Fractal

Ζωή πίσω απ’ το παραβάν

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

eva-ersi«ΕΥΑ» της Έρσης Σωτηροπούλου, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 216

 

Άγρια, σύγχρονη, φιλοσοφική και υπαρξιακή, η «Εύα» της Ερσης Σωτηροπούλου απεικονίζει τη ζωή μιας γυναίκας, ενός κλέφτη, αλλά και το κρυμμένο πρόσωπο της Αθήνας

Στο νέο της μυθιστόρημα η Ερση Σωτηροπούλου, με ειρωνεία και αυτοσαρκασμό, με μαύρο χιούμορ και κρυφό σπαραγμό, κοιτάζει κατάματα τη γυναικεία μοίρα.

Μοναξιά, η ζωή πίσω από το παραβάν και μονίμως αναζητώντας «το ηφαίστειο κάτω από το παγόβουνο», η Eρση Σωτηροπούλου, μια από τις σπουδαιότερες συγγραφείς της εποχής μας, επιχειρεί και επιτυγχάνει να κοιτάξει την εποχή πέρα από τα φαινόμενα, τον χρόνο, έξω από τα πολύχρωμα λαμπιόνια, τη γυναίκα πίσω από τους ρόλους και τα προσωπεία, το ζευγάρι πέρα από τα συμβατικά χαμόγελα, την ανθρώπινη μοναξιά ως αναπόδραστο της ύπαρξης. Στην ολοκαίνουργια (αλλά ταυτοχρόνως και τόσο παλιά, με αυτό το αρχετυπικό όνομα) «Εύα».

Όλα αρχίζουν μέσα στη λάμψη της γιορτής, ρεβεγιόν, σ’ ένα μπαρ όπου όλοι είναι ο ρόλος. Η ηρωίδα της επιλέγει για να επιστρέψει στο σπίτι της μια άλλη διαδρομή, μετά από ένα αλλόκοτο βράδυ. Επιχειρεί να διασχίσει μια Αθήνα που κρατάμε κρυφή, με κλέφτες, σκουπίδια, μπορντέλα. Εκεί, θα συναντήσει έναν κλέφτη, τον Eντι, και μέσα από τη δική του διαδρομή θα κάνει ως μελλοθάνατη και τη δική της και πάλι. Από το απώτερο παρελθόν, όταν ήλπιζε κάπως, και το πρώτο ταξίδι:

ersi

«Αυτό ήταν το ταξίδι του μέλιτος. Είχε πάει στη Βενετία με δυο αναφορές στο μυαλό της. Το βιβλίο του Μακ Γιούαν ‘Ξένοι στη Βενετία’ και το ‘Μετά τα μεσάνυχτα’, μια ταινία με την Τζούλι Κρίστι και τον Ντόναλντ Σάδερλαντ. Ειδικά την ταινία, γιατί οι ερωτικές σκηνές ήταν τόσο δυνατές, τις θυμόταν τόσο έντονα που καμιά φορά νόμιζε ότι τις είχε ζήσει η ίδια: μια πόλη βυθισμένη στην ομίχλη, η γεύση μιας απειλής που πλησιάζει κι αυτοί οι δυο, ο Σάδερλαντ με την Τζούλι Κρίστι, γυμνοί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου τους να κάνουν έρωτα σαν να ήταν η μοναδική σανίδα σωτηρίας. Eξω να βρέχει ασταμάτητα, ο κλοιός της απειλής να σφίγγει και τα σώματα να αγκαλιάζονται, να χωρίζουν στο βελούδινο φως, να σμίγουν πάλι. Τελικά δεν έβρεξε ούτε μία φορά, είχε καύσωνα, η μπόχα ανέβαινε από τα κανάλια. Και κάθε βράδυ στο πνιγηρό τους δωμάτιο, ο Νίκος με το σώβρακο μετρούσε τις λιρέτες για να βεβαιωθεί ότι θα φτάσουν μέχρι το τέλος του ταξιδιού».

Μέχρι τον χθεσινό τους καβγά, που την ταπεινή του αιτία μαθαίνουμε μόλις στην τελευταία σελίδα.

Στο μεταξύ, εκείνη και γύρω οι άλλοι. Στο σπίτι, στη δουλειά, στον δρόμο όπου επίσης ένας κλέφτης της κλέβει την τσάντα, του την ξαναπαίρνει. Ο πατέρας στο γηροκομείο. Οι άνθρωποι σαν υπνοβάτες στον δρόμο και τώρα σε μια νύχτα γιορτής αποκαλυπτική, πίσω από το παραβάν της ήδη γνωστής πόλης, σαν αχτίδα φωτός, αλήθειες που ήταν εκεί αλλά δεν μπόρεσε να συνειδητοποιήσει ποτέ της:

«Ήμουν ήρεμος και μέσα μου κάτι καραδοκούσε. Κάτι καραδοκούσε. Μια σπίθα, μια υπόσχεση. Αδειάζοντας το δεύτερο Κοσμοπόλιταν, η Άμπυ και το πορτοφόλι του κοντού είχαν συνδυαστεί στο μυαλό μου».

«Τίποτα δεν ήταν εντάξει. Το ήξερα. Κι όχι μόνο αυτός ο τελευταίος χρόνος. Τα πράγματα είχαν σαπίσει εδώ και καιρό. Το ήξερα από την αρχή κι έδινα παρατάσεις στον εαυτό μου».

Ένας ξένος διάλογος και εκείνη που, τελικά, είναι οι άλλοι:

«ΡΑΜΟΝ: Θα μας πεις επιτέλους γιατί έγινες κλέφτης;

ΕΝΤΙ: Γιατί αυτή η επιθυμία; Γιατί η ζωή πίσω από το παραβάν; Μήπως δεν θεωρώ τον εαυτό μου ικανό να απολαύσει και πρέπει να ζω μέσα από τις επιθυμίες των άλλων κλέβοντάς τους; …»

Διότι και η δική της ζωή, μια ζωή πίσω από το παραβάν, σαν τον Εντι:

«ΕΝΤΙ: Δεν καταλαβαίνεις, το παραβάν είχε συμβολική σημασία. Γιατί εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι είχα περάσει όλη τη ζωή μου πίσω από ένα παραβάν. Κρυφοκοιτάζοντας τι κάνουν οι άλλοι, καραδοκώντας την κατάλληλη ευκαιρία. Γιατί έγινα κλέφτης; ρώτησα τον εαυτό μου. Γιατί; Γιατί; Θυμήθηκα την εποχή που ήμουν παπαδάκι, την πρώτη φορά που έκλεψα το παγκάρι. Οι γλυκές ψαλμωδίες στο βάθος. Αυτή η έξαψη, η συγκίνηση. Και θα σας πω και κάτι άλλο, οι πρώτες κλοπές, οι πρώτες απόπειρες να σουφρώσω κάτι, ψιλοπράγματα δηλαδή, συμπίπτουν στην περίπτωσή μου με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Πώς το εξηγείτε αυτό; Γιατί πρέπει να υπάρχει κάποια εξήγηση…»

Η Έρση Σωτηροπούλου στην καλύτερή της συγγραφική στιγμή, όπου με ειρωνεία και αυτοσαρκασμό, με μαύρο χιούμορ και κρυφό σπαραγμό, κοιτάζει κατάματα τη γυναικεία μοίρα. Την ανθρώπινη μοίρα, του άλλου, του διαφορετικού, του μοναχικού και του κρυμμένου προσώπου της πόλης. Ξεκινώντας από το προσωπείο της γιορτής, φτάνει ως τον πάτο, για την ελάχιστη έστω εκείνη αχτίδα. Βαδίζοντας ζιγκ ζαγκ όπως γνωρίζει καλά. Υπονοώντας τα πιο πολλά, και κλείνοντας το μάτι σε ό,τι σκοτεινιάζει αυτόματα πριν να το καλοδούμε.

Ένα άγριο, σύγχρονο, φιλοσοφικό και υπαρξιακό μυθιστόρημα που είναι και η ζωή μιας γυναίκας, ενός κλέφτη, τα δυο πρόσωπα αυτής της πόλης. Οι δυο όψεις του παραβάν. Ζωή, ούτως ή άλλως, κλεμμένη.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top