Fractal

Διήγημα: “Εξ επαφής”

Του Αλέξανδρου Βαναργιώτη // *

 

 

 

Δεν περίμενα τη Μυρτώ. Μ’ επισκέφτηκε με αφορμή που ήρθε να δει τους γονείς της, μου είπε. Ξύπνησε μέσα μου μια άλλη εποχή, έναν άλλο κόσμο. Δεν ήμουν σίγουρος ότι τέτοιες αναδρομές με ωφελούσαν. Είχα κόψει από καιρό τα νήματα των αισθημάτων. Δεν γινόταν αλλιώς. Οι αγώνες στους οποίους είχα αποδυθεί απαιτούσαν καθαρό νου και ψυχραιμία. Μ’ αιφνιδίασε όμως η γλυκιά παρουσία της και το ταλαιπωρημένο νευρικό μου σύστημα αφέθηκε για λίγο στη ζεστασιά της.

Η Μυρτώ ήταν μια από της κοπέλες που δεν χανόταν στο ανώνυμο πλήθος των κοριτσιών της φιλοσοφικής. Ξεχώριζε. Χαμογελούσε διαρκώς. Ευγενική, παιδί εκπαιδευτικών με μεγάλη καλλιέργεια και τρόπους. Ήταν και ευειδής. Ωραίο σώμα, γυμνασμένο, μαλλιά κοντά, μέτριο ανάστημα και ένα θελκτικό πρόσωπο με μικρές διάσπαρτες πρέκνες που την έκαναν ακόμη πιο χαριτωμένη. Θύμιζε πολύ την Τατιάνα Παπαμόσχου στο ρόλο της Ιφιγένειας. Στο πρώτο έτος, μετά την αναγνωριστική περίοδο της αμηχανίας, την προσέγγισαν αρκετά αγόρια για δεσμό. Δεν ξέρω με πόσους συνδέθηκε. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι είχε κάτι στο ύφος, στο στυλ, που δήλωνε «ελεύθερη» ακόμα και όταν δεν ήταν. Τη συναντούσα συχνά, στην αυλή της σχολής, αλλά ποτέ δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να βρεθούμε κοντά. Δεν είχαμε και πολλά κοινά, είναι η αλήθεια. Εκείνη, αστή, αν και με στρατιωτικά μπουφάν και μποτάκια, από εύρωστη οικονομικά οικογένεια, ανέλυε με άνεση Προυντόν και Μπακούνιν και είχε γύρω της πάντα έναν χορό αγοριών που την άκουγαν με αφοσίωση και θαυμασμό. Εγώ από την άλλη, καθαρόαιμος επαρχιώτης, εγγονός ιερέα, παιδί των κατηχητικών, με ένα γαλάζιο μπουφάν που μου χάρισε ένας εξάδελφος, τζιν και σκαρπίνια και μια μεγάλη ομπρέλα του πατέρα, θα μπορούσα να πάρω μέρος σε παιδικό πάρτι ως κλόουν. Αναπάντεχα συνδεθήκαμε. Τους μήνες πριν το πτυχίο καθόμασταν απέναντι, ώρες πολλές, στο αναγνωστήριο. Σήκωνε τα μάτια της κάθε τόσο για να ξεκουραστεί και με κοίταζε. Την κοίταζα κι εγώ. Όταν συναντιούνταν οι ματιές μας ηλεκτριζόταν η ατμόσφαιρα. Ένας σπινθήρας δημιουργούσε ηλεκτρική εκκένωση στο κορμί μου. Ρίγος με κατέκλυζε. Δεν την κέρδισα εύκολα. Διάβασα με προσοχή Μπακούνιν, Μάρξ και Ένγκελς, έτοιμος για μια αναμέτρηση μαζί της. Απέφευγε όμως διαρκώς να μου μιλάει. Έσπρωχνε με το χέρι μικρά σημειώματα με απορίες στα μαθήματα και της απαντούσα πάλι με σημειώματα. Όταν έβγαινα στο μπαλκόνι του αναγνωστηρίου για διάλειμμα, έβγαινε κι εκείνη, αλλά έμενε πίσω, κάπνιζε κι έπιανε κουβέντα με συμφοιτητές της συνομοταξίας της. Εκείνες τις φρικτές απομιμήσεις του Τσε, που είχαν γεμίσει τους τοίχους του πανεπιστημίου και τις κολώνες με Α μέσα σε κύκλο. Με βασάνιζε. Είχα θυμώσει, δεν μπορούσα όμως να της κρατήσω κακία. Ένιωθα τα μάτια της πάνω μου και σκιρτούσα, ωστόσο επίμονα κρατούσα τα δικά μου στο βιβλίο. Κάποια στιγμή μου έδωσε ένα άσπρο κομμάτι χαρτί που

δεν είχε ερώτηση, μόνο ένα ερωτηματικό. Τότε είχε γίνει επιτυχία το τραγούδι της Γαλάνη «Εξ επαφής». Δεν μου άρεσε ιδιαίτερα. Μου φάνηκε όμως βολικό και το χρησιμοποίησα. Έγραψα σε μια κόλλα χαρτί τους στίχους του Αντώνη Ανδρικάκη που έλεγαν

Μοιάζεις με τρομοκράτη

στήνεις παγίδες απ’ το βράδυ ως το πρωί

Εξ’ επαφής

πυροβολείς και τρέχεις να μου κρυφτείς

αφήνεις ίχνη όμως και θα πιαστείς

καλύτερα λοιπόν να μου παραδοθείς

μ’ αυτά τα μάτια σου στα άκρα με εξωθείς

που τελείωναν αν θυμάμαι καλά

«σ’ αγαπάω μ’ ένα τρόπο εκρηκτικό»

Υπογράμμισα έντονα το «μ’ αυτά τα μάτια σου στα άκρα με εξωθείς» και το «σ’ αγαπάω με έναν τρόπο εκρηκτικό», το ακούμπησα δίπλα της και βγήκα έξω. Άναψα τσιγάρο και παρακολουθούσα στην αυλή του πανεπιστημίου το πλήθος των φοιτητών που κινούνταν προς διάφορες κατευθύνσεις, ενώ τα ηχεία της Πανσπουδαστικής καλούσαν σε πορεία διαμαρτυρίας και ταυτόχρονα αντιμάχονταν τα ηχεία της ΠΑΣΚ που την ίδια ώρα στην άλλη γωνία με μουσική υπόκρουση το wind of change ανακοίνωναν πανηγυρική ομιλία για τα οκτώ χρόνια ΠαΣοΚ. Ήρθε κοντά μου χαμογελώντας. Με άγγιξε στην πλάτη και μετά πήγαμε μια υπέροχη βόλτα στο δάσος πάνω από τη φιλοσοφική που κατέληξε χαράματα στη γκαρσονιέρα της.

Η σχέση μας βέβαια όσο εκρηκτικά ξεκίνησε, τόσο εκρηκτικά διαλύθηκε. Τον καιρό του μεταπτυχιακού εκείνη έβγαινε με άλλες παρέες. Πολλά βράδια γύριζε μεθυσμένη, μια δυο φορές μάλιστα την έφερε η αστυνομία με το εκατό αφού τη μάζεψε πεσμένη στο πεζοδρόμιο. Μια μέρα, έπειτα από έναν γερό καυγά έφυγε και με πήρε τηλέφωνο να με αποχαιρετίσει από την Αθήνα.

Δεν περίμενα να με επισκεφτεί. Ήμουν αξύριστος με ένα βαθύ τραύμα στο δεξί χέρι-σκάρτος μηχανισμός- και ταλαιπωρημένος από την περίοδο των ανακρίσεων και την απεργία πείνας που αναγκάστηκα να κάνω για να με πάνε στο νοσοκομείο. Επειδή δεν είχαν αποδείξεις και στοιχεία για την οργάνωση – εγώ παρίστανα τον τρελό- εξάντλησαν πάνω μου όλη τους τη σκληρότητα. Φορούσε ένα ριχτό μπορντό φόρεμα, και χαμηλοτάκουνες γόβες. Κρατούσε μια ασορτί με τα παπούτσια τσάντα, λουί βιτόν. Είχε πάρει μερικά κιλά αλλά της πήγαιναν. Μου είπε ότι ζούσαν οικογενειακώς στη Λήμνο, με τα δύο παιδιά και τον άντρα της που ήταν μηχανολόγος μηχανικός. Εκείνη εργαζόταν στην εκπαίδευση. Πριν φύγει μου χαμογέλασε. Μου άφησε μια χάρτινη εικόνα της Παναγίας που της επέτρεψαν, μου έκλεισε το μάτι και μου ψιθύρισε: «Μοιάζεις με τρομοκράτη…»

 

 

 

 

* Ο Αλέξανδρος Βαναργιώτης γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Σπούδασε φιλολογία και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη Μέση Δημόσια Εκπαίδευση. Εξέδωσε δύο συλλογές διηγημάτων: «Διηγήματα για το τέλος της μέρας», εκδόσεις Λογείον και «Η θεωρία των χαρταετών», εκδόσεις Παράξενες Μέρες

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top