Fractal

Με το ίδιο βλέμμα

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

 

 

«Εξόριστα καλοκαίρια», Ιωάννης Παπουτσάκης, εκδ. Βακχικόν, 2017

 

Ο Ιωάννης Παπουτσάκης στα «Εξόριστα Καλοκαίρια», τη δεύτερη ποιητική του συλλογή, μας δίνει την αίσθηση ότι κάνει έναν απολογισμό ζωής, συνεχίζοντας παράλληλα «να χαμογελά στη θλίψη.» Η εμπειρία ζωής του τού έχει χαρίσει πολύτιμες σκέψεις, μνήμες, ιδέες. Όλα αυτά ζυμώνονται μέσα στο βιβλίο που κρατώ στα χέρια μου. Σοφία, νοσταλγία γι’ αυτό που ποτέ δεν θα ‘ρθει ή που χάθηκε για πάντα, ευλογία για κάθε Καλό, για το Φως, για την διάθεση για να είναι κανείς μάχιμος. Ευχή για παρρησία, ελευθερία, αυτοδιάθεση. Μπορεί να έχει δει άπειρα αρνητικά, να έχει τρομάξει με το μέλλον, να φοβάται τη μοναξιά-και είναι ανθρώπινα όλα αυτά-όμως δεν χάνει την δύναμη της ψυχής του. Στις παρυφές της μελαγχολίας «μαζεύουμε τ’ απομεινάρια της ζωής μας και τραβάμε για νέους τόπους» γράφει στο ποίημα με τίτλο «Αφιλόξενες πολιτείες». Επιστρέφει πάντα στις μνήμες, στο παρελθόν, εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, ξαναδιαβάζει το βιβλίο της ζωής του και η γραφή είναι το μέσο που χρησιμοποιεί για να πετύχει αυτό που έχει ανάγκη να κάνει. Ξέρει πως η μνήμη είναι δύναμη και αξία και δεν πρέπει να χαθούν να κύτταρά της, δεν πρέπει ο άνθρωπος να αφήνει να γίνεται κάτι τέτοιο.

Στο ποίημα με τίτλο «Ήτανε μια χώρα…» που αναφέρεται στην Ελλάδα μας και την ιστορία της και την ταλαιπωρία της από τους εκάστοτε κυβερνώντες, καταλήγει κάπως δυσάρεστα: «Κάποτε ήτανε μια χώρα/Τώρα είναι μια φυλακή/όπου αλυσοδεμένα πεθαίνουνε τα όνειρα/»Αλλά στο αμέσως επόμενο ποίημα υπάρχει μια ανατροπή και μια αισιόδοξη διάθεση. Λόγος γίνεται για κάποιους ξεχωριστούς ανθρώπους που είναι ολόφωτοι και καθάριοι και μοιάζουν με «λιακάδα στα μάτια των παιδιών». Το ποίημα έχει τίτλο «Κάποιοι άνθρωποι» και ξεκινάει ως εξής:

 

«Είναι κάποιοι άνθρωποι

που το μάτι σου δεν τους πιάνει

Δεν έχουν το παράστημα και την ομορφιά

που σαγηνεύουν

μήτε λένε τα λόγια τα πολλά και τα μεγάλα

Είναι οι άνθρωποι οι απλοί, οι ωραίοι

οι δικοί μας άνθρωποι

που τη λεβεντιά δεν τη μετράνε με το μπόι

μα με την καρδιά

Που λένε λίγα κι αφτιασίδωτα

και κάνουνε πολλά

Που ξέρουν να μιλάνε με τη σιωπή

ν’ ακούνε τη φωνή του φεγγαριού»

[…]

Και παρακάτω:

[…]

«Είναι οι άνθρωποι που δεν βολεύονται

με μια στάλα ουρανό

γιατί θέλουν να πετάνε λεύτεροι»

[…]

O Παπουτσάκης κάνει την ευαισθησία του στίχο, ανήκει σε μια γενιά ή μια μερίδα ανθρώπων «που λένε τα μεγάλα όχι στη ζωή όταν οι στιγμές το απαιτούν», ακόμα κι αν ξέρουν ότι αυτά τα όχι θα φέρουν και πίκρα και πόνο και απόγνωση. Αλλά ο δρόμος είναι μονόδρομος: «Από το ξεπούλημα διαλέγουμε την περηφάνια», γράφει. Τα γραφόμενά του έχουν πρόσωπο κοινωνικό, υπάρχει το στίγμα ενός πολιτικοποιημένου ανθρώπου που συνηθίζει να απευθύνεται στον κόσμο σε α’ πληθυντικό και όχι σε α’ ενικό. Η έντονη χρήση του α’ πληθυντικού δίνει την αίσθηση μιας συλλογικότητας, κάτι που ξεπερνά το ατομικό, το εγωκεντρικό, κάτι που αγγίζει το «εμείς». Ίσως, οι φίλοι, οι συνοδοιπόροι, οι συναγωνιστές, οι συνεπιβάτες, όλοι όσοι έχουν το ίδιο βλέμμα για τα πράγματα και σφίγγουν τα χέρια και πορεύονται μαζί μέσα σε μια σαθρή κοινωνία, σε ένα γκρίζο σήμερα. Όσοι δεν ζητούν πολλά για να είναι ευτυχισμένοι, αλλά ζητούν αγάπη, αλληλοκατανόηση και κατάργηση της μοναξιάς μέσω της εύρεσης ενός νοήματος στη ζωή τους.

 

Ιωάννης Παπουτσάκης

 

 

Ανθρωποκεντρικός, ουμανιστής και δεινός παρατηρητής της ζωής ο Παπουτσάκης δεν ηθικολογεί, είναι απλά ειλικρινής. Δεν αφήνει μια ακατάσχετη οργή να «καπελώσει» το στίχο του, αντίθετα πετυχαίνει μια ισορροπία στα γραφόμενά του έτσι ώστε να μην ακούγεται γραφικός και παρωχημένος. Λιτός, άμεσος, διαυγής τραγουδά πώς θα μπορούσαμε «να ξαναφέρουμε τον ήλιο πάνω από τα κεφάλια των παιδιών» χωρίς ποτέ να ξεχνάμε πως το χαμόγελο δεν είναι ποτέ αμελητέο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top