Fractal

✔ Προδημοσίευση: Κωνσταντίνα Δελημήτρου «Ex-Έλληνες»

 

Κωνσταντίνα Δελημήτρου «Ex-Έλληνες», εκδ. Διάπλαση, σελ. 136

 

Αθήνα 2011. Φθινόπωρο. Μία ακόμα ημέρα απόγνωσης στη δουλειά και γκλιν σκάει το gtalk σαν βόμβα: φεύγω… πάω Κύπρο. Για πάνω από χρόνο είχα θερίσει κάθε πιθανό προορισμό ανά τον κόσμο. Στο Κατάρ ο χιζ μάτζεστι διαλαλούσε εξαψήφιο μισθό σε όσους θα βοηθούσαν να εξεβρωπαϊστεί λίγο η χώρα του, νομίζω για το Μουντιάλ τότε. Στο Ντουμπάι μάς έδιναν στέγη, τροφή, σχολείο για τη μικρή και ίσως αυτοκίνητο, αλλά όχι ελευθερία. Η Ιρλανδία ζήταγε βοσκούς για το Δουβλίνο παρακαλώ, με τρελά ποσά την ώρα, και κυρίως δεν απαιτούσε να ξέρεις φλογέρα. Στη δε λατρεμένη Αμέρικα, γιγάντια η λίστα με ό,τι δουλειά μπορείς να φανταστείς και οι μισθοί πάντα κοντά στο (αμερικάνικο) όνειρο. Ο Καναδάς ήταν πολύ παγωμένος για τα γούστα μου. Ακόμα φασκελώνομαι.

Η δουλειά που είχε κάτσει από το πουθενά ήταν μια διαφημιστική εκ Βρυξελλών που για φορολογικούς λόγους είχε μόλις μεταφερθεί στη Λεμεσό. Το «αρνητικό» της ήταν πως ήθελε σχεδιαστή άμεσα. Ευτυχώς δεν είχαμε χρόνο να το σκεφτούμε. Και λέω ευτυχώς γιατί αν καθόμασταν να το σκεφτούμε θα χωνόμασταν πιο βαθιά στο καβούκι μας. Μέχρι και η ιδέα να πάμε να μείνουμε ο καθένας με τους γονείς του είχε πέσει στο τραπέζι. Είχα φτάσει στο σημείο να σκέφτομαι πώς θα πουλήσω τα έπιπλα και τι μπορώ να κρύψω πού, μπας και το έχω για όταν περάσει η κρίση, όταν πάλι θα είχαμε δύο δουλειές, δύο μισθούς, δύο δικλείδες ασφαλείας για τα άλλοτε δεδομένα, τα καθημερινά.

Σαν άνθρωπος δεν αγαπάω τίποτε περισσότερο από την ηρεμία και τη ρουτίνα μου. Ίσως επειδή δεν τα είχα ποτέ, ή έστω για αρκετό διάστημα ώστε να νιώσω λίγο πιο δυνατή. Όμως, ακόμη κι όταν τα είχα, πίσω απ’ τα πράγματα κρυβόταν πάντα μια απειλή ή μια θλίψη. Τον περισσότερο καιρό που θυμάμαι υπήρχε πάντα ο φόβος αν ποτέ θα κάνω παιδί και οι χιλιάδες μικροφοβίες αν θα συνεχίσω να έχω τα χρήματα για να το προσπαθώ. Αφού τα κατάφερα, κι αντί να ηρεμήσω, οι αγωνίες πολλαπλασιάστηκαν, διότι πέρα από τις ανησυχίες μου για το παρόν και το μέλλον του παιδιού, πέρα από την ανεργία ή τη συνεχή απειλή ανεργίας, πέρα από τις απανωτές μειώσεις μισθών, τώρα είχα και μια χώρα στα πρόθυρα της κατάρρευσης, έναν περίγυρο που φτώχαινε γοργά και πολλές ελευθερίες μου που χάνονταν μέρα με τη μέρα. Κι εγώ πλέον μια μεσήλικη μωρομάνα. Δεν το ’λεγες ιδανικό για έναν υποψήφιο εργοδότη μιας χώρας όπου δεν έχεις ξαναπατήσει.

Κοφτά λοιπόν πήραμε την απόφασή μας. Φοβηθήκαμε λίγο, χαρήκαμε λίγο και βουτήξαμε τα κεφάλια να βγάλουμε πέρα τα διαδικαστικά.

 

 

 

Ένα βήμα ακόμη

Δεν το έχω ακόμη συνειδητοποιήσει όλο αυτό. Οι μέρες κυλούν γρήγορα όπως συμβαίνει συνήθως στις μεταβατικές εποχές μου. Όταν γίνονται αυτές οι πολύ μεγάλες αλλαγές-ορόσημα που θα έχω ελπίζω χρόνο να τις σκεφτώ μετά, μπας και χωνέψω τι πήγα κι έκανα και πόσο θα κιότευα αν τις σκεφτόμουν ένα τσικ παραπάνω. Ο Τάσος λείπει έναν ολόκληρο μήνα και ήδη μας έμοιασε σαν χρόνος. Εκείνου του φάνηκε σαν δύο.

Η μέγιστη θεραπεία για τον πανικό είναι, λέει, να τον κάνεις κομματάκια τόσο μικρά που να μην τα βλέπεις σχεδόν και να τα πάρεις μετά ένα-ένα και να τα κοροϊδέψεις. Μέχρι να μη σ’ ενοχλούν. Κουράστηκα να βγάζω τη γλώσσα στις φρίκες και να γελάω με τους μπαμπούλες μου, κι ας τους έχω πετσοκόψει όσο δεν παίρνει.

Δεν ξέρω τι να πρωτοευχηθώ. Μέχρι πριν λίγο καιρό ήθελα ταυτόχρονα να πάγωνε ο χρόνος για πάντα όσο ήμασταν όλοι μαζί, καλά κι ας έπαιζαν θύελλες ακριβώς έξω από την πόρτα. Αλλά ήθελα και να πάω τον χρόνο μπροστά, ίσα μέχρι τη στιγμή που θα καταφέρναμε τα βασικά. Ένα σπίτι, λίγη ρουτίνα, κανέναν ν’ απειλεί τη γαλήνη μας και λίγες ώρες κάθε μέρα ξέγνοιαστες για παιχνίδια. Τώρα ξέρω ότι δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο. Όχι εδώ. Αυτό που κυρίως θέλω είναι να είμαστε όλοι μαζί πάλι, καλά. Σκέτο. Θ’ αργήσει αυτή η στιγμή αλλά θα την περιμένω.

Το νέο μας σπίτι έχει, λέει, εργαλεία για τον πανικό. Έχει αυλή και λεμονιές και μανταρινιές και βεράντα. Έχει γειτονιά απ’ τις παλιές και θάλασσα και πολύ ήλιο. Ανάσα.

Μέχρι τότε γεμίζω κούτες, κομματιάζω ό,τι με τρομάζει και ψάχνω κουράγιο να πω αντίο σε ανθρώπους, γειτονιές, διαδρομές και εικόνες. Προς το παρόν, αυτά.

 

 

Το 2009 που ξεκίνησα να ψάχνομαι μέχρι τον Γενάρη του 2011 που έφυγα, η κρίση δεν τους είχε χτυπήσει όλους για τα καλά ακόμη. Είχε χτυπήσει πρώτα εμάς, που πάθαμε κρίση καιρό πριν την κρίση, και σταδιακά όλους τους άλλους. Αλλά πολύ σταδιακά, καθώς ήταν αρκετά τα χρόνια που έπρεπε ν’ απαντώ απολογητικά σε όσους απορούσαν ή και θύμωναν, γιατί να σηκωθείτε να φύγετε από την Ελλάδα στα καλά καθούμενα μ’ ένα χρονιάρικο μωρό και χωρίς φράγκο στην τσέπη!

Καθούμενα ναι. Εντελώς καθούμενα, θα έλεγα. Καλά όμως όχι. Μα τι να πρωτοπώ. Όχι, δεν έφυγα για να πλουτίσω. Απλά για να ζήσω με λίγη, ελάχιστη παραπάνω αξιοπρέπεια. Πόσο να περιμένεις πια για να έχεις στη ζωή σου τα εντελώς αυτονόητα; Πόσο να περιμένεις τη θεϊκή συγκυρία μέχρι να έχεις δουλειά ταυτόχρονα με τον άντρα σου, κι αυτό για ελάχιστους μήνες;

Θυμάμαι, ήμουν κλεισμένη συνεχώς στο σπίτι μ’ ένα τόσο δα μπαϊλντισμένο μικρό, μόνο και μόνο γιατί η βενζίνη είχε γίνει απλησίαστη, ή διότι χρειαζόμουν μισή μέρα σε χοντρή κίνηση για να δω λίγο πράσινο ή μια παιδική χαρά χωρίς καπότες και αποτσίγαρα.

Και για πόσο ν’ αντέξεις να γυρίζεις σπίτι σκοτάδι απ’ τη δουλειά και το μικρό να ’χει αποκοιμηθεί χωρίς να το δεις; Πόσα πρωινά να μπαίνεις με χίλια άγχη στο απεργία τζι αρ για να δεις τις στάσεις και τις απεργίες της ημέρας, αν θα ’χει λεωφορεία, τρένα, μετρό ή αν πρέπει να πληρώσεις βενζίνες και Αττική Οδό και τελικά πόσο θα πάει το μαλλί σήμερα για να ρημαδοπάς στη δουλειά σου;

Στις γειτονιές η ανέχεια άρχισε και γινόταν αισθητή. Τότε νοίκιαζα σπίτι στην Αγία Βαρβάρα, γκέτο τσιγγάνων την έλεγαν, μα ήταν μια σχετικά ήσυχη περιοχή, τουλάχιστον πριν ξεφυτρώσουν τα δεκάδες μαγαζάκια με ρούχα-μαϊμού. Κάποτε εκεί τις νύχτες έβλεπες μόνο παρέες από εφηβάκια μ’ εκείνα τα εντελώς αστραφτερά ρούχα και τα υπερβολικά γυαλιστερά ή φουσκωτά μαλλιά να πηγαίνουν τσούρμο στα κλαμπ του Κορυδαλλού. Έβλεπες διαρκώς αμάξια να κάνουν τον γύρο του σπιτιού σου για ώρες μπας και βρουν χώρο να παρκάρουν για να ψωνίσουν στα μαγαζιά που έμεναν ανοιχτά ως τα μεσάνυχτα.

Ναι, έβλεπες και μεθυσμένους και καβγάδες και υπόκοσμο, αλλά μέχρι εκεί. Τώρα κάτω απ’ το μπαλκόνι μου είχε πάντα μια πόρνη, ενώ οι δοσοληψίες ναρκωτικών ήταν κάθε λίγα μέτρα. Η αστυνομία ερχόταν σχεδόν κάθε μέρα για νταηλίκια και ξυλοδαρμούς, ενώ λίγες μέρες πριν φύγουμε ένας νεαρός πυροβολήθηκε έξω από την είσοδο του σπιτιού. Κρύφτηκα, δεν θ’ άντεχα να δω κάτι τέτοιο. Κι ήταν κι άλλα, πιο ανεπαίσθητα, που άρχισα σταδιακά να μην αντέχω, όπως η αυξανόμενη παρακμή και η δυστυχία γύρω μου, όλα όσα γίνονταν πια στα σκοτάδια και, κυρίως, τα κλειστά μαγαζιά από τις οχτώ κιόλας το βράδυ. Δεν άντεχα να μην ακούω τις άλλοτε εκνευριστικές μουσικές στη διαπασών, τη βαβούρα των πιτσιρικιών, τα άπειρα αυτοκίνητα, όλα αυτά άρχισαν να μου λείπουν πολύ. Κι ήταν παράξενο γιατί, αν το σκεφτείς, δεν άντεχα να χάσω όλα όσα μ’ ενοχλούσαν ως τότε. Μα ήταν τελικά προτιμότερη η φασαρία της χαράς από την παραδοχή της κατάντιας και της δυστυχίας παντού γύρω μου.

 

 

Too many jokes

Δηλαδή τώρα τι να πω για τη νέα χρονιά; Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω με τις ευχές για την καινούργια μας ζωή, δεν ξέρω. Να ευχηθώ για το νέο σπίτι, τις νέες δουλειές, για τη νέα χώρα, τους νέους ανθρώπους; Και μάλιστα όταν όλα τα παραπάνω δεν τα ’χω ξαναματαδεί ποτέ; Με ρωτάνε πού θα δουλεύω και απαντώ μ’ έναν Γερμανό, έναν Γάλλο, έναν Άγγλο κι έναν Έλληνα κι αυτοί νομίζουν ότι λέω ανέκδοτο.

Με ρωτάνε για τα έθιμα της Κύπρου ή για το τάδε μέρος και τους κοιτάω σαν χάνος γιατί τη νέα μου γειτονιά μόνο στον χάρτη την έχω δει. Μου παραγγέλνουν τζιβανίες και σκέφτομαι σε τι προχώ μέρος πάω. Έρχονται και μου λένε ότι πήγαν στο καινούργιο σπίτι κι έχει αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο, και πιάνω τον εαυτό μου να τους ρωτάω λεπτομέρειες μπας και μάθω πώς θα είναι ο χώρος όπου θα ζω από μεθαύριο κι αν θα χωράνε οι κουρτίνες. Πόσο πιο σουρεάλα;

Καλή χρονιά, μου λένε. Δεν λέτε τίποτα.

Αφού χωράει το καλή δίπλα στο χρονιά μου, έστω και σαν ευχή, εγώ είμαι ευτυχισμένη. Χώρια που θα έχει Δουλειά και Αυλή και Θάλασσα και λίγο χώρο για Oνειράκια!

 

 

 

Κάποτε κοντά στο μαγαζί μου έμεναν δύο κοριτσάκια. Και τα δυο σε ηλικία Δημοτικού και κούκλες. Όμως δεν μιλούσαν πολύ. Παραήταν συνεσταλμένες και κάτι δεν μου καθόταν καλά. Από τα λίγα που μου έλεγαν προσπάθησα να δω μήπως η προφορά τους διέφερε ή μήπως τα πιτσιρίκια ήταν ξένα και γι’ αυτό ήταν τόσο μαγκωμένα, αλλά όχι. Ελληνικότατη προφορά, ελληνικότατα ονόματα, έδειχναν να κατανοούν όλα όσα έλεγα με μεγάλη ευκολία, απλά δεν είχαν την άνεση που έχουν δύο κοριτσάκια στο απόγειο της σκανταλοσύνης τους.

Με τον καιρό γνώρισα τους γονείς τους κι έμαθα τα κουτσομπολιά. Οι γονείς είχαν έρθει από την Αλβανία έχοντας μωρό τη μεγάλη τους κόρη κι έπειτα έκαναν και τη μικρή εδώ. Τα κορίτσια ήξεραν ελάχιστα αλβανικά, ενώ οι γειτόνισσες αμέσως τις βάφτισαν χριστιανές. Εδώ οι φίλοι τους, εδώ το σχολείο τους, ο τόπος τους εδώ. Και δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να ενσωματωθούν πλήρως αν δεν τους βασάνιζε ένα μικρό μα μόνιμο μπιζελάκι. Η καταγωγή τους.

Έτσι, νιώθοντας εντελώς Ελληνίδες, άρχισαν να έχουν μεγάλο θέμα με τους γονείς τους. Απέφευγαν να μιλούν γι’ αυτούς, δεν ήθελαν να τις πηγαίνουν στο σχολείο, αντιδρούσαν άσχημα όταν τα καλοκαίρια έπρεπε να επισκεφθούν την πατρίδα των γονιών τους, ενώ η μεγάλη απαίτησε από τη μητέρα της να βαφτιστεί, όχι για τίποτε θρησκευτικούς λόγους, μα απλά για ν’ αλλάξει το όνομά της που ακουγόταν πολύ αλβανικό. Έτσι, ενώ απ’ ό,τι μάθαινα ήταν φυσιολογικότατη η συμπεριφορά τους στο σχολείο, αντίθετα, στη γειτονιά τις έβλεπες μαζεμένες και ντροπαλές, κι αυτό επειδή η γειτονιά ήξερε την καταγωγή τους.

Αυτά τα δύο πιτσιρίκια και το παράδειγμά τους με στοίχειωναν μέχρι να φύγω απ’ την Ελλάδα. Ήξερα ότι η μικρή μου θα μιλούσε σύντομα και διάλεκτο, ευτυχώς δεν θα έπρεπε ν’ αλλάξουμε θρησκείες και ονόματα, όμως αυτό που μ’ έκαιγε ήταν αν θα ένιωθε καλά με την καταγωγή της, αν θα προσπαθούσε να την κρύψει, αν θα είχε θέμα μαζί μας ή αν θα μας απέκλειε από την κοινωνική της ζωή μόνο και μόνο για να ενταχθεί.

 

 

 

Η Αφήγηση

Ψάχνουν, λέει, όλοι την Αφήγηση. Καινούργιος όρος αυτός, από εκείνους τους επιστημονικούς που κάθεσαι, λέει, και διαβάζεις, αναλύεις, βάζεις και λίγο έρευνα, λίγο κριτική σκέψη, ψιλοβιώνεις κιόλας και βγάζεις το πόρισμα. Αμέσως μετά, το πετραδάκι σου προστίθεται σε όλα εκείνα τα άλλα πετραδάκια και όλα αυτά μαζί κάνουν την Αφήγηση. Μα, λέει, αυτή τη φορά δεν έχουμε Αφήγηση. Δεν μπορούν να την εντοπίσουν πουθενά.

Οι διανοούμενοι είναι αλλού ντ’ αλλού, οι δημοσιογράφοι όπως τους ξέραμε, όλοι εμείς δεν μπορούμε να κάτσουμε με τίποτα για πάνω από δέκα λεπτά σε καρέκλα, προφανώς γιατί καίγεται ο κώλος μας, και οι υπόλοιποι έφυγαν και μας παράτησαν. Κι αντί να ψάξουμε λύσεις, τρώμε την τρεντιά και ψάχνουμε όλοι μας την Αφήγηση.

Είχα σκοπό να τη γράψω επιστημονικότατα την Αφήγησή τους, για να εμπεδώσουν απ’ έξω κι ανακατωτά τι συμβαίνει τριγύρω, αφού τα θέλουν και γραπτά, αλλά λυπάμαι, δεν έχω χρόνο. Έχω ένα σπίτι να ξεσκαρτάρω κι ένα μωρό να ξεριζώσω από τη χώρα του και τα παππούδια του στα καλά καθούμενα. Έχω να ψάξω για δουλειά, σχολείο, νέο σπίτι, νέο νοικοκυριό να φτιάξω απ’ την αρχή. Κι όλα αυτά ενώ ο άντρας μου έχει ήδη μεταναστεύσει.

Θα πρότεινα όμως το εξής: άμα ακούτε Αφήγηση να τρέχετε μακριά. Να παρακαλάτε να μην καταφέρει τελικά κάποιος από μας να κάτσει και να σας τη γράψει.

 

 

 

Για πόσο ακόμη να νιώθεις αμήχανα απέναντι στους συναδέλφους που πρέπει να φεύγεις ακριβώς στην ώρα σου για να φτάσεις βράδυ σπίτι, αλλά όχι πολύ βράδυ, μπας και δεις το παιδί; Και πόσες ακόμη φορές ν’ αντέξεις συμμάζωξη υπαλλήλων για μία ακόμη ανακοίνωση μαζικής μείωσης μισθού λόγω κρίσης; Κι αν πεις από γραφειοκρατία, η μια άδεια μετά την άλλη για να μαζεύεις κωλόχαρτα που ίσως σου ανοίξουν τις πόρτες για νέα κωλόχαρτα, μπας και συνθέσεις το πολυπόθητο ντοσιέ κωλόχαρτων ώστε να χαϊδέψεις τον κώλο ενός ακόμη δημόσιου υπάλληλου που, φυσικά, θα σου γυρίσει τον κώλο.

Το χειρότερό μου: πόση πια από τη ζωή σου να τρέμεις τι θα βρεις στο γραμματοκιβώτιο κάθε πρωί; Το πιο ευφάνταστο μπιλιετάκι το ’χα βρει ένα πρωί από την εφορία. Περάτωση πήγαν και το ονόμασαν και χοντρικά ήθελαν μερικά χιλιάρικα ευρώ για το ψιλικατζίδικο που είχα κλείσει μια πενταετία πριν. Κι αν έλεγες όχι, έλεγχος, κυρία μου, μ’ ένα κάρο πρόστιμα, γιατί σίγουρα θα βρουν πολλά να σου προσάψουν. Οπότε έλεγες κι ευχαριστώ που τη γλίτωσες με μόνο λίγα χιλιάρικα. Ευρώ.

Βαρέθηκα να πληρώνω για πράγματα με ευφάνταστα ονόματα και ηλίθιους λόγους που προφανώς ντρέπονταν να μου πουν με το όνομά τους. Ας έλεγαν έλα δω εσύ, δώσε κάτι απ’ αυτά που δεν έχεις για να πληρώσουμε τους έξτρα χαραμοφάηδες που βολέψαμε στο δημόσιο. Και πού ’σαι, δώσε και κάτι ακόμη για τους γαμάτους δρόμους που είχαμε πει θα σου φτιάξουμε αλλά προέκυψαν κάτι σπουδαία ταξιδάκια και σπιταρόνες και δεν μας περίσσεψαν. Α, και μην ξεχάσεις να χώσεις κι ένα καλό χαρτζιλίκι για κάτι άλλους γαμάτους που μας λαδώσανε και τώρα ψιλοδυσκολεύονται.

Μέχρι την τελευταία στιγμή, κερατιάτικα. Αφού όμως πήρα την απόφαση πια να φύγω, έδωσα με χαρά και το τελευταίο μου πενταράκι, αρκεί που δεν θα ξαναείχα να κάνω μαζί τους.

 

 

 

Where is my mind?

Ξέρεις πόσα κείμενα γράφονται καθημερινά στα κεφάλια μας; Ξέρεις τι λέζα έχεις γλιτώσει από τα χιλιάδες νοερά ποστ την ώρα που περιμένουμε το μετρό, το λεωφορείο, την ώρα που περπατάμε το πρωί για τη δουλειά, στη δουλειά, στον ξύπνιο, στα τόσα ζόρια; Ατέλειωτα κείμενα για όλα όσα συμβαίνουν γιατί είναι πολλά, ξεχειλίζουνε και θα σε σκάσουν άμα δεν κάνεις ότι τα λες κάπου. Πρέπει έστω νοερά να πεις για όλα εκείνα που σου γουρλώνουν τα μάτια, που σε ξεκαρδίζουν μες στη μαυρίλα, που σε κάνουν και σαλτάρεις.

Αλλά τι να γράψεις. Τι να πρωτογράψεις. Γιατί πονάνε τα πάντα πια. Δεν φτάνει δηλαδή που ζούσαμε στην κοσμάρα μας, τώρα μαθαίνουμε πως δεν επρόκειτο καν για κοσμάρα αλλά για κοσμάκι του κερατά. Οι περισσότεροι είμαστε με μόνιμες τανάλιες στα στομάχια για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, και της νύχτας μη σου πω. Ένα βλαμμένο συνονθύλευμα από φόβους, αγωνίες, εικόνες τρομακτικές που δεν θες αλλά σου σφηνώνονται στο κεφάλι και δεν σ’ αφήνουν να πάρεις ανάσα.

Τι είπε ο ένας, τι είπε ο άλλος, πότε πτωχεύουμε, πότε μας την πέφτουνε, πότε κόβουν το ρεύμα, πώς σκατά θα επιβιώσουμε. Μου μοιάζουν όλοι μ’ εκείνη την τύπισσα στη διαφήμιση που περπατούσε κι έκανε υπολογισμούς αν θα τη φτάσουν τα λεφτά για ψώνια, μόνο που τώρα είμαστε όλοι μια πίστα παρακάτω, μάλλον κάτι χοντροπίστες παρακάτω, άμα ακούς γύρω σου να ρωτάνε πόσα μακαρόνια να βάλουν στην άκρη για μια ώρα ανάγκης, πώς θα πάνε στη δουλειά χωρίς φράγκο και πόσο νερό άραγε να θέλει ένα μποστάνι στο μπαλκόνι.

Κι εκείνη η κυρία ένα βράδυ στο μετρό. Που έκλαιγε για δέκα ευρώ στο τηλέφωνο. Τα παιδιά της στο νοσοκομείο και δεν έβρισκε δέκα ευρώ να ταΐσει τα εγγόνια. Κι αυτός που μιλούσε δεν είχε να της δώσει. Και δεν είχα ούτε εγώ. Αλλά και να ’χα, πώς να πλησιάσεις τον άλλο να τον βοηθήσεις; Φαγωθήκαμε να γίνουμε κυριλέδες και τώρα πρέπει να περάσεις κάτι τοίχους ΝΑ για να ξαναγίνεις άνθρωπος. Και μη γελιόμαστε, δεν ξαναγίνεσαι. Δεν υπάρχει γυρισμός, αλλιώς όλοι θα τρέχαμε στη Σομαλία. Ή έστω οι καρδιές μας.

Μαλακία, έγινα πολύ μελό. Δε βαριέσαι, πες ότι δεν τα διάβασες. Μια φορά εγώ τα ’πα γιατί, ό,τι και να κάτσω να γράψω εδώ και βδομάδες, καταλήγω να μη θέλω να το δεις. Κυρίως μπας και γλιτώσω από κωλοκβαντοθεωρίες και λοιπά μεταφυσικά.

Όχι ρε, άμα δεν τα διατυπώσω, ΔΕΝ ισχύουν. Στο κεφάλι μου είναι όλα. Σε ολονών μας τα κεφάλια. Μόνο.

 

 

 

Δανείστηκα για να φύγει πρώτος ο άντρας μου, που για περίπου τρεις μήνες κοιμόταν εδώ κι εκεί και όλο «ξεχνούσε» να φάει. Δούλευε πάνω από δεκαπέντε ώρες την ημέρα πασχίζοντας ν’ αποδείξει σε όλους ότι αξίζει. Τώρα γελάμε μ’ όλα αυτά, μα τότε, όταν έλεγες από πού ήρθες, έβλεπες μόνο απαξίωση και ειρωνικά χαμόγελα. Ένιωθες για κάποιο λόγο ότι κουβαλάς στους ώμους σου τις αποτυχίες ενός ολόκληρου κράτους και είχες τη δύσκολη αποστολή να βγάλεις τους ανθρώπους σου ασπροπρόσωπους.

Βορειοευρωπαίοι οι περισσότεροι συνάδελφοί του, άρα το μόνο που σήμαινε γι’ αυτούς η Ελλάδα ήταν ξέφρενες διακοπές και ρεμάλια. Κι ο μόνος τρόπος που σου ’χε μείνει να γκρεμίσεις τέτοια στερεότυπα ήταν η δουλειά σου, που όφειλες να είναι υποδειγματική και η πιο σκληρή όλων. Έμπαινες λοιπόν σ’ ένα δύσκολο τριπάκι από το καλημέρα σας και μονίμως ένιωθες υπόλογος για καθετί. Τις περισσότερες φορές όλα αυτά ήταν μόνο στο μυαλό σου, κι άλλες σ’ τα πέταγαν στη μούρη σε κάθε ευκαιρία.

Όσο έλειπε εκείνος, φιλοξενήθηκα από τους γονείς μου, ενώ φέσωσα για πρώτη φορά πιστωτική για τα εισιτήριά μας με το παιδί. Το κοντέινερ με τα έπιπλα μου το ’καναν δώρο. Ντρεπόμουν τόσο, αλλά δεν θα ’μενα ούτε γι’ άλλη μια μέρα εκεί.

Δραπέτευσα. Ή τουλάχιστον έτσι ακριβώς το ένιωσα. Σαν αυτές τις ταινίες όπου σ’ την πέφτουν γιγάντιοι στόλοι εξωγήινων, κι ενώ τρέχεις δαιμονισμένα πίσω σου γαμιέται ο Δίας και περιμένεις όπου να ’ναι να σε φάει το Χάος, μα κάτι πάντα γίνεται και σε βουτάει το από μηχανής ρομπότ, διακτινίζεσαι και γλιτώνεις στο παρατσάκ. Όλοι τότε με συμπονούσαν για το κακό που μας βρήκε, και να κάνω υπομονή και κουράγιο και, πού ξέρεις, μια μέρα ίσως ξανάρθετε πίσω.

Αυτό όμως που λίγοι καταλάβαιναν ήταν πως υπομονή και κουράγιο έκανα ήδη σχεδόν όλη μου τη ζωή, και πως ακόμη και στην Ανταρκτική να πήγαινα θα μου άρεσε. Πόσο μάλλον στην Κύπρο.

Μόνο οι γονείς μου κατάλαβαν. Είχαν πιάσει οι κεραίες τους από καιρό το κακό που ερχόταν στην Ελλάδα κι είχαν βαρεθεί να παλεύουμε κι εμείς χωρίς τελειωμό. Φυσικά, όχι σε τόσο βάρβαρες συνθήκες όσο εκείνοι.

Εκείνοι, σε έναν δίκαιο κόσμο, μετά από τόση σκληρή δουλειά και οι δυο από νιάνιαρα με παιδικά ένσημα, έπειτα από δώδεκα χρόνια στη Γερμανία και κοντά μετά δύο βασανιστικές δεκαετίες ως πλανόδιοι έμποροι σε λαϊκές, θεώρησαν πως τουλάχιστον τα παιδιά τους, τα σπουδαγμένα υποτίθεται παιδιά τους, θα ’πρεπε να ζουν ανθρώπινα. Αντί γι’ αυτό, η σύνταξη της μάνας μου έφτασε τα 160 ευρώ και πρόσφατα 126, γιατί, λέει, κάτι πάλι βρήκαν και της έκοψαν αλλά κανένας υπάλληλος δεν ξέρει ακριβώς τι. Ακόμα και ως συνταξιούχοι παλεύουν με την ανασφάλεια τι θα βρουν κάθε μήνα στην τράπεζα για σύνταξη, ενώ πλέον, αντί να θυμώνουν, έχουν πλήρως παραιτηθεί. Ξέρουν πως δεν πρόκειται ποτέ να μάθουν γιατί κόπηκαν πάλι οι συντάξεις τους και είναι εντελώς σίγουροι πως ποτέ δεν πρόκειται ν’ αυξηθούν. Πολιτικοποιημένοι και οι δυο για όλη τους τη ζωή, και για πρώτη της φορά η μάνα μου παραιτήθηκε του εκλογικού της δικαιώματος. Δεν έχει νόημα, λέει.

Μόνο τόσο αδικημένοι άνθρωποι, που λες, θα μπορούσαν να καταλάβουν γιατί φύγαμε και γιατί δεν τρέφουμε χαζές ελπίδες πως θα επιστρέψουμε. Κατακάηκαν με την απόφασή μας, πλαντάζουν στο κλάμα κάθε φορά που έρχονται και φεύγουν, λειώνουν μακριά μας, αλλά είναι γαλήνιοι. Ίσως για πρώτη φορά.

 

 

 

Mαρς Aτάκ

Μέχρι χθες, όποτε έλεγα στους δικούς μου ότι σκεφτόμαστε να φύγουμε από την Ελλάδα, δεν σήκωναν κουβέντα. Όχι πως θα τους ρωτούσα δηλαδή, αλλά πραγματικά έβγαιναν από τα ρούχα τους που δεν λέγαμε να βάλουμε στα κεφάλια μας ότι δεν υπάρχει ζωή της προκοπής έξω από δω, πόσο πολύ βάρβαρο είναι να σε τρώει το σαράκι του τόπου σου, πώς θα ζήσουμε μακριά απ’ τους δικούς μας, τι τραβήξανε στη Γερμανία και άλλα.

Όλα αυτά μέχρι πριν λίγους μήνες. Λίγο μετά αφού η απόφασή μας είχε παρθεί, όχι ότι είχαμε και ιδιαίτερο χρόνο να κάτσουμε να σκεφτούμε τι πάμε να κάνουμε, όπως και να ’χε όμως, έπρεπε να το ανακοινώσουμε. Με το εισιτήριο στο χέρι, λίγο πριν φύγει πρώτος ο Τάσος για τα ξένα, πήγαμε να τους το πούμε.

Χαμός! Το τι γλέντια και χαρές δεν λέγεται. Έπεσα απ’ τα σύννεφα. Λέω, κάτσε μη δεν καταλάβανε καλά. Άρχισα τα μαμά, μπαμπά, ε… μισό λεπτό, δεν πάμε στη Σαλαμίνα, στην Κύπρο πάμε. Εκεί, κάτω απ’ την Τουρκία, εκεί που μιλάνε τραγουδιστά, που τρώνε χαλούμι αντί για φέτα και που θα μας βλέπετε το πολύ δυο φορές τον χρόνο; Και δώσ’ του γέλια και χαρές αυτοί! Και λέω, τι έγινε, δεν θα τους λείψω, ούτε ένα τόσο μικρό δάκρυ για το παιδάκι τους που θα κάνουνε μαύρα μάτια να το ξαναδούν; Για το εγγονάκι τους;

Βέβαια, στην πορεία τα κλάματα ήρθαν και δεν έχουν φύγει ακόμη, αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή ήταν που άρχισαν τα μέσα μου να χωνεύουν λίγο καλύτερα την κατάσταση. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο σύσκατα απ’ όσο τα νόμιζα. Αν οι γονείς μου, η Αισιοδοξία με την Ελπίδα, οι μόνοι πεντακάθαροι απόγονοι των λουλουδόπαιδων που ξέρω, δεν περίμεναν κανένα απολύτως μέλλον στην Ελλάδα, τότε η απόφαση να τα μαζέψω και να φύγω ήταν λιγότερο εξωπραγματική απ’ όσο νόμιζα.

Οι υπόλοιποι φυσιολογικοί άνθρωποι γύρω μας δεν ήταν τόσο άνετοι. Οι ενστάσεις έπεφταν βροχή. Κάποιες φορές προβληματιζόμασταν και κάποιες άλλες προσπαθούσαμε με τη λογική να τις αντικρούσουμε. Έπρεπε ν’ απαντήσω από τα πιο απλά πράγματα, όπως αν θα βρίσκουμε φέτα και νεσκαφέ, μέχρι τα πιο δύσκολα, όπως τι θα κάνω αν δεν μ’ αρέσει η Κύπρος, πώς θ’ αντέξω τόσο ήλιο και ζέστη, πώς θα συνεννοούμαι αν όλοι μιλάνε κυπριακά.

Έρχομαι τώρα και σκέφτομαι ότι όλες αυτές οι ενστάσεις δεν ήταν άκυρες, απλά δεν ήταν του αναγκασμένου να φύγει. Ήταν του ανθρώπου που μόλις του ανακοίνωσαν ότι υπάρχουν εξωγήινοι στο παραδιπλανό σύμπαν και προσπαθεί απλά να το χωρέσει στο κεφάλι του. Θα είναι φιλικοί; Μήπως τρώνε γατάκια; Κι αν κλείσει η σκουληκότρυπα; Και τα φωτόσπαθα; Πού τα πας τα φωτόσπαθα; Δεν είναι τυχαίο, για να έχει γίνει τέτοιος ντόρος, σίγουρα οι εξωγήινοι έχουνε φωτόσπαθα!

Ε, είπα κι εγώ, αφού έχω λίγο χρόνο ξεκούρασης ανάμεσα στις ολοήμερες μάχες με τα φωτόσπαθα, να σετ θινγκς στρέιτ* ότι υπάρχει όντως Ζωή πέρα από τον Καναπέ, και κυρίως για τις προθέσεις της: Δαναοί, μη φοβού! ΔΕΫ ΚΑΜ ΙΝ ΠΙΣ!

Γιορζ τρούλι,

η καλαμαρού!**

 

* Όπως επιβάλλει η παράδοση για εκείνους που περνούν στην άλλη όχθη αλλά ποτέ δεν κάνουν τον κόπο τα ρεμάλια να ειδοποιήσουν όσους έμειναν πίσω.

** Σοβαρά, έτσι με φωνάζουν εδώ.

 

 

Η μάνα μου, όσο καιρό θυμάμαι τον εαυτό μου και σε κάθε πιθανή ευκαιρία, μας εξιστορούσε τις κακουχίες της Γερμανίας και πόσο βάρβαρη είναι η Ξενιτιά. Πόσο άσχημο είναι να μην ξέρεις γρυ τη γλώσσα που μιλάνε οι γύρω σου, πόσο δύσκολη η διαφορά κουλτούρας, και πόσο μοιάζει η λέξη «λεμόνι» με τη λέξη «βυζί» σε κάποια διάλεκτο σε κάτι πουθενοχώρια του Βορρά, και να προσέξω μην κάνω κι εγώ την ίδια βλακεία αν η τύχη δηλαδή με πετάξει ποτέ προς τα εκεί. Κυρίως όμως μας έλεγε πόσο μαλάκες είναι εκείνοι οι Γερμανοί που κάνουν κουμάντο στα εργοστάσια. Εκτός από μία και μοναδική φορά.

Όταν πήγαν οι γονείς μου στη Γερμανία, τους χώσανε σ’ ένα χωριό μια σταλιά κοντά στην Αυστρία να δουλέψουν σε καλτσοβιομηχανία. Η μάνα μου δεν τα μπορούσε τα χωριά, πάντα θέλει βαβούρα και πόλεις, αλλά έπρεπε να κάνει υπομονή μπας και καταφέρουν να φύγουν μετά για Δυτικό Βερολίνο. Ο πατέρας μου απ’ την άλλη ήταν πολύ μαμούνι και, μην έχοντας κάτι καλύτερο να κάνει στα χιονισμένα λαγκάδια, σύντομα όχι μόνο χειριζόταν τέλεια τις μηχανές, αλλά όταν έβρισκε ευκαιρία έπαιζε με τα γρανάζια κι έβγαζε τα δικά του σχέδια στα παιδικά καλσόν. Ο προϊστάμενος κάποια στιγμή τα είδε, εντυπωσιάστηκε, τον έκανε υπεύθυνο για τις μηχανές, με την ανάλογη προαγωγή φυσικά, ενώ τα σχέδιά του βγήκαν αμέσως στην παραγωγή. Κάπου στο πατρικό μου πρέπει να βρίσκονται ακόμη αυτά τα πυκνά άσπρα καλσονάκια με τα κόκκινα λουλούδια, τα παπάκια και τα περίτεχνα μοτίβα στην πλέξη.

Όπως ήταν φυσικό, στα μάτια των υπόλοιπων εργατών ανέβηκε η φήμη του πολύ, και μαζί του κι η μάνα μου, που συνέχιζε να παραμένει μια απλή εργάτρια μα εντελώς παιδί. Μια μέρα λοιπόν εκείνη περίμενε το διάλειμμα και, όταν όλοι έφυγαν, έκατσε στο τρέιλερ που μετέφερε τα φορτία κι άρχισε την τσουλήθρα. Όταν προφανώς στούκαρε στον τοίχο, εντελώς σκασμένη στα γέλια, ανακάλυψε πως το μεγάλο αφεντικό την περίμενε ακριβώς δίπλα. Πάγωσε. Ήταν αγέλαστος αυτός ο Γερμανός και όλοι τον φοβούνταν, αλλά για πρώτη και μοναδική φορά απλά της γέλασε, γύρισε την πλάτη κι έφυγε.

Φαντάσου λοιπόν εντύπωση που της είχε κάνει αυτή η αντίδραση στα τόσα χρόνια που έμεινε εκεί, που μας τη λέει σε κάθε ευκαιρία. Εκτός λοιπόν από αυτή τη φορά που γλίτωσε στο παρατσάκ, τα περισσότερα αφεντικά εκεί ήταν πολύ σκληρά. Αυτό και το γεγονός ότι γεννούσε τα παιδιά της και τα έστελνε στην Ελλάδα για να μας μεγαλώσει η γιαγιά τής έκανε την Ξενιτιά αφόρητη. Θυμάμαι, πάντα μου έλεγε πόσο χοντρή γινόταν στις εγκυμοσύνες της και πόσο εύκολα γινόταν πάλι συλφίδα αμέσως μετά τις γέννες. Στην αδελφή μου είχε πάρει τριάντα κιλά και σ’ εμένα κοντά σαράντα και τα έχανε όλα στον μήνα. Άντε δίμηνο. Έγκυος στον αδελφό μου, τη θυμάμαι καθαρά να έχει γίνει γιγάντια, να περπατάει με δυσκολία κρατώντας μια σκούπα και μια σφουγγαρίστρα σε κάθε χέρι σαν δεκανίκια, ενώ όλοι μας είχαμε γελάσει πολύ τη μέρα που είχε σφηνώσει στην μπανιέρα και ευτυχώς κατάφερε ο έρμος ο πατέρας μου να τη βγάλει. Πρόσφατα λοιπόν μου εκμυστηρεύτηκε ότι δεν ήταν το καλό σκαρί της που έχανε μεμιάς τα κιλά, όπως νόμιζα. Ήταν η φρίκη του αποχωρισμού των μωρών της, μόλις λίγων ημερών, και η αγωνία μέχρι να μας ξαναδεί. Και μετά, όταν το μετάνιωνε, τα παρακάλια και τα κλάματα της γιαγιάς μου, να μην της πάρει πίσω τα παιδιά. Και οι τύψεις.

Έχοντας λοιπόν μια ιδέα τι φρίκες έκρυβε η λέξη Ξενιτιά για τους γονείς μου, κι ενώ μόλις τους είχα χαρίσει το πολυπόθητο εγγόνι μετά από τόσα χρόνια προσπαθειών, φαντάσου τώρα τις αντιδράσεις που περίμενα όταν έλαβα εκείνο το μήνυμα του άντρα μου ότι φεύγει για την Κύπρο, και μάλιστα την επομένη. Έτρεμα ολόκληρη μέχρι να τους το πω, κι όπως το συνηθίζει η μάνα μου, περίμενα δράμα και λιποθυμίες. Παραδόξως, έλαμψαν και το μόνο που είπαν ήταν «μπράβο». Και λίγο μετά το κλασικό «κι εδώ είμαστε εμείς». Εκεί κατάλαβα ότι είχαν πιάσει ακριβώς το μέγεθος της αδικίας που βιώναμε, αλλά, κυρίως, του κακού που ερχόταν.

 

 

 

Ρεζολούσιονς

Κάπου είχα διαβάσει ότι σε περιόδους κρίσης τα ταμπού αυξάνονται τόσο που βαράνε κόκκινα και δεν το καταλάβαινα. Τώρα μου είναι προφανές. Όταν κάτι δεν σε συμφέρει πια ή δεν σου αρέσει, μπορείς να το βαφτίσεις γρουσούζικο, καρκινογόνο, σατανικό, γερμανικό (το νου σου, γιατί αυτό κάποτε σήμαινε αθάνατο και γερό) ή ό,τι τέλος πάντων ακούγεται αρκετά αρνητικό και τζιζ και κανείς δεν επιτρέπεται να το ξαναπιάσει στο στόμα του.

Θέλω να πω, άμα θες να κρατήσεις κάτι μακριά ή ανέπαφο, η εύκολη και έξυπνη λύση πια είναι να το αναγάγεις σε ταμπού. Και τότε όσοι ζορίζονται κι αυτοί θα την πέφτουν σε όποιον τολμά έστω να ξεστομίσει το ταμπού σου. Κι ο φόβος θα φτιάχνει κι άλλες σιωπές και ταμπού μέχρι που θα σταματήσουμε να μιλάμε.

Όπως τώρα. Μούγκα. Άχνα. Ταμπού οι απεργίες, ταμπού η μονιμότητα, ταμπού οι πανεπιστημιακοί, ταμπού οι συντάξεις, ταμπού η βία, ταμπού η ανεργία, ταμπού η περίθαλψη, η αστυνομία, η ανομία, η αναρχία, όλα ταμπού. Με λίγα λόγια, μη μιλάς, άχνα.

Μπορεί να είσαι δηλαδή κατά της μονιμότητας των εφοριακών αλλά υπέρ της μονιμότητας των δασκάλων, ξέρω ’γώ, μα δεν τολμάς πλέον να το πεις. Και δεν μιλάω για μας, τα σκυλιά του πολέμου στα μπλογκς που έχουμε πει τέρατα κι έχουμε το ακαταλόγιστο και αδιαπέραστη πέτσα, μιλάω για τους πολλούς. Κι αν κάτσεις και το σκεφτείς λογικά, πραγματικά πρέπει να σπάσεις το κεφάλι σου για να καταλάβεις τι θέλουμε. Τι θέλει δηλαδή ένας μνημονιακός επακριβώς; Ή ένας αντιμνημονιακός; Ένας δεξιός; Ένας αριστερός πάλι; Κουλουβάχατα.

Πιάσ’ το αυγό: να μην κοπούν μισθοί στο δημόσιο και να μην πειραχτούν οι θέσεις, αλλά να μικρύνει όμως και να κοστίζει λιγότερο; Να μην ανοίξουν τα πανεπιστήμια, να μειωθούν οι δαπάνες τους, αλλά και να μη χάσουν το εξάμηνο τα παιδιά και ταυτόχρονα να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των καθηγητών; Να πληρώνουν όλοι τις υποχρεώσεις τους προς το κράτος, αλλά κι αυτωνών που δεν τις πληρώνουν να μην τους κόβουν το ρεύμα, να μην τους παίρνουν τα σπίτια, να μην τους βάζουν φυλακή, μα απ’ την άλλη να επιβιώσουν οι οργανισμοί όπως η ΔΕΗ, να είναι κερδοφόροι και να μην ιδιωτικοποιηθούν; Να πληρώνουμε λιγότερα για δάνεια, δημοτικά τέλη, εφορίες, χαράτσια –όπα, ψέματα, να κοπούν τα χαράτσια– αλλά και να μην πειραχτούν δημόσιοι, όλοι οι δημόσιοι ανεξαιρέτως, μαζί με τα βύσματα δηλαδή, αλλά και όλες οι συντάξεις και μάλιστα σε όποια ηλικία, όσο νωρίς; Να μη χάνουμε τις δουλειές μας, να μην πέσουν άλλο οι μισθοί, να έχουμε πλήρη δωρεάν κάλυψη ιατροφαρμακευτική, πλήρη δωρεάν ποιοτική παιδεία, αλλά και να μη χρεοκοπήσουμε; Όλοι μας; Πώς;

Κι άμα θίγεται κάτι, οτιδήποτε, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, να απεργούμε όσο θέλουμε, όποτε θέλουμε, εις βάρος όποιου πάρει ο Χάρος και με ό,τι κόστος να ’ναι; Και μετά να επιστρέψουμε στη δραχμή, να μην επιστρέψουμε στη δραχμή, να έχουμε και τα δύο νομίσματα ή ό,τι να ’ναι, ρε παιδάκι μου, αρκεί να έχουμε όλοι λεφτά στις τσέπες; Την παλεύουμε;

Τα λέω όλα αυτά γιατί κάθε φορά θέλω όσο τίποτα να πιάσω έναν-έναν όλους αυτούς που υποστηρίζουν τα διάφορα τύπου «να κάνουμε έτσι αυτό» και «όχι έτσι εκείνο» και «δεν ντρέπεστε που τολμήσατε να πιάσετε στο στόμα σας αυτό ή εκείνο» για μεμονωμένα πράγματα, ξεκομμένα από τη γενική εικόνα, και να τον ρωτήσω αν θέλει στ’ αλήθεια να τα βάλουμε κάτω και να δούμε τις συνέπειες αυτού που λέει, σε όλο το κοινωνικό φάσμα, χωρίς ταμπού, και μετά να κάτσουμε να δούμε τι μας συμφέρει και τι όχι. Χωρίς όμως να ξεχάσουμε πάλι τις συνέπειες ή να θυμηθούμε το βρισίδι στα λαμόγια που τα έφαγαν.

Αν δεν σου πέρασε απ’ το μυαλό, τελικά όλα είχαν συνέπειες, τίποτα δεν πήγε στο ντούκου, από τίποτα δεν ξεφύγαμε και τώρα μαζεύτηκαν, γιγάντωσαν και τσούζουν όλο και πιο πολύ, γι’ αυτό δεν μας παίρνει απλά να λέμε για να λέμε. Πέρασαν τα κάλαντα, μας τα ’πανε, πληρώσαμε. Φτάνει.

Καταλαβαίνω πολύ καλά τη λογική «να πληρώσουν όσοι τα έφαγαν και τα τρώνε» και γνωρίζω πόσο εξωφρενικό είναι να σου ζητάνε να ζεις εσαεί με μακαρόνια, ειδικά εσύ που σχεδόν πάντα ζούσες με μακαρόνια και δεν άπλωσες χέρι πουθενά, αλλά ούτε και μίλησες τότε, ενώ οι υπαίτιοι ούτε που έχουν πάρει μυρωδιά τι σημαίνει κρίση. Όμως, μαθηματικώς, αν δεν φας μακαρόνια τουλάχιστον για ακόμη πέντε χρόνια, δεν βγαίνει. Άδικο; Άδικο. Σκατά; Τρίσκατα. Βρίσε, φώναξε, χώσε, μην ψηφίσεις, φύγε, ξέσπασε όπως θες. Λύση όμως με την έννοια της απτής λύσης άλλη, δεν. Σοβαρά τώρα, αν τα βάλεις κάτω, δεν. Εκτός αν θεωρείς λύση να ζωστείς τίποτα φυσεκλίκια, οπότε μη συνεχίζεις να διαβάζεις, πήγαινε σε κάνα σιδεράδικο γιατί χάνεις μούσκουλα.

Υποτίθεται ένας λογικός άνθρωπος την τρώει, θυμώνει, ξεσπάει, σκέφτεται, συντονίζεται, προχωράει. Νισάφι δηλαδή. Έγκωσα. Γιατί, άμα έχεις μείνει μια πενταετία στο θυμώνει και ξεσπάει, μην απορείς που οι άλλοι δεν περιμένουν ότι μπορείς να σκεφτείς, πόσο μάλλον να συντονιστείς και να προχωρήσεις κιόλας.

Μπότομ λάιν, είναι τόσο γαμημένα εύκολο να τα ρίχνεις όλα σε μια μαύρη τρύπα με μπινελίκια και Κακούς Λύκους, αλλά όταν το παρακάνεις τόσο όσο εμείς, το μόνο που θα έχεις μπροστά σου θα είναι μια γιγάντια μαύρη τρύπα. Και βλέπω πως ήδη έχει αρχίσει να καταπίνει κόσμο. Καλό, αγαπημένο κόσμο που πρέπει ν’ αφήσει τα ταμπού στον Μεσαίωνα και να συντονιστεί.

 

 

 

Οπισθόφυλλο:

Η μετανάστευση δεν είναι αστείο πράγμα. Άλλα φαντάζεσαι, άλλα βρίσκεις, πολύ περισσότερα θ’ αντέξεις, θα φοβηθείς, θα χαρείς. Μία ακόμη ματιά στους καιρούς μας μέσα από την ιστορία της ηρωίδας, άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με βαθύτερες εξομολογήσεις για τα μικρά αυτονόητα της νέας ζωής, που φαντάζουν πολύτιμα σε όσους «δραπέτευσαν».
Η Κωνσταντίνα Δελημήτρου, με όχημα την προσωπική αφήγηση και τις ιστορίες του blog της, εξιστορεί την απόφαση της μετανάστευσης από την Ελλάδα στην Κύπρο, τις δυσκολίες και τη νέα της πραγματικότητα σ’ έναν τόπο που λίγο μετά αντιμετώπισε επίσης κρίση.

 

 

 

* Η Κωνσταντίνα Δελημήτρου γεννήθηκε το 1973 στον Πειραιά και έκανε το ντεμπούτο της στον συγγραφικό χώρο από το πουθενά. Ή μάλλον μέσ’ από ένα ψιλικατζίδικο και το θρυλικό της blog Ψιλικατζού, που έγινε ομώνυμο βιβλίο (Intro Books, 2007) και αμέσως best seller. Ακολούθησε το βιβλίο Υπόκοσμοι (Λιβάνης, 2011) και η συμμετοχή της στο συλλογικό έργο 11 λέξεις (Καλέντης, 2013) μετά από διάκριση σε λογοτεχνικό διαγωνισμό. Τα δύο πρώτα της βιβλία «πλέουν» πια ελεύθερα στο διαδίκτυο, ενώ εκείνη, μητέρα πλέον δύο παιδιών, ζει και εργάζεται ως κειμενογράφος στη Λευκωσία.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top