Fractal

Διήγημα: “Σου πάει ρε μάνα”

Της Ευγενίας Μακαριάδη //  *

 

 

f6

 

Είκοσι πέντε χρόνια πηγαινοέρχεσαι καθημερινά, από το σπίτι σου στο σταθμό προς την Αθήνα. Δεν ξεχνάς μπισκότα για άνθρωπο, για σκύλο και το πολύτιμο άνθος∙ βιαστική προχωράς, σπρώχνεις και σπρώχνεσαι ανάμεσα στο πλήθος της Αθήνας να φτάσεις εκεί στην γωνιά της Σταδίου να αφήσεις φρέσκο το λουλούδι. Ένα κόκκινο λουλούδι, ανάλογα με την εποχή του, άλλοτε γαρύφαλλο, άλλοτε τριαντάφυλλο, άλλοτε καμέλια, νεραγκούλα, ό,τι άλικο, όπως ο κόκκινος ήλιος, όπως το αίμα του, που γλιστρούσε γυαλιστερό στο μέτωπό του.

Του μάθαινες τα λουλούδια, του μιλούσες για χρώματα κι αρώματα, «Να, κοίτα γιε μου αυτή είναι μαργαρίτα έχει κίτρινο χρώμα κι αυτή είναι γαρδένια έχει άσπρο χρώμα και υπέροχο άρωμα, μύρισε, μύρισε να δεις». Δεν σου ‘λεγε λέξη, όταν όμως έβλεπε ένα κόκκινο λουλούδι, σου φώναζε με τη γλώσσα των δυο του χρόνων, μαμά κόκκινο.

Τον έπαιρνες αγκαλιά κι έτρεχες, μετά τη μπόρα, να του δείξεις το ουράνιο τόξο, «κοίταξέ το, κοίταξέ το τι όμορφο που είναι, το φτιάχνουν οι ακτίνες του ήλιου όταν μπαίνουν μες στις διάφανες σταγόνες της βροχής. Κοίτα το κόκκινο, το κίτρινο, το μπλε», και κείνο σου φώναζε χαρούμενα, “Είναι κόκκινο. Κόκκινο”.

Άφηνες παλιά ένα κερί, κι αυτό κόκκινο το διάλεγες, το ‘βρισκες πεταμένο, σπασμένο. Ναι, πείστηκες ότι δεν είχε καμιά χρησιμότητα, ακατάλληλη η θέση του σε μια λεωφόρο. Άδικα έπιανε χώρο. Όμως, ένα φρέσκο λουλούδι χωμένο σε μια τρύπα του τοίχου, συνέχεια μιας άλλης που άνοιξε στο κεφάλι του αγοριού το μολυβένιο σφαιρίδιο και μετά σφηνώθηκε στον τοίχο, δεν εμποδίζει. Ναι, είκοσι πέντε χρόνια κι η τρύπα στον τοίχο φιλοξενεί ένα κόκκινο λουλούδι. Στην αρχή έτρεμε το χέρι σου και το λουλούδι έπεφτε∙ έκανες πολλές προσπάθειες να το στηρίξεις, σε τίναζε το πεζοδρόμιο, σε συγκλόνιζε η αλήθεια.

Χανόσουν σαν παιδάκι σε μεγάλες λεωφόρους, ψάχνοντας σε άγνωστα στέκια, σε πολυσύχναστους δρόμους, έρμαιο της απογοήτευσης, της απώλειας .

Μάζεψες τ’ αυτοκινητάκια του, όλα στη σειρά μέσα στη βιτρίνα, τα περισσότερα κόκκινα. Δεν άνοιξες ποτέ το τζάμι της, η σκόνη σκεπάζει τα ίχνη των χεριών του∙ Ένα σου ξέφυγε και το’ βαλες πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού, κάπως το χρώμα σκούραινε, όπως το αίμα που κρυώνει.. Το φιλάς, το τσουλάς πάνω στις παλάμες σου, πολλές φορές ολόγυρα του προσώπου σου. Έχεις κατάκλειστο και σκοτεινό το δωμάτιό του, μη τυχόν και ξεφύγει άχνα από τη φωνή του.

Ακούς τις μουσικές του, αγάπησες τα τραγούδια του. Είσαι φαν των Guns N’ Roses, κινείσαι στο ρυθμό της μουσικής τους, τραγουδάς ξανά και ξανά το:

 

«November Rain», “And when your fears subside/

and shadows still remain/

I know that you can love me/

when there’s no one left to blame/

So never mind the darkness/ we still can find a way/

‘Cause nothin’- lasts forever/

Even cold November rain.

 

Διαβάζεις τα πεταμένα εδώ και ‘κει περιοδικά του, άλλα για υπολογιστές, άλλα γι αυτοκίνητα, για μηχανές, άλλα γι ‘άλλα, τα ‘μαθες απέξω. Τα ‘μαθες όλα απέξω. Με τη σιωπή του σπιτιού σου κουβεντιάζεις, με τα χαρακτηριστικά του συνομιλείς. Μαύρα φρύδια

τοξωτά, μαύρα σγουρά μαλλιά, γένια σ’ ολόλευκο πρόσωπο, μάτια λαδιά, χείλη χοντρά άλλοτε κόκκινα, άλλοτε μενεξεδιά, τα δάγκωνε ολοένα, θυμάσαι; Αντρίκια τα δάχτυλα των χεριών, πάντα διπλωμένος ο αντίχειρας του αριστερού, χωμένος μέσα στην παλάμη, από τη γέννα ακόμα. Στην αρχή μέτρησες τα δάχτυλα των ποδιών. Όλα εντάξει πέντε στο ένα, πέντε στο άλλο. Στο δεξί χεράκι όλα καλά πέντε τον αριθμό, όμορφα παχουλά και ροδαλά δαχτυλάκια. Σφίχτηκε το στομάχι σου, όταν το μάτι σου έπεσε στ’ αριστερό, ένα, δυο, τρία, τέσσερα.. τέσσερα;, ο αντίχειρας;, ηρέμησες, το είδες και το τράβηξες απαλά, το ίσιωσες∙ πέντε ψιθύρισες. Οι μακριές γλυκές στιγμές να βυζαίνει και κουρασμένο να αποκοιμιέται πάνω στο στήθος σου∙ και συ ακούνητη, αμίλητη, να αφήνεις τ’ αχόρταγο βλέμμα σου να τον περιηγείται. Ακουμπισμένο το στρόγυλλο κεφαλάκι στην καρδιά σου πού με τους νανουριστούς χτύπους της το χόρταινε ύπνο. Μάτια σφαλιστά, φρύδια τσίνορα αχνά, μαύρα μαλλιά, πολλά για νεογέννητο, μικρή μύτη με ανοιχτά τα ρουθούνια να ρουφάνε με κοφτές ανάσες τον αέρα της ζωής. Το μικρό κοκκίνισμα στην άκρη του δεξιού ρουθουνιού και ένα ίδιο στη μέση του μετώπου. Θα φύγουν είπαν, είναι από τη γέννα. Εσύ ήξερες, της μύτης θα έμενε, το είχες και συ.

Τη μεγάλη λεκάνη των ρούχων, ήθελε να τη γεμίζεις νερό να πλατσουρίζει, να ταξιδεύει τα καραβάκια του, να βουτάει ολόκληρος μέσα. Λάτρευε το νερό. «Ο καλύτερος στο πρόσθιο», σου είπε ο προπονητής στο κολυμβητήριο, «πάμε για πρωταθλητές». Δεν είπες το παραμικρό. Εσύ ήθελες απλά να μάθει καλό μπάνιο να μην πνιγεί. Να μην πνιγεί.

Δεν είχε παιδιά συνομήλικά του στη γειτονιά και συ έβγαινες στο δρόμο μαζί του, στήνατε τους βόλους στη σειρά. Ποτέ δεν στόχευες καλά, νομίζω ότι το ‘κανες επίτηδες να κερδίζει, να γελάει και να χαίρεται. Πήγες στο γειτονικό ξυλουργείο και σου έφτιαξαν ένα πατίνι, όπως τα πατίνια που έφτιαχναν τα αγόρια της οικογένειάς σου. Πόσο τα ζήλευες. Δεν σου το έδιναν να κάνεις και συ λίγο, «είσαι κορίτσι», έλεγαν. Το χάρηκε τόσο! γελούσατε, γελούσατε, γελούσατε μέχρις δακρύων, όταν έκανες και συ ένα γύρο.

Φόρεσες κόκκινο φουστάνι στα γενέθλιά του∙ δεν ήταν το αγαπημένο σου χρώμα, όμως τ’ αγόρασες γιατί ήξερες ότι θα χαρεί. Και πράγματι, δεν ξεχνάς το γέλιο του, τα αστραφτερά του δόντια, την μεγάλη αγκαλιά, των είκοσι χρόνων του, που σ’ έκλεισε σφιχτά και είπε, «Σου πάει ρε μάνα».

Η χαρά του για τον έρωτα μιας συμφοιτήτριάς του, έγινε και δική σου∙ σκεφτόσουν πάντα να έχει συντροφιά, φοβόσουν τη μοναξιά. Τη μοναξιά του. Θυμάσαι όταν του ‘φερες ένα άσπρο κουτάβι;, το ‘χες βρει πεταμένο να κλαψουρίζει στον κάδο σκουπιδιών. τ’ αγκάλιασε, το χουχούλιασε και είπε, «πρέπει να βρούμε άλλο ένα να μην είναι μονάχο∙» κάτι σου τσίμπησε την καρδιά τον είχες αφήσει μόνο, ένιωσες να σε μπατσίζει η λέξη μοναξιά.

Κατάργησες γιορτές, μέρες, νύχτες, ώρες, χρόνια, που σου έγδερναν τη σκέψη, εσύ ασάλευτη στην δική σου στόχαση, στην πορεία την καθημερινή, να μην χάσει το λουλούδι το χρώμα του. Η εμμονή σου να αγνοείς, να αδιαφορείς στις ξινές φωνές να ξεχάσεις. Θέλεις τη ζωή, θέλεις τη σκέψη, τη μνήμη ζωντανή∙ όλα τα αγαπημένα τα ‘χεις κλεισμένα σ’ έναν κύκλο, και ευτυχισμένη περιστρέφεσαι γύρω τους.

*

Κυρτή προχωράς με το κόκκινο φουστάνι σου∙ σου φάρδυνε, χρόνια αφόρετο. Τύλιξες το μίσχο της κόκκινης καμέλιας σε υγρό βαμβάκι, έφτιαξες ένα χωνί από αλουμινόχαρτο και το ‘βαλες μέσα, πήρες το κουτί με μπισκότα για άνθρωπο και ένα ακόμα με μπισκότα για σκύλο. Έγειρες την πόρτα, προχώρησες το δρόμο για το σταθμό. Λίγο παρακάτω ο ξερακιανός γεροζητιάνος, με το χαρτόνι «πεινάω», κρεμασμένο στο στήθος του. Παραδίπλα ο σκύλος να γλύφει ασταμάτητα τα πληγιασμένα γυμνά πόδια του ζητιάνου. Αφήνεις τα κουτιά στα χέρια του. Ο γέρος ταϊζει πρώτα τον σωματώδη σκύλο του. Το κεφάλι σου γέρνει, δεν το αισθάνεσαι, χθες πονούσε∙ Σπρώχνεις κόσμο να φτάσεις εγκαίρως. Φτάνεις∙ ίδιες κινήσεις∙ χώνεις το λουλούδι μες την τρύπα. Τέλεια εφαρμογή.

Τα μάτια σου, η μύτη σου, τ’ αυτιά σου ματώνουν. φωνές κόσμου σαν βούισμα μελισσών, σαν τιτιβίσματα πουλιών. Τον βλέπεις και γελάς δυνατά ακούγοντάς τον, «Σου πάει ρε μάνα το κόκκινο».

 

 

 

* Η Ευγενία Μακαριάδη παρακολούθησε σεμινάρια λογοτεχνίας με τους συγγραφείς Βαγγέλη Ραπτόπουλου (ΕΚΕΒΙ), Αμάντα Μιχαλοπούλου και Mισέλ Φάις. Το βιβλίο της με τίτλο «Μύριαμ και Χάννα» (μυθιστορία), βραβεύτηκε από την Π.Ε.Λ. και έχει εκδοθεί από τον Οίκο Λιβάνη. Στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος “Hotel XXX – Άσεμνες Ιστορίες, διακρίθηκε και το διήγημά της με τίτλο «Από τη μέση και κάτω». Έχουν δημοσιευτεί διηγήματά της σε λογοτεχνικές σελίδες περιοδικών, τοπικών εφημερίδων, καθώς και στις ιστοσελίδες: planodion –ιστορίες μπονζάι, fractalart.gr και vivliolatria, κ.α.. 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top