γεροκομήσει τους γονιούς, δηλαδή το «γεροντομοιράδι», θα ‘παιρνε τα περσότερα. Έλα όμως που αυτήν τη δουλειά κανείς δεν την ήθελε κι ας μη το φανέρωνε ποτές∙ και ξέρεις γιατί; Γιατί το «γεροντομοιράδι» δεν παντρεύεται ποτές. Βλέπεις μαζί με τους γερόντους γερνάει και κείνο. Το γεροντομοιράδι.

Έτσι μικρό με πήγαν οι μεγάλοι αδελφοί πέρα μακριά του χωριού και μ’ αφήκαν μόνη∙ μου στήσανε χωσιά και σα νύχτωσε ήρθαν, οι δυο κρατούσαν γερά τα χέρια μου και ο τρίτος μού χτυπούσε αλύπητα το πόδι μέχρι που το θρυμμάτισε. Μ’ αφήκαν στο χαντάκι να ουρλιάζω από πόνο και φόβο. Φαίνεται πως είπαν ότι χάθηκα ή ότι τους ξέφυγα.

Θαρρείς πώς ήμουνα από σόι φυλάρχου, ως ο Ιωσήφ του Ιακώβ και το ‘καμαν οι αδελφοί από ζήλια; Να σου ‘πω μοιάζουν οι ιστορίες αλλά γι’ άλλους λόγους. Του ‘χε αδυναμία ο Ιακώβ του Ιωσήφ γιατί ήταν ο γιος των γερατειών του, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, ήταν και ο πολύχρωμος χιτώνας που δώρισε στον Ιωσήφ και ξεχώριζε από τα αδέλφια του, όπως τα θρησκευτικά λένε. Τα δικά μου αδέλφια τι να ζηλέψουν από μένα;

Ξέρεις κυρά μου μέχρι σήμερα αυτοί οι λαοί, οι αραβικοί, δωρίζουν χρωματιστά υφάσματα, είναι η παράδοσή τους, η κουλτούρα τους μαθές∙ αλλά κι εγώ λες και κάτι με τραβάει στα χρωματιστά υφάσματα, αυτή μπέρτα που φορώ είναι η αγαπημένη μου.

Τώρα, γυρνώ στην ιστορία μου. Φράγκα για γιατρούς δεν διέθεταν οι δικοί μου και με γιατροσόφια τα κόκαλα δεν κολλιούνται. Πρόσεχε τι σου είπα δεν διέθεταν, όχι ότι δεν είχαν. Άρα στο κόλπο της κουτσαμάρας μου μπορεί νάταν κι οι γονιοί. Όρκο δεν παίρνω. Πάντως τα γεροντομοιράδια του χωριού, όπου κατάγομαι, ήτανε όλα ανάπηρα. Άντε τώρα εσύ να πιστέψεις στις συμπτώσεις και συνάμα στην αθωότητα των γονιών σου.

Έτσι η κουτσή θα ‘μενε γεροντοκόρη και θα κοιτούσε τα γερόντια. Βλέπεις κανείς δεν παντρεύεται μια κουτσή. Όπως για παράδειγμα μια κότα· κανένας χωρικός δεν αγοράζει κουτσή κότα για το κοτέτσι του. Πρώτα πιάνει την κότα στα χέρια, βάνει την κότα να περπατήσει και μετά δίνει τους παράδες του.

Το μόνο καλό από τη ζωή μου μαζί με τους γονιούς ήταν ότι δε μ’ αφήκαν αγράμματη όπως ήσαντε, συνήθως, τα γεροντομοιράδια. Μ’ αφήκαν και πήγα μέχρι το γυμνάσιο κι όλα αυτά γιατί άρεσε στον πατέρα να του λέγω την ιστορία της απελευθέρωσης των Ελλήνων από τους Τούρκους. Διάβαζα πολύ, γιατί μ’ άρεσαν τα γράμματα ίσως γινόμουν δασκάλα που ‘ταν το όνειρό μου, ποιος ξέρει, έτσι κάθε βράδυ δώστου και του ιστορούσα την επανάσταση και η υπερηφάνεια του γέρου δεν περιγράφεται σαν έφτανα να λέγω ξανά και ξανά ότι πρώτα οι περιοχές της Πελοποννήσου απελευθερώθηκαν από τον τούρκικο ζυγό με πρωτοπαλίκαρα τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Γρηγόριο Παπαφλέσσα και τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Ήταν μανιάτης στην καταγωγή ο γονιός.

Τώρα θα μου πεις πώς παντρεύτηκα. Οι γονιοί πέθαναν την ίδια χρονιά, ο ένας το χειμώνα η άλλη το καλοκαίρι. Τότε ήμουνα μεγαλοκοπέλα τριάντα και βάλε ποιος να με πάρει κουτσή και γριά; Μη βλέπεις τώρα που και σαράντα να πάνε οι γυναίκες νέες είναι και παντρεύονται. Δεν ξέρω να σου πω για τις κουτσές.

Ο φτωχός και τεμπέλης του χωριού μας μου ζήτησε να τον παντρευτώ για ευνόητους λόγους. Έγινε ο γάμος, πούλησα ένα κτήμα και κατεβήκαμε στην Αθήνα. Λίγη δουλειά εκείνος, εργάτης ήταν, πολλή δουλειά εγώ τα καταφέρναμε μέχρι που μας έτυχε ο «πρώτος λαχνός».

Ο δεύτερός μου γιος, άριστος στα γράμματα από τα μικράτα του, μπήκε στο πανεπιστήμιο από τους πρώτους∙ και φοιτητής καλός ήταν και πολύ καλός άνθρωπος ήταν και τι δεν ήταν μέχρι που έμπλεξε και άντε συ βρες τη λύση να τον βγάλεις από το λούκι.

Ζητούσα δανεικά και δούλευα μέρα νύχτα να τα ξεπληρώνω. Τώρα θα δεις τι θα πει αδελφική αγάπη, τι θα πει φιλία, γιατί είχα και αδελφή, είχα και φίλη. Τις έχασα και τις δυο. Λάθος, δε χάθηκαν ζουν και βασιλεύουν∙ ζουν τόσο κοντά μου όμως τόσο μακριά από την καρδιά μου. Όταν ζήτησα να μου δανείσει χρήματα η αδελφή μου, εκείνη αμέσως ζήτησε να της δώσω τα χρυσαφικά της μάνας και τα κτήματα, που ανέκαθεν εποφθαλμιούσε. Με τα νέα δανεικά που χρειάστηκα δεν είχε αντίρρηση αρκεί να της έδινα το πατρικό σπίτι,, όπως κι έγινε. Έτσι καλή μου κυρία έχασα τα χρυσά, έχασα το σπίτι και κείνη μαζί. Τώρα θα μου πεις κι η φίλη; Όταν της είπα τα καθέκαστα εκείνη θύμωσε και μου είπε κοφτά και ωμά, ότι έπρεπε να το πω σε κείνη να τ’ αγοράσει, γιατί πού θα τα ‘βρισκε σε τόσο προσιτή τιμή κινητά και ακίνητα, για να προικίσει τη θυγατέρα της».

 

Τυλίχτηκε σφιχτά στη χρωματιστή της κάπα, κούνησε το κεφάλι στην σιωπηλή διπλανή της κι έφυγε, γερμένη στα δεξιά πατώντας ελαφρά στη γη το χωλό της πόδι.

 

 

 

 Η Ευγενία Μακαριάδη παρακολούθησε σεμινάρια λογοτεχνίας με τους συγγραφείς Βαγγέλη Ραπτόπουλου (ΕΚΕΒΙ), Αμάντα Μιχαλοπούλου και Mισέλ Φάις. Το βιβλίο της με τίτλο «Μύριαμ και Χάννα» (μυθιστορία), βραβεύτηκε από την Π.Ε.Λ. και έχει εκδοθεί από τον Οίκο Λιβάνη. Στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος “Hotel XXX – Άσεμνες Ιστορίες, διακρίθηκε και το διήγημά της με τίτλο «Από τη μέση και κάτω». Έχουν δημοσιευτεί διηγήματά της σε λογοτεχνικές σελίδες περιοδικών, τοπικών εφημερίδων, καθώς και στις ιστοσελίδες: planodion –ιστορίες μπονζάι, fractalart.gr και vivliolatria, κ.α.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top