Fractal

Διήγημα: «Έξοδος Άριελ»

Της Γιώτας Αναγνώστου //

 

 

 

Στην αρχή το νερό γλίστρησε απαλά κάτω από την πόρτα. Δεν ανησύχησα. Έδειξα ψυχραιμία. Απόλυτη. Σφράγισα πόρτες και παράθυρα. Ερμητικά. Πήρα κουβά και σφουγγαρίστρα κι άρχισα να μαζεύω. Να μαζεύω με τη σφουγγαρίστρα. Να τη στύβω στον κουβά. Να αδειάζω τον κουβά στο μπάνιο. Και φτου κι απ’ την αρχή. Ήταν και κάπως διασκεδαστικό. Από παιδί μου άρεσε να πλατσουρίζω. Στην αρχή ήμουν λοιπόν ξυπόλητη και το απολάμβανα κιόλας, τολμώ να πω. Ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο τρελό που συνέβαινε ήταν. Έπειτα που το νερό άρχισε ν’ ανεβαίνει και να νιώθω πόνο στα μουλιασμένα μου πέλματα και όχι μόνο – γιατί χάρη σε μια εκ γενετής αστάθεια όλο και κάποια γλίστρα έτρωγα και το κορμί μου γέμισε μώλωπες – ανακάλυψα στη σοφίτα ένα ζευγάρι παλιές γαλότσες που ’χα απ’ το Γυμνάσιο και τις φόρεσα. Έπαψα πια να γλιστρώ, αλλά δεν έπαψα και να μουλιάζω, αφενός γιατί οι γαλότσες μου ήταν τρύπιες, αφετέρου γιατί το νερό συνεχώς ανέβαινε. Είχε πια φτάσει μέχρι τα γόνατα οπότε, ανεξάρτητα από τις τρύπες στις γαλότσες, τα πόδια μου ούτως ή άλλως είχαν μουλιάσει πια και με πονούσαν για τα καλά. Ήταν μοιραίο και αναμενόμενο την ψυχραιμία να διαδεχθεί ο πανικός. Έπρεπε, οπωσδήποτε, να διαφυλάξω τα βιβλία και τους δίσκους μου από τον υγρό κίνδυνο. Αυτός ήταν ο λόγος που παράτησα τον κουβά και επιδόθηκα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διασώσω ό,τι πολυτιμότερο διέθετα. Κι αφού άλλη ψυχή δεν κατοικούσε πια στο σπίτι αλλά κι εγώ ήμουν σίγουρη για την ψυχή και των βιβλίων και της μουσικής μου ρίχτηκα με ορμή στη μάχη. Χάρη στην επινοητικότητά μου, με την κατασκευή ενός παράξενου αναβατορίου, κατάφερα να κρεμάσω από τα κουρτινόξυλα και τα πολύφωτα κούτες ολόκληρες με ιστορίες και μουσικές που προσπαθούσα απεγνωσμένα να διασώσω από τον βέβαιο πνιγμό. Το νερό ανέβαινε συνέχεια, σταθερά. Έφτασε αισίως μέχρι τη μέση μου. Το γεγονός αυτό έκανε την κίνησή μου μία ιδιαιτέρως δύσκολη και εξαιρετικά επίπονη διαδικασία για την εκτέλεση της οποίας από το σώμα μου χρειάστηκε να διεγείρω κάθε εγκεφαλικό μου κύτταρο με αποτέλεσμα να βρίσκομαι νυχθημερόν σε μια νευρική υπερδιέγερση η οποία υποπτευόμουν – και όχι αβασίμως – ότι μετά βεβαιότητας και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της αλάνθαστης κοινής επίσης λογικής θα εκτονωνόταν ίσως με ένα εγκεφαλικό επεισόδιο.

Τις πιο έντονες από αυτές τις στιγμές επέτρεπα στο σώμα να ξαπλώσει ύπτια στο νερό, να εγκαταλείψει την προσπάθεια, αδιαφορώντας που δίπλα μου έπλεαν ακυβέρνητες φωτογραφίες, κάλτσες, μπλουζάκια, τάπερ και πλαστικές σακούλες. Εγώ απλά ακινητούσα σε ύπτια κατάσταση και θα ηρεμούσα, ω ναι, θα ηρεμούσα, σίγουρα, αν δεν ήταν αυτός ο διαρκής ήχος μες στ’ αυτιά μου του νερού που διαρκώς ανεβαίνει. Έσφιγγα τότε δυνατά τα δόντια. Κατέβαζα τα πόδια να ακουμπήσουν στον βυθό και ξεκινούσα πάλι την προσπάθεια με ένταση ακόμη μεγαλύτερη. Με κυριολεκτική λύσσα. Όταν το νερό ανέβηκε στους ώμους κι άρχισαν να επιπλέουν οι καρέκλες και τα τραπεζάκια ήξερα πια ότι δεν είχα ελπίδα. Είχε περάσει το σημείο που δεν είχε επιστροφή. Είχε χαθεί για πάντα ο ορίζοντας των γεγονότων. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Πήρα βαθιά ανάσα. Καταδύθηκα και βγήκα έξω από την πορτούλα που είχα φτιάξει για τη γάτα, τη μόνη που δεν είχα κλείσει ερμητικά με την παράλογη ελπίδα ότι μπορεί και να γυρνούσε σπίτι υποβρυχίως. Βγήκα. Αν ήταν να πνιγώ, ας πνιγόμουνα καλύτερα εκεί έξω. Στη μεγάλη πλατιά θάλασσα του κόσμου που ήταν γεμάτη λέξεις, ιστορίες και μουσικές.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top