Fractal

Οι κακοί ήρωες είναι πιο συναρπαστικοί!

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Δημήτρης Στεφανάκης «Ευτυχισμένες οικογένειες», εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 410

 

«Κληρονομούμε από τους προγόνους μας χρήματα και περιουσίες, αλλά ποτέ τις εμπειρίες τους. Κρατούν τη ζωή τους επτασφράγιστο μυστικό. Δεν εννοούν να τη μοιραστούν με κανέναν. Κι αν διηγούνται προσωπικές ιστορίες, κάτι που συνηθίζει και η θεία Μέλπω, το κάνουν στον βαθμό που οι ιστορίες αυτές εξωραϊζουν την εικόνα τους. Αλλά τις βαθύτερες αλήθειες, αυτές που δεν κολακεύουν κανέναν, τις κρύβουν στα κατάβαθα της ψυχής τους.»

 

Με πρωτοπρόσωπη αφήγηση και ενεστώτα χρόνο, στο μεγαλύτερο μέρος του κειμένου, ο Δημήτρης Στεφανάκης μάς συστήνει την Λήδα Δημητριάδη, μία κυνική δικηγόρο που έχει πλήρη επίγνωση του «κακού» ως κυρίαρχου στοιχείου του χαρακτήρα της. Το κακό είναι εγκατεστημένο μέσα της από την παιδική ακόμη ηλικία και η ίδια το εξωτερικεύει αδίσταχτα. Ωστόσο την τρομάζει εκείνη η πράξη του μακρινού παρελθόντος, που δεν ομολογεί πλήρως, θέλει όμως πανικόβλητη να αποχωρήσει από τον τόπο της διάπραξης της.

«Δεν γίνεται να μείνω άλλο εδώ. Είναι Ιούλιος, όπως και τότε, στη σχολική κατασκήνωση. Κάτι έχω χάσει  από εκείνη την αθωότητα που δεν μπορούσα να διακρίνω το καλό από το κακό. Τώρα ξέρω τι έκανα. Και με στενοχωρεί που δεν μετανιώνω».

 

Η Λήδα Δημητριάδη δεν είναι η μόνη «κακή» στην «Ευτυχισμένη» αυτή οικογένεια… Ωστόσο ο ξάδερφος Τζώρτζης, όχι και τόσο άμεμπτος, όπως και άλλα μέλη της οικογένειας την αποκαλούν «Εξαδέλφη Μπέττυ», από την ομώνυμη ηρωίδα του Μπαλζάκ.

«Το ανέφερα συχνά και στον ξάδερφό μου, τον Τζώρτζη όταν πιάναμε τις συζητήσεις για την πνευματική υπεροχή του κακού, κι ήταν από τις λίγες φορές που κέρδιζα τον θαυμασμό του».

 

Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης γνωρίζει την πολυπρόσωπη αυτή οικογένεια, τη δεμένη με μυστικά, προδοσίες, πάθη και εγκλήματα, που παρ’ αυτά παραμένει ενωμένη κάτω από το βάρος της μικρής δικής της ιστορίας και της μεγάλης Ιστορίας που επηρεάζει τους χαρακτήρες των μελών της, που  αποτελούν μία μικρογραφία ορισμένων οικογενειών της μεγαλοαστικής τάξης που δημιουργήθηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο.

Ο συγγραφέας μετά το βραβευμένο έργο του «Μέρες Αλεξάνδρειας» επανακάμπτει με μία ενδιαφέρουσα οικογενειακή σάγκα με τον ειρωνικό τίτλο «Ευτυχισμένες οικογένειες», προφανώς όχι για να αποδομήσει τον θεσμό, αλλά για να τον απαλλάξει από την υποκρισία της δήθεν αθωότητας. Η αφήγηση, με μία άμεμπτη, άμεση γλώσσα, ξεδιπλώνεται σε μικρά κεφάλαια που εντείνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη για το περαιτέρω. Η λιτή, ρεαλιστική, απαλλαγμένη από  μελοδραματισμούς γραφή, παραπέμπει στον  προσανατολισμό του σύγχρονου ευρωπαϊκού μυθιστορήματος. Η ειρωνεία, ο σαρκασμός και το υποδόριο χιούμορ διατρέχουν όλο το κείμενο, που παράλληλα με την πλοκή, (που διαθέτει  στοιχεία θρίλερ), εμπλουτίζεται με ενδιαφέρουσες φιλοσοφικές απόψεις.

 

«Δεν είμαστε ελεύθεροι, γιατί μας τραβάει και μας αρέσει το κακό, κι ο Θεός δεν είναι παντοδύναμος, γιατί το ανέχεται».

 

«Οι άνθρωποι βλέπουν αυτό που θέλουν να δουν. Εσύ τους μαχαιρώνεις  πισώπλατα κι εκείνοι επικεντρώνονται στο υποκριτικό σου χαμόγελο».

 

«Την τελευταία  μόνο δεκαετία της ζωής του απλώνεται πάνω του αυτή η θηλυκή γλυκύτητα που αποκτά κανείς καθώς, χωρίς να το ξέρει, έχει αρχίσει πια να συμβιβάζεται με το αναπόφευκτο του θανάτου.»

 

«….πόσο κυρίαρχη γίνεται η μνήμη στον άνθρωπο από μια ηλικία και μετά – σε βαθμό ώστε, όσο μεγαλώνουμε, να ζούμε περισσότερο για να θυμόμαστε.»

 

Διάσπαρτες, διακριτικές αναφορές σε έργα και ήρωες της κλασικής λογοτεχνίας έτσι όπως διατυπώνονται, κεντρίζουν το ενδιαφέρον του μέσου  αναγνώστη για ανάλογες παραπομπές. Η ένταξη ιστορικών γεγονότων και  η  ευφυής «διαπλοκή» ιστορικών προσώπων με τους ήρωες από τα χαρακτηριστικά της γραφής του συγγραφέα, θυμίζουν προγενέστερα έργα του.

 

Δημήτρης Στεφανάκης

 

Η Λήδα Δημητριάδη, ανήκει στο «φτωχό» παρακλάδι αυτής της πλούσιας  Αθηναϊκής οικογένειας, η ιστορία της οποίας μας απασχολεί επί ένα περίπου αιώνα. Εμβληματική φυσιογνωμία με «αρχηγική» θέση στο παζλ, ο  Εγγλέζος  Ρόμπερτ Σέραρντ, η προσωπική ιστορία του οποίου έχει πολλά καλά κρυμμένα μυστικά.  Και δεν είναι ο μόνος. Ο παππούς της Λήδας Γιώργος Δημητριάδης – Βακούσης, που πλούτισε με όχι καθαρές μεθόδους την περίοδο της κατοχής, μετά τον ύποπτο θάνατό του, υποκαθιστάται από τον   Εγγλέζο Ρόμπερτ, παλιό συνεργάτη του, που ήρθε στη χώρα μας ως  καθηγητής του Βρετανικού Συμβουλίου, μετά μία περιπετειώδη, ύποπτη επίσης, καθ’ όλα ζωή, από την οποία δεν έλειπαν και οι υποψίες για κάποιους φόνους. Οι χαρακτήρες κινούνται μέσα στα πλαίσια που διαμορφώνουν τα ιστορικά γεγονότα, που καταγράφονται με τον ιδιαίτερο, ρεαλιστικό τρόπο που συνηθίζει να τα παρουσιάζει ο Στεφανάκης, και δεν τους αφήνουν ανέγγιχτους.

Η αριστοκρατική εμφάνιση του Σέραρντ και οι αυταρχικοί του τρόποι τον καθιστούν κυρίαρχο πρόσωπο στην οικογένεια του αποθανόντος, του οποίου τον γιο Άγη υιοθετεί, χαρίζοντάς του το δικό του, ως δεύτερο επίθετο. Ο Άγης Δημητριάδης – Σέραρντ είναι ο ενεστωτικός Διευθυντής του πολυτελούς ξενοδοχείου Σέραρντ, κοινωνικοοικονομική θέση που του επιτρέπει να συντηρεί δύο συγχρόνως οικογένειες με την ανοχή όλων. Η σύζυγός του, Νόνικα, μία σχετικά αφανής- αδιάφορη ηρωίδα, του χάρισε μία κόρη, την Υβόνη, παντρεμένη με τον κάποτε λαμπρό και εν συνεχεία εκπεσόντα, εξαιτίας της τρέχουσας κρίσης, αρχιτέκτονα Θεοδόση. Η ανεπίσημη «σύζυγος» Σοφία, λίγο γιατρός, λίγο ζωγράφος, διαρκώς ερίζουσα με την Νόνικα για την καρδιά του Άγη (ο ίδιος φροντίζει για την διατήρηση αυτού του ανταγωνισμού), του χάρισε έναν γιο, τον Τζώρτζη, ατίθασο και βίαιο ενίοτε, ωστόσο με αγάπη για την ποίηση. Ο Τζώρτζης προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τα έργα και ημέρες του Σέραρντ, από τις σημειώσεις του, πάνω σε ποιήματα μεγάλων Ποιητών, καταγράφοντας  τα ευρήματά του σε ένα σημειωματάριο που μυστηριωδώς εξαφανίζεται.

Το ποιόν των χαρακτήρων και το πως εμπλέκονται όλοι αυτοί οι ήρωες μεταξύ τους, το εξιστορεί με περισσή ειρωνεία και σαρκασμό η Λήδα Δημητριάδη, (ουδόλως άμοιρη εμπλοκής), εξαδέλφη της Υβόνης και του Τζώρτζη και δικηγόρος της πλούσιας ξενοδοχειακής επιχείρησης στη διάρκεια της διευθυντικής θητείας του θείου της Άγη Δημητριάδη – Σέραρντ. Η Λήδα κόρη του αδελφού του Άγη, που δεν «συμμετείχε» στη μοιρασιά της προγονικής περιουσίας, τρέφει τα χειρότερα αισθήματα για την οικογένεια με εξαίρεση την θεία Μέλπω, πάμπλουτη (από τον γάμο της) αδελφή του Άγη, (η οποία με τη σειρά της έδειχνε ιδιαίτερη συμπάθεια στην ανηψιά της δηλώνοντας:

«Ποσώς με νοιάζουν οι καλοί. Προτιμώ τους συναρπαστικούς ανθρώπους». Η Λή-ηδα, όπως προφέρει το όνομά της η θεία, την βρίσκει ενδιαφέρουσα για την στάση της απέναντι στη ζωή, αυτό όμως δεν είναι αρκετό για να εύχεται την μακροζωία της .

«Όσο κι αν την αγαπώ, όσο κι αν την καταλαβαίνω, πράγμα που το θεωρώ ένα και το αυτό, ονειρεύομαι από τώρα τη στιγμή που θα αποδημήσει εις Κύριον κι εγώ θα κολυμπώ στον χρυσό και στους πολύτιμους λίθους, πολλοί από τους οποίους- πολύ που με νοιάζει – ίσως να προέρχονται κατευθείαν από το λαθρεμπόριο του χρυσού για το οποίο μου μιλά ο Σταμάτης Σταμάτης στις τελευταίες μας συναντήσεις».

 

Η Λήδα, ως παιδί, έβρισκε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες τις συναντήσεις της με τον Ρόμπερτ Σέραρντ, λάτρη της ποίησης. Εξ’ άλλου από πάντα δήλωνε:

«Η συναναστροφή μαζί του μου ήταν πάντα ευχάριστη, πράγμα παράξενο, αν σκεφτεί κανείς πόσο τον μισούσα, θεωρώντας τον υπεύθυνο για την οικονομική κατάσταση της οικογένειάς μου».

 

Το μίσος  της για την περιθωριοποίηση της οικογένειάς της, την οδηγεί στην προσπάθεια να αποκαλύψει τα ένοχα μυστικά που δημιούργησαν τον πλούτο, στον οποίο δεν συμμετείχε. Η μακροζωία και η «θηλυκή γλυκύτητα» στο πρόσωπο του Σέραρντ, που τα γηρατειά και η παραίτηση από παλιές ανθρώπινες «αμαρτίες» αποτυπωνόταν στο πρόσωπό του την τελευταία δεκαετία της ζωής του, την προβληματίζουν.

«Έδειχνε τόσο συμφιλιωμένος με το αμφιλεγόμενο παρελθόν του, ώστε πολλές φορές αναρωτήθηκα μήπως οι προηγούμενες  γενιές είχαν εντέλει  μια αβίαστη σχέση με το κακό, κάτι που τους έδινε τη δυνατότητα να δημιουργήσουν στη ζωή τους – να φτιάξουν περιουσίες, μεγάλα ξενοδοχεία και να αντιπαρέλθουν επιτυχώς προκλήσεις όπως ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.»

 

Από τις πρώτες σχεδόν σελίδες του μυθιστορήματος, ο συγγραφέας μας γνωρίζει  με τον συμπαθή ήρωα του, μεταπτυχιακό φοιτητή Σταμάτη Σταμάτη, που εκπονεί τη διατριβή του για τους Βρετανούς στην Ελλάδα την περίοδο 1939 -1945.

«Σας τηλεφωνώ για ένα λεπτό ζήτημα που αφορά την οικογένειά σας», δηλώνει στην δικηγόρο της οικογένειας, που τον καλοδέχεται.

Ο νεαρός φωτίζει με ντοκουμέντα το προγονικό παρελθόν στις επαναλαμβανόμενες συναντήσεις του με την Λήδα Δημητριάδη. Όλοι θορυβούνται από την έρευνα με εξαίρεση τη Λήδα. Ο Σταμάτης Σταμάτης που σταδιακά πρωταγωνιστεί, είναι η γέφυρα που ενώνει την Ιστορία με την οικογένεια, και η αφορμή να χαθεί ένα μέρος της υποκριτικής συμπεριφοράς της και να ενωθεί, έστω και προσωρινά, με την αφορμή ενός χαρμόσυνου γεγονότος. Γιατί και οι «χειρότερες» οικογένειες έχουν ευτυχισμένες στιγμές που τις ενώνουν. Εξάλλου, «Κανείς μας δεν είναι για τον Παράδεισο!» 

  

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top