Fractal

Η Ευαγγελία Τυμπλαλέξη στο εργαστήρι του συγγραφέα

 

 

Το αναγνωστικό κοινό στέκει δύσπιστο στην έκδοση ενός νέου βιβλίου. Υποπτεύεται ενσυνείδητα ή ασυνείδητα πως το όλο εγχείρημα αποτελεί ένα ασφαλές πρόσχημα που θα επιτρέψει στον συγγραφέα να μιλήσει για ενδόμυχες ανησυχίες, και σπάνια λανθάνει. Αποτελεί όντως το εφαλτήριο του πειράματος, κι όπως το συνεχές παιχνίδι μεταξύ πειράματος και θεωρίας σηματοδοτεί το μεγαλείο αλλά και την παγίδα της πραγματικής επιστήμης, το νεοσύστατο πόνημα ενός αφανούς δημιουργού δεν μπορεί παρά να δηλώνει το απομεινάρι ενός αιμοδιψούς εξελικτικού παρελθόντος και να υποκρύπτει την αλληλεπίδραση ανάμεσα στην προσδοκία και τη διάψευσή της.

Μπορεί ένα πλήθος λυσίπονων τεχνητών μέσων να μας περιτειχίζουν σήμερα∙ μπορεί τα προηγμένα ηχοσυστήματα να καλύπτουν για λίγο τους παράξενους θορύβους∙ μπορεί τα εκθαμβωτικά φώτα ν’ αναχαιτίζουν προσωρινά τα σκοτάδια…

Στον μυχό της νόησης όμως καραδοκεί η ίδια μυστηριακή νύχτα που περιστοίχιζε τον πρωτόγονο άνθρωπο στο κατώφλι της κοσμογονίας. Κι αν εν αρχή ην ο πυρσός π’ αποπειράται να φωτίσει αυτό το σκοτάδι κι έπεται η σκέψη-η θρησκεία-η φιλοσοφία, η επιστήμη-η τεχνολογία κλείνουν τον κύκλο αυτό. Στίφη συνεγέρθηκαν ειδικών για ν’ αποδείξουν ότι όλοι οι τρόμοι της νύχτας δεν είναι παρά γεννήματα της φαντασίας-ψευδαισθήσεις τ’ ασυνειδήτου-διαταραχές της βιοχημικής μας ισορροπίας-οφθαλμαπάτες…

Κανείς ωστόσο δεν απαντά στο καίριο ερώτημα. Τι υπάρχει στις απέραντες μικροσκοπικές ή μακροσκοπικές εσχατιές του ανθρώπινου στοχασμού; Ο  20ος αιώνας που ευαγγελιζόταν ειρήνη-δικαιοσύνη, αποχώρησε καθημαγμένος κληροδοτώντας πολλαπλάσιες αδικίες και παραδίδοντας αιμόφυρτος τη σκυτάλη στον 21ο, του οποίου τα υπεσχημένα εδράζονταν επίσης σε ανάλογες αισιόδοξες εξαγγελίες, αλλά τα χνάρια του ακολουθούν δυστυχώς την πεπατημένη.

Αν ο Μισέλ Φουκώ, στο έργο του «Ιστορία της σεξουαλικότητας», προβάλλει το φιλοσοφείν ως μια σειρά από techniques du soi, τεχνικές δηλαδή για τη διάπλαση ενός συγκεκριμένου είδους εαυτού, η ανθρώπινη αυτογνωσία μέσω της Ποιήσεως δραπετεύει από κάθε τυραννία συμβάσεων για να καταστεί εγκύμονας συνεχούς διαπάλης: το Είναι εναντιώνεται στο Μη-Είναι, το Είναι στο Φαίνεσθαι, η Γνώμη στην Αλήθεια, η Φύση στον Νόμο.

Στο έργο «Στις ακρώρειες της Μοναξιάς» επιχειρείται μία προσέγγιση στον πυρηνικό χαρακτήρα του όρου Μοναξιά, τόσο σαν απομάκρυνση του σύγχρονου ανθρώπου απ’ τον πραγματικό εαυτό του, κάτι που εδράζεται κυρίως στην κριτική του στάση, όσο και στην ανάγκη επιβολής στους συνανθρώπους του και στη φύση, κάτι που παρεμφαίνει σαν βασική του αναζήτηση.

Διέπεται από μια διάχυτη τάση προς την ηδονή και επιδίδεται σε άσκοπη αλλά όχι δημιουργική έκφραση. Συνακόλουθα κηρύσσεται έκπτωτος άγγελος απ’ τη νοητότητα που τον περιβάλλει, αφού καταστρέφει τις αξίες χρήσης αποκτώντας αυθαίρετα την πρωτοκαθεδρία και μετατρέποντας τη φιγούρα του σε ριζικό μονοπώλιο, αφού ακρωτηριάζει τη φύση, εξ’ αιτίας της συνθλιπτικής της υποδούλωσης απ΄ την εξουσία του έλλογου.

Αν θελήσουμε να εστιάσουμε ιδιαίτερα στη μοναξιά της Γυναίκας, πραγματείες επί πραγματειών συνοψίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες υπό το εννοιολόγημα της ελευθερίας της Γυναίκας, μία ωστόσο οντολογία, που εκτείνεται απ’ τις δομές του απραγματοποίητου ως το προοιώνισμα ενός ανθρωποπρεπούς μέλλοντος. Το ουτοπικό στοιχείο εντοπίζεται στο εύρος του ανδροκρατούμενου παρελθόντος-παρόντος και ίσως ορίζοντα, αφού ο εκάστοτε αξιακός στόχος επισημαίνεται σε πλαίσιο ανεφάρμοστης εμμένειας ως ιστορικό επιγενόμενο και δυσμενές απαιτούμενο μέσα από διαδικασίες υποβιβασμού.

Οι μορφές, που δημιουργεί κάθε κοινωνία, συναρμολογούν ένα σκαρίφημα, μέσα στο οποίο η δεδομένη κοινωνία εγγράφεται και δίνει στον εαυτό της μια θέση. Οι φιγούρες αυτές συγκροτούν αυτόματα ένα σύστημα θεσμών και αξιών, που προσανατολίζουν τη συλλογική αλλά και την ιδιωτική ζωή. Ενσαρκώνονται μέσα στους κανόνες Κι είναι αδύνατον να φαντασθούμε αυτή τη δημιουργία σαν επίτευγμα ενός ή μερικών ατόμων.

Η σημερινή κοινωνία κωφεύει στους εξευτελισμούς, στους οποίους υπόκειται μία γυναίκα, είτε σε πλαίσιο οικογενειακό, όπου είναι αναγκασμένη να ακολουθεί συγκεκριμένες ατραπούς, ώστε να περισώσει τον γάμο και να δώσει προτεραιότητα στα παιδιά της, είτε σε ευρύτερο πλαίσιο, μέσα στο οποίο ζει και κινείται με τους σεξισμούς να την στοχοποιούν ενίοτε σαν εργαλείο ηδονής. Με τον άνδρα να κρατά τα σκήπτρα σε όλους τους τομείς αλλά να αρνείται να «μεγαλώσει», η γυναίκα επωμίζεται όλους του ρόλους όντας ταυτοχρόνως υποχρεωμένη να περιορίσει την εμβέλεια των ικανοτήτων της, διότι το ανδρικό πρότυπο ευνουχίζεται μπροστά στον γυναικείο δυναμισμό. Σχήμα οξύμωρον, αλλά διηνεκές.

Η ιδιότητα της γυναίκας συνεχίζει να τίθεται υπό το μικροσκόπιο, όχι ως χαρακτηρισμός πρωτογενούς και μη επιδεχόμενης «διορθώσεων», αλλά ως μεταβλητή, η οποία συνιστά κρηπίδα για οιοδήποτε θρησκευτικό-πολιτικό δόγμα στην πολυδιάστατη πορεία του ιστορικού «γίγνεσθαι». Παραδόξως εγκολπώνεται και η ίδια την αναγκαιότητα της επιβολής περιθωρίων, μέσα στα οποία της επιτρέπεται να ενεργεί, ανάλογα με την εποχή και το πολιτικό σύστημα, το οποίο ορίζει τη σεξουαλικότητα και την συμπεριφορά  της.

Εύκολα θα μπορούσαμε να αντιπαραβάλλουμε την κατάσταση του εργάτη. Δεν είχε ποτέ, όπως μαρτυρεί ο Λένιν, τη θεωρητική ικανότητα ιδεολογικού σχεδιασμού, απλά γνωρίζει την αδικία μέσα απ’ τις εργασιακές σχέσεις. Με τον σοσιαλισμό βρέθηκε ν’ αποκτά ηγέτη τους σοσιαλιστές διανοούμενους, εκ των οποίων ξεπήδησαν αρχηγοί της εργατιάς συμμεριζόμενοι τα δικαιώματά της χωρίς να ανήκουν ωστόσο ταξικά στους κόλπους της.

Η ίδια αντίφαση και οφθαλμοφανής κατάσταση διαπιστώνεται στα «φεμινιστικού τύπου» κινήματα, τα οποία ανοίγουν διαύλους επαναστάσεων στο όνομα της Γυναίκας, με την ίδια ταυτοχρόνως να βρίσκεται στη θέση του αχθοφόρου ιδεολογιών ή συμφερόντων άλλων.

Αν θα θέλαμε να εντρυφήσουμε γενικά στη ζωή του μοναχικού ανθρώπου, θα λέγαμε ότι αυτή είναι διάστικτη από μεταστροφές, που αρχίζουν σε στιγμές κρίσης και συνεχίζουν με την πεποίθηση πως η κρίση πηγάζει απ’ τον εαυτό του. Είναι σαν να βρίσκεται σε συνεχή κι ισόβιο αγώνα με την ίδια του τη φύση. Διάφορα διλήμματα, τα οποία εισβάλλουν απρόσκλητα κι απροειδοποίητα στη σκέψη, τον κατατρύχουν, αφού πρόκειται για αινίγματα που επιβάλλονται μόνα τους κι αιχμαλωτίζουν τον λογισμό σε γρανάζια καθοριστικής εμπειρίας.

Ο Ποιητής είναι άνθρωπος μοναχικός και οικοδομεί εντέχνως μια υβριδική σφαίρα ιδιωτικής αυτονομίας, αναδεικνύοντας τον θεμελιακό χαρακτήρα της ανεξάρτητης πολυμορφίας του, καταθέτοντας τις ψηλαφητές και ταυτοχρόνως άθικτες ενστάσεις του, αποφεύγοντας την υπέρμετρη όξυνση αντιθέσεων. Όσο κι αν παρεμβαίνει ο εντριβής προς άμβλυνση επαμφοτεριζόντων αναλύσεων, το αίτημα απορρίπτεται αίφνης, αφού υποδηλώνει άρνηση της ιδιότητάς του ως έλλογου όντος. Οι άνθρωποι προξενούν κακό στους συνανθρώπους από μίσος-φθόνο-παραφροσύνη. Η ποίηση θλίβεται με σοβαρότητα λοιδορώντας τα κακώς κείμενα εκμεταλλευόμενη δύσπεπτα και δυσνόητα σχήματα μεταφοράς, αρνούμενη ταυτοχρόνως να υπηρετήσει ηθικούς σκοπούς, αφού κάτι ανάλογο θα απομείωνε την ισχύ της. Η αμοιβαία σχέση ανάμεσα στις αφηρημένες έννοιες της διάνοιας και τις εικόνες των αισθήσεων ή της φαντασίας είναι πράγματι ένα ισχυρό θέμα μεθερμήνευσης. Οι εικόνες αποσυνδέονται πλήρως από κατάλοιπα πεποιθήσεων ή ηθικών σκοπιμοτήτων. Τα πάντα θέτονται σε «φαινομενολογική αναγωγή» ακυρώνοντας θέσφατες εντολές, αφού δεν απεικονίζονται ποτέ σε επιστημονικά κείμενα και κατ’ επέκταση δεν αποφαίνονται δίκην εμπειρογνώμονα.

Ο Ποιητής διεξέρχεται ενδιάθετες κραυγές, συνιστώντας ασύμμετρη απειλή για κάθε μορφή εξουσίας. Ορθολογιστές κι Εμπειριστές διαφωνούν για το αν, στο βιβλίο του νου, η προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στα κείμενα που παρέχει η διάνοια ή στις εικόνες που παρέχουν οι αισθήσεις. Ο Καντ υποστήριξε πως δεν μπορούμε μόνο με την εποπτεία να κατανοήσουμε τον κόσμο, ούτε μόνο με την νόηση, αλλά μέσα απ’ τη σύνθεση εποπτείας και έννοιας μπορούμε να φτάσουμε στη γνώση.

Ο Ποιητής δεν αποτελεί παρά ένα «εμπειρικό εγώ»  του ενδεχομενικού κόσμου και μόνο ως φύσει καθαρού υποκειμένου αποκαλύπτεται η ουσιώδης φύση του. Το υπερβατολογικό εγώ αυτοσυγκροτείται δημιουργώντας διαδοχικά τα αντικείμενα της επίγνωσης για να ενοποιηθούν χάρη στην οργανωτική του δύναμη. Μετά από πολύωρη ψηλάφηση στο σκοτάδι, ο ποιητής αναζητά τα αίτια. Η Ποίηση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει σε περιόδους διακυβέρνησης αμείλικτων και δεσποτικών πρακτικών ή όταν το κοινό αποπειράται να κατανοήσει τη γλωσσική αλληλουχία ως έκφραση ορθολογικής δραστηριότητας και χωρίς να αποδεσμεύει την πορεία της προσωπικής ζωής του συγγραφέα απ’ το κείμενό του. Η διαδικασία της αναγωγής κατευθύνεται διττά: προς τον ίδιο τον σκεπτόμενο-γράφοντα και  προς τον σκεπτόμενο-δέκτη. Τόσο η προθετικότητα συγγραφής όσο και αυτή της ανάγνωσης οφείλει να τίθεται εντός παρενθέσεως, όπως και οιαδήποτε επιστημονική έννοια προσεγγίσεως ή κριτικής σάρωσης του κειμένου…

 

 

*Το  κείμενο  συνιστά  την  εισαγωγή,  της  ποιητικής   συνθέσεως  «Στις  ακρώρειες  της  Μοναξιάς»  της  Ευαγγελίας  Τυμπλαλέξη,  το  οποίο  τέθηκε  σε  κυκλοφορία  τον  Μάρτιο  του  2017  απ’  τις  εκδόσεις  Ωρίωνας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top