Fractal

Κάθε άνοδος και πτώση

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

«Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι» του Γιάννη Στίγκα, σελ. 48, Εκδ. Μικρή Άρκτος

 

Πτήση-πτώση. Ουσιαστικά, ομόρριζα (κι ας μην φαίνεται), ομόηχα (ο ήχος της πτήσης μοιάζει με τον γδούπο της πτώσης), ισόποσα καταμερισμένα στη ζωή του ανθρώπου (όσες φορές θα ανέβεις, τις ίδιες θα πέσεις). Πτήση-πτώση σημαίνει οντολογική κινητικότητα. Σημαίνει: όσα ψηλά κουβαλάς, άλλα τόσα χαμηλά σε ορέγονται. Σημαίνει, έχεις μέσα σου δύο αντιπάλους: ο ένας θέλει να σε εξακοντίσει στα αστέρια κι άλλος να σε περιδέσει στο έδαφος. Στο ενδιάμεσο, εσύ, ο δίπλα, ο απέναντι, μαθαίνεις να ζεις στην αμετανοησία της εφόρμησης και τον βαλτώδη αέρα της πρόσκρουσης.

Ο Γιάννης Στίγκας στην έκτη του ποιητική συλλογή είναι ένας ρέκτης της πτήσης και ταυτόχρονα ένας μύστης της πτώσης. Είναι και τα δύο, αλλά και τίποτα ακριβώς και εξ ολοκλήρου.

Είναι ο αιωρούμενος ποιητής που δεν επιδιώκει τα δει τα πάντα, αλλά να εστιάσει στα πάντα. Να τα μετρήσει και να μετρηθεί μαζί τους. Είναι ένα μέταλλο λέξεων που υπερίπταται γνωρίζοντας πως άλλο δεν του μέλλει να πέσει κάποια στιγμή. Οι στίχοι του είναι σαν δυναμό, έχουν ανυψωτική δύναμη και βαρυτική ιδιότητα. Συμπάσχει με αυτούς που θέλουν να διαφύγουν από τη στενωπό του εδάφους, αλλά και με εκείνους που αποδέχονται την αβρότητα της επιφάνειας. Ο ποιητής είναι η ίσαλος γραμμή, ζει ανάμεσα στο πάνω και το κάτω. Είναι ο ισημερινός ανάμεσα σε γη και ουρανό, όμως δεν είναι συμβιωτικός τύπος – όχι, ο Γιάννης Στίγκας έχει μάθει να ξεβολεύει τις σταθερές. Τις τρέφει με μαρμαρυγές, τις στροβιλίζει, λακτίζει και λακτίζεται. Στην ποίησή του ενοικεί το γλέντι και η απελπισία. Πώς το έλεγε ο Μπράουνινγκ; «Πείνα, γλέντι, απελπισία – ευτυχήσαμε».

Για τις ανάγκες του κειμένου -και μόνο- θα χώριζα τις τρεις θεματικές της συλλογής (καίτοι, η μια εκπορεύεται και συνδράμει στην άλλη) ως εξής: η ποιητική της ποίησης, η έμπυρη οντολογία και η ασύμμετρη διαδοχή της πτήσης-πτώσης.

Στην πρώτη θεματική βρίσκει κανείς στίχους που μετρούν το βάρος της γραφής δίχως εκζήτηση ή ωραιοποίηση. «Σε παίρνει τότε ένα παράπονο κατάμουτρα/ -πάει να πει-/ θ’ αρχίσεις να γράφεις» ή «Κι εγώ δεν έχω ούτε έναν στίχο να σωθεί απ’ τη φωτιά» ή όταν η ποίηση είναι «Σαν ζωοτροφή για τα σύννεφα». Είναι μέσα του εμπεδωμένη η αίσθηση όχι του μάταιου σκοπού, αλλά του εντελούς σκοπού που οδηγεί στη μεγάλη ματαίωση: «Γράφω/ σημαίνει ξεχνάω/ το συννεφιασμένο σου μέτωπο/ Hypocrite lecteur».

Η οντολογία του Στίγκα είναι το ίδιο υλική και φιλοσοφική, κάτι που φέρνει μια παιγνιώδη διάσταση στο βαθύσκιο της βιωτής. Μας λέει ο ίδιος: «Φοράω γυαλιά πιλότου/ για να μην βλέπετε το ασσόδυο μέσα στα μάτια μου». Ομοίως: «Αυτό που λέμε θνητότητα/ είναι ένα σύννεφο ταχείας πήξεως» και «κάθε λεπίδι που σέβεται τον εαυτό του/ξέρει/ πού ξεδιψά/ και πού λιγώνεται».

Όμως, εκεί όπου το βάρος της συλλογής γίνεται ακοίμητο είναι στις αντίρροπες δυνάμεις που ασκούνται –ακόμη και μέσα στο ίδιο ποίημα- και ορίζουν τη φυγόκεντρη τάση του ανθρώπου και την κεντρομόλα ισχύ της μοίρας του. Λέει ο Στίγκας: «Ετσι πάει. Κεφάλι είναι και πετά./ Το σώμα πίσω σπαρταρά, Αντουανέτα» και «το ανθρώπινο είναι το πιο αποδημητικό είδος». Ο Πρεβέρ μιλούσε συνεχώς για πουλιά: για εγκλωβισμένα πουλιά, για πουλιά-ταξιδευτές, για πουλιά-σύμβολα. Ο Στίγκας μιλάει για χελιδόνια που πάντα επιστρέφουν «κι αυτό δεν καταπίνεται εύκολα» και για σκοτεινά τρυγόνια.

 

Γιάννης Στίγκας

 

Από την Λάικα έως τον αστροναύτη Εντ Γουάιτ και από τον μυθικό Πήγασο έως τα διαστημόπλοια που ίπτανται πάνω από τα εγκόσμια, η απόσταση που χωρίζει την άνοδο από την πτώση είναι μόλις μια στιγμή ζωής, ένα ψυχανέμισμα, μια συγκυρία πραγμάτων, μια ανάποδη ανάσα, μια ζέση και ο στραβός σωσίας της. Είναι ο αεροπόρος Εξυπερύ (πόσο ταιριαστός στην ουσιαστική ύλη της συλλ0γής) που διέσχισε τη Μάγχη με ένα αεροπλάνο που έμοιαζε περισσότερο με φτερωτό ποδήλατο.

Μα, αυτό ακριβώς κάνει με τον τρόπο του και ο Στίγκας: διασχίζει τη δική του Μάγχη με ένα πτητικό μηχάνημα δικής του (ολότελα δικής του) κατασκευής. Είναι ένα λεξόπτερο (sic) αυτό που έχει κατασκευάσει και είναι τόσο ασφαλές όσο και επισφαλές. Διότι έτσι είναι οι λέξεις: είναι υψιπετείς, αλλά και καταβαραθρωμένες. Διότι έτσι είναι και οι άνθρωποι: Ίκαροι που έπεσαν και όπως μας λέει και ο Στίγκας στην πρωτομετωπίδα, από αυτές τις πτώσεις φτιάχτηκε και η Ερυθρά Θάλασσα. Πού νομίζετε ότι πάει όλο αυτό το αίμα; Χάνεται ανέξοδα;

Ο Γιάννης Στίγκας, για να χρησιμοποιήσω μια δική του εικόνα, είναι μια λάμπα πυρακτώσεως. Ξέρει πού ζει το σκοτάδι, αλλά και πού κοιμάται το φως. Σε κάθε συλλογή του υπάρχουν στίχοι που είναι λεπίδια, αλλά αυτό που έχει μεγαλύτερη ουσία είναι ότι εμφανίζεται ωσαύτως συμπαγής και ρευστός. Όπως ξέρει τα βάθη, αντικρίζει και τα ύψη. Όπως η φωνή του αποκτά μια δραματική χροιά, άλλο τόσο δεν αφαιρεί από τη γλώσσα του και μια υπόμνηση πικρότατου χιούμορ. Πάντα, όμως, εμφανίζεται έτοιμος να βρει τη «mot juste». Ε, κύριε Φλωμπέρ;

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top