Fractal

Δύο ποιήματα: “Πολυπροσωπεία” | “Διάλογος με τη Νόνα μου”

Της Εύας Σταματοπούλου // *

 

poetry

 

Πολυπροσωπεία

 

…Κι εκεί που πάλι απεγνωσμένα

Να σε κρατήσω προσπαθώ

Να σε ριζώσω στης παλέτας

Τα πλουμιστά τα στρώματα –

Να φυλακίσω εσέ μονάχα

Σε γέννημα του αργαλειού –

Τα μάτια πλέον δε με βοηθούνε

Μήτε η κραυγή της άδειας μνήμης

Μήτε η αιώνια απορία

Στο νου μου αγκυροβολημένη –

Και μου ξεφεύγεις, είδωλό μου

Χωρίς τριβή, όγκο και μάζα

Χωρίς σκιά, πνοή, μα αγάλια

Σε σκιερή γωνιά χυμένο.

Και να με, με πνιγμένο φόβο

Και μ’ ασυγκράτητη τη μήνη

Τα χρώματα ανακατώνω

Μα στ’ ανακάτεμά τους πάλι

Άξαφνα φεύγει στον αέρα

Και η παλέτα και η σάρκα.

Μέσα στη σκόνη, τα συντρίμμια

Δύο δάκτυλα θωρώ να χάσκουν

Το τελευταίο αντίο να φτύνουν,

Σαρδόνια να χαμογελάνε,

Πριν δω πηγές στα χέρια μου,

Γεννοβολήτρες πορφυρού.

Μα πριν καλά – καλά σκεφτώ

Δυο δάκτυλα αποκτώ και πάλι,

Κι άλλα πολλά στο πλάι τους,

Αλλόκοτο το σύνολό τους.

Μα πριν γεμίσουν οι ασκοί μου

Με ξέφρενης αδρεναλίνης φόρτο,

Ανακαλύπτω ριζωμένα

Στα ακρωτήρια των δακτύλων

Τα πρόσωπα που εγώ φορούσα

Περιφρονώντας με να κλαίνε

Κι υμνώντας με να με πληγώνουν.

Και στο γυαλί αν κοιταχτώ

Θα δω αμέτρητες, μυριάδες

Εις του προσώπου μου τη βάση

Αόριστες, σαφείς φιγούρες.

Κι αναζητώ το αντίδοτο

Μιας τέτοιας πολυπροσωπείας

Μα έχω μάθει πια καλά

Πως Ηρακλής εξαντλημένος

Λερναίες Ύδρες δεν μπορεί]

Γενναία μονάχος ν’ αντικρούσει.

[25/02/1992]

 

 

Διάλογος με τη Νόνα μου

 

Κι έρχεται κάποια στιγμή

Που ξυπνάς μες στη μέση της νύχτας

Και το νιώθεις πια πως στέκεσαι ορθή,

Εσύ, μονάχη σου, δίχως άλλες χάρτινες

Πατερίτσες

Σου ξεφεύγει ένα βογγητό

Κάτι σα ρόγχος

Συνάμα και ανάσα

– μα η καρδιά θέλει δρόμο ν’ ανάψει, να πυρώσει θέλει κόπο

Μόνο ανάσες, κραυγές έκπληξης

Κι η πρώτη αληθινή αντιστροφή της τρέλας σου:

 

Η βουτιά θανάτου μου εδώ λήγει –

– κι έχω κι άλλες δουλειές από σήμερα

Να κάνω

– να με ράψω πάλι στα δυο

 

– Έτσι το ‘δες κυρά μου, μπες-βγες, μπες-βγες

Στο κορμάκι ή την καρδιά – κατά βούλησιν

Πάει; – Δεν πάει το ερείπιο άλλες δύο φεγγαράδες

(τρομάρα σου!).

Πλένω τα πιάτα και χωνεύω τη μπριζόλα –

– ας βγω όξω να ξεσκάσω, καθότι με πονεί

Ο οισοφάγος

(κληρονομιά απ’ τη μάνα μου)

Γίνουνται αυτά τα πράγματα, καλή μου

Ή απολωλάθηκες τελείως πλια; Ε;

Για συμμαζώξου πριν να ‘ναι αργά

Κι ανασκουμπώσου λιγουλάκι –

Και το κεφάλι ορθό, σε περικαλώ – αμάν πια

Με την κατρακύλα, τη σαπίλα, την κιτρινίλα,

Τη νίλα – πόσο ν’ αντέξει η μόδα τους;

Κουράστηκα κι εγώ η καψερή

– άιντε, έμπαινε, κυρά μου, έμπαινε,

Που να σε πάρει η ευχή – ξελογιασμένη!!

Μαρτύριο το μαρτύριο, μα εσύ μικρά

Δεν γεννήθηκες ούτε για την καλογερικήν

Ούτε την κοσμοκαλογερικήν, με υπόστρωση

Τόνους πνευματικών μνημόσυνων ή αφορισμένων….

Ή αυτοεξορισμένων ή αιρετικών ή εξοργισμένων

Ή απλά βλαμμένων, μικρή μου Διηάνειρα που

‘χωσες φίδια στο φουκαρά τον άντρα….;

 

Μικρή μου αναγνώστρια της ζωής

Τη χάρη που σου θέλω, να χαρείς στην ψυχούλα

Μείνε αναγνώστρια

Ταξιδεύτρια

Αλανιάρα.

Να σε χαιρόμαστε

Μην πιάκεις πένα και χαρτί

Αν δεν το νιώθεις

Ή απλά μην τρως σοκολάτα

Ή αν δεν το θες – χαράμι πας, κουτό!

Κι αν ξέρεις άλλον τρόπο,

Κάνε ένα βήμα πίσω – πριν από τη φθορά

Ή μπρος – το μεγάλο άλμα της ντροπής

Μην κάθεσαι στα αβγά σου

Αφού για αλανιάρα σε γέννησα, κουτό!

– Νιώθω να κουβαλώ μέσα μου ένα γραμμένο βιβλίο, το νιώθω, το αγγίζω ώρες-ώρες, το διαβάζω στον εαυτό μου σαν δεν μπορεί το μάτι να κλείσει νύχτες και νύχτες τώρα και που να τ’ ακουμπήσω;

Τρέμω να το βγάλω στη γης, θα καώ

η μικρή.

– Κουράγιο τζιέρι μου, και όλα με την ώρα τους –

Θα ‘ρθει κι αυτή για σένα. Φτάνει να αρχινήσεις να σκέφτεσαι κουτούτσικο με την καρδιά –

Και μ΄ αυτήν μονάχα.

– Μα θα βρω τη γαλήνη που θέλω; Ή θα με ξεπουλήσω; 24 κατάρτια είναι αυτά μπηγμένα στην καρδιά μου; ‘Η βγήκα απ’ την κοιλιά σου δίχως καρδιά;

-Όι καρδούλα μου, στη θέση της είναι, μα δεν την ακούς, κι αυτήν τιμωράς στα στραβοπάτια, κι όχι αυτό που πρέπει.

– Ποιο καλέ νόνα μου; Πε μου το να ξαλαφρώσεις κι εγώ το φως μου να’ βρω!

– Θέλει ο καιρός γυρίσματα και υπομονή η αγάπη. Φτάνει να της ανοίξεις μια σταλιά το παραθύρι σου, κοπέλα.

– Θα προκάμω, θεια, να γίνω αυτό που λες;

– Έννοια σου κόρη τ’ ανέμου, που λάσπη μου εγύρευες για προσκεφάλι. Μάθε πουλί μου να πετάς όξω απ’ τσι φυλακές σου και όλα ευχή Θεού ‘ναι.

– Σ’ αγαπώ πολύ νόνα. Καληνύχτα.

“Δεν χρειάζεται τίτλους κι ούτε καν υπότιτλους η ζωή μου!”

 

 

 

* Η Ευτυχία Σταματοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Έζησε τα παιδικά της χρόνια στο Αγρίνιο, το Λονδίνο και τη Στουτγάρδη της Γερμανίας. Το 1993 αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και το 2002 από το Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Ζει και εργάζεται ως ελεύθερα απασχολούμενη μεταφράστρια στη Μικρή Μαντίνεια της Καλαμάτας. Αυτή είναι η πρώτη ποιητική συλλογή της.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top