Fractal

Διήγημα fractal: “Εξομολόγηση εγκλήματος πριν τον θάνατο”

Της Μαίρης Πέστροβα //

 

 

 

Τα φρένα του λεωφορείου στρίγκλισαν καθώς ο οδηγός προσπάθησε να αποφύγει το αδέσποτο ζώο που πετάχτηκε από το πουθενά μπροστά του.

“Γαμώ την πουτ….” ξεστόμισε, πνίγοντας την τελευταία λέξη πίσω από τα δόντια του. Ο ξερακιανός κύριος είχε πατήσει το κουδούνι για να κατέβει στην στάση ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ και ο οδηγός, βλέποντας να αχνοφαίνεται στον ορίζοντα το εκκλησάκι ντράπηκε για την συμπεριφορά του.

Οι ματιές τους συναντήθηκαν καθώς ασυναίσθητα γύρισαν κι οι δυο τα κεφάλια τους. Ο οδηγός χαμογέλασε αμήχανα καθώς ο ξερακιανός κύριος ετοιμάζονταν να κατέβει.

Τυλίχτηκε στο σκούρο γκρι κασκόλ του χωρίς να ανταποδώσει νεύμα και ανασήκωσε τα στρογγυλά μυωπικά γυαλιά με τον μαύρο σκελετό.

Η πόρτα άνοιξε και κατέβηκε προσεκτικά. Είχε πατήσει ήδη τα ογδόντα και έπρεπε να ήταν πιο προσεκτικός αφού ήταν στην φάση της ανάρρωσης από μια επώδυνη εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς. Ούτως ή άλλως όλα τα επώδυνα μόνος του τα πέρασε στο διάστημα των ογδόντα χρόνων. Το ατύχημα των γονέων του, την επιληψία της αδερφής του, τον δικό του εγωισμό και τον αψύ του χαρακτήρα. Στα νιάτα του δηλαδή…., γιατί τώρα το γήρας και η πρόσφατη περιπέτεια της υγείας του τον είχαν καταβάλει.

Ο δρόμος που οδηγούσε στον Άγιο Σιλουανό ήταν ίδιος και απαράλλαχτος όπως πριν εξήντα χρόνια. Μακρύς σαν φίδι και φάνταζε σαν λεωφόρος ανάμεσα στα ψηλά κυπαρίσσια που τον συντρόφευαν κατά μήκος του.

Τα γέρικά του πόδια πατούσαν σιγανά στην άσφαλτο του δρόμου και ο μόνος ήχος που έσπαγε την ησυχία της φύσης ήταν το τικ… τικ…. τικ…. του μαύρου μπαστουνιού του με την ασημένια λαβή.

Το εκκλησάκι από μακριά έμοιαζε σαν μπαμπακανθός. Ήταν σαν ένα περιποιημένο κοριτσάκι μέσα στο άσπρο του φουστάνι που κρατούσε ένα χωνάκι παγωτό με γεύση βανίλιας.

Καθώς προχωρούσε προς αυτό έψαχνε την τσέπη του να βρει ένα κέρμα. Όταν το βρήκε είχε φτάσει ήδη δυο μέτρα πριν την είσοδο.

Έβγαλε ευλαβικά το καπέλο του και παραμέρισε την πόρτα της εκκλησίας.

Η εξερευνητική ματιά του γύρευε τον πάγκο με τα κεριά. Όταν τελικά τον βρήκε, άναψε τρία, κατά το συνήθειό του. Ένα για αυτόν, ένα για τους Άγιους που του συμπαραστέκονται στις δυσκολίες του και ένα “για μια ψυχή”…., έτσι συνήθιζε να το λέει…. “για μια ψυχή”.

Οι πελώριες αγιογραφίες με τις χλωμές ασκητικές μορφές αχνοφαίνονταν κάτω από το ιλαρό φως των καντηλιών αφού άρχιζε πια να νυχτώνει. Το ξωκλήσι των παιδικών του χρόνων το ξέρει απ’ έξω κι ανακατωτά αν και με το πέρασμα των χρόνων όλο και κάποιες μικροαλλαγές του είχαν γίνει.

Τα παγκάκια στον προαύλιο χώρο…., η πέτρινη βρύση παραπέρα…., το κεραμοσκεπές υπόστεγο, όλα αυτά δήλωναν την ανθρώπινη παρέμβαση που δεν υπήρχε όταν ήταν παιδί.

Πήγε κι έκατσε αναπαυτικά στο στασίδι αφήνοντας το μπαστούνι του παραδίπλα. Έχωσε αργά το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του παλτού του. Όταν πια το είχε βγάλει κρατούσε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία κιτρινισμένη απ τον καιρό.

Τα νιούτσικα παιδιά φαινόντουσαν φτωχά μέσα στα κοντά παντελονάκια τους, μα ευτυχισμένα. Τα πρόσωπά τους ήταν χαμογελαστά και κρατούσαν με δέος μια μπάλα ποδοσφαίρου.

Πίσω απ’ αυτά διακρινόταν μια μαύρη Ford. Προφανώς είχε έρθει επίσκεψη στο χωριό κάποιος ευκατάστατος συγγενής ο οποίος τους την είχε φέρει δώρο.

Όμως… όλως περιέργως το πιο ψηλό παιδάκι στη φωτογραφία είχε τρυπημένα τα μάτια του σαν να του τα είχανε τρυπήσει με καρφίτσες. Ήταν αδυνατούλικο και ξερακιανό, με όμορφα κατσαρά ξανθά μαλλιά. Προφανώς θα είχε γαλανά μάτια… αλλά ποιός θα μπορούσε να το καταλάβει αφού η φωτογραφία ήταν ασπρόμαυρη;

Σηκώθηκε απ’ το στασίδι και έψαξε με το χέρι του το μπαστούνι.

Έχωσε βιαστικά την φωτογραφία στην δεξιά τσέπη του παλτού του και κατευθύνθηκε προς την έξοδο όταν μια ρασοφόρα φιγούρα τον προσπέρασε αέρινα κατευθυνόμενη προς το ιερό.

Το μόνο που πρόλαβε να πει ήταν “καλησπέρα τέκνο μου….”

Μα…. θα ορκιζόταν πως τον είπε με το όνομά του… ή ήταν η ιδέα του; Μπα…. η ιδέα του θα ήταν. Δεν ξέρει κανέναν παπά της περιοχής. Έχει πολλά χρόνια να έρθει στο χωριό. Ούτε τους συγγενείς δε θυμάται καλά καλά. Ούτε αν ζει η Αντιγόνη.

Έκανε τον σταυρό του ξανά με το πρόσωπο να βλέπει το ιερό και γύρισε να φύγει. Έσπρωξε ελαφρώς την πόρτα της εκκλησίας μα δεν άνοιγε. Έσπρωξε ξανά πιο δυνατά… Τίποτα. Άρχισε να ιδρώνει. Γύρισε το κεφάλι του προς το εσωτερικό του ξωκλησιού. Λέει να βγήκε ο παπάς και να με κλείδωσε μέσα; αναρωτήθηκε…. Έχει γούστο! Και πότε θα έρθουν ξανά εδώ. Ξωκλήσι είναι, δεν λειτουργείται συχνά. Αχ Παναγία μου! Εδώ θα αφήσω τα κοκαλάκια μου…. και κοντοζυγώνω και ηλικιακά!

Είχε χαθεί στις σκέψεις του όταν κατάλαβε πως κάποιος έψελνε χαμηλόφωνα και ήρεμα. Η μυρωδιά του λιβανιού είχε παραλύσει το σώμα του… Μάλλον τριαντάφυλλο θα ήταν… Ευτυχώς, είναι το αγαπημένο του φυτό…. Τον τρέλαινε η μυρωδιά του…. Μα μήπως και τώρα δεν θα τρελαθεί; Στο τσακ είναι!

Η βαριά βελούδινη κουρτίνα της πόρτας του ιερού ανοίγει .

Μια ασκητική μορφή προβάλλει πια μπροστά του. Μετά φόβου Θεού, Αγάπης,Πίστεως προσέλθετε…

Το Άγιο Δισκοπότηρο λάμπει μέσα στο σκοτάδι. Τι γίνεται τώρα; αναρωτιέται…

Η ασκητική μορφή στεκόταν αγέρωχη στην Ωραία Πύλη λες και τον περίμενε… Ο Κώστας –γιατί Κώστα τον έλεγαν– είχε μείνει αποσβολωμένος να κοιτά.

“Μετά φόβου “επανέλαβε ο παπάς σταματώντας την φράση εκεί.

-Κωνσταντίνε!!!!

-Ορίστε;

-Σε περιμένω παιδί μου.

-Εμένα πάτερ;

-Εσένα βέβαια! Βλέπεις παιδί μου άλλο άτομο εντός του ναού;

-Όχι πάτερ…

-Άρα παιδί μου σε σένα απευθύνομαι.

-Μα… πώς ξέρετε το όνομά μου;

-Σε ξέρω από μικρό παιδί…

Ο Κώστας κοίταξε εξερευνητικά τον παπά. Προσπαθούσε πίσω από την άσπρη γενειάδα του να καταλάβει τα χαρακτηριστικά του. Μα, αν τον ήξερε από παιδί, τότε πόσο χρονών είναι αλήθεια; Εκατό;

Κατάλαβε τον ιδρώτα του να κατεβαίνει κόκαλο με κόκαλο στην σπονδυλική του στήλη.

Ο παπάς διέκρινε την αγωνία του, έσκυψε στο Άγιο Δισκοπότηρο και κοινώνησε. Έπειτα γυρίζοντας αργά αργά έκανε την απόλυση. Ο Κώστας έβγαλε ξανά από το παλτό του την φωτογραφία προσπαθώντας να διακρίνει τις παιδικές μορφές κάτω απ’ το φως των κεριών.

Το χέρι που τον ακούμπησε ανάλαφρα στον ώμο τον έκανε να ριγήσει. Κάτω απ’ το τριμμένο πετραχήλι μοσχοβολούσε θυμίαμα και μύρο. Ο Κώστας σήκωσε τα μάτια του. “Αυτός δεν είναι άνθρωπος” είπε από μέσα του, “κάτι άλλο είναι”.

-Φοβάσαι; τον ρώτησε η γαλήνια μορφή.

-Λίγο…,είπε ο Κώστας διστακτικά.

-Να μην φοβάσαι παιδί μου. Εμείς οι δυο πάντα περπατούσαμε μαζί πλάι πλάι. Μια ζωή ολόκληρη. Εσύ δεν το ‘ξερες…

-Πάτερ…. Μα πώς; Εγώ δεν σας ξέρω καν! Είμαι ήδη ογδόντα και σεις πόσο είσαστε; Εκατό;;!!!

Ο παπάς πήρε μια βαθιά ανάσα και του είπε: Άκου παιδί μου Κωνσταντίνε…. Σαν γεννήθηκες κινδυνέψατε να πεθάνετε στην γέννα εσύ και η μητέρα σου. Τότε σε αεροβάπτισαν και έπειτα ως εκ θαύματος ξεπεράστηκε η δυσκολία της υγείας και των δυο. Εγώ ήμουν εκεί.

Έπειτα σε έταξαν, γιατί η μαία σε τράβηξε στην γέννα εξ ου και η ελαφριά δυσκολία του βηματισμού σου. Κι εκεί ήμουν μαζί σου.

Σε βάπτισαν σ’ αυτό εδώ το ξωκλήσι όταν πια είχες περάσει τα δυο σου χρόνια. Σε θυμάμαι που δεν έκλαιγες και κοιτούσες περίεργα.

Μια ζωή ήμουν στο πλευρό σου. Σε προστάτευα από τα δύσκολα και σε κρατούσα απ’ το χέρι στα εύκολα.

Ο παπάς σηκώθηκε από δίπλα του. Έκανε δυο δρασκελιές και γύρισε ξανά προς αυτόν.

«Μόνο μια φορά με πλήγωσες», του είπε κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια. Για εκείνη τη φορά είμαι σήμερα εδώ, κοντά σου. Για να τελέσω το χρέος μου.

Ο Κώστας άρχισε να ξεροκαταπίνει. Μα πώς γίνεται αλήθεια ο λάρυγγας ώρες ώρες; Λες και είναι πεθαμένου. Πλήρη αφυδάτωση.

Έβγαλε ξανά την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα, σχεδόν την μούσκεψε όταν ο παπάς έκατσε ξανά δίπλα του χαϊδεύοντας το πετραχήλι του… Η όψη του ήταν όψη σεβάσμιου γέροντα… Ο Κώστας τον κοίταξε με τα βουρκωμένα μάτια του.

«Εδώ κρύβεται όλη η ζωή μου πάτερ», είπε καθώς του έδειχνε την φωτογραφία, «όλη η ζωή που δεν έζησα…

»Τα πιο ευτυχισμένα χρόνια που θα μπορούσα να είχα γευθεί χωρίς να είχα βαρύνει την καρδιά μου με τα λάθη μου.

Μονάχος μου διένυσα την πορεία των ογδόντα ετών χωρίς να βάλω γυναίκα στο πλευρό μου.

Ό,τι πολυτιμότερο υπήρξε στη ζωή μου το άφησα εδώ, πίσω στο χωριό, από τον εγωισμό μου και από την ζήλια μου.»

Κούνησε το κεφάλι του κι έκανε έναν μορφασμό αποδοκιμασίας.

-Έχω σφάλει οικτρά πάτερ, είπε χαμηλόφωνα.

-Το ξέρω παιδί μου, απάντησε ο παπάς.

-Όχι πάτερ, δεν ξέρεις.

-Ξέρω και πολύ καλά μάλιστα…

Ο Κώστας χτύπησε μια φορά την μύτη του μπαστουνιού του στο πάτωμα. Ο ήχος που ακούστηκε ήταν σαν να χτυπούσε το πρώτο κουδούνι αυλαίας.

«Ήμουν αμούστακο παιδί ακόμα… Είχα την αρρώστια της αδερφής μου και την απώλεια των γονέων μου. Περνούσα δύσκολα… Πολύ δύσκολα… Το μόνο δικό μου άτομο ήταν η Αντιγόνη. Σε αυτήν ακούμπησα τον εαυτόν μου ολόκληρο. Βράδια αξημέρωτα έγερνα στα πόδια της χαϊδεύοντάς μου το κεφάλι.

Πάντα ήταν με τον καλό της λόγο, με την γλυκιά της συμβουλή.

Ήταν όμορφη παπά, πολύ όμορφη… Μου έδινε ώθηση να ζήσω, καταλαβαίνεις; Ήταν μάνα κι αδερφή για μένα. Μια γυναίκα πλασμένη για μένα.

Ήταν ολόκληρη η ζωή μου…. Όλα τα γκρέμισε αυτός ο καταραμένος!»

Έβγαλε ξανά τη φωτογραφία από την τσέπη του.

«Αυτός φταίει για όλα! Μου την πήρε! Δεν του το συγχώρησα ποτέ!

Μου την έκλεψε…, μα δεν την χάρηκε… Ακούς παπά; Δεν την χάρηκε!» είπε κι ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.

Ο σεβάσμιος γέροντας τον άκουγε με χαμηλωμένο βλέμμα. Από το στόμα του έβγαιναν σιγανά ψαλμοί. Στην εκκλησία ξαφνικά έπεσε νεκρική σιγή.

Ο παπάς άφησε έναν αναστεναγμό να ξεφύγει από μέσα του.

-Ήρθε η ώρα Κωνσταντίνε, είπε με αυστηρό τόνο.

-Τι εννοείς παπά;

-Ήρθε η ώρα να σε απαλλάξω. Δεν έχεις πολύ χρόνο κι εγώ έτσι δεν σ’ αφήνω από δω μέσα να φύγεις.

-Τι μπορείς να κάνεις εσύ παπά; Όλη μου η ζωή ένα ψέμα. Ό,τι αγάπησα μου το κλέψανε. Δεν χάρηκα τίποτα μα δεν χαρίστηκα κιόλας.

-Πιάσε το χέρι μου Κωνσταντίνε.

-Τι νόημα έχει παπά;

-Θα δεις…

Ο Κώστας έδωσε διστακτικά την γέρικη κοκαλιασμένη παλάμη του. Ένα ηλεκτροφόρο καλώδιο τον διαπέρασε και το κορμί του μούδιασε.

Άρχισε να τρέμει.

Το πηγάδι! Είχε φτάσει στο πηγάδι!

Φωνές!

«Άσε με βλάκα! Ηλίθιε! Εμένα θέλει! Θα στην πάρω θες δε θες και θα την παντρευτώ!»

Τις φωνές κάλυψε ένας γδούπος καθώς έπεφτε βαρύ το σώμα στο νερό. Το ξανθό παιδί κείτονταν νεκρό στον πάτο του πηγαδιού. Είχε πάρει πια την εκδίκησή του.

Είχε αρχίσει να χαράζει όταν το πετραχήλι έπεσε βαρύ επάνω του. Ο παπάς άρχισε να σιγοψάλλει την συγχωρητική ευχή. Ο Κωνσταντίνος αποκαμωμένος, ανίκανος να αντιδράσει αφέθηκε στο Ιερό Μυστήριο. Όταν πια τελείωσε, του είπε…

«Είδες πόσο εύκολο ήταν; Μια ζωή σε περίμενα γιατί σ’ αγαπούσα. Η συνάντησή μας ήταν θεόσταλτη. Κωνσταντίνε! Ήλθα δια να σε σώσω!»

Ο παπάς σηκώθηκε όρθιος.

Είχε πια πάρει μίαν αγγελική όψη. Η μορφή του έλαμπε! Ένα φωτεινό πέπλο τον είχε περιτυλίξει και τα πόδια του δεν πατούσαν στην γη. Από το πρόσωπό του ανάβλυζε μύρο που η ευωδιά του είχε πλημμυρίσει τον ναό.

«Επίτρεψέ μου να σου συστηθώ παιδί μου. Ονομάζομαι Σιλουανός!»

Έξω είχε πια χαράξει για τα καλά.

Η πυροσβεστική ούρλιαζε στην προσπάθειά της να φτάσει εγκαίρως στο ξωκλήσι που καίγονταν.

Μα πώς πήρε φωτιά; αναρωτιόντουσαν οι πυροσβέστες. Η πόρτα είναι κλειδωμένη! Το ξωκλήσι έχει να λειτουργήσει τουλάχιστον δέκα χρόνια λόγω των ρωγμών από τον τότε καταστροφικό σεισμό της περιοχής!

Η έκπληξή τους όμως ήταν μεγαλύτερη όταν είδαν μέσα τον Κωνσταντίνο χωρίς ίχνος εγκαυμάτων να χαμογελά νηφάλιος πια στο αιώνιο ταξίδι του. Στο χέρι του κρατούσε την ασπρόμαυρη φωτογραφία και δίπλα του ήταν ακουμπισμένο το πετραχήλι.

Αιωνία του η μνήμη ότι αγάπησε πολύ.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top