Fractal

Ποίηση της Εύας Μοδινού

Εύα Μοδινού //

 

poetry__

 

ΔΗΛΟΣ

Σ’ ετούτο το νησί αιώνες παγώνει η θάλασσα
της Απουσίας∙

αντίκρυ η νεκρόπολη -η Ρήνεια- γαντζωμένη
στην Άβυσσο με διαμαντένιο πλέγμα

κι επάνω στους βωμούς θύτες και θύματα
με δέος ν’ ανιχνεύουν το αίμα

 

τι πρόσταξαν οι σύμμαχοι

Με βιάση οι σύμμαχοι προστάξανε
την Κάθαρση∙

βαριά για εμάς – σέβας για τον θεό

Οι τάφοι των προγόνων ν’ ανοιχτούνε
είπανε

κι αντίκρυ τα οστά να μεταφέρουμε
στη Ρήνεια – στο λάκκο της Καθάρσεως

Πώς ν’ αρνηθούμε;

Σ’ ώρα κινδύνου δεθήκαμε μαζί τους
όταν οι Πέρσες φρικτά μάς απειλούσαν

είπαμε: τους ίδιους φίλους θα’ χουμε
του ίδιους τους εχθρούς

Μα ποιος ο φίλος ποιος ο εχθρός
τη δύσκολη ώρα;

Μ’ όρκο βαρύ σφραγίσαμε τον λόγο
πυρακτωμένους μύδρους στα νερά πετώντας

και πώς ν’ ανέβει απ’ το σκοτάδι του βυθού
σαν φτέρωμα πουλιού το πυρωμένο σίδερο;

Ά, ξέρουν οι ισχυροί της γης πολιτικές
αιχμαλωσίες φονικές να υφαίνουν!

Δήθεν για του Απόλλωνα το σέβας
σαν τους νεκρούς θα πορευθούμε

σε Κάθαρση Ιερή– στην Εξορία

και σύντομα ανέστιοι κι απάτριδες
σε πέλαγος πικρό θ’ αφανιστούμε

Τη νιώθουμε ήδη τη σκοτεινή μας ρότα
ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη

κι ίσως πριν φτάσουμε στη γη της Ιωνίας
θα δούμε τους συντρόφους να λυγίζουν

ν’ ανοίγουν τους πολύτιμους ασκούς
το μέλλον στους ανέμους να σκορπίζουν

Θα δούμε κι αυτούς ακόμη τους ομοτράπεζους
το θάρρος τους να χάνουν

την ύστατη στιγμή να μας προδίδουν

Πριν φτάσουμε στα ξίφη των εχθρών
στον Άδη ζωντανοί θα κατεβούμε

Ποιος πρόσμενε ποτέ μια τέτοια Μοίρα;

Ποιος πρόσμενε την ώρα τούτη του Δυνάστη
με το βαρύ της πάτημα στο στέρνο;

Καλύτερα μας μοιάζει τώρα η τύχη του παρία

παρά η ψυχή με το χωλό της πόδι
στην άκρη του γκρεμού να ζητιανεύει

Το θάνατο καλύτερα να βρούμε στο σπίτι ετούτο
το λαμπρό των Προσωπείων

παρά η σκληρή Ανάγκη που μας βιάζει
τον ορισμό των νικητών ν’ αποδεχτούμε:

«Μήτε εναποθνήσκειν εν τη νήσω
μήτε εντίκτειν»

Σ’ αδιάβατα περάσματα μας σπρώχνουν
οι νόμοι των αρχόντων – η απληστία

Τι να τις κάνουμε τώρα τις συμμαχίες;

Κι από τους άστατους αρχηγούς πώς να σωθούμε
με φαντασίες ήξεις αφίξεις κι υποσχέσεις;

Στην πιο πικρή αιχμαλωσία θα συρθούμε
σε μι’ ανοχύρωτη νεκρόπολη – στη Ρήνεια

Ήδη αντικρίζουμε το μέγα Τρόμο
θανάσιμα γοργά να μας κυκλώνει

κι εμείς άπραγοι μύστες του καιρού μας
τα δάφνινα στεφάνια μας φοράμε

το θύρσο της ψυχής σείοντας ακόμη
καθώς τις πράξεις και τα λόγια ξαναζούμε

όταν σε μάταιες χαρές γιορτής δοσμένοι
σχέδια φτιάχναμε μεγαλόπνοα και πλάνα

και σκοτεινές πλεκτάνες συμφωνίες
έχθρες συμφερτικές φιλίες πάθη…

Ήδη αντικρίζουμε το μέγα Τρόμο
θανάσιμα γοργά να μας καρφώνει

σ’ αυτήν την κόψη του καιρού

στο άδηλο Τέλος

 

το άδειο κοίλο

Στο θέατρο η παράσταση έχει από χρόνια πια
τελειώσει

στο παρασκήνιο κάποιοι αντίλαλοι φωνών
λησμονημένων

και στο λογείο η παγερή σιγή πριν ξημερώσει

 

στη συνοικία του θεάτρου

Στην πλούσια του θεάτρου συνοικία
σπαράγματα μιας ευτυχίας στους τοίχους

κι εμείς το μεθυσμένο Διόνυσο κοιτάμε

στα στολισμένα σπίτια μας να ορχείται
στη ράχη μιας τίγρης νυσταγμένος

Τ’ αμπέλια του φορά χρυσό στεφάνι
και τις φτερούγες του ολάνοιχτες θροΐζει

με τα γλαρά του βλέφαρα μας γνέφει
το τύμπανο χτυπά κι ακολουθούμε

τυφλοί μέσα στο Χάος του καιρού μας

Όπως τυφλοί εκείνοι που ανεβήκαν
με δροσερούς κισσούς στεφανωμένοι

ένας λαός έως είκοσι χιλιάδες
του Μιθριδάτη οι αδικοσφαγμένοι

Στην πλούσια του θεάτρου συνοικία
σπαράγματα μιας ευτυχίας στους τοίχους

ψηφιδωτοί ιππείς και τριτωνίδες
πάνθηρες με ημίθεους και δελφίνια

στα δάπεδα μυθολογίες που λάμπουν

Μα πού οι ερωτικοί ψιθυρισμοί και πού τα μέλη
που πάλλονταν χυτά των αγαλμάτων…

Οι πόθοι μας αποθησαυρισμένοι στα Μουσεία

 

στην παλαίστρα του Γρανίτη

Ούτε ψυχή στην έρημη πλατεία•

κι ο πώρινος θεός ο κολοσσιαίος
του τύραννου αφιέρωμα μιας νίκης

αιώνες τώρα με κρότο τρομερό
πέφτει από το βάθρο

Τα πέτρινα λιοντάρια μόνο μείναν
στις θύελλες φρουροί αποσαρθρωμένοι

του Απόλλωνα τη λίμνη ν’ αγναντεύουν

κι οι κύκνοι του θεού φάσματα ανέμου
θεσπέσια ιερά που ωστόσο σβήνουν

Νυχτώνει στην παλαίστρα του Γρανίτη

κι εμείς σ’ επάλληλες στοές του χρόνου
στο χάρτη γυρεύουμε ακόμη τη ζωή μας

Μα είναι η σιωπή αιχμηρή – γδέρνει
τη μνήμη

κι ο ορίζοντας ολοκόκκινος την πνίγει

καθώς σκορπίζει των ψυχών η σκόνη
ακόμη…

 

ο αόρατος θυρεός

Αιώνες τώρα στη Δήλο κανένας δεν πεθαίνει πια
κι ούτε γεννιέται

του τύραννου ο χρησμός για Κάθαρση Ιερή
μιλούσε

κι οι τάφοι μας αντίκρυ στη νεκρόπολη
στης Ρήνειας το βυθό λησμονημένοι∙

μα τώρα εδώ

κάποιοι άγνωστοι διασχίζουν τις αυλές μας
τα σπίτια που αφήσαμε παντοτινά μια μέρα

προσεκτικά ανοίγοντας το βήμα
ανάμεσα στα Όσια και τα Ιερά μιας πλάνης

Τι να τους πούμε αλήθεια;

Δεν είμαστε πια παρά μακρινές πνοές σαν θρήνοι
στα ερείπια των άλλοτε περίβλεπτων ναών μας

και το αίμα μας στο χώμα κερασμένο
ίσως το νιώθουν να τρέχει στο ποτάμι της ζωής τους

ν’ αφήνει ετούτο το αδρό αποτύπωμα στην πέτρα

στα λαξευμένα μάρμαρα του χρόνου
ένα ψιθύρισμα αμυδρό – ήχο φτερούγας

ψυχών που φεύγουν ξαφνικά κι ωστόσο μένουν

ανάμεσα ουρανού και γης – στον αποθέτη
μαζί με θραύσματα χρυσά κι ελεφαντένια

…κι η σκόνη

στην Αγορά στις στοές του χρόνου
στου ήλιου το ζενίθ στο φως του Κύθνου

ορθώνει τις σκιές μας φευγαλέα

Μα όχι δεν θα δούνε τίποτα
κανένα∙

το Καύμα του Ήλιου μοναχά•
αυτός ο ένδοξος αόρατος θυρεός

διηγείται…

 

(Πρώτη δημοσίευση: «Θέματα Λογοτεχνίας», τεύχος 52, Σεπτ.- Δεκ. 2013)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top