Fractal

Διήγημα Fractal: “Έχει πολλά και καλά άστρα στο Φιλιάτι, μο κοπέλα!”

Της Χαρούλας Βερίγου // *

 

 

Οι μέρες πήγαιναν κι έρχονταν το ίδιο πάντα, σαν τα σκονισμένα κάρα που τρίζουν. Παρ’ όλα αυτά όμως, λίγο με τα λινάδερφα της που ήταν μικρότερα κι είχαν ανάγκη στο σκολειό, – αυτή δεν πήγαινε- , λίγο με τη λάτρα του σπιτιού, κάτι στις δουλειές όξω, πότε για κλαρί, πότε για λάχανα κι άλλοτε στο μαντρί, πέρναγαν μαζί με τις σκέψεις και τα βάσανα, οι νύχτες και οι ώρες. Κι όχι που πέρναγαν με ευχαρίστηση, όχι, απλά πέρναγαν έτσι, λίγο πιο εύκολα πάντως απ’ ότι σε άλλα σπίτια.

Κοπελίτσα ήταντη, κούτσικη κι ορφανή από μάνα. Μέτραγε παράπονα από τότε που γεννήθηκε, ήλεγες τόσα πολλά όσα κι οι Κυριακές πού ’χαν τα χρόνια της.  Στη σαρμανίτσα την είχε αφήκει η συχωρεμένη, οκτώ μηνών με τα σπάργανα ακόμη, δεν περπάταγε. Λέγανε πως της είχαν κάνει μάγια και τά ’χαν θάψει στη ρίζα μιας μεγάλης βαλανιδιάς στην αυλή του σπιτιού, κάποια απ’ τις γειτόνισσες λέγανε πως είχε κάνει το κακό. Στα σαράντα της σ(χ)ωρεμένης της Χαρίκλειας, -έτσι την ήλεγαν τη μάνα- , πήρε το δέντρο να ξεραίνεται κι ως τους έξι μήνες δεν έβρισκες χλωρό ούτε κλαρί, ούτε φύλλο. Στον χρόνο πάνω την έκοψαν κι εκεί σου λέει, όταν την έκοβαν με το τσεκούρι,  τα ’χαν βρει τα σύνεργα του διάτανου, κάτι κοκκαλίτσια δεμένα με τρίχες και μια φτυαριά κάρβουνα τυλιγμένα μέσα στο μεσοφόρι της και δεμένα με μαύρο σκοινί.

Τα πρώτα τρίγια χρόνια τη μεγάλωσε ο πατέρας. Τον βόηθαγε και η βάβω η Φερφούθη κάπως, όσο μπόραγε κι αυτή η μαύρη. Ήταν μεγάλη, βαβουλέτσω, γριά. Είχε ένα πρόσωπο γιομάτο βαθιές χαρακιές και το δέρμα ξεραμένο, στεγνό, είχε ανοίξει στις άκριες απ’ το στόμα κι έμοιαζε σάμπως να χαμογελούσε, μα ήταντο ένα τυραγνισμένο γιομάτο πόνο χαμόγελο που το καταλάβαινες από μακριά.

Μετά ξαναπαντρεύτηκε ο πατέρας. Μαναχός πώς να περαιτεύονταν; Πήρε καλή γυναικούλα απ’ το διπλανό χωριό κι έκαμε άλλη φαμίλια, μα πώς να τά ’τρεφε τα καινούρια στόματα; Φτώχεια κοπελίτσα μου, φτώχεια.

Τούτη η κοπελίτσα, περσότερο έμεισκε στη βάβω και λιγότερο με τον πατέρα. Είχε μια φέτα ζυμωτό ψωμί παραπάνω στο σοφρά της, η Φερφούθη, τού ’βαζε μια στάλα λάδι από πάνω, τσίκα ζάχαρη, κάτι ήταν κι αυτό. Μπορεί να μη χόρταινε μα ξεγέλαγε την πείνα, δεν πάγαινε για ύπνο ντιπ νηστική.

Απ’ το σόι της μάνας δεν βρίσκονταν κανείς. Όσοι δεν είχαν φύγει για τη Γερμανία, είχαν φύγει για πιο μακριά, για ’κείνο τον κόσμο τον τρανό, τον μέγα, που όσοι πάνε δεν τους μέλλεται να γυρίσουν. Για γράμματα δεν την έστειλαν. Ένα χρόνο πήγε μάναχα, στην πρώτη τάξη. Το σκολειό ήταντο μακριγιά δυο ώρες δρόμο με τα ποδάρια. Περνούσε το ποτάμι από τρεις μεριές ίσαμε να φτάκει, μια από το γιοφύρι το στενό και δυο από κάτι κορμούς δέντρων πού ’χαν βάλει σ(χ)ιαπέρα για να διαβαίνουν.

Κάποτε, που νόμισε πως είχε ακούσει λύκο ν’ αλυχτάει στο κατόπιν της, τόσο σκιάχτηκε που παραπάτησε στο γιοφύρι κι έπεσε μέσα στο νερό. Έπιε, έπιε νερό, φούσκωσε τα πλεμόνια σάματις ήταντη καρκαλάκι. Κόντεψε να πνιγεί. Μαζώχτηκαν τ’ άλλα τα κούτσικα, της έδωκαν κουράγιο να κρατηθεί. Μετά τους έκοψε, λύγισαν ένα κλαδί απ’ τον πλάτανο κι από ταύτο κρατήθηκε και την έβγαλαν όξω μισοπεθαμένη. Ύστερα από τέσσερις μέρες την έπιακαν θέρμες. Είχε πνευμονία. Την γέρεψε η βάβω με τα βοτάνια. Είπανε πως απ’ τα πολλά μαντζούνια που έπινε με τη μεγάλη την τσιάφκα, της έρθε κάτι σαν αποχοντριασμάρα κι από τότες ολοένα σκιάζονταν. Έτσι έγινε και δεν θέλησε να ξαναπάει στο σκολειό η Φαινώ, έτσι την έλεγαν κι όταν έβγαινε η βάβω στη ρούγα, της έκραινε: «Ω Φαινώ! Φαινούλα και Φαινουλέτσω και χλωροσιά τση βάβως, άιντε καμάρι, νυχτώσαμαν».

Τη μονοτονία της ζωής της,  έρχονταν ο φόβος και τη μοίραζε σε κομμάτια, πάντα σαν κλέφτης, τη νύχτα την αλάλητη. Πετάγονταν στον ύπνο της τότε με το στόμα στεγνό, τζαρούχι. Έπαιρνε το ποτήρι, έπινε ψ(χ)ιά νερό κι ύστερα σκέπτονταν, διάφορα, μέχρι να της ξανάρθει ο ύπνος.

Καμιά φορά, όταν πλάνταζε, έκραινε τση βάβως: «Βαβουλέτσω, ω βαβουλέτσω! Έλα να με ξορκίσεις, έλα   σκιάχτηκα».

Και σκώνουνταν αυτή κι έριχνε το λάδι στο νερό κι έλεγε: «Νιόφεγγα περπατεί ο Χριστός, απ’ τη ρούγα έρχεται

νιόφεγγα η μάνα του, νιόφεγγα κι οι φίλοι του.

Νιόφεγγα και τη Φαινώ  απ’ το χέρι την κρατεί

τον κόσμο να γυρίσει, να βγει να τραγουδήσει

να βρει παλλήκαρο τρανό και να καλοκαρδίσει.

Έρχεται κι η γιόμωση ν’ ανάψει το φεγγάρι

με του Χριστού το θέλημα, τση μάνας του τη χάρη».

       Και πέρασαν κάπως τα χρόνια, ανατσουτσουλώθηκε. Είχε γλιτώσει από πολλά η καψερή κι απ’ τη λιόκριση. Όταν έκλεινε τα δεκατέσσερα, η βάβω η Φερφούθη κάπως ανημπόρεψε. Ύστερα από δυο βδομάδες στο κρεβάτι, είχε φύγει μια νύχτα στον ύπνο, από την καρδιά της. Έκλαψε τη βάβω, μα δεν της μαυροφόρεσε, αυτή η ίδια τό ’χε ζητήσει.  Ό,τι κι αν της έκαναν, δεν θέλησε να φύγει απ’ το σπίτι, τό ’χε συνηθίσει με τα χρόνια. Της έρχονταν καλύτερα κι ας σκιάζονταν κάπως.

Κόντευε να μπει στα δεκαεφτά. Αν έκανε και σήκωνε το πρόσωπο στον ήλιο, έλεγες έφεγγε πιότερο αυτό, τέτοια ομορφιά με τα κοκκινωπά μαλλιά και τα πράσινα μάτια κι ήταν άσπρο σαν το χασέ το δέρμα της. Είχε κι άλλες κοπέλες, τις έλεγες κι αυτές όμορφες στους μαχαλάδες μα σαν τη Φαινώ άλλη δεν ήταντη καμιά.

Στο βουνό ανταμώθηκαν με τον Παύλο πρώτη φορά. Πίσω από μια ξερολιθιά στέκονταν αυτός, στον κορμό μιας συκαμνιάς, ένας λεβέντης ίσαμε δυο μέτρα τον έκανες, τόσο ψηλός. Δεύτερη ματιά δεν τού ’ριξε, ντράπηκε, μα κι αυτή η μια που αντάλλαξαν, έφτανε και περίσσευε, κατευθείαν στην καρδιά την λογάριασε πως έφτακε. Από την πρώτη εκείνη στιγμή, κάτι της έλεγε μέσα της πως για τούτο τον άνθρωπο θα χτυπούσε μια και δυο ζωές ακούραστα η καρδιά της.

«Τούτο τον λεβέντη τον θέλω, φως φανάρι θα γένει δικός μου ο κόσμος να χαλάσει», σκέπτονταν και συνέχισε κατήδρομα, ζαλωμένη ένα δεμάτι κλαρί, να σαλαγάει πέντε γκιόσες γίδες, τέσσερα βετούλια, έναν τσάπο με γυριστά κέρατα και οκτώ λάγιες προβατίνες με τα μανάρια τους. Σαν έφτασε στο μαντρί, άνοιξε την ξεχαρβαλωμένη πόρτα, τα μαύλισε όλα τα ζωντανά και τά ’κλεισε μέσα. Μετά έβαλε την ξύλινη σκάλα να φτάκει το σανό σ’ ένα μεσοπάτωμα πού ’χε στερεώσει ο πατέρας, να γεμίσει τις ταΐστρες νά ’χουν να τρώνε ίσαμε την άλλη μέρα που θα τα ξανάβγαζε για βοσκή.

Και συνέχισε να ταιριάζει στη φαντασία της,  μέρες και νύχτες από τη ζωή που μόλις είχε αρχίσει να ονειρεύεται. Έτσι έκλεισε μ’ εκείνη τη γλύκα τα μάτια κι αποκοιμήθηκε, πάνω στ’ άχυρα. Εκείνο τ’ απόγιομα, μ’ αλαφρό το κορμί κανακεμένο απ’ όσα καινούρια ξύπνησαν μέσα της, ένιωσε πως το σώμα της ήταν έτοιμο και ζητούσε το μερτικό του από μιαν άλλη πρωτόγνωρη χαρά.

Είχε βασιλέψει ο ήλιος. Μια αχτίδα μόνο έπεφτε πάνω σε μια παπαρούνα πού ’χε φυτρώσει πάνω στον γκρεμισμένο τοίχο ενός παλιού τούρκικου σπιτιού λίγα μέτρα πιο πέρα. Κάτι χρυσωμένα σύγνεφα ήταν μαζωμένα ολόγυρα. Στον ύπνο της ακόμη, άκουσε φασαρία και προσπάθησε να ζυγιάσει τις φωνές που έφταναν. Ένα σπαραχτικό ουρλιαχτό αντήχησε πολλές φορές στ’ αυτιά της. Η θειάκω η Μανουσώ έφερνε το χαμπέρι, πρώτη αυτή και πίσω της ακολουθούσαν τα μικρά τα λινάδερφα της κι ο Πήλιος ο καντηλανάφτης. Τη φωνή της θειάκως ξεδιάλυνε: «Φαινώ, πάει ο πατέρας, πάει ο δόλιος κι ο μάγκουφος, έπεσε απ’ την κορφή απ’ τα κεραμίδια που μερεμέτιζε, καταγής στο καλντερίμι, τ’ άνοιξε το κεφάλι και πάει», ξεψυχισμένα άκουσε τα λόγια.

Πάνω πού ’χε τραβήξει την κουρτίνα της καρδιάς να μπει λίγο ο ήλιος ένιωσε πως ξανασκοτείνιασε. Έκλαψε κι έκλαψε κι έκλαψε. Δεν ήξερε αν λυπιόταν περσότερο κείνα τα δύστυχα τα ορφανά, τα λινάδερφα που έμεικαν πίσω απροστάτευτα, παρά τον πατέρα της πού ’φυγε έτσι άτυχα και πριν την ώρα του. Και τον πεθαμένο και τους ζωντανούς, το ίδιο τους μοιρολόγαγε.

Στο συλλείτουργο, εξόν από το στάρι κι αυτό λίγο, δυο καρβέλια μαμάτσα και κάτι μαραγκούλες δεν είχαν τίποτις άλλο στο τραπέζι. Μάναχα το γουριατό περίσσευε, το γουριατό ως τον Θεό και τα δάκρυα.

Στους τρεις μήνες, τα πήρε η μάνα τους εκείνα τα κούτσικα, βασανισμένη κι αυτή και ξενιτεύτηκαν στην Αυστραλία. Ένας δάσκαλος  απ’ το διπλανό χωριό, απ’ τον Αετό, τούς είχε φτιάκει τα χαρτιά και πήγαν σε μια θειάκω στη Μελβούρνη, πού ’χε ριζώσει στον ξένο τόπο πριν απ’ τον πόλεμο του σαράντα και δεν είχε έρθει ποτές από τότες. Είχε πει και σε τούτη, τη Φαινώ, να πάει σιμά τους, μα δεν θέλησε αυτή.

Οκτώ μήνες μετά, είχε πάρει έναν τενεκέ ασβέστη κι άσπριζε το φτωχικό. Ότι κι αν είχε γίνει, δεν της έρχονταν καλό να κλαίει ακόμη για τα υπολείμματα της ζωής που ήταν μόνο στη σκέψη της πια. Είχε ονειρευτεί τη μάννα που δεν είχε γνωρίσει. Αυτή, είχε έρθει στον ύπνο της, ξυπόλητη, μα ντυμένη στ’ άσπρα και τής έδωκε εντολή να κάμει πάστρα μέσα κι όξω και μετά να λουστεί, να χτενιστεί και να κάτσει στο γιασεμί να καρτερέσει το ριζικό της. «Σε συμπόνεσε ο Θεός κοπελίτσα μου, σού ’γραψε τύχη χρυσή», έτσι τής είχε πει η μαυρομάννα, έτσι κι έκαμε.

Έπεφτε ο ήλιος και χρύσωνε βουνά και δέντρα όταν σταύρωσε τα χέρια απ’ την κούραση και κάθισε κάτω απ’ το γιασεμί, όπως τής είχε παραγγείλει η μάννα στ’ όνειρο. Στήριξε ίσια την πλάτη της, στον τοίχο κι άκουγε κάτι βήματα από μακριά να πλησιάζουν. Με την άκρη του ματιού, διέκρινε ύστερα από λίγο κάποιον με κατεβασμένη την κατσιούλα στο πρόσωπο να ζυγώνει. Τον πέρασε για ζητιάνο κι ας μην είχε δει ποτέ της κανέναν. «Ένα κομμάτι ψωμί και λίγο χλωρό τυρί έχω να του δώκω», συλλογίστηκε την ώρα που έφτανε μπροστά της, στο ασβεστωμένο κατώφλι.

Λευτέρωσε τα χέρια κι έκαμε να σηκωθεί. Τα μαλλιά χύθηκαν στους ώμους της. Ο αέρας μύρισε πράσινο σαπούνι και νιάτα δροσερά ακορφολόγητα. Μια από τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου φώτισε πρώτα το βλέμμα της κι ύστερα τον  ξένο, που αφού γύρισε τα μάτια, μια αριστερά και μια δεξιά, πλησίασε και στάθηκε μπροστά της.

«Διψώ Φαινώ», τής είπε κάπως ντροπαλά.

«Από τόσες βρύσες πέρασες, εδώγια έρθες να ξεδιψάσεις μωρέ λεβέντη; Ποιός είσαι;» Τον ρώτησε και με τα μάτια έψαχνε την απάντηση.

«Εσένα θέλω Φαινώ, τούτα τα κόκκινα κεράσια, τα χείλη σου σκέπτομαι ολοένα και διψώ, για τ’ εσένα», ξεροκατάπιε το σάλιο του από την αναστάτωση και αμέσως μετά: «Ω Φαινώ! Ο Παύλος είμαι, τση Φιλιππηδήμαινας, απ’ τη Μηλέα», τής αποκρίθηκε, έκανε ένα βήμα πιο κοντά και δίχως να τη ρωτήσει, την έσφιξε στην αγκαλιά του και γύρεψε να τη φιλήσει».

Τον έκανε πέρα, ακόμη πιο σαστισμένη η ίδια από την απρόσμενη συνάντηση και τον κοίταζε με απορία. Μια σπίθα από τη θύμηση γύρισε πίσω, τότε πού ’χε πει από μέσα της, αλλά με πείσμα: «Τούτο τον λεβέντη τον θέλω, φως φανάρι θα γένει δικός μου ο κόσμος να χαλάσει». Ζύγιασε καλά τη στιγμή και κείνους που ίσως τούς έβλεπαν από τη μια και τ’ όνειρο από την άλλη. Δεν άργησε ν’ αποφασίσει. Σωστό της φάνηκε ξεκάθαρα αυτό που είχε στην καρδιά.

«Καέναν δεν έχω να του ζητήσω τη βουλή, δεν μού ’μεικε καείς ορέ Παυλάκη», είπε και ρίχτηκε τρέμοντας στην αγκαλιά του όμοια με το καλάμι στην ακροποταμιά όταν το φυσά τ’ αγέρι.

Κείνη την πρώτη φορά που αντάμωσαν τόσο κοντά, δεν ισκιώθηκαν από τίποτις. Φιλήθηκαν, ακούμπησε το ένα κορμί το άλλο, κάπως γνωρίστηκαν, οι ψυχές τους θα συγγένευαν,  τό ’νιωσαν,  απ’ το κεφάλι ως τις φτέρνες, ένα μερμήγκιασμα, σταυροκοπήθηκαν να τούς φυλάξει η Μοίρα από αδικιές κι αδικητάδες.

Ένα φλογισμένο άστρο έσκισε στα δυο τον ουρανό κι ύστερα έσβησε κάπου μακριά προς το Φιλιάτι. Κάτι πήρε από τη λάμψη του, το βλέμμα τους.

«Σ’ αγαπώ ορή Φαινώ κι ώσπου να πεθάνω, από την καρδιά δεν θα σε βγάλω ποτές. Κι εδώ και στο άλλο κόσμο εσένα θέλω, δεν έχω μάτια γι’ άλληνε», τής ορκίστηκε.

Όρκους του ’δωκε κι εκείνη πολλούς κι από τότε ένα χρόνο τα κρυφολέγανε συχνά: «Θα ζήσουμε και θα κάνουμε δυο παιδιά και μια κοπέλα και βιός και προκοπή μεγάλη», έτσι λέγανε κι όταν δεν την αποζητούσε ο Παύλος, έφερνε η Φαινώ τα πάνω κάτω και τον τόπο γύρα κι αρέντευε στα βουνά και στα ρέματα για να τον ανταμώσει. Πάντως, από την αρχή που ένιωσε την καρδιά της να χορεύει Πωγωνίσιο στον κόρφο, του δόθηκε σύψυχα, χωρίς να σκιάζεται μην πάει και κάνει τη χρεία του και μετά την αφήκει. Δεν ήταν τέτοιος αχαμνός, φαίνονταν πού ’χε μπέσα. Ο λόγος του, δεν ήταν μήτε για μαλλί, μήτε για γνέσιμο, ήταν αντρίκειος πέρα για πέρα κι ας μην είχε κλείσει τα δεκαοχτώ. Και τον ζήλευε κιόλας. Ζήλευε το στόμα του, που μύριζε πεύκο και δεν ήθελε μήτε κουβέντες να μοιράζει αλλού, μήτε βλέμματα. Κι όταν ζήλευε, έσμιγε τα φρύδια και πετούσαν σαΐτες τα μάτια της κι ο Παυλάκης την πείραζε και τής έλεγε τότες: «Οι καλές οι τσούπρες πάνε αντάμα με τη φρόνηση κι εσύ δεν είχες στάλα Φαινουλέτσω, μ’ άφηκες και σε τρύγησα, τώρε κάμε κι αλλιώς»,  κι όλο την τζίγκλαε κι όλο την γκουντούλευε κι αγκαλιάζονταν ξανά και ξανά και σβαρνίζονταν πότε στα ξέφωτα στις χωραφιές και πότε στην ποταμιά με τα πλατάνια κι  έσμιγαν δυο κορμιά και γένονταν ένα και δεν της έμενε ανάσα να προλάβει να του πει λόγο.

 

 

Αργοπάτητα μια φορά, είχε ζυγώσει ένα σούρουπο, ο δραγάτης, ένα κούσ(χ)αλο μ’ ένα παλιό τριμμένο υπηρεσιακό σακάκι και πέντε δόντια όλα κι όλα στο στόμα. Τους ήβρε αγκαλιασμένους πάνω στο χορτάρι. «Αλτ και σας την άναψα!», φώναξε και πρότεινε το μονόκαννο που κρατούσε με ύφος πολεμιστή. Η Φαινώ έβαλε τα γέλια. Τόσο αστείος της φάνηκε.  Τού ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Λίγο που τους είδε αγκαλιασμένους κι ας μην τού ’πεφτε λόγος, στο κάτω κάτω, δεν είχε να κάνει μήτε μ’ αμπέλι, μήτε και με χωράφι και περσότερο που γέλαγαν, αυτό τον νευρίασε πιο πολύ. Πρώτα άρχισε να βρίζει, παλιοκουβέντες είχε και για τους δυο. Μετά, τους είπε πως θα σηκώνονταν οι μακαρίτες απ’ τα μνήματα και θα τους έπαιρναν με τις πέτρες. Τέλος, έβγαλε τη σκουριασμένη σάλπιγγα από το ζωνάρι κι άρχεψε να παίζει: «Μπγχουουου και μπγχουουου», αντιλάλησε κάπως βραχνά η ράχη. «Θα σας κάνω βούκινο αποχοντριασμένους, τήρα, τήρα μια πούτκα κι ένας αγαπητικός να σου πετύχει», απείλησε σάματις είχε πιάσει τη γυναίκα του, ή την αδερφή του στα πράσα. Μαζώχτηκαν κάτι τζομπαναραίοι που άκουσαν, νομίζοντας πως ήταν για λύκο κι όταν κατάλαβαν τι γένονταν τον κυνήγησαν με τις μαγκούρες και τα σκόπια.

Στις δυο βδομάδες πάνω, αυτοί οι τζομπαναρέοι βρέθηκαν κι έγιναν οι καλύτεροι κουμπάροι.  Τους άλλαξαν τα στέφανα πάνω στον προφήτη Ηλία. Τρεις μέρες έτρωγαν κι έπιναν και λάλαγε το κλαρίνο και δεν έλεγε να σχολάσει ο χορός. Όμορφη νύφη έκαμε η Φαινώ, με ξένο νυφικό παντρεύτηκε μα τι πάει να πει, η ομορφιά ήταντη δική της.

«Ω Φαινώ! Πόσο μ’ αγαπάς;», την ρώτησε απάνω στο χορό.

«Τόσο ορέ Παυλάκη, τόσο πολύ, που και στη κορφή τση συγνεφιάς ν’ ανεβείς, θα χτίσω σκάλα στον άνεμο και θα κινήσω να σε κατιβάσω, για τ’ εμένα. Και ένα άλλο, σού λέγω, να πετρώνουν τα δάκρυα στα μάτια και να γένονται λιβάνι αν σ’ αρνηθώ», τέτοια απάντηση τού ’δωκε και της γέλασε αυτός και φάνηκαν μαργαριταρένια τα δόντια.

«Δόντια πυκνά και μαργαριταρένια…», κίνησαν το τραγούδι απ’ την αρχή και λάλαγε το κλαρίνο, λάλαγε.

Πέρασε ένας μήνας από το γάμο και μετά τον κάλεσαν φαντάρο, τον Παυλάκη. Και πού βρέθηκε να πάει; Στην Κρήτη. Πιό μακριγιά δεν είχε. Αυτός ο διάτανος ο δραγάτης τα κανόνισε. Τον κατηγόρησε πως ήταν επικίνδυνος γιατί ήταν κουμουνιστής πάππου προς πάππου.

Έμεικε η Φαινώ, γκαστρωμένη και με την πεθερά ανάπηρη από εγκεφαλικό, πεθερό δεν είχε, είχε σκοτωθεί στον εμφύλιο . Τρίγια χρόνια πέρασαν, ωσότου να τελειώσει το στρατιωτικό του ο Παύλος, τρίγια χρόνια έκαμε να τον δει. Άδεια δεν του είχαν δώκει ούτε τότε που γεννήθηκε το παιδί, ο Φιλίππης. Μόνο από κάτι γράμματα μάθαινε νέα του κι αυτά, τα διάβαζε πρώτα ο χωροφύλακας και μετά της τά ’διναν, για λόγους εθνικής ασφάλειας  έτσι τσή ’λεγαν πως ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν.

Όταν γύρισε, το ήβρε το παιδί του στην αυλή. Περπάταγε αυτό, ασταμάτηγο! Πάνω στον χρόνο έκαμαν και την κοπέλα, μια τσούπρα με το μάγουλο κούμπουλο. Χαρίκλεια, την είπαν, όπως τη μάννα τση Φαινώς. Δυσκολεύονταν οι μαύροι να τα φέρουν γύρα, δεν είχε προκοπή στο χωριό, δεν τά ’βγαζαν πέρα. Οι ανάγκες πολλές, το ψωμί λίγο, η φτώχεια αφέντρα και κυρά.

«Ω Φαινώ! Τι λες και συ, να φύγουμε κι εμείς για το εξωτερικό; Εδώγια φως δεν βλέπω πουθενά», της πρότεινε ένα βράδυ την ώρα που έβαζε τον τραχανά στα πιάτα.

«Μαζί σου και στον άλλο κόσμο, χώρια σου, ούτε μια στιγμή Παυλάκο», τ’ απάντησε. Γύρισε όμως και κοίταξε την πεθερά, μπορεί να μην έκραινε απ’ το εγκεφαλικό, μα δεν ήταν άνιωτη, όλα τα καταλάβαινε η μαύρη και λυπιόταν, μα δεν μπόραγε να μιλήσει. Έτσι όπως είδε την καταχνιά στα μάτια της να βαραίνει ολοένα και περσότερο, της πόνεσε, της έρχονταν κρίμα. Πού θα την άφηνε γριά κι ανήμπορη; Για πόσο θά ’ζηγε ακόμη, λίγα τα είχε τα ψωμιά; Το ξανασκέφτηκε κάπως με παράπονο. Δεν της έκανε καρδιά. Στο κάτω κάτω, τούτο τον λεβέντη που χαίρουνταν, αυτή η βαβουλέτσω η ανάπηρη τον είχε φέρει στον κόσμο και της τον έδωκε με την ευκή.

Σηκώθηκε, πήρε τη γριά στην αγκαλιά, την κανάκεψε. «Μη σκας μάννα», της είπε «μη χολεύεσαι, άμα σωθεί το λάδι στο καντήλι σου θα πάω κοντά του, δεν σ’ αφήνω μαναχή στη μπανταλιά». Την τήραγε η Φιλιππηδήμαινα όσο μίλαγε, έσφιγγε από αγωνία το φαφούτικο στόμα και της είχαν γιομίσει χοντρά δάκρυα τα μάτια, από ευγνωμοσύνη, μάλιστα.

Περνούν τα χρόνια, γυρνούν τα πράγματα. Πήγε ο Παυλάκης στη Γερμανία, έπιασε αμέσως δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο πού ’φτιαναν έπιπλα, κατάπινε τη σκόνη απ’ το πριονιστήριο με το τσουβάλι, μα δεν τον ένοιαζε, τού περίσσευαν χρήματα, έκανε το κονόμι του. Ποδέθηκε, ντύθηκε, έστελνε και στην οικογένεια πίσω, δεν τους άφηκε κι όταν έρχονταν μια φορά κάθε καλοκαίρι με την άδειά του, έρχονταν με κοστούμι και γραβάτα και λορόι χρυσό.

Στους  οχτώ χρόνους -τόσο κράτησε-, που φύλαξε και τήραξε την πεθερά η Φαινώ, μπορεί να μην  της έλειψε το ψωμί και το λάδι από το σπίτι γιατί ο άντρας, της έστελνε κάθε μήνα το έμβασμα, μα τι να τό ’κανε, έλειπε ο άνθρωπός της κι αυτό κάποιες φορές γίνονταν από μόνο του ανυπόφορο. Δεν είχε με ποιόν να μοιραστεί ούτε τις έγνοιες, ούτε τη χαρά για τα κουνάρια της, μα το χειρότερο αν θέλεις ήταν τα νιάτα της τα γραμμένα που διάβαιναν και μαραίνονταν. Και πάλι όμως, αυτή η Φαινώ, όσο μαράζι έβαζε τα βράδια που της έλειπε, τόσα ρόδα κατέβαζε με τη σκέψη του και μόνο κάθε αυγή.

«Με τ’ εσένα μωρή βαβουλέτσω, θα κάνω τα νιάτα γεράματα», έλεγε καμιά φορά της πεθεράς όταν την τάιζε στο στόμα, μα και πάλι χωρίς βαρυγκώμια. Τι έφταιγε κι αυτή η μαύρη;

«Δεν πεθαινίσκει κι αυτή να λευτερωθείς, να σύρεις να βρεις τον άντρα σου, να προλάβεις να χαρείς όσο είναι καιρός, νά ’χεις και τη γνώμη σιγουρεμένη, άντρας που κοιμάται μαναχός έχει το διάγουλο στο πανταλόνι του. Κούς  μο κοπέλα;» Έτσι της έλεγε και της ξανάλεγε μια γειτόνισσα γεροντοκόρη η  Διαμάντω, κάθε φορά πού την αντάμωνε στο ένα και μοναδικό παντοπωλείο στον πέρα μαχαλά κι όλο την τήραγε στα μάτια και καρτέραγε να βρει ένα σημάδι στο γλέμμα κάτι που να μαρτύραγε πως είχε δίκιο.

Την ίδια γνώμη με τη Διαμάντω είχαν κι άλλες πού ’χαν καεί. «Άντρες, τι να είναι τσεδώ, τι νας είναι τσεκεί, αστοχούν γλήγορα, ξεμυαλίζονται ντίπ για ντίπ», σ’ αυτό συμφωνούσαν όλες, μ’ ένα στόμα. Ένα περσότερο μια μαλέκω, η χήρα η Γραμμενή κι ολοένα την ορμήνευε να μην αφηδεύεται και να μην πιστεύει σε όρκους και παχιά λόγια. «Γιά, παχιές είναι κι οι μύγες. Πού είναι το χαέρι τους; Στα σκατά κάθονται, στα σκατά.  Ο δικός μου ο προκομμένος», της έλεγε με φανερή ειρωνεία κι έφτυνε κάτω στη γη και στραβομουτσούνιαζε κιόλας σάματις έτρωγε λεημόνι, «έκαμε κι έκαμε από γυναικοδουλειές κι ήταν τέτοιος από τότες πού ’χε τρύπιες σόλες στα τσαρούχια και διπλό μπάλωμα στον κώλο, τότες που βλέπαμαν με τη λάμπα και το λυχνάρι, ο σκατόλακος, που τήραγε φουστάνι κι αστράγαλο και του καμώνονταν ίσαμε ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια κι όταν ερχόμασταν στα λόγια ορκίζονταν στον αη Βασίλη τον μεγάλο πως δεν είχε γνώμη γι’ άλλη γυναίκα εξόν από εμένα». Έπαιρνε ανάσα και συνέχιζε με πιότερο θυμό. «Όταν πιάστηκε με παράδες γένηκε χειρότερος. Είχε γυρίσει απ’ την Αμερική, ο μπιτισμένος, τέτοιος πήγε τρισχειρότερος γύρισε. Δεν κρατιότανε. Τον έπιακα η ίδια στο μαντρί μ΄εκείνη την τσουράπω πού ’χει ακόμη τα γκριλίδια ανοιχτά, που να την πάρει την πούτκα ο ασιγούρευτος», καταριόταν στο τέλος την άλλη μαλέκω που ήταντη σ(χ)εμεντελή και γύρναγε από σπίτι σε σπίτι με τη ρόκα παραμάσχαλα και τ’ αδράχτι στο χέρι.

Αυτά δεν ήταν λόγια, φαρμάκι ήταν που έσταζε κατευθείαν στην ψυχή και δεν τά ’λεγε μια, τά ’λεγαν πολλές κι όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο πιο πηχτό και πιο πικρό της φαίνονταν κείνο το φαρμάκι. «Λες, να με βρει τέτοιο χουνέρι; Λες να ’χει ρίξει τα μάτια του αλλού o Παυλάκης; Λες και λες;» αναρωτιόταν πολλές νύχτες κι αναπαμό στο στρώμα δεν έβρισκε. Συλλογίζονταν κείνες τις κουβέντες, ολοένα πιο ταχτικά. Φίδια την έζωναν, φίδια κολοβά και διμούτσουνα έβγαιναν απ’ το στρώμα τις νύχτες και την έσκιαζαν. Όσο το σκέπτονταν, τόσο πιο πολύ της ανέβαινε στο στόμα η χολή. Μπερδεμένες οι σκέψεις στο μυαλό, ένα κουβάρι μαύρες κλωστές που όλο δένονταν σε περσότερους κόμπους διπλούς και τριπλούς κι άκρη δεν έβρισκε πουθενά.

Και να ήταν μόνο οι γνώμες των γυναικών να πεις παλιοκουβέντες από ζήλια, μα κοντά σ’ αυτές, ήρθε και προστέθηκε κι άλλη μια. Κάποιος μετανάστης, ζωντοχήρος, πού ’χε φτιάξει το πατρικό κι είχε γυρίσει για να μείνει μόνιμα στο χωριό, είχε να της πει ακόμη χειρότερα χαμπέρια και να τη βάλει σε μεγαλύτερες έγνοιες: «Και να πεθάνει η μπάμπω, τούτος που τον λεν Παύλο, δεν θα σε θελήσει να πας κοντά του τσούπρα μου, έχει κατά πως λένε άλλα μπλεξίματα».

«Και σαν τι μπλεξίματα μπορεί να ’χει;» Το σκέφτηκε πολλές φορές κι ένιωσε να μερμηγκιάζει ολάκερη από την ταραχή, μα κατάπιε την αγωνία, χωρίς να του φανερώσει ποτέ, πως την έκαιγε να μάθει λεπτομέρειες με το νι και με το σίγμα. Λίγο από ντροπή και πιο πολύ για να μην του δώσει δικαιώματα δεν καταδέχονταν να τον ρωτήσει. «Στο κάτω – κάτω ποιός ήταν αυτός και πού τον ήξερε για να λάβει υπόψιν της τα λόγια του», παρηγοριές στον εαυτό της, από περηφάνια.

Απ’ τα πολλά που είχε ακούσει ύστερα από καιρό κόντεψε να της σαλέψει. Ένα πρωί, αχάραγα, πήρε λιβάνι και κερί, γιόμισε ένα μπότη λάδι, ζαλώθηκε κι έναν τενεκέ χλωρό τυρί και κίνησε για το μαναστήρι το μεγάλο. Τρεις ώρες περπάταγε μέχρι να φτάκει. Έτσι κουρασμένη όπως ήταντη είχε πέσει στα γόνατα μπροστά στα κονίσματα να προσευκηθεί, να προλάβει και παρακάλαγε από μέσα της, να τρέξει ο άη Γιώρης με τ’ άλογο, να διώξει την κακή ώρα κι έτρεχαν τα μάτια της ασταμάτηγα. Μετά δεν είχε πώς να το κάμει, σαν να μη λάβαινε σημάδι πως έπιαναν τόπο τα σιωπηλά παρακάλια κι είπε να φανερώσει την έγνοια της φωναχτά. Στάθηκε ορθή στη μέση της εκκλησιάς κι είπε, κι είπε, κι είπε,  και της φάνηκε πως από το τόσο παράπονο πού ’χε βγει απ’ την ψυχή της, είχε ανοίξει ο τρούλος κι έφευγαν τα λόγια κατευθείαν στον ουρανό μαζί με τον καπνό απ’ το θυμίαμα. Πλάνταξε να κλαίει η δόλια. Ο καλόγερος που γιόμιζε τα καντήλια λάδι, έδειξε πως τη συμπόνεσε, σα να την λυπήθηκε. Της έκαμε νόημα και της έδωκε ένα φυλακτό κι ένα ξύλινο σταυρουδάκι. Κι ύστερα τη συμβούλεψε: «Να κάνεις υπομονή, εσείς οι γυναίκες είστε καταραμένες, εξ’ αιτίας σας χάσαμε τον παράδεισο. Κούς, είστε όλες πιο κάτω απ’ τους άντρες, έτσι σας έφτιακε ο Θεός, δεν κάνει να σηκώνετε κεφάλι. Ο άντρας και να κάνει, δεν έχει ευθύνη, το φταίξιμο είναι της γυναικός, αυτή βάζει ο σ(χ)ιαϊτάνης και κουνάει την ουρά, της γυναικός είναι η αμαρτία, προπατορική, μο τσούπρα, προπατορικιά την έχεις κι εσύ κληρονομήσει από κούνια κι από σαρμανίτσα, γενεές δεκατέσσερις, με δαύτην κουναρήθηκες. Άηντε τώρε για, σύρε στο καλό και μην κοτήσεις να σ(χ)ηκώσεις κεφάλι και χαλάσεις το θέλημα τ’ αντρός σου και τη φαμίλια σου, θα βρεις μπελιά.

Εκείνο το «προπατορικιά», που είπε ο καλόγερος τής τρύπαγε τ’ αυτιά στο δρόμο για το γυρισμό, «αμαρτία προπατορικιά, από κούνια κι από σαρμανίτσα, γενεές δεκατέσσερις», σαν βαριά τής φαίνονταν τα λόγια κι ακαταλαβίστικα. Δεν ήξερε τι ήταν αυτή η αμαρτία που την κληρονομούσαν μόνο οι γυναίκες και για ταύτο έπρεπε να σκύβουν το κεφάλι και να κάνουν όλα τα θελήματα δίκια κι άδικα. «Λες νά ’χει να κάνει με τα ρείκια τούτη η αμαρτία;» αναρωτήθηκε σαν πέρασε από ένα ξέφωτο που ήταντο γιομάτο ανθισμένα. «Αλάργα από τα ρείκια δόλιω Φαινώ! Αλάργα και μήτε να τα ξαναμαλάξεις, μήτε να ξανακόψεις ποτές», έδωκε εντολή στον εαυτό της και τάχυνε το βήμα.

Πάντως, επειδή δεν της κάθονταν καλά στη γνώμη τούτη η «προπατορικιά αμαρτία», είχε αποφασίσει να ρωτήσει και τον Παυλάκη, όταν θα έρχονταν, εκείνος κάτι θα ήξερε.

Απόγιομα ήταν, βασιλεμένος ο ήλιος όταν γύρισε στο σπίτι, με τα μάτια κατακόκκινα σαν αίμα κι ήβρε την πεθερά στα τελευταία της. Έβγαζε η δόλια αφρό απ’ το στόμα, ξεψύχαγε. Της έδωκε με το κουταλάκι λίγο νερό, την έτριψε με το οινόπνευμα στα χέρια, την σήκωσε με τα μαξιλάρια στον πλάτη να πάρει ανάσα, τίποτις. Λίγο κράτησε, καμιά ώρα. Έπειτα έγειρε η μπάμπω στο πλάι κι έκλεισε τα μάτια σαν ν’ αποκοιμήθηκε.

Την άλλαξε, την έπλυνε, της έβαλε καθαρά σκουτιά  και στην τζ(χ)ιέπη της ζ(γ)ιακέτας μια δραχμή, της σταύρωσε τα χέρια τά ’δεσε με τ’ άσπρο μαντήλι σφιχτά, τη σκέπασε από πάνω με τα σάβανα, τη στόλισε λουλούδια, όλα μαναχή της τά ’καμε. Άντα την ετοίμασε, φώναξε το παιδί και την κοπέλα και τους είπε να σεβαστούν τη νεκρή και να μην κάνουν χαζαμάρες γιατί είχαν πένθος. Μαυροφορέθηκε, τη μοιρολόγησε, την έκλαψε, την έθαψε με τιμές, να μη δώκει δικαιώματα στην κοινωνία.

Ο Παύλος  στην κηδεία δεν είχε έρθει. Δεν μπόρεσε. Ήρθε μετά, στα σαράντα, στο μνημόσυνο. Πλέρωσε τρεις παπάδες και δυο ψάλτες. Εννιά κιλά στάρι κατά πως θέλει το έθιμο της έβρασε η Φαινώ για το συχώριο. Της έκαμαν και μεγάλο τραπέζι στο σπίτι.  Πέρασαν όλοι, έφαγε όλο το χωριό.

Εκεί στο τραπέζι γύρισε ο Παύλος τα μάτια και τήραξε τη γυναίκα του, έτσι όπως ήξερε μόνο αυτός. Το κατάλαβε η Φαινώ πού ’χε πόθο εκείνη η ματιά, μα από σεβασμό στη μνήμη της πεθεράς της, τής Φιλιππηδήμαινας, απόδιωξε τη σκέψη κι έκαμε πως δεν τ’ αντιλήφτηκε. Ένιωσε όμως και η ίδια μέσα της να καίει και να την καίει η ίδια φλόγα. Αστόχησε και τις παλιοκουβέντες που της λέγανε μεμιάς. Άπλωσε το χέρι και με τ’ ακροδάχτυλα ίσα που τον άγγιξε στο πρόσωπο. Ένα σύντομο άγγιγμα που έτρεμε, όπως η φλόγα στο ποτήρι με το λάδι που άναβε πάνω στο τραπέζι.

«Πώς όμως, τι σημείο κι αυτό, να φτάνει μια στιγμή και μια ματιά μόνο για να καθησυχάσει όλους τους δαίμονες που σού τρώνε τα σωθικά!» Θαύμασε την καθαρή δύναμη της αληθινής αγάπης γιατί αυτό είδε στο βλέμμα τ’ αντρός της κι ευχαριστημένη σηκώθηκε να φέρει άλλους τρεις νταβάδες από τον ξυλόφουρνο.

Εκείνη τη νύχτα, τον Παυλάκη δεν τον έλεγες κοιμισμένο στο κρεβάτι, μα ούτε και ξυπνό. Είχε χορτάσει κουβέντες με τους συγχωριανούς, με το παιδί, με την κοπέλα του, μόνο με τη Φαινώ δεν είχε μιλήσει, τίποτις άλλο, εξόν απ’ τα τυπικά για το μνημόσυνο, δεν είχαν προλάβει να πουν από την προηγούμενη μέρα πού ’χεν έρθει. Την σκέπτονταν, πόσα βάσανα είχε περάσει, πώς τά ’χε καταφέρει χωρίς αυτόν δίπλα της, πόσο αφοσιωμένη στάθηκε. Ντράπηκε κάπως για τον εαυτό του. Παραδέχτηκε πως κι ο ίδιος είχε ζήσει δύσκολα, μα όχι τόσο, όσο τούτη η γυναικούλα που φορτώθηκε την ευθύνη τση μάνας του και τση φαμίλιας. «Αξιέπαινη», ψιθύρισε από μέσα του και γύρισε πλευρό μα και πάλι ούτε κοιμισμένος, ούτε ξυπνός.

Η Φαινώ συμπλήρωνε την τακτοποίησή της πριν πέσει για ύπνο. Λίγο να ισιώσει την κουβέρτα, να βάλει τα ρούχα στην κρεμάστρα, να ρίξει ένα βλέφαρο στο παιδί κι άλλο ένα στην κοπέλα, να μάσει και να πλέξει τα μαλλιά της, να σβήσει το φως, να τρίψει τα χέρια με λίγη κολόνια λεμόνι, να κάμει το σημείο του σταυρού έπειτα στο μαξιλάρι, ν’ αφήσει έναν αναστεναγμό να φτάσει στο ταβάνι, να κλείσει τα βλέφαρα, να λευτερώσει για λίγο έστω την ψυχή στη σιγουριά της αγκαλιάς τ’ αντρός που ήταν δίπλα της.

Με την άκρη του ματιού του την πρόσεξε έτσι όπως έπεφτε πάνω της το φως του φεγγαριού από τον φεγγίτη. Λίγο είχε αλλάξει το σώμα της, λίγο πιο στρογγυλεμένο του φάνηκε στους ώμους, κάπως πιο φαρδιά η μέση της, μα σίγουρα τού ήταν πιο επιθυμητή. Έβαλε το κεφάλι πιο χαλαρά στο μαξιλάρι και κράτησε τα μάτια του κλειστά. Πίσω τους ήρθε και ζωντάνεψε δυνατά εκείνη η πρώτη τους φορά κι είχε τόση γλύκα.

Δεν πέρασαν δυο λεπτά. Ένιωσε τη ζέστα από το κορμί και την ανάσα της στο πλάι του. Αναστατώθηκε. Τού ’ρθε η σκέψη της μάνας, η εικόνα της, μα όπως ήρθε έτσι και σβήστηκε. «Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς κι οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους μάνα, σε τίμησα και σε σεβάστηκα», συλλογίστηκε χωρίς δεύτερη σκέψη κι αμέσως ψιθυριστά: «Ω Φαινώ! Φαινούλα και Φαινουλέτσω, κορμιά που κάποτε αγκαλιάστηκαν με πάθος δεν έχουν ανάγκη το μυαλό για να θυμηθούν, τα κορμιά ξέρουν» κι απλώνοντας το χέρι τη χάιδεψε στο πρόσωπο.

«Ε μωρέ Παυλάκο μου», τού είπε κι είχε μια λαχτάρα ο τόνος της φωνής της, «θυμάσαι που λέγαμαν θα κάνουμε δυο παιδιά και μια κοπέλα, θυμάσαι που…»

Δεν την άφηκε ν’ αποσώσει το λόγο της: «Διψώ Φαινώ, διψώ, για τ’ εσένα» και γύρεψε τα χείλη της.

Τύλιξε τα χέρια στο λαιμό του σφιχτά.  Και μόνο το καρδιοχτύπι είχε προδώσει κιόλας τη διάθεση της.

«Λείπει ένα παιδί ακόμη, τούτη η νύχτα θα μάς το δώκει, τούτη τη νύχτα που διψώ για τ’ εσένα Φαινώ και διψάς κι εσύ», της είπε και την έκλεισε με πολλή αγάπη και πολλή συγκίνηση στην αγκαλιά του.

«Σ’ αγαπώ ορή Φαινώ κι ώσπου να πεθάνω, από την καρδιά δεν θα σε βγάλω ποτές, κι εδώ και στον άλλο κόσμο εσένα θέλω, μάτια δεν έχω γι’ άλληνε», τής ορκίστηκε άλλη μια φορά, όπως κάθε φορά που έσμιγαν.

Εκείνη τη νύχτα, πού είχε ημερέψει η λαχτάρα κι είχαν ξεδιψάσει και χορτάσει τα κορμιά τους, πριν χαράξει η αυγή είδαν μαζί ένα άλλο φλογισμένο άστρο να σκίζει στα δυο τον ουρανό κι ύστερα να σβήνει κάπου μακριά πάλι όμως προς το Φιλιάτι. «Ω Παυλάκο, αν κάνουμε καλή προκοπή στη Γερμανία, τώρε που θα πάμε μαζί, εκείγια στο Φιλιάτι είναιτο καλά να χτίζαμαν σπίτι», τον παρακάλεσε.

Δυο βδομάδες μετά το μνημόσυνο, πήραν τη φαμίλια τους κι έφυγαν από το χωριό. Το σπίτι, όπως ήταντο τ’ άφηκαν σε μια ξαδέλφη του Παυλάκη, να το περαιτεύει και να περαιτεύεται κι αυτή.

Νοίκιασαν τριάρι διαμέρισμα στη Γερμανία, καλό. Είχε πολλούς Έλληνες εκεί στη γειτονιά, δεν της έρχονταν τόσο άσκημα η ξενιτιά. Έκαμε γνωριμίες, φιλίες, κουμπαριές.

Στους οκτώ μήνες από όταν έφτασαν στο Ανόβερο, γέννησε πρόωρα το τρίτο παιδί. Φοβήθηκαν θα πεθαίνισκε τότε και το βάφτισαν στο νοσοκομείο, στον αέρα. Ένας μετανάστης που βρέθηκε εκεί με τη γυναίκα του, τού ’δωκαν  τ’ όνομα. Ζήση το είπανε, για να ζήσει. Ευτυχώς, πρόλαβαν οι γιατροί, τό ’βαλαν κάμποσο στη θερμοκοιτίδα, κρατήθηκε στη ζωή. Τού ’χε γραμμένους χρόνους ο θεουλάκης.

Όταν ανατουτσουρώθηκε τούτο το κούτσικο, τό πήγαν στον βρεφονηπιακό σταθμό. Τα άλλα, τα μεγάλα, πήγαιναν στο Δημοτικό. Έτσι λευτερώθηκε κάποιες ώρες κι έπιακε κι αυτή δουλειά. Δεκαοχτώ χρόνια στη Γερμανία, πήγαινε στη δουλειά το πρωί στις οκτώ κι έφευγε τ’ απόγιομα. Μια βολά τη βδομάδα όμως κάθονταν και πλερώνονταν. Για να ξεκουραστεί, έτσι έλεγε ο νόμος. Έπαιρνε καλά λεφτά. Κι η δουλειά δεν ήταντη βαριά σαν άλλες, όχι. Δεκαοχτώ χρόνια, όλα τα μολύβια και τα χρώματα που έγραψαν και ζωγράφισαν τα παιδιά του κόσμου, πέρασαν από τα δικά της τα χέρια.

Στον ξένο τόπο, άλλαξε κάπως τις συνήθειες που είχε, έτσι έπρεπε, μα όσο που ήταν με τον άντρα και τη φαμίλια της μαζεμένη κι έβλεπε να προκόβουν, δεν το λογάριαζε.  Ας της έλειπαν τα βουνά κι ο τόπος. Μπορούσε και χωρίς αυτά. Κι όταν πάντρεψε την κοπέλα, χαρές και πανηγύρια. Δάσκαλος ο γαμπρός  στο ελληνικό σχολείο, λεβέντης κι όμορφος και την φώναζε μανούλα, και της τραγούδαγε: «Καίγομαι και σιγολιώνω και για σένα μαραζώνω, αχ τι καημός» και έλιωνε αυτή, σαν τη βανίλια στο νερό και γένονταν χαλί να την πατήσει.

Μετά από καιρό, ήβρε μια καλή νύφη ο Φιλίππης, τη Γωγούλα από την Αθήνα, καλή και πονετική. Έκανε σπουδαίο γάμο. Έρθαν καλεσμένοι πολλοί νοματέοι.  Τους υποδέχτηκαν όλους κατά πως έπρεπε. Ο Φιλίππης είχε ανοίξει μεγάλο εστιατόριο, εκεί έκαμαν το τραπέζι, στο μαγαζί το δικό του.

Ωστόσο είχε αποκτήσει κι αγγόνια, δίδυμα, παιδιά και τα δυό, από την κοπέλα της. Κι ο Ζήσης, είχε βρει το δρόμο του κι αυτός, ήταντος σε σκολή. Θα γένονταν λεηκτρολόγος. «Ηλεκτρολόγος», τη διόρθωσε  ο Παυλάκης πολλές φορές, μα η Φαινώ δεν τ’ άλλαζε, λεηκτρολόγος συνέχιζε να λέει και τής άρεσε που τούς έκανε τόσο απλά, με μια λέξη μόνο και γέλαγαν. Διπλές και τρίδιπλες χαρές κι άνθιζε η καρδιά της στο καταχείμωνο της ξένης χώρας θαρρείς και πέταγε κόκκινες παπαρούνες πάνω στο χιόνι.

«Όλα καλά μωρέ Παυλάκη, όλα σ(χ)ια σμένα τά ’χουμε, δοξασμένη η χάρη του», του είπε ένα βράδυ και τήραγε απ’ το παραθύρι όξω, στα χαμένα ένα τριαντάφυλλο. Από μέσα της, έκανε διάφορες σκέψεις, μα δεν τις μολόγαγε, να μην χαλάσει τη σκέψη καενός. Έτσι ’ναι η καρδιά σαν τριαντάφυλλο, κείνα που την αγκυλώνουν τά ’χει κοντά στη ρίζα πιο μεγάλα, να μην πειράζεται ο ανθός. Τότε ήταν που της είπε ο Παυλάκης πως όλα τα καταλάβαινε και την περίμενε μεγάλη έκπληξη στην πατρίδα.

Κείνο τ’ άστρο πού ’χαν δει μαζί, δεύτερη φορά, στάθηκε αιτία κι αφορμή και δεν τής χάλασε χατίρι. Αυτό σκέπτονταν ολοένα, μέχρι κι όνειρο τό ’γλεπε,  ώσπου πήρε την απόφαση.

Μάλιστα, τριώροφο είχε φτιάκει στο Φιλιάτι κι αυτή δεν τό ’ξερε. Σε μεγάλο οικόπεδο που είχε αγοράσει στο ύψωμα, πάνω από το χάνι του Μικρούλη, εκείγια, στο δάσος με τα πεύκα, στα χαλάσματα του μπέη παρέκει,  εκείγια έχτισε. Μια θέα ίσαμε πέρα μακριγιά στη θάλασσα. Γιόμισε τις αυλές  και τους κήπους με δέντρα και λουλούδια.

Στα δεύτερα νιάτα, επέστρεψαν οριστικά πίσω κι από τότε, καθισμένοι στη μεγάλη βεράντα με τα γιασεμιά, μέτραγαν απ’ τη μια την ξενιτιά που είχαν ζήσει με τα καλά και τα κακά της κι απ’ την άλλη, τ’ άστρα στο Φιλιάτι. Κι ήταν πολλά και καλά τ’ άστρα, αυτά που μέτρησαν αγκαλιασμένοι μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος στα βαθειά γεράματα.

«Ω Φαινώ! Φαινούλα και Φαινουλέτσω, καλά ζήσαμαν κι αγαπημένοι», έτσι της έκρινε ένα βράδυ κι άλλη κουβέντα δεν πρόλαβε καμιά.

Έβγαλε το μαντήλι και σκούπισε τα δάκρυα. «Σύρε να τ’ ανάψεις του Παυλάκη καντήλι και κερί, σύρε παιδάκι να ’χεις την ευκή, δεν μπορώ η μαύρη, σύρε εσύ», με παρακάλεσε και μού ’δειξε το μνημούρι κάτω από τα κυπαρίσσια.

«Κούς ορή καρδούλα; Κούς ορή Ζωή και Χαρά και Χαρούλα και Χαρουλέτσω, εγώ είμαι αυτή η Φαινώ, η Φαινούλα κι η Φαινούλέτσω, άη ψ(χ)ούλα μου, εσύ που ομοιάζεις την αγγονιά μου, Χαρά και Χαρούλα και Χαρουλέτσω κι εκείνη που είναιτη στο Μόναχο», παραμίλαγε και συγκινημένη έφερε το μαντήλι στα μάτια και ξανασκούπισε τα δάκρυα.

«Και πού είσαι, κοπελίτσα μου, εσύ που έρθες από την Κρήτη και γένηκες νύφη και δική, στάχτη να πιάνεις ζάχαρη να γένεται», συνέχιζε κι ακόμη πιο πονετικά με πολλή αγάπη απόσωσε την κουβέντα της: «Άκου κι έναν λόγο τελευταίο. Έχει πολλά και καλά άστρα στο Φιλιάτι, φτάνει νά ’χεις άνθρωπο σωστό, να σε κρατήσει στην αγκαλιά του και να στα δείξει, έχει πολλά και καλά άστρα στο Φιλιάτι, μο κοπέλα! Έτσι να τα γράψεις παιδάκι, αν το θελήσεις, χέρια γραμμένα και ζωγραφιστά και καλορίζικα. Κους; Ζωή και Χαρά και Χαρούλα και Χαρουλέτσω; Κους;».

 

 

 

Αύριο εν ονόματι της αγάπης

Χαρούλα Βερίγου

Κέρκυρα 4 Ιουνίου 2017

 

 

 

 

 

 

H Χαρούλα Βερίγου γεννήθηκε στην Κρήτη. Οι ρίζες της είναι στο Οροπέδιο Λασιθίου. Στο Τζερμιάδο μεγάλωσε, εκεί έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινε δασκάλα όπως ονειρευόταν όταν ήταν παιδί. Την κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζει και εργάζεται στην Κέρκυρα. Μένει σταθερά αφοσιωμένη στην οικογένεια. Είναι παντρεμένη και τιμούν τη ζωή της δύο παιδιά. Καταθέτει την ευγνωμοσύνη της στο φως και στο ταξίδι του, αυτό που δικαιώνει την αιωνιότητα, για να δικαιωθεί ταπεινά στη σιωπή και αθόρυβα στο καθαρό βλέμμα θυμίζοντας την αλμύρα, την πιο αρχαία γεύση ζωής στο δάκρυ. Πιστεύει στην αγάπη. Συνηθίζει να κλείνει τα μάτια και να ταξιδεύει. Την γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και τα ξεφτισμένα αποκόμματα από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Η Αγάπη αντέχει το ρίσκο στ’ ανοικτά και τινάζει το χνούδι της λήθης στη βροχή. Της αρέσει η βροχή. Προτιμά τη μωβ ομπρέλα, μα έχει πάντα και μια κόκκινη, για να μπορεί να πληγώνει τις άφεγγες νύχτες το σκοτάδι. Την πολεμούν οι λέξεις. Γίνονται όχημα μαγείας, γι’ αυτό και δεν αναρωτιέται πια «γιατί γράφω;» Όπως αναπνέει, μιλάει, ονειρεύεται, συμφιλιώνεται με τη ζωή και τον θάνατο μαγικά, έτσι και η ανάγκη της να γράφει. Ακουμπά στο παρελθόν, όμως η λέξη που την καθορίζει είναι το «Αύριο…»

Βιβλία:  «Μια κούρσα για τη Χαριγένεια», εκδόσεις Φίλντισι, «Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο», εκδόσεις Φίλντισι, «Ιστορίες για φεγγάρια», εκδόσεις Έψιλον. 

Δημοσιευμένα ποιήματα και διηγήματα με το ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου.  Δισκογραφική συνεργασία με Γιάννη Νικολάου και Νίκο Ανδρουλάκη.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top