Fractal

Διήγημα: «Εξάδας ανάμνηση»

Του Χάρη Κοντονίκα // *

 

f9

 

Τα πρώτα πέντε έφυγαν. Άλλο από πέσιμο, άλλο από σφοδρή σύγκρουση με διερχόμενη σπορ πορσελάνη, κάποιο γλιστρώντας στην ολισθηρή πραγματικότητα, ένα άλλο αφήνοντας τον πάτο του – μαζί και τη χρησιμότητά του – στο ράφι ενώ το πέμπτο έτσι, χωρίς λόγο –τάχα- ήρθε αντιμέτωπο με το εύθραυστο της ύπαρξης και ορθώνοντας το ανάστημά του στην ανυποψίαστη ησυχία ψέλλισε «Κρακ». Αυτοκτόνησε.

Το τελευταίο έπρεπε να χωρέσει την απώλεια. Που χώρος για ύδατα, ηδύποτα και αφρίζοντες αντικατοπτρισμούς ευζωίας!

Βαρύ το πλήγμα και για την κάτοχο της ανάμνησης. «Αυτά συμβαίνουν», «Τα πάντρεψες να μη μείνουν στο ράφι», «Μη δένεσαι με αντικείμενα» (λες και το δέσιμο γνωρίζει από συντακτικούς κανόνες) και άλλες παροτρύνσεις και παρηγοριές έπεσαν στο κενό. Πως όταν κρατάς τη σελίδα της ζωής σου έτοιμος να τη γυρίσεις και να πας στην επόμενη κι άξαφνα, από το πουθενά -που εντέλει κάπου πρέπει να υπάρχει αυτό το μέρος- πετάγεται ένα χελιδόνι και κόβει τη σελίδα στη μέση! Έτσι ένοιωσε.

Δώρο βλέπεις. Αγαπημένου προσώπου, μακρινού, που έστειλε πεσκέσι και ένα μπουκάλι φρεσκοστυμμένη εγγύτητα μαζί με την εξάδα, να γεμίζει ο παραλήπτης να μικραίνει η απόσταση. Μα εκτός από την απόσταση που ορίζει, φυσικά, δύο απομακρυσμένα σημεία – στην περίπτωσή μας τα δύο αγαπημένα πρόσωπα – υπάρχει (δυστυχώς; ευτυχώς;) και μια άλλη που ορίζει, μεταφυσικά, πόσο απέχει κανείς από την ψευδαίσθηση της εγγύτητας. Αυτή η δεύτερη μοιραία πενταπλασιάστηκε. Η φυσική απόσταση παρέμεινε ίδια όμως αυτό ούτε πόνο ούτε ανακούφιση φέρνει. Φαίνεται τα σταθερά, ακίνητα πράγματα – αν υπάρχουν τέτοια – δύσκολα βρίσκουν θέση στης καρδιάς την κινούμενη άμμο.

Να πάρει το απομεινάρι μιας εξάδας και να το στολίσει. Αυτό ήθελε. Πάνω στο μπουφέ, σε περίοπτη θέση, μαζί με άλλες αγαπημένες φωτογραφίες, άλλων αγαπημένων προσώπων, μακρινών πάντα αφού όπως και να το κάνεις αυτό που αποτυπώνεται στο χαρτί πάει, έμεινε ακίνητο, ενώ το υποκείμενο συνεχίζει – πάνω ή κάτω από το χώμα, πάντως συνεχίζει. Έτσι το έβλεπε. Σα φωτογραφία. Γυαλί άλλωστε. Και πίσω από το γυαλί κάτι. Και όπως μια φωτογραφία αγαπημένου περιέχει λες κάτι από τον ίδιο, κάτι που ποτίζει το χαρτί, το γυαλί, την κορνίζα, το μπουφέ, το χώρο, το μάτι που την κοιτάζει, το ρολόι της ζωής, έτσι και αυτό, πες το ποτήρι, πες το δοχείο τρυφερότητας, πες το τεφροδόχο εξάδας, είχε γίνει τώρα ένα με το πρόσωπο. Κι αυτό ήταν πρόβλημα. Έπρεπε να δηλωθεί η αλλαγή χρήσης. Να κηρυχθεί είδος προς εξαφάνιση και άρα προστατευόμενο από διεθνείς οργανισμούς, εθνικές κυβερνήσεις, τοπικούς παράγοντες, διαγαλαξιακούς ταξιδιώτες και ελεήμονες θεότητες. Μπας και διαιωνιστεί το είδος.

Η επιστήμη βλέπεις επιτρέπει πλέον στους στείρους πόθους να γονιμοποιούνται και σωματικά. Εξωσωματικά μπορούσαν πάντα.

Η θέση του ήταν πλέον στο βυθό κάποιου ντουλαπιού προς αποφυγήν ατυχούς συνάντησης με ταχύπλοα σκεύη, μεθυσμένους τουρίστες τεντζερέδες και οποιαδήποτε αιχμηρή απροσεξία.

Μα αιχμηρότερη όλων, τελικά, η λήθη.

«Μωρέ που έβαλα το γλυκό το βύσσινο; Εδώ, εκεί, αλλού; Κι αυτό εδώ πίσω τι είναι; Ωχ, ουπς!»

Κρακ.

 

 

Ο Χάρης Κοντονίκας γεννήθηκε το 1971. Ενίοτε γράφει, αλλά κυρίως σβήνει.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top