Fractal

Πώς γνώρισα την Ευγενία Φακίνου και το κουσούρι του συγγραφέα.

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

 

“…Η Μαρία δεν ακολούθησε το πλήθος. Έμεινε κάτω απ’ το φανοστάτη και γύριζε γύρω- γύρω κυνηγώντας τη σκιά της, όπως η γάτα προσπαθεί να πιάσει την ουρά της. Ζαλίστηκε και στάθηκε. Τα φώτα της προκυμαίας έκαναν τρελούς κύκλους. Η καρδιά της χτυπούσε με δύναμη. Καταλάβαινε πως ζούσε κάτι μοναδικό κι ότι όταν θα μεγάλωνε και θ’ αποκτούσε παιδιά κι εγγόνια, θα μπορούσε να τους λέει: «Ήμουνα κι εγώ εκεί όταν ήρθαν τα ‘λεχτρικά». Ήταν κι αυτή μια κουκκίδα σε μια ιστορική στιγμή.

Όταν συνήλθε απ’ τη ζαλάδα και τα πράγματα πήραν την κανονική τους διάσταση, δεν της άρεσαν. Τα προτιμούσε τρελά και κινούμενα, όπως ήταν πιο πριν. Άρχισε πάλι να τρέχει γύρω γύρω απ’ το φανοστάτη κι έπειτα, ζαλισμένη και παραπαίουσα, να στέκεται και να βλέπει τα φώτα να δίνουν παράσταση μόνο γι’ αυτήν.

«Ένα κοριτσάκι τρελάθηκε και γυρίζει γύρω απ’ το φανάρι» φώναξε κάποιος.

«Μάνα, τρελαίνουν τα ‘λεχτρικά», αποφάνθηκε μια γριά, που είχε τρομάξει και θαυμάσει ταυτόχρονα”.

 

Ήμουν 19 χρονών όταν πρωτοσυνάντησα την Ευγενία Φακίνου. Ήξερα ήδη τα “Ντενεκεδάκια” της, μόλις είχαν κυκλοφορήσει τα “Ελληνάκια” της κι ήμουνα σπίτι της ακριβώς γι’ αυτό. Να δω πως είναι μια γυναίκα που γράφει τόσο όμορφα και ζωγραφίζει παραμύθια. Να δω ποια είναι εκείνη η καρδιά που θα αφουγκραστεί σε λίγο τον καημό της “Αστραδενής”. Να την ρωτήσω πως έρχεται η αλλαγή στα παιδικά παραμύθια. Να μου απαντήσει πως έρχεται στον άνθρωπο η γραφή.Ήτανε Τσικνοπέμπτη και είχε προηγουμένως χιονίσει. Η Ευγενία για να προστατέψει τον κήπο της ολάνθιστης βεράντας της στο Χαλάνδρι τον είχε ολόκληρο μεταφέρει μέσα στο καθιστικό.

 

Ο γιος της στην κουζίνα τσίκνιζε κρέμα σοκολάτα απ’ ότι έμαθα. Τότε μικρό παιδάκι, σχεδόν μωρό, σήμερα άντρας.

“Εδώ που ήρθες – πάντως- σίγουρα θα τσικνίσεις”. Μ’ έβγαλε από την αμηχανία μου η Ευγενία κι ίσως αυτή ακριβώς εκεί η χρονική στιγμή να ήτανε που πήρα να την αναζητώ και άλλη και άλλη και την άλλη φορά.

Δεν υπήρξε βιβλίο που να έβγαλε κι εγώ να μην διάβασα. Δεν υπήρξε καινούργια κυκλοφορία που να μην επιδίωξα συνέντευξη για την συνάντηση. Αναπαράγοντας πάντα αυτή την πρώτη την σπουδαία και τη σημαντική φορά.

Τότε που ένοιωσα κι εγώ όπως κι εκείνο το κοριτσάκι που “τρελάθηκε και γυρίζει γύρω απ’ το φανάρι” φωνάζοντας “μάνα, ήμουν κι εγώ όταν ήρθαν τα ‘λεχτρικά”.

Γύριζα γύρω- γύρω κι εγώ κυνηγώντας τη σκιά μου και το μεγάλο μυστικό της Ευγενίας για το πως γίνεται το πως γεννιέται η γραφή.

Το πόσα πολλά νομίζω ότι γνωρίζω, τελικά, για την Ευγενία ούτε και η ίδια δεν θα μπορούσε ποτέ της να φανταστεί.

Αλλά και το πόσα για – μένα σ’ αυτές τις πολύωρες συζητήσεις – συνεντεύξεις- της έχω κατά καιρούς αποκαλύψει.

Αυτό που έμαθα πρωτίστως απ’ αυτήν, είναι, εν τέλει, “το κουσούρι της γραφής”.

“Νομίζω ότι ο συγγραφέας γεννιέται μ’ ένα κουσούρι κι αυτό τον οδηγεί στην μοναξιά και στα βιβλία. Γιατί θα μπορούσε ένα άλλο παιδί να έχει βγει έξω στη γειτονιά και να παίζει και να είναι μια χαρά”.

– Θεωρείτε, δηλαδή, τη γραφή κουσούρι;

* Δεν γράφουν οι ευτυχισμένοι άνθρωποι! Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι απολαμβάνουν την ευτυχία τους! ‘Ολοι αυτοί που γράφουν, κάτι θεραπεύουν, κάτι παρηγορούν!”

Ούτε κι εγώ ξέρω πόσες φορές αυτό προσπάθησα να της το αποσπάσω. ‘Η μάλλον το φαντάζομαι. Σχεδόν όσες και τα βιβλία της. Διότι θα πρέπει να πω ότι η Ευγενία για πάρα πολύ κόσμο αποτελεί μια αναμονή και για μένα συνήθως μια μόνιμη παραγγελιά.

Και σ’ έναν σταθμό που είχε έρθει εδώ κάποτε ίσως να το θυμάστε, στο “Σωστό Κανάλι”, την έφερα και τότε “παραγγελιά”.

Για πολλά παιδιά που μεγάλωσαν με την “Ντενεκεδούπολη”, τα “Ελληνάκια” και τον “Κύριο Ούλτραμερ”, η Ευγενία Φακίνου είναι πια ένα πρόσωπο μυθικό, Για πολλές γυναίκες που με την “Αστραδενή” έκλαψαν και δραπέτευσαν με την “Μεγάλη πράσινη” η Ευγενία είναι λες και ξέρει το μυστικό. Για πολλούς άντρες, εξάλλου, έχει λύσει το μυστήριο του “Μόμπυ Ντικ”, έχει διαβεί τους “Εκατό δρόμους και τη μια νύχτα” και για τους επίδοξους της γραφής γνωρίζει καλά πως “Η Μερόπη ήταν το πρόσχημα”.

Έτσι, όταν η Ευγενία μου προέκυψε μέσα από την Ομάδα Βιβλίου για άλλη μια φορά “παραγγελιά”, ήταν σα να το γνώριζα από καιρό πως, δεν γινόταν, κάπως έτσι θα γινόταν. Και νά ‘μαι λοιπόν να την καλωσορίζω για να σας πω πως <ήμουν κι εγώ εκεί όταν ήρθαν τα ‘λεχτρικά”.

Μια μικρή κουκίδα που ακούει πάλι και πάλι πάντα με την ίδια λαιμαργία την γοητεία και το κουσούρι που προυποθέτει η διαδικασία της γραφής.

Διότι γραφή και Ευγενία έχουνε γίνει μέσα μου ένα.

 

 

Αναμφιβόλως, η συγγραφέας που έχει συνδέσει το όνομά της με την αλλαγή στο παιδικό παραμύθι. Διότι, η Ευγενία Φακίνου το 1976 τόλμησε και δημιούργησε το Κουκλοθέατρο “Ντενεκεδούπολη”. Και μια σειρά από βιβλία όπου οι ντενεκέδες, ο κυρ- Λαδένιος και τα ντενεκεδάκια ήταν οι μεγάλοι πρωταγωνιστές: “Ντενεκεδούπολη”, “Στο Κουρδιστάν”, “Το μεγάλο ταξίδι του Μελένιου”, “Ξύπνα

Ντενεκεδούπολη” και “Ο κύριος Ούλτραμερ”, “Οι τέσσερις εποχές”, “Μια μικρή καλοκαιρινή ιστορία”, “Λαχανικά, Φρούτα, Λουλούδια, Αγριολούλουδα και Βότανα”, “Το αστέρι των Χριστουγέννων” ήταν εκείνα τα βιβλία που σημάδεψαν και σηματοδότησαν τα παιδικά χρόνια παιδιών και παιδιών. Το άλμπουμ “Ελληνικό Πανόραμα” ήταν εκείνο που τα έκανε να αγαπήσουν το ελληνικό τοπίο και την ελληνική φύση.

Το 1982 η συγγραφέας εξέδωσε ενδεχομένως το σπουδαιότερο εφηβικό μυθιστόρημα. “Αστραδενή”, από το όνομα ενός κοριτσιού που η εσωτερική μετανάστευση το ξερίζωσε από το χωριό του και το έφερε στη ζούγκλα της Αθήνας.

Στο “Έβδομο ρούχο”, έργο της που από πολλούς θεωρείται ανυπέρβλητο ακόμα και για κείνη την ίδια, η Ευγενία Φακίνου σκιαγραφούσε την… ζούγκλα της εποχής. Και το ανθρώπινο χρέος προς τα σύμβολα, το κοινό όραμα και την παράδοση.

Ακολούθησαν: “Η μεγάλη πράσινη”, “Γάτα με πέταλα”, “Ζάχαρη στην άκρη”, “Η Μερόπη ήταν το πρόσχημα”, “Εκατό δρόμοι και μια νύχτα”, “Τυφλόμυγα”, “Ποιος σκότωσε τον Μόμπυ Ντικ”…

Μυθιστορήματα με κεντρικό άξονα την ταυτότητά μας και την παράδοση, τη μνήμη και το χρέος μας ως προς αυτή. Οι κεντρικές ηρωίδες της συνήθως ήταν γυναίκες. Που επαναστατούσαν όπως στη “Μεγάλη Πράσινη”, που μετέφεραν τα οστά των προγόνων στο “Η Μερόπη ήταν το πρόσχημα”, που προδίδονταν στην “Τυφλόμυγα”…

Γυναίκα είναι η ηρωίδα και στο πιο αυτοβιογραφικό της μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα καθ’ ολοκληρία “ζωής”, εφόσον η ηρωίδα του, η Μαρία, είναι η μητέρα της. “Έρως, θέρος, πόλεμος” ο τίτλος του. Ένα βιβλίο που συνδυάζει με εξαιρετικά ευαίσθητο τρόπο ιστορία και… προσωπικά δεδομένα.

Εξάλλου, η συγγραφέας, εκτός από το γεγονός ότι μας… χαρίζει την ιστορία της, μας γυρίζει πίσω με

μυθιστορηματικό τρόπο και τη δική μας. Γιατί η ζωή της μικρής Μαρίας που έφυγε δωδεκάχρονη από την Σύμη, έζησε κάποια χρόνια στην Αλεξάνδρεια, γύρισε λίγο μετά την Κατοχή στην Κυψέλη, εκτυλίσσεται ταυτόχρονα με τη ζωή της χώρας μας. Με τα μεγάλα θαύματά της- ηλεκτρικό, ραδιόφωνο, κινηματογράφο- αλλά και τις μεγάλες πληγές της, πόλεμο, κατοχή, αντίξοες συνθήκες, χειρουργεία…

Διότι στο “Έρως, θέρος, πόλεμος” ατομική και συλλογική μνήμη γίνονται ένα.

Η συγγραφέας δεν μας αποκαλύπτει την προσωπική εμπλοκή της με το θέμα παρά μονάχα στο τελευταίο κεφάλαιο. Και μάλιστα, με αφήγηση πρωτοπρόσωπη, και με το πιο αποκαλυπτικό και ψυχαναλυτικό τρόπο. Με γνήσια συγκίνηση, σπαρακτική ειλικρίνεια που κατά κοινή ομολογία έκανε πολλούς να δακρύσουν.

Η συγγραφέας αναγνωρίζει ότι το εγχείρημά της αυτό, δεν υπήρξε καθόλου εύκολο: “Θα πρέπει να πω ότι χρειάστηκαν 12 χρόνια μετά τον θάνατό της για να μπορέσω να προσεγγίσω αυτό το θέμα. Ήξερα, βέβαια, από πολύ νωρίς, προτού την χάσω καν, ότι ήταν μυθιστορηματικό πρόσωπο, το καταλάβαινα αυτό, και ότι θα έκανα μια ιστορία με αυτό το πρόσωπο ακόμα κι αν δεν ήταν η μητέρα μου”.

Εξάλλου, η μέχρι τώρα συγγραφική της πορεία το έχει αποδείξει: “Εμένα ποτέ δεν με ενδιαφέρουν οι προσωπικές ιστορίες εάν δεν ακουμπάνε σε ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα όπου να καθρεφτίζεται ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων”, αναγνωρίζει.

Έτσι, λοιπόν, η Μαρία της, μια Μαρία μέσ’ τις χιλιάδες Μαρίες, που έτυχε να γεννηθεί το 1919 στη Σύμη και να ζήσει μέχρι τα δώδεκά της μια “αρχαία ζωή” στα ορεινά του νησιού, βιώνοντας ταυτοχρόνως, όπως ενδεχομένως άλλα παιδιά αυτής της ηλικίας, την εποχή των θαυμάτων (ραδιόφωνο, ηλεκτρισμός), δωδεκάχρονη φεύγει από τη Σύμη για την Αλεξάνδρεια”.

“Το συγκλονιστικό γεγονός της μετανάστευσης των παιδιών που έφευγαν μόνα τους σε πολύ μικρές ηλικίες για την Αίγυπτο, είναι ένα γεγονός εν πολλοίς άγνωστο”, υποστηρίζει η συγγραφέας.

Έτσι, εκεί η μικρή Μαρία θα περιπλανηθεί όπως εκατοντάδες φτωχά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, και θα γνωρίσει τους ανθρώπους, τα όνειρα, τις διαψεύσεις και τις ματαιώσεις. Θα γίνει νοσοκόμα και θα έρθει αντιμέτωπη με τον ανθρώπινο πόνο, την φιλία, το έρωτα και την απώλεια. Θα ζήσει το ξέσπασμα του πολέμου, θα παντρευτεί, θα γεννήσει, και θα γυρίσει στην μετακατοχική πάμπτωχη Ελλάδα για να εγκατασταθεί πια για πάντα στην Κυψέλη.

Το “κομμάτι” αυτό της Κυψέλης είναι και το κείμενο με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η ζωή με την μητέρα και τον συνήθως απόντα πατέρα, οι συγκρούσεις, οι παρεξηγήσεις, η βαθιά αγάπη και η μεγάλη συμφιλίωση.

Στο μεταξύ, τριγύρω μαίνονται όλα τα μεγάλα γεγονότα, Η Ιστορία με γιώτα κεφαλαίο που καθορίζει αδιόρατα μα σταθερά όλες τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες, κατά συνέπεια και της Μαρίας. Και την οποία με σεβασμό και βαθύτατη γνώση η συγγραφέας παρατάσσει παράλληλα.

“Νομίζω ότι αυτό το βιβλίο το ξεκίνησα ως μυθιστόρημα”, υποστηρίζει η Ευγενία Φακίνου, όταν την ρωτήσαμε αν αυτή η ιστορία υπήρξε προσωπικός λογαριασμός ή χρέος. “Τα χρέη τα είχα ξοφλήσει εγκαίρως, διευκρινίζει. Και χαίρομαι πολύ που το είχα κάνει αυτό εγκαίρως, γιατί με ένα βιβλίο τελικά δεν ξοφλάς. Ειδικά όταν αυτόν που χρωστάς ή σου χρωστάει δεν τον έχεις απέναντί σου για να τακτοποιήσεις τα πράγματα. Βέβαια, χρειάστηκε να μεγαλώσω κι εγώ για να το κάνω. Αυτά δεν τα κάνεις στην εφηβεία, ούτε στα αμέσως επόμενα χρόνια. Πρέπει να μεγαλώσεις κι εσύ για να αντιληφθείς. Και να καταλάβεις ότι αυτά τα οποία μπορεί να χρέωνες ήταν ανόητο να τα χρεώνεις και ότι όλοι πρέπει να βάζουμε νερό στο κρασί μας, αλλιώς ή μεθυσμένοι θα είμαστε ή δεν θα καταλαβαίνουμε τίποτα”.

Εξάλλου, είναι και το μοναδικό από τα βιβλία της στο οποίο υπάρχει προσωπική εμπλοκή: “Εγώ είμαι ένας συγγραφέας που δεν με ενδιαφέρουν τα αυτοβιογραφικά στα βιβλία. Βεβαίως έχω δανείσει κάποια πράγματα σε ήρωες ή ηρωίδες κατά διαστήματα, αλλά όχι σ’ αυτό το σημείο”, αποδέχεται η συγγραφέας. “Παρ’ όλα αυτά πρέπει να πω ότι στο τρίτο μέρος που είναι και στο πρώτο πρόσωπο όπου γράφει η κόρη της ιστορία της μητέρας, επειδή ακόμα δεν είχα αποφασίσει αν θα αποκάλυπτα ότι είναι η μητέρα μου, ένας αναγνώστης που δεν το ξέρει, πουθενά δεν αποκαλύπτεται ότι η συγγραφέας είναι η κόρη”.

Κατά συνέπεια, η Ευγενία Φακίνου, χαρίζει στον αναγνώστη ένα σπουδαίο μυθιστόρημα όπου το προσωπικό και το συλλογικό γίνονται ένα και η ανθρώπινη συγκίνηση δεν μπαίνει αβίαστα και άκριτα.

Ένα βιβλίο, εν τέλει, σαν καθαρτήριο ενδεχομένως επειδή αποτελούσε ανέκαθεν για την συγγραφέα ένα χρέος και μια προσωπική εκκρεμότητα. Που αποδεικνύει ότι χωρίς την προσωπική εμπλοκή ένα βιβλίο είναι χωρίς σάρκα και αίμα.

Στις σελίδες του, παρά τον επεξηγηματικό συγγραφικό τρόπο “τ’ ανείπωτα λόγια. Πάντα πιο φλύαρα και διεγερτικά”. Το κλάμα “για τους ανθρώπους τους δικούς μας που δεν καταφέραμε να συμβιώσουμε ΄πως θα θέλαμε, όπως θα έπρεπε”. Και μέσα σε όλα αυτά κι εκείνο το κοριτσάκι κάτω από τον φανοστάτη που <γύριζε γύρω γύρω κυνηγώντας την σκιά της. Καταλαβαίνοντας ότι ζούσε κάτι μοναδικό κι ότι όταν μεγάλωνε και θ’ αποκτούσε παιδιά κι εγγόνια, θα μπορούσε να τους λέει: «Ήμουν κι εγώ εκεί όταν ήρθαν τα ‘λεχτρικά»” Ήταν κι αυτή μια κουκίδα σε μια ιστορική στιγμή”.

Όπως ενδεχομένως να αντιλαμβανόταν και η συγγραφέας όταν έγραφε και υπέγραφε αυτό εδώ το βιβλίο. Ένα από τα πιο καλά της βιβλία.

 

[ Με αφορμή μια παλιά επίσκεψή της στην Ομάδα Βιβλίου στο Κορωπί ]

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top